Ο Δημήτρης Παπαιωάννου μιλάει για την Τέχνη του, το παρελθόν και το παρόν του, ενώ οι δύο πρωταγωνιστές του δίνουν την δική τους οπτική για την παράσταση "Still Life".
-Αν θα συστήνατε σε κάποιον το «still life» τι θα του
λέγατε;
-Θα του έλεγα ίσως, ότι είναι ένα έργο το οποίο μετεωρίζεται
ανάμεσα στο βάρος και στην ελαφράδα, εμπνευσμένο από τον αρχαιοελληνικό μύθο
του Σίσυφου και από τον τρόπο με τον οποίο είδε την ανθρώπινη κατάσταση ο
φιλόσοφος Καμύ, χρησιμοποιώντας τον συγκεκριμένο μύθο.
-Πως προσδιορίζετε την ελαφράδα;
-Σαν μία ευχή για πνευματικότητα, σαν μία ευχή για νόημα,
σαν μία ευχή για συντονισμό του ανθρώπου με κάποιο λόγο ύπαρξής του επάνω στη
γη, για όσο κρατήσει η μικρή ζωή του.
-Καταφέρνει ποτέ ο άνθρωπος να ισορροπήσει ανάμεσα σε κάτι
πνευματικότερο και στην υλικότητα;
-Ναι.
Είναι απολύτως σίγουρο. Γι’ αυτό έχει υπάρξει η Τέχνη, η φιλοσοφία, η επιστήμη.
Είναι όμως μια ισορροπία τρόμου.
-Γιατί θεωρείτε πως σε αυτή την εποχή -και με αυτές τις
συνθήκες- η προσπάθεια να δημιουργήσει κάποιος, κάτι, είναι σχιζοφρένεια από
μόνη της;
-Είναι δύσκολο να επιμείνει κανείς για μία υψηλή αλχημεία
μέσα σε μία εποχή έκπτωσης. Η έκπτωση μπαίνει μέσα μας ακόμη κι όταν
γκρινιάζουμε εναντίον της. Ως προς αυτό είναι μία δύσκολη περίοδος.
-Εσείς πέσατε ποτέ στην «παγίδα» της έκπτωσης;
-Δεν είμαι ο καταλληλότερος να κρίνω τον εαυτό μου. Είμαι
αυστηρός κριτής του εαυτού μου, αλλά δεν μπορώ να είμαι τόσο αντικειμενικός όσο
κάποιος απέξω, οπότε δεν το ξέρω αυτό. Ξέρω, όμως, ότι αγωνίζομαι ενάντια στην
έκπτωση. Το άθλημά μου, που είναι το άθλημα της Τέχνης, είναι αμείλικτο και η
εκχυδάισή του, η πτώση του σε φτηνότερα επίπεδα, είναι κάτι το οποίο απεύχομαι
και αγωνίζομαι ενάντια σ’ αυτό.
-Πάντα ήσασταν αυστηρός απέναντι στον εαυτό σας και στην
Τέχνη σας; Από τότε που δημιουργήσατε τα πρώτα σας έργα;
-Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Αλλά, επειδή είμαι ένας αυτοσχέδιος
καλλιτέχνης, η δική μου πορεία είχε το χαρακτηριστικό να καλλιεργούμαι ενώ
κάνω. Οπότε ήμουνα πάντοτε αυστηρός ανάλογα με το επίπεδο που είχα κάθε φορά.
Και πιστεύω πως κάθε φορά το επίπεδό μου γινόταν καλύτερο, που σημαίνει ότι σε κάθε
επόμενη φορά άνοιγαν περισσότερα μέτωπα για να στοιχειοθετηθεί η
αυστηρότητά μου. Έκανα, για παράδειγμα, πολλά πράγματα τα οποία, κοιτώντας
πίσω, μου φαίνονται επαρχιώτικα, αλλά ήταν αυτό το καλύτερο που μπορούσα τότε.
Και φαντάζομαι ότι το ίδιο θα πω για τώρα σε δέκα χρόνια.
-Άρα αυθεντικός.
-Δεν έχω να κρίνω τον εαυτό μου άσχημα γι’ αυτό. Ήμουν νομίζω
πάντοτε ειλικρινής. Δεν έχω έναν πονηρό τρόπο να προσεγγίζω τη δουλειά μου.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, πως κατάφερνα πάντα την καλή τέχνη.
-Οι αποτυχίες σας κατέβαλλαν; Ιδιαίτερα στην ηλικία των 20
χρόνων που κάποιος ίσως να μην αντιλαμβάνεται το μέγεθος της δύναμης μιας
αποτυχίας…
-Δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσω στη ζωή μου κραυγαλέες
αποτυχίες για να τσακιστώ. Οι καθημερινές μικροαποτυχίες ή οι μικροαποτυχίες
στην πρόβα είναι πράγματα που τα γνωρίζω από μικρό παιδί και, όχι, δεν με
κατέβαλαν ποτέ. Κι όταν ένας άνθρωπος έχει επιβιώσει και δεν βρίσκεται μέσα στη
δύνη της καταστροφής, τότε οποιαδήποτε καταστροφή έχει προηγηθεί ήταν υπέρ του.
Όταν εκ των υστέρων μιλάμε για τις αποτυχίες, τις αστοχίες ή τις ατυχίες και αν
αυτές ήταν ανασταλτικές, είναι σίγουρο ότι τελικά δεν ήταν ανασταλτικές. Γιατί
κανείς έχει ζήσει μετά απ’ αυτές, που σημαίνει πως δεν υπάρχει περίπτωση να μην
έχει γίνει καλύτερος.
-Είναι πολιτικό έργο εν τέλει το «still life», με την ευρεία
έννοια του όρου;
-Με στεναχωρεί να πω τι είναι και τι δεν είναι. Νομίζω πως
πολλοί διαβάζουν μία πολιτική διάσταση και αυτό είναι ευπρόσδεκτο για μένα.
-Σήμερα που μιλάμε (σ.σ Κυριακή πρωί, 20 Σεπτεμβρίου) διεξάγονται
οι εθνικές εκλογές στην Ελλάδα. Είναι διαφορετική, λοιπόν, η σημερινή Κυριακή
για σας;
-Η σημερινή Κυριακή για μένα είναι ευχάριστη γιατί έχω ρεπό
μετά από δέκα μέρες…
-Διαχωρίζετε εύκολα τα συναισθήματα από τον συναισθηματισμό,
ακόμη και σε πολιτικό επίπεδο;
-Μεγαλώνοντας
το βλέπει κανείς. Το καταλαβαίνει εύκολα. Ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήματα ή
συμπεριφορές εκπορεύονται από μιρκοσυναισθηματισμούς ή στοχεύουν στο να
ενεργοποιήσουν τις φτηνές περιοχές των συναισθημάτων μας είναι κάτι το οποίο
«διαβάζει» κανείς μεγαλώνοντας πολύ εύκολα. Από την άλλη, τα αισθήματα τα οποία
ανταποκρίνονται σε ένα βάθος της ύπαρξής μας, τα οποία είναι και τα ευπρόσδεκτα
και ζωογόνα, επίσης τα αναγνωρίζει κανείς εύκολα, ανάλογα με το κέντρο στο
οποίο σε χτυπά το καθένα. Υπάρχει μία φράση που μπορεί να πει κάποιος και να
σου αλλάξει τη ζωή, και υπάρχει μία φράση που μπορεί να πει κάποιος που θα σε
εντυπωσιάσει και θα την κάνεις σλόγκαν. Έχουν μια διαφορά αυτά τα δύο.
Όπως και το τραγούδι ή το κινηματογραφικό έργο που σου αλλάζει τη ζωή, ενώ ένα
άλλο μπορεί να σε διασκεδάσει, να σε τρομάξει, ή να σε κάνει να βάλεις τα
κλάματα αλλά μέσα σε δύο μέρες να έχει ξεχαστεί.
-Πολλές φορές από τις φράσεις που άλλαξαν τη δική σας ζωή
ανήκουν στο δάσκαλό σας, Γιάννη Τσαρούχη;
-Φράσεις και δράσεις. Αλλά όχι μόνο στο δάσκαλό μου.
-Σε ποιους άλλους;
-Η λίστα είναι πολύ μακριά. Χθες, πριν την παράσταση, όπως
μιλάμε και προσπαθούμε να βρούμε τον τόνο κάθε φορά, διαβάσαμε ένα μικρό
απόσπασμα από τη Σάρα Κέιν που μας άρεσε πολύ κι ένα μικρό ποίημα της Λόρι
Άντερσον. Είχαν να κάνουν με την ισορροπία και τον μετεωρισμό ανάμεσα στο βάρος
και την ελαφράδα.
-Υπάρχουν φορές που καταλαβαίνετε πως το σώμα σας δεν
αντέχει;
-Σε καθημερινή βάση εδώ και πολλά χρόνια.
-Δεν σας καταβάλλει ψυχικά όταν η δύναμη για επιθυμία
νικιέται από το πέρασμα του χρόνου;
-Δεν
με καταβάλλει. Με σταναχωρεί. Και με ξαναφέρνει αντιμέτωπο με τον τοίχο που
ονομάζεται φθορά.
-Σαν τον τοίχο που υπάρχει και στο έργο σας…
-Ακριβώς.
Τον οποίο ενδεχομένως μπορεί να περάσεις μεταμορφωμένος. Σε κάτι άλλο. Και
σίγουρα όχι σε αυτό που ήσουνα.
-Μεταμορφωθήκατε πολλές φορές;
-Νομίζω
πως ναι. Αλλά και πάλι, σ’ αυτά τα πράγματα, δεν είναι κανείς φερέγγυος κριτής
του εαυτού του. Οι άλλοι, που είναι κοντά του, μπορούν πιο εύκολα να πουν.
-Σας φοβίζει η μέρα που θα πρέπει να αποφασίσετε να αφήσετε
για πάντα την Τέχνη σας;
-Όχι.
Δεν με φοβίζει. Γιατί η Τέχνη μου δεν είναι μόνο αυτό που μοιράζομαι μαζί σας.
Από μικρό παιδί ζωγραφίζω και η δουλειά που κάνω με τις εικόνες και με το
θέατρο, με τους ήχους και με τη σύνθεση κινούμενων εικόνων με το μοντάζ, είναι
πολλαπλάσια από αυτή που αποφασίζω να μοιράζομαι με τον κόσμο. Που σημαίνει
ότι, κατά κάποιο τρόπο, όσο έχω τα μάτια μου, τα χέρια μου και το μυαλό μου στη
θέση τους έχω τον τρόπο να χάνομαι μέσα στην δημιουργία. Την Τέχνη μου δεν θα
την αφήσω, είναι ο τρόπος μου να ζω. Μπορεί όμως να πάψω να την μοιράζομαι όταν
αισθανθώ ότι είναι χρήσιμη μόνο για μένα.
-Τι σας δίνει χαρά σήμερα;
-Οι ανθρώπινες σχέσεις, η εργασία που έχει ως στόχο την
πνευματική αλχημεία και οι μικρές νίκες προς αυτή την κατεύθυνση και των δύο
ενοτήτων που ανέφερα.
-Η χαρά σας έχει μειωθεί πια λόγω της κοινωνικής κατάστασης
που επικρατεί;
-Όχι. Έχει καθοριστεί όμως από μία διαρκή έγνοια για την
δυσκολία που περνάνε οι φίλοι μου.
-Τι αναπολείτε από το παρελθόν – αν αναπολείτε κάτι;
-Οπωσδήποτε ένα είδος ακαταλόγιστου που έχει η νεότητα και
ένα είδος αφέλειας που έχει η λιγότερη εμπειρία. Νομίζω πως η ωριμότητα έχει ως
στόχο να ξαναβρεί κανείς αυτή την αφέλεια. Μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο.
Αλλά, στην αρχή της ζωής μας, είναι χαρισμένη σαν δώρο!
-Αναπολείτε και την αθωότητα;
-Αυτό είναι το ίδιο…
Οι πρωταγωνιστές:
Προκόπης Αγαθοκλέους:
«Αυτό που κάνω με την παράσταση “Still Life” είναι να
διαθέτω το σώμα μου ως ένα εργαλείο 100% ενεργό επάνω στη σκηνή, το οποίο
καλείται να εκτελέσει κάποιες εργασίες. Δεν είμαι χορευτής. Αλλά στη ζωή μου
αυτή η σωματική ενεργοποίηση, αυτή η διαδικασία στην οποία βρίσκομαι τώρα με
τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, θεωρώ ότι είναι ένας πολύ σοβαρός λόγος που βρίσκομαι
σε πνευματική εγγρήγορση. Το “Still Life” κατάφερε να κρατήσει το πνεύμα και το
σώμα μου ζωντανά!».
«Είναι μεγάλη τύχη που δουλεύω με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου,
για δεύτερη φορά – πρώτη φορά είχαμε συνεργαστεί το 2009 στο “Πουθενά”. Αισθάνομαι
τυχερός, αλλά όχι μόνο αυτό. Ίσως γιατί πιστεύω πάρα πολύ στην αρχαιοελληνική
φράση “Συν Αθηνά και χείρα κίνει” – δεν μπορεί να υπάρξει μόνο τύχη, δεν μπορεί
να υπάρξει μόνο ικανότητα».
«Η συνεργασία μου αυτή τη στιγμή με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου
για το “Still Life” που θα περιοδεύσει στον κόσμο και αντικαθιστώντας έναν
πραγματικά σπουδαίο ερμηνευτή, όπως είναι ο Άρης Σερβετάλης, μέσα σε 25
ουσιαστικά πρόβες, θεωρώ ότι ήταν ένα άθλος, που από την αρχή ήξερα ότι θα ήταν
πάρα πολύ δύσκολος. Εν γνώσει μου ήρθα και εν γνώσει μου συνεχίζω για να
επιτευχθεί αυτός ο στόχος».
«Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι ένας καλλιτέχνης, ένας
δημιουργός, που μπορεί να σε κάνει να δεις τα πράγματα αλλιώς: προς την
δημιουργικότερη, ποιοτικότερη και πιο αληθινή τους μορφή. Σε προσωπικό επίπεδο,
εκείνο που κατάφερε αυτή μου η συνεργασία ήταν να καταλάβω πως τίποτα δεν
έρχεται τυχαία αλλά μέσα από κόπο, μόχθο και πολλή δουλειά».
«Το κοινό της Ελλάδας δεν έχει μεγάλες διαφορές με το κοινό
της Κύπρου. Η διαφορά που έχουν είναι πως υπάρχει μεγαλύτερη μερίδα στην Ελλάδα
παιδευμένου στο θέατρο κοινού – άλλη σημαντική διαφορά δεν εντοπίζω».
«Μεγάλωσα στο χωριό Αρακαπάς της επαρχίας Λεμεσού. Και δεν
ήταν καθόλου εύκολο για ένα παιδί, όπως ήμουν εγώ τότε, να έχει πρόσβαση στην
Τέχνη. Τα τελευταία χρόνια ζω μακριά από τον Αρακαπά, πάντα όμως έχοντας τον
στην καρδιά μου και επισκέπτοντάς τον όσο πιο συχνά γίνεται. Κατάγομαι από μία
οικογένεια γεμάτη χιούμορ, η οποία έδωσε απλόχερα αγάπη σε μένα. Έτσι, έχοντας
το μικρόβιο του “showman”
από πάρα πολύ μικρή ηλικία -σκέψου ότι στα 8 μου χρόνια, μέσω θυροτηλεφώνου “μετέδιδα”
ποδόσφαιρο στους συγγενείς μου-, αυτό πολλαπλασιάστηκε όταν πήγα στο Γυμνάσιο,
όπου κατά τύχη βρέθηκα να αντικαθιστώ ένα από τα παιδιά που βρίσκονταν στη
θεατρική ομάδα. Η πρώτη μου επαφή με κοινό βρισκόμενος σε θεατρικό χώρο, ήταν
εκείνη η οποία μού χτύπησε το καμπανάκι για να ασχοληθώ με το θέατρο. Και από
τότε δεν άλλαξα γνώμη…».
Μιχάλης Θεοφάνους:
«Το “Still Life”
θα μπορούσε να είναι πολιτικό έργο. Ωστόσο, εγώ δεν θα ήθελα να το δω έτσι.
Εμένα με βολεύει περισσότερο μία άλλη οπτική γωνία του “Still Life”, η πιο
καθημερινή. Για μένα είναι πιο αστικό το έργο παρά πολιτικό. Θα μπορούσα να δω
σε αυτό το θείο μου που δουλεύει ή τον πατέρα μου που προσπαθεί να με βοηθήσει
να μάθω ποδήλατο ή τη μάνα μου που θα πέσω να χτυπήσω, θα τρέξει σε μένα, αλλά
δεν θα με νταντέψει κιόλας – όπως στα ζώα που η μάνα-καμηλοπάρδαλη επιβάλλει
στο μωρό να σηκωθεί και να κάνει τα πρώτα του βήματα με το που γεννιέται».
«Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου συνήθως δουλεύει με πολύ αυτοσχεδιασμό
πριν από τις παραστάσεις. Σαφώς έχει τον σκελετό, την ιδέα, τις εικόνες. Όταν,
όμως, δοκιμάζουμε πράγματα βλέπουμε τι ταιριάζει στον καθένα. Θα σου δώσω ένα
παράδειγμα: υπάρχει μία σκηνή στην οποία ανταλλάσουν-μεταμορφώνονται τα σώματα
μέσα από έναν τοίχο. Όταν βγαίνω εγώ από τον τοίχο δεν θα μπορούσα να είμαι σαν
τον Προκόπη, υπάρχει εκεί ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου πιο αρρενωπό, πιο
στιβαρό. Από αυτή την οπτική γωνία, ναι, θα μπορούσες να πεις πως βλέπω τον
εαυτό εκεί γιατί πραγματικά είμαι ο εαυτός μου μέσα σ’ αυτό. Ωστόσο, δεν με
αναγνωρίζω στην παράσταση μέσα από βιώματα του παρελθόντος, και δεν θα το ‘θελα
να το ψάξω ούτε να το επεξεργαστώ γιατί ίσως αυτό να έφερνε στην επιφάνεια
κάποιες επιπλέον σκέψεις-συναισθήματα που ίσως να μην τα χρειάζεται ο ρόλος».
«Μετά από 15 χρόνια ασχολούμενος με το χορό, έχει γίνει πια
απαραίτητο κομμάτι της ζωής μου. Υποχρεωτικά. Μου αρέσει πολύ, όσο κι αν με
κουράζει, όσο κι αν λέω “φτάνει με τις πρόβες” ή “φτάνει με τις ατέλειωτες ώρες
δουλειάς”, γιατί στο τέλος συνειδητοποιώ πως απλά χρειάζομαι 3-4 μέρες
ξεκούρασης ώστε να αρχίσει μετά να μου λείπει πάλι κάτι. Δεν ξέρω βέβαια αν
είναι ο χορός αυτό που μου λείπει, το performing ή το staging – όσο
περίεργο κι αν ακούγεται. Γιατί δεν θα με δεις ποτέ έξω να χορεύω, ούτε στο
σπίτι μου, επειδή απλά μπορεί να κάνω 3 μέρες να χορέψω».
«Πριν ξεκινήσει κάποια παράσταση σκέφτεσαι πόσο κουρασμένος
είσαι και λες στον εαυτό σου “έχεις παράσταση, κράτα ενέργεια, σκέψεις,
συγκεντρώσου!”. Με το που τελειώνει, όμως, η παράσταση, πιστεύεις πως αντέχεις
άλλη μία. Είναι η αδρεναλίνη, η ένταση, η υπερένταση – είναι ευχάριστα, όμως, τελικά
ανακουφιστικό να καταφέρνεις να δεις το αποτέλεσμα μέσα από την κούραση,
μπροστά στον κόσμο, μαζί με τους φίλους-συνεργάτες σου».
Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, τον Σεπτέμβριο του 2015. Φωτογραφίες: Νύσος Βασιλόπουλος, Νίκος Δραγώνας, Τζούλιαν Μόμμερτ, Μαρία
Πετιναράκη.