22.1.16

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Κάτι χαμένο μέσα σου, μπορεί και επαναπροσδιορίζεται σε ιδανικές συνθήκες.

Στο μικρό κουζινάκι του δευτέρου ορόφου του νευροχειρουργικού το μαύρο ραδιοφωνάκι παίζει Antonio Vivaldi, La primavera, στην κλασσική του εκδοχή που η ανάταση εξελίσσεται σε μια συναισθηματική διαδρομή που ξανασυναντά κάτι Ανώτερο, κάτι άπιαστο με θέα στα λευκά σεντόνια και σε θαλάμους αρρώστων –αν και λαϊκά πολύ προσεγγίσιμο. Η εκφωνήτρια που λέγεται Παμπίνα Θεμιστοκλέους επιβεβαιώνει πως είναι Κυριακή, «μια όμορφη μέρα με ήλιο ξημερώνει». Πράγματι. Η Μερόπη μόλις έχει ετοιμάσει καφέ κυπριακό μέτριο «του Χαραλάμπους», της πικραίνει λίγο το στόμα, τα βάζει με το διαβήτη και τη χοληστερίνη της, ψάχνει λευκή ζάχαρη μέσα απ’ το  ντουλάπι, προσθέτει ένα κουταλάκι σα να κάνει παιδική ζαβολιά και βγάζει από την πράσινή της τσάντα ένα μικρό πλαστικό δοχείο με λάδι. «Του Αγίου Εφραίμ!», μου λέει. «Πήγα 3 του Γενάρη στην εκκλησία, δεν ήξερα ότι είναι η μέρα Του, προσκύνησα γονατιστή, αγόρασα σουτζούκο, παστέλλι, πήρα μέλι κι αγίασμα. Θεωρώ ότι είναι θαύμα. Έφερά το για το Γιαννάκη μου, για να τον κάμει ο Θεός καλά. Να σου βάλω λίγο στο μέτωπο με το βαμβάκι; Εσένα ποιος είναι ο άρρωστος σου;». Έσκυψα, σα να προσκυνούσα πόδια ηγουμένης. Κάτι είπε, σαν ευχέλαιο, σταύρωσε τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού και με άγγιξε απαλά στα μαλλιά. «Ο Γιαννάκης μου δεν ξέρει ότι έχει καρκίνο στον εγκέφαλο. Δεν του το είπαμε. Όταν με ρώτησε είπα κάτι για αιμάτωμα, είμαι αμόρφωτη γυναίκα εγώ αλλά πιστεύω πως κάμνω το σωστό –δεν θα αλλάξει κάτι αν κερδίσει η πραγματικότητα. Ο Νεοφύτου είναι καλός γιατρός. Έσωσε κόσμο –έχουν να το λένε. Ακουμπώ πάνω του όταν μου εξηγεί την κατάσταση του γιου μου, σα να αγγίζω το Χριστό –πιστεύω πως είναι το ίδιο πράμα».

Τη στιγμή που κόβω κομματάκι κομματάκι το κοτόπουλο του μεσημεριανού για τον μπαμπά μου, ανακατεύοντας το ρύζι με το γιαούρτι απ’ το κεσεδάκι που μόλις έχω αδειάσει μέσα στο πιάτο, σκέφτομαι πως αρκετά χρόνια πριν το ‘κανε κι εκείνος για μένα –αλλάζοντάς μου πάνες, βοηθώντας με να περπατήσω, ξυπνώντας με για να φάω σε συγκεκριμένη στιγμή, και αλληλοσπαράζοντας τον ανδρισμό μας με συγκινητικό τρόπο –για εκείνον που γινόταν μεσήλικας και για μένα που κεκέδιζα στη ζωή, υποδυόμενοι τους «συμπαίκτες». Σειρά μου τώρα.

Λειτουργώ σα να μην συμβαίνει τίποτα. Κι έχω ήδη μάθει απέξω στους διαδρόμους «των συγγενών» ό,τι αφορούσε στο τρίτο τέρμα της Σαλαμίνας που μάλλον ήταν οφσάιντ «και ουρλιάζει ο Φανιέρος», για το παρεκκλήσι του Αγίου Συνεσίου στη Λύση του διπλανού αρρώστου που έχει 11 παιδιά και τον ξέρουν όλοι στο Καλό Χωριό Λάρνακας ή για τη σφαίρα που πέρασε μέσα απ’ το στήθος του πατέρα μου στον πόλεμο και που του κρυώνει -41 χρόνια μετά- άτσαλα το δέρμα η πληγή. «Η μάχη φταίει, στη Μύρτου», λέω. «Οι Τούρκοι. Που ήθελαν το χωριό οπωσδήποτε για το αεροδρόμιό τους». Κάτι να ειπωθεί –αοριστίες. Τι να του ‘λεγα; Για τα χρωστούμενα που του ‘χω κάτω από τη φιάλη οξυγόνου που έσταζε αργά σταγόνα σταγόνα;

Θέλει να κοιμηθεί. Κοιμάται πολύ τελευταία. Δεν του αρέσει που μένει αξύριστος, κάνει απότομες κινήσεις για να μου δείξει πώς γυρνάνε οι τρίχες σκληρά στα μάγουλά του και τραβάει άθελά του τα καλώδια που είναι στερεωμένα στο πλάι. «Θα πω αύριο σε κάποιον να σε ξυρίσει. Εδώ μέσα γυρνάει ένας με τα απαραίτητά του». «Πόσα θα θέλει;». «Θα τα κανονίσω εγώ». «Έχω λεφτά στην τσέπη του παντελονιού μου που είναι κρεμασμένο μέσα στο ντουλάπι. Εκεί το άφησε η μάνα σου προτού μου φορέσουν τις πυτζάμες. Πάρε από εκεί». «Ρε πατέρα…».

Τη Δευτέρα θα μπει ξανά στον αξονικό. Ακουμπάει στο κρανίο του και βάζει το χέρι του πάνω απ’ τον ματωμένο επίδεσμο. «14 ραφές», λέει. Του τις μέτρησε η νοσοκόμα που έχει το όνομα Αστέρω και του χαμογελάει πάντα. Πονάει. «Ό,τι θέλει ο Θεός!», βρίσκω κάτι -χριστιανικό- να επαναλάβω απ’ τη Μερόπη –κάτι να λεχθεί στην ησυχία του θαλάμου, κάτι μη πιστευτό που να δείχνει τουλάχιστον γήινο. «Δεν είναι ο Θεός που θέλει», θα μου απαντήσει, «το κεφάλι μας θέλει μόνο –το χτυπημένο κι αγύριστο».

Δημοσίευση στο ΦιλGood του "Φιλελευθέρου", την Κυριακή 17 Ιανουαρίου. Φωτο: Γιάννης Χατζηεωργίου.