Ο χορευτής και ηθοποιός ήταν πάντα βέβαιος πως μία τυχαία
στιγμή θα μπορούσε να του αλλάξει απότομα στόχους, όνειρα, τρόπο σκέψης,
αναφορές, χώρα και ήπειρο.
Ο πρώτος ήρωας του Ιβάν Σβιτάιλο, παιδάκι ακόμη στην Κριμαία,
ήταν ο Ηρακλής. Θαύμαζε τους άθλους του, αναρωτιόταν συνεχώς πώς μπορούσε να
είναι τόσο ρωμαλέος και ζητούσε από την μητέρα του να του εξηγήσει αν θα
μπορούσε κάποτε και εκείνος να αποκτήσει τη δύναμή του. Αντίθετα, ο Ιβάν ο
τρομερός, ο πρώτος τσάρος του Βασιλείου της Ρωσίας απ’ τον οποίο πήρε το όνομά
του, θυμάται πως ποτέ δεν του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Στο σχολείο του αργότερα,
στο Γ’ Γυμνάσιο Ζωγράφου, όταν πλέον είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με τη
μητέρα του «για μια καλύτερη ζωή» η δασκάλα του τον φώναζε «Γιάννη», λέγοντάς
του πως αυτή είναι η απόδοση του ονόματός του στα ελληνικά και κάνοντάς του
έναν παραλληλισμό με κάποιο παρόμοιο βυζαντινό όνομα, παρόλο που στην ελληνική
ταυτότητα που πήρε αργότερα έγραφε μόνο «Ιβάν». Το δέχτηκε. Για να αισθάνεται
κάπως ίσος με τους έλληνες συμμαθητές του. Αντίστοιχα, οι παιδικοί του φίλοι στην
Κριμαία, τον έλεγαν «έλληνα» και σύγκριναν τη ζωή του με εκείνην των αρχαίων
θεών που είχαν υπερφυσικές δυνατότητες, πιστεύοντας πως και εκείνος θα διέθετε
κάποια από αυτές στο dna του, κάτι που τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή.
Το μόνο βέβαιο είναι πως ο Ιβάν ζούσε για πολλά χρόνια με ένα
εσωτερικό διχασμό, χωρίς να γνωρίζει τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να αλλάξει την
αντιμετώπιση των ανθρώπων απέναντί του και να αισθανθεί κάπου «πατρίδα»: Ρώσος
στην Ελλάδα, έλληνας στην Ουκρανία. «Η μητέρα μου μού έλεγε πάντα “κι εδώ ξένοι
είμαστε κι εκεί ξένοι είμαστε”. Αυτό που μου ανέφερε τότε, το νιώθω κι εγώ
τώρα. Κατανοώ πως μέσα μου υπάρχει πολύ έντονο το ρωσικό κομμάτι, αν σκεφτείς
ότι ζούσαμε στην Κριμαία μέχρι τα 10 μου χρόνια, τότε που ήρθαμε να μείνουμε
μόνιμα στην Αθήνα, αλλά η Ελλάδα είναι σα να βρίσκεται μέσα στο αίμα μου προτού
ακόμη γεννηθώ. Οι γύρω μου μπορεί να με αντιμετωπίζουν διαφορετικά λόγω
παρουσιαστικού, αν και πάντα προσπαθούσα να προσαρμόζομαι στα καινούργια δεδομένα.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι τα παιδιά στο σχολείο στην αρχή με μπέρδευαν με
μετανάστες από άλλες χώρες αλλά, όταν πια ήρθαμε κοντά και παίζαμε μαζί, έγινα
για εκείνους απλά ο “Ιβάν”, ένας φίλος τους όπως ήταν ο Κώστας, ο Μιχάλης ή ο
Παύλος. Δεν ντρέπομαι που είμαι Ρώσος! Ούτε για το γεγονός ότι γεννήθηκα σε μία
άλλη χώρα και διαμένω τώρα σε μια άλλη. Άλλωστε, δεν είναι κακό να είσαι ξένος.
Η ζωή η ίδια σε κάνει να ξεχωρίζεις. Και δεν θεωρώ πως υπάρχει λόγος να “σκοτώνεις”
ένα κομμάτι σου για να μπορείς να νιώθεις ασφαλής μέσα σε ένα άλλο. Η
προσωπικότητά μου, λοιπόν, είναι μοιρασμένη σε δύο χώρες κι εγώ θα ήθελα να ανακαλύψω
και τα δύο μου κομμάτια. Στην τελική, δεν είμαι ούτε έλληνας ούτε ρώσος. Είμαι
κάτι το ενδιάμεσο, αν και το ελληνικό μου κομμάτι είναι περισσότερο ανεπτυγμένο
από το ρωσικό, αφού αισθάνομαι περισσότερο οικεία με τους έλληνες – στην
νοοτροπία, στον κώδικα επικοινωνίας, στον μεσογειακό τρόπο σκέψης. Έτσι ζω».
Από τη Γιάλτα σε ένα
δωμάτιο 10 τ.μ
Η ζωή του Ιβάν είναι άμεσα συνδεδεμένη και με τη θάλασσα αφού
γεννήθηκε κοιτώντας τη Μαύρη Θάλασσα και τα μεγάλα ποτάμια που χύνονται μέσα σ’
αυτήν από την Γιάλτα όπου μεγάλωνε -την παραθαλάσσια πόλη της Κριμαίας που τότε
ανήκε στην Ουκρανία και τώρα πλέον στη Ρωσία-, ενώ τα τελευταία χρόνια επέλεξε
να μένει στο Παλαιό Φάληρο, σε ένα σπίτι από όπου να μπορεί να βλέπει το νερό,
με το οποίο ταυτίζεται ιδιαίτερα. «Το υγρό στοιχείο είναι άμεσα συνδεδεμένο και
με το χορό γιατί δεν έχει στέρεη μορφή. Έχω εξάρτηση από αυτό, γιατί θεωρώ πως
είναι κομμάτι του χαρακτήρα μου», μου εξηγεί κοιτώντας κάποιους να κολυμπούν στον
Φλοίσβο, καθώς ο ήλιος φωτίζει ακόμη περισσότερο τα γαλαζοπράσινά του μάτια. Το
περίεργο είναι πως δεν έμαθε να κολυμπά στη Γιάλτα, αλλά στην Ελλάδα, στο Λουτράκι,
σε κάποιες διακοπές, αφού η μητέρα του, Αγάπη, κατάγεται από την Ελλάδα – ελληνίδα
τρίτης γενιάς, ιστορικός και φιλόλογος. «Οι συμμαθητές μου με έριξαν από έναν
βράχο και κάπως έτσι κολύμπησα πρώτη φορά στη ζωή μου», μου αναφέρει γελώντας. «Όταν
πια εγκατασταθήκαμε μόνιμα στην Ελλάδα με τη μητέρα μου, καθώς είχε πια χωρίσει
απ’ τον πατέρα μου, μέναμε μέσα σε ένα δωμάτιο 10 τετραγωνικών μέτρων ,
στη φοιτητική Εστία Ζωγράφου. Εκεί έζησα από τα 10 μέχρι τα 15 μου χρόνια,
έκανα παρέα με φοιτητές, είδα πολλά που ίσως άλλοι συνομήλικοι μου να μην
αντίκριζαν σε ολόκληρή τους τη ζωή! Κι ίσως αυτό ήταν που με έκανε να αποφεύγω
στο μέλλον τις κακοτοπιές. Υπήρξα, κατά κάποιο τρόπο, η μασκότ της Φοιτητικής
Εστίας. Και εκεί μέσα αναγκάστηκα να ξεπεράσω όλους μου τους φόβους, να αναλάβω
ευθύνες, να λειτουργήσει εντονότερα το ένστικτο επιβίωσης μέσα μου και να
ωριμάσω απότομα». Κάποια στιγμή η μητέρα του, παράλληλα με τα μαθήματα ρωσικών
που έκανε σε μαθητές, αποφάσισε, με τις λιγοστές τους οικονομίες να ανοίξει ένα
μίνι μάρκετ στα Ιλίσια. Τα περισσότερα απογεύματά του, λοιπόν, τα πέρασε εκεί.
«Τελείωνα τα μαθήματα μου στο σχολείο και πήγαινα να κρατήσω το μαγαζί μέχρις
ότου τελειώσει η μαμά μου με τους μαθητές της», μου αναφέρει.
Ο χορός για εκείνον ήταν διέξοδος, αν και ποτέ του δεν είχε
καλλιτεχνικές επιρροές – αντίθετα, είχε ασχοληθεί αρκετά χρόνια με τον
αθλητισμό και πίστευε πως, κάποια στιγμή, ίσως να έφτανε μέχρι τον
πρωταθλητισμό. Όλα έγιναν τυχαία. «Στο στενό, δίπλα από το μίνι μάρκετ μας,
υπήρχε μία σχολή χορού. Μία κοπέλα η οποία ερχόταν και έπαιρνε τσιγάρα από το
μαγαζί έπεισε τη μητέρα μου πως θα μου έκανε καλό όλο αυτό. Μέχρι τότε απλά
έπαιζα μπάσκετ στον αθλητικό όμιλο Ζωγράφου. Η γυναίκα αυτή ουσιαστικά με πήρε
από το χέρι και ξεκίνησε να με “δουλεύει”. Θυμάμαι πως στην αρχή μου είχε
δείξει ένα εντυπωσιακό βίντεο με κάποιον ιάπωνα χορευτή που έκανε στροφές,
περίεργες φιγούρες, και μου είχε πει “αυτό εσύ θα το κάνεις σε ένα χρόνο!”. Πράγματι
αυτό συνέβη. Και για πολύ καιρό η ζωή μου ήταν μόνο σχολείο-μίνι μάρκετ-σχολή
χορού. “Χάθηκα” μέσα στο χορό και αυτό ήταν το μεγαλύτερο -και πιο μοιραίο-
δώρο που μου δόθηκε ποτέ! Ίσως να ήμουν σήμερα ένα παιδί από τα Ιλίσια επάνω σε
ένα παπί, ρουφηγμένος από ένα άλλο περιβάλλον. Ο χορός μου τα άλλαξε όλα!».
Με τα παπούτσια χορού
στη σάκα
Αυτό που θεωρεί πως τον έκανε πια πολύ γνωστό στον κόσμο ήταν
η συμμετοχή του στο «Κάτω παρτάλι» και ομολογεί πως ξαφνιάστηκε όταν τον
επέλεξαν τελικά για να συμμετάσχει σε κάποια επεισόδια. Η δουλειά, όμως, μέσα
από την οποία αντιλήφθηκες πως κάποιοι άνθρωποι τον θεωρούσαν και sexy ήταν
η συνεργασία του με τον Φωκά Ευαγγελινό και τη Δέσποινα Βανδή στο Rex. «Μέχρι τότε θεωρούσα πως
ήμουν άλλο ένα αγόρι που χόρευε. Ο Φωκάς με χρησιμοποίησε στη σκηνή, μέσα από
εικόνες και σαν σώμα. Κι αυτό ήταν κάτι που εντυπωσίασε τον κόσμο. Το ένιωθα!
Ωστόσο, στην προσωπική μου ζωή ήμουν από τότε αρκετά γειωμένος – να φανταστείς
επεδίωκα να είμαι πάντα μέσα σε σχέσεις, αν και οι πειρασμοί ήταν πολλοί. Είμαι
ένας άνθρωπος που του αρέσει να έχει μια σταθερά στα ερωτικά του, να έχω την
κοπέλα μου, να περνάμε χρόνο μαζί, να επικοινωνούμε. Έτυχε η πρώτη μου σχέση
στα 17 μου, με μία κοπέλα που αγαπούσα πολύ και χωρίσαμε λόγω των σπουδών της
στη Θεσσαλονίκη, να με έχει επηρεάσει και να με αλλάξει ουσιαστικά. Καθετί
πιστεύω πως είναι εμπειρία. Και αυτό μεταφέρεται και στο καλλιτεχνικό κομμάτι,
είτε στο χορό είτε στην υποκριτική. Νομίζω
πως τα λόγια του Λεονάρντ Κοέν “The greatest thing you never learn is to love and be loved in return”,
με περικλείουν. Μέσα σ’ αυτά είναι όλη η
φιλοσοφία της σκέψης μου», μου αναφέρει στο τέλος.
Κοιτάει ξανά τη θάλασσα του Φαλήρου απέναντι και βγάζει μέσα
από τη σάκα του τα λευκά παπούτσια χορού του, αφού σε λίγη ώρα θα πάει στα μαθήματα
μπαλέτου του, με την Έμυ Κορφιά, στην οδό Πειραιώς. «Δες!», μου λέει σηκώνοντας
το δάχτυλο του και δείχνοντάς μου το βάθος του ορίζοντα. «Ακόμη και αυτή η
θάλασσα διαφέρει από εκείνη της Γιάλτας. Εκείνη είναι λίγο πιο σκούρα, πιο
σκοτεινή, μελαγχολική και θλιμμένη. Αυτή, όμως, έχει τη φωτεινότητα, την
αισιοδοξία και τη χαρά που δεν διαθέτει καμία άλλη στον κόσμο!».
Δημοσίευση στην εφημερίδα "Πρώτο Θέμα", ένθετο "Thema People", τον Ιούνιο του 2015. Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος. http://www.protothema.gr/Stories/article/486600/ivan-o-tromeros/