31.1.16

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ CLUB "VERSUS"


Θυμάσαι κάτι απίθανες νύχτες που δεν οδηγούσες γιατί ήσουνα ήδη βέβαιος πως θα σε μετέφεραν άλλοι στο τέλος της βραδιάς – σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα, μάλλον και σε άλλο πλανήτη;


Κοιτώντας από τα μεγάλα κατά μήκος ορθογώνια τζάμια του τελευταίου ορόφου του Capital Center της λεωφόρου Μακαρίου προς τον κατεχόμενο ναό της Αγίας Σοφίας και τους νεοκτισθέντες μιναρέδες του που έμοιαζαν από ψηλά λες και ξάπλωναν στους πρόποδες του Πενταδαχτύλου, δεν ήσουν ποτέ βέβαιος αν η πλατεία Ελευθερίας ήταν εκείνη που μόλις περπάτησες (η παλιά, με τα δύο περίπτερα στις άκρες της και τα αυτοκίνητα να τη διαπερνούν προς το άνοιγμα της Κωστάκη Παντελίδη) ή το Castlemorton της Ουαλίας και το τελευταίο του rave party στο οποίο πίστεψες πως συμμετείχες. Στην Γερμανία τότε ο Sven Vath έφτιαχνε εθιστική trance, οι Jam and Spoon προβάλλονταν ως «οι εμπορικοί εκπρόσωποι του είδους», κάποιοι αναγνώριζαν ήδη τον μετέπειτα υπερστάρ Paul Van Dyk, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα αναδυόταν η σκηνή του Bristol και το είδος trip-hop γεννιέται ως μια εναλλακτική, πιο εκλεπτυσμένη αγγλική εκδοχή του hip hop, με πρωταγωνιστές τους Massive Attack, Portishead και Tricky. Στην Κύπρο του μισού εκατομμυρίου ανθρώπων, η «Versus» της Λευκωσίας αποκτούσε λόγο ύπαρξης.

Οι φανατικοί θαμώνες της «Versus» είχαν κοινό σημείο αναφοράς τους την αποβολή του επαρχιώτικου κυπριακού νεοπλουτισμού, της επίδειξης και του τοπικισμού – όσοι αποφάσιζαν να περάσουν μια βραδιά χορεύοντας, ρουφώντας τσιγάρα και πίνοντας καθαρό αλκοόλ απ’ το bar, με απευθείας αναφορές στη Chicago house και στο Detroit techno σα να ‘ταν στο Cream, στο Renaissance ή στο Ministry of Sound, ήταν κιόλας πολίτες του κόσμου.

Οι νέες τάσεις διαπερνούσαν ήδη την πόρτα του ασανσέρ (κομμάτι κι αυτό της ιεροτελεστίας στον μυστικισμό ενός ιδιότυπου ατελιέ ψυχών) με το που άνοιγε στην οροφή, στο ειδικά διαμορφωμένο προ-χολ: Minimal techno, intelligent dancemusic, house και UK garage. Στη «Versus» γίνονταν -και επιτρέπονταν- όλα (όλα!) – κι αυτό ήταν ένας ασυγκράτητος συνδυασμός ακόρεστης γοητείας, αθωότητας και αχαλίνωτου ρυθμού που, όχι λίγες φορές, ξέσπαγε κατά τις πρωινές ώρες σε εμετό κατά μόνας ή ανά δυάδες μέσα στις τουαλέτες που βρίσκονταν στο βάθος αριστερά.

Οι διαχωριστές γραμμές των φανατικών της ήταν πάντα δυσδιάκριτες: μπερδεμένοι, μα απόλυτα φυσιολογικά αφομοιωμένοι, gay και straight, bisexual και asexual, αναθαρρούσαν στην μαζική pop κουλτούρα των παγκόσμιων clubs που αντηχούσαν απ’ τα μαύρα μεγάφωνα και έκαναν τα τζάμια να τρίζουν – σα να χόρευαν κι αυτά ProdigyFaithlessDeep DishLeftfieldOrbitalUnderworld.

Ντυμένοι casual ή με κοστούμια τα Σάββατα κάποιοι -που γρήγορα θα έβγαιναν βιαστικά-, ήδη ιδρωμένοι, έδιναν τη θέση τους σε πολύχρωμα ή λευκά αμάνικα φανελάκια που είχαν αγοράσει το πρωί απ’ τη Στασικράτους – στη «Versus» δεν είχε ποτέ σημασία τι είχες κάνει το προηγούμενο βράδυ μα πώς θα γινόταν συναρπαστικό το αποψινό. Και βέβαια πού και με ποιον θα κοιμόσουν, έχοντας ήδη καταπιεί την πλήρη εξάντληση κατά ριπάς αλλά πάντα έτοιμος για τον τελευταίο -και τελειωτικό- γύρο.

Ο κόσμος τότε ήταν διαφορετικός. Υπήρχε μια καλοπροαίρετη κατανόηση σε όσους ξεπατίκωναν τάσεις ή αντέγραφαν fashion street icons εικόνες του νεοκυκλοφόρητου τότε «Omikron», οι djs ήταν djs και όχι σταρς, υπήρχε μια γενιά 20άρηδων που ζούσε αλαφιασμένα, ανέβαζε ταχύτητες και ονειρευόταν ακόμη την Αθήνα της Ακρόπολης και όχι το Λονδίνο του Μπάκιγχαμ (προς το παρόν).

Τώρα όλα έχουν αλλάξει σαρωτικά.

Πήγα το καλοκαίρι σε κάποιο αντίστοιχο club της Λευκωσίας που λοξοκοιτούσε προς Ibiza, με κάπως κουμπωμένους προσκυνητές και κάτι από παλιό Tiesto, Ferry Corsten και Armin Van Buuren στα ηχεία. Μα έλειπε εκείνη η καλά αρχειοθετημένη, αξεπέραστη, μα πάντα άσβεστη κάψα που σε στοιχειώνει σαν παλιό τατουάζ χτυπημένο σε εμφανές σημείο στο σώμα – αυτό που δεν θες να σβηστεί ποτέ…

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 31 Ιανουαρίου. Το απίθανο φωτογραφικό αρχείο σε φιλμ είναι του Δημήτρη Βαττή. 

24.1.16

ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΜΕΝΕΙ


«Πέλαγο να ζήσω δε θα βρω / σε ψυχή ψαριού κορμί γατίσιο…».

Αυτή είναι η καλύτερη ελληνική ταινία που βγήκε ποτέ στους ελληνικούς κινηματογράφους –θεέ μου, ‘σχώρα με για τον «Όμηρο», την «Ευδοκία», τη «Στέλλα», το «Σπιρτόκουτο», το «Θίασο», τη «Μικρά Αγγλία», τη «Γλυκιά συμμορία», το «Από την άκρη της πόλης», τη «Στρέλλα», το «Δεκαπενταύγουστο», το «Σώσε με». Τη θυμήθηκα ξανά την προηγούμενη Τρίτη, όταν διάβασα για τον ξαφνικό θάνατο του Νίκου Παναγιωτοπούλου, του μέγιστου δημιουργού της, συναυτουργού του Μαλβινοθρεμμένου ποιητή των σκουπιδιών και της τέφρας κάποιων ζωντανών σακατεμένων που κολύμπησαν στα λασπόνερα αλλά επέζησαν θριαμβευτικά, Θάνου Αλεξανδρή. Η ιστορία είναι απλή: μια γυναίκα ονειρεύεται να γίνει τραγουδίστρια, καταλήγει στα κωλάδικα της επαρχίας, στη ΒόρειοΕλλάδα, με τον σύντροφό της να την ψάχνει, απελπισμένα ερωτευμένος μαζί της, με μια καψούρα που μετατρέπεται μάλλον σε αγάπη όσο εκείνη βγαίνει στην πίστα ως δεύτερο όνομα, συνοδεία της υπέρτατης δόξας της Εθνικής οδού, Παλόμας. 

Το σενάριο είναι πλήρες – εμπεριέχει κάτι λαϊκό και περίπλοκο καρδιακά ταυτόχρονα, έντεχνο και άτεχνο συγχρόνως, μια ταινία «ακριβή» φτιαγμένη από παρατημένα φτηνά υλικά, τοποθετημένα καίρια στον καιρό των μεγάλων επιδοτήσεων και της παντοδυναμίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ που οι αγρότες ακουμπούσαν τα πακέτα Ντελόρ στα καλογυαλισμένα πόδια κάθε νέας τραγουδίστριας που έλεγε άτσαλα «ανέβα στο τραπέζι μου, κούκλα μου γλυκιά», σε κακή εκτέλεση, μασώντας τσίχλα και κάνοντας κονσομασιόν. 

Τη Στέλλα υποδυόταν η Αθηνά Μαξίμου και τον Αντρέα ο Νίκος Κουρής. Έτσι γνωριστήκαμε με το Νίκο –γιατί του είπα ότι είδα 14 φορές την ταινία εκείνη και θα ‘θελα να δω πώς είναι στην πραγματικότητά του. Δεν έδινε τότε συνεντεύξεις, του ανέφερα για τις «σούζες» που έκανε με το ανύπαρκτό του μηχανάκι μέσα στο φοιτητικό σχεδόν δώμα που ζούσε με τη Στέλλα, για τη μπανιέρα με θέα στο λιμάνι του Πειραιά μέσα στην οποία ξάπλωνε εκείνη, για την καταγραφή των αεροπλάνων με μανία συλλέκτη, για το Ζεταίμ και την Αρζεντίνα. Πείστηκε. Και έγινε ο αγαπημένος μου –τσακωθήκαμε μετά, αγαπηθήκαμε ξανά, ξαναδιαφωνήσαμε αλλά η κοινή αισθητική αναφορά της χυδαιότητας και του διονυσιασμού των κωλάδικων της Ελλάδας θα μας ένωνε αιώνια.

Δεν ήταν μόνο ο τρόπος αποτύπωσης απ’ τον Παναγιωτόπουλο όσων διαδραματίζονταν στους διαδρόμους των πίσω δωματίων του πάλκου ή των εκβιασμών στα νέα -φιλόδοξα- κορίτσια, από τους κοιλαράδες ιδιοκτήτες, ήταν κι εκείνο το οδοιπορικό σε μια Ελλάδα εξαφανισμένη πια -αν και ήδη αχνοφαίνονταν από τότε τα σημάδια της σήψης της-, πίσω από λόφους, μέσα σε χωράφια ή μπροστά σε παγωμένες λίμνες κατουρώντας τις (κυριολεκτικά). Άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Άνθρωποι που αναδείκνυαν τα χρήματα σε Θεό χωρίς το Ναό του. Άνθρωποι βουτηγμένοι στις κολάσεις τους αλλά και Άγιοι ταυτοχρόνως. Πεζοί μα και λογοτέχνες.

Το εμβληματικό ομώνυμο τραγούδι-soundtrack της ταινίας δεν το τραγούδησε μόνο η Παπίου –προτού καταλήξει οριστικά σ’ εκείνην. Αλλά και η Λένα Αλκαίου και η Πέγκυ Ζήνα επίσης. Ο Κραουνάκης ήξερε τι έκανε –δεν ήθελε το αριστούργημά του να χαθεί μέσα σε μία στοίβα πανεριών από γαρύφαλλα, όπως συνέβη τώρα με τον Παντελίδη, μπροστά από κάποια μισοφαγωμένη μπριζόλα κι ένα ξέμπαρκο μπουκάλι ουίσκι. Γι’ αυτό και εμπιστεύτηκε τη συγκεκριμένη τεχνική με τη σιγουριά της ανάδειξης του τραγουδιού και όχι της φίρμας. Κομματιάστηκα όταν τοπρωτάκουσα. Το ίδιο είχε συμβεί και με τον ποιητή Γιάννη Κοντό, τη Λίτσα Διαμάντη, τη Λίνα Νικολακοπούλου, αλλά και με την πρόεδρο των εκδιδόμενων γυναικών στην Αθήνα, Δήμητρα Κανελλοπούλου –όλοι τους ιδανικοί θεατές μιας σινεφίλ βραδιάς και άλλης μίας μετά, στις «Κούκλες» της Ζαν Μωρεάς.

Το να μπορέσει κάποιος δημιουργός να προσδώσει Τέχνη σε κάτι φαινομενικά «εύκολο» θεματολογικά, απαιτεί εμπειρία, περίσσευμα ψυχής και εμφανές πρόσημο ταλέντου σε ό,τι έχει προηγηθεί ως ιστορία ζωής. Αυτό έκαναν ο Παναγιωτόπουλος και ο Αλεξανδρής –καθένας χώρια.

Δεν θέλω να ακουστώ μελό αλλά, ναι, όποτε (ξανά) βλέπω την ταινία «Αυτή η νύχτα μένει» κάθομαι στον καναπέ μου και χύνω μαύρο δάκρυ. Και σκέφτομαι πως αν ζούσε τώρα ο αγαπημένος μου Παύλος Μάτεσις θα του τηλεφωνούσα στο σταθερό του σπιτιού του, στο Νέο Κόσμο, θα τον ρώταγα πάλι για το νόημα της ζωής -όπως στην ταινία- κι ύστερα θα λέγαμε (ξανά) για ‘κείνο που σκοτώθηκε μέσα μας για πάντα…

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 24 Ιανουαρίου. Φωτο: Αρχείο Ν. Παναγιωτόπουλου. 


ΙΒΑΝ ΣΒΙΤΑΙΛΟ: "ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΟΥΤΕ ΕΛΛΗΝΑΣ, ΟΥΤΕ ΡΩΣΟΣ. ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΙ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ"



Ο χορευτής και ηθοποιός ήταν πάντα βέβαιος πως μία τυχαία στιγμή θα μπορούσε να του αλλάξει απότομα στόχους, όνειρα, τρόπο σκέψης, αναφορές, χώρα και ήπειρο.

Ο πρώτος ήρωας του Ιβάν Σβιτάιλο, παιδάκι ακόμη στην Κριμαία, ήταν ο Ηρακλής. Θαύμαζε τους άθλους του, αναρωτιόταν συνεχώς πώς μπορούσε να είναι τόσο ρωμαλέος και ζητούσε από την μητέρα του να του εξηγήσει αν θα μπορούσε κάποτε και εκείνος να αποκτήσει τη δύναμή του. Αντίθετα, ο Ιβάν ο τρομερός, ο πρώτος τσάρος του Βασιλείου της Ρωσίας απ’ τον οποίο πήρε το όνομά του, θυμάται πως ποτέ δεν του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Στο σχολείο του αργότερα, στο Γ’ Γυμνάσιο Ζωγράφου, όταν πλέον είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα του «για μια καλύτερη ζωή» η δασκάλα του τον φώναζε «Γιάννη», λέγοντάς του πως αυτή είναι η απόδοση του ονόματός του στα ελληνικά και κάνοντάς του έναν παραλληλισμό με κάποιο παρόμοιο βυζαντινό όνομα, παρόλο που στην ελληνική ταυτότητα που πήρε αργότερα έγραφε μόνο «Ιβάν». Το δέχτηκε. Για να αισθάνεται κάπως ίσος με τους έλληνες συμμαθητές του. Αντίστοιχα, οι παιδικοί του φίλοι στην Κριμαία, τον έλεγαν «έλληνα» και σύγκριναν τη ζωή του με εκείνην των αρχαίων θεών που είχαν υπερφυσικές δυνατότητες, πιστεύοντας πως και εκείνος θα διέθετε κάποια από αυτές στο dna του, κάτι που τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή.
Το μόνο βέβαιο είναι πως ο Ιβάν ζούσε για πολλά χρόνια με ένα εσωτερικό διχασμό, χωρίς να γνωρίζει τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να αλλάξει την αντιμετώπιση των ανθρώπων απέναντί του και να αισθανθεί κάπου «πατρίδα»: Ρώσος στην Ελλάδα, έλληνας στην Ουκρανία. «Η μητέρα μου μού έλεγε πάντα “κι εδώ ξένοι είμαστε κι εκεί ξένοι είμαστε”. Αυτό που μου ανέφερε τότε, το νιώθω κι εγώ τώρα. Κατανοώ πως μέσα μου υπάρχει πολύ έντονο το ρωσικό κομμάτι, αν σκεφτείς ότι ζούσαμε στην Κριμαία μέχρι τα 10 μου χρόνια, τότε που ήρθαμε να μείνουμε μόνιμα στην Αθήνα, αλλά η Ελλάδα είναι σα να βρίσκεται μέσα στο αίμα μου προτού ακόμη γεννηθώ. Οι γύρω μου μπορεί να με αντιμετωπίζουν διαφορετικά λόγω παρουσιαστικού, αν και πάντα προσπαθούσα να προσαρμόζομαι στα καινούργια δεδομένα. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι τα παιδιά στο σχολείο στην αρχή με μπέρδευαν με μετανάστες από άλλες χώρες αλλά, όταν πια ήρθαμε κοντά και παίζαμε μαζί, έγινα για εκείνους απλά ο “Ιβάν”, ένας φίλος τους όπως ήταν ο Κώστας, ο Μιχάλης ή ο Παύλος. Δεν ντρέπομαι που είμαι Ρώσος! Ούτε για το γεγονός ότι γεννήθηκα σε μία άλλη χώρα και διαμένω τώρα σε μια άλλη. Άλλωστε, δεν είναι κακό να είσαι ξένος. Η ζωή η ίδια σε κάνει να ξεχωρίζεις. Και δεν θεωρώ πως υπάρχει λόγος να “σκοτώνεις” ένα κομμάτι σου για να μπορείς να νιώθεις ασφαλής μέσα σε ένα άλλο. Η προσωπικότητά μου, λοιπόν, είναι μοιρασμένη σε δύο χώρες κι εγώ θα ήθελα να ανακαλύψω και τα δύο μου κομμάτια. Στην τελική, δεν είμαι ούτε έλληνας ούτε ρώσος. Είμαι κάτι το ενδιάμεσο, αν και το ελληνικό μου κομμάτι είναι περισσότερο ανεπτυγμένο από το ρωσικό, αφού αισθάνομαι περισσότερο οικεία με τους έλληνες – στην νοοτροπία, στον κώδικα επικοινωνίας, στον μεσογειακό τρόπο σκέψης. Έτσι ζω».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ: "ΠΑΝΤΟΤΕ ΗΜΟΥΝ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ" (STILL LIFE)


Ο Δημήτρης Παπαιωάννου μιλάει για την Τέχνη του, το παρελθόν και το παρόν του, ενώ οι δύο πρωταγωνιστές του δίνουν την δική τους οπτική για την παράσταση "Still Life".

-Αν θα συστήνατε σε κάποιον το «still life» τι θα του λέγατε;
-Θα του έλεγα ίσως, ότι είναι ένα έργο το οποίο μετεωρίζεται ανάμεσα στο βάρος και στην ελαφράδα, εμπνευσμένο από τον αρχαιοελληνικό μύθο του Σίσυφου και από τον τρόπο με τον οποίο είδε την ανθρώπινη κατάσταση ο φιλόσοφος Καμύ, χρησιμοποιώντας τον συγκεκριμένο μύθο.
-Πως προσδιορίζετε την ελαφράδα;
-Σαν μία ευχή για πνευματικότητα, σαν μία ευχή για νόημα, σαν μία ευχή για συντονισμό του ανθρώπου με κάποιο λόγο ύπαρξής του επάνω στη γη, για όσο κρατήσει η μικρή ζωή του.
-Καταφέρνει ποτέ ο άνθρωπος να ισορροπήσει ανάμεσα σε κάτι πνευματικότερο και στην υλικότητα;
-Ναι. Είναι απολύτως σίγουρο. Γι’ αυτό έχει υπάρξει η Τέχνη, η φιλοσοφία, η επιστήμη. Είναι όμως μια ισορροπία τρόμου.
-Γιατί θεωρείτε πως σε αυτή την εποχή -και με αυτές τις συνθήκες- η προσπάθεια να δημιουργήσει κάποιος, κάτι, είναι σχιζοφρένεια από μόνη της;
-Είναι δύσκολο να επιμείνει κανείς για μία υψηλή αλχημεία μέσα σε μία εποχή έκπτωσης. Η έκπτωση μπαίνει μέσα μας ακόμη κι όταν γκρινιάζουμε εναντίον της. Ως προς αυτό είναι μία δύσκολη περίοδος.
-Εσείς πέσατε ποτέ στην «παγίδα» της έκπτωσης;
-Δεν είμαι ο καταλληλότερος να κρίνω τον εαυτό μου. Είμαι αυστηρός κριτής του εαυτού μου, αλλά δεν μπορώ να είμαι τόσο αντικειμενικός όσο κάποιος απέξω, οπότε δεν το ξέρω αυτό. Ξέρω, όμως, ότι αγωνίζομαι ενάντια στην έκπτωση. Το άθλημά μου, που είναι το άθλημα της Τέχνης, είναι αμείλικτο και η εκχυδάισή του, η πτώση του σε φτηνότερα επίπεδα, είναι κάτι το οποίο απεύχομαι και αγωνίζομαι ενάντια σ’ αυτό.
-Πάντα ήσασταν αυστηρός απέναντι στον εαυτό σας και στην Τέχνη σας; Από τότε που δημιουργήσατε τα πρώτα σας έργα;
-Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Αλλά, επειδή είμαι ένας αυτοσχέδιος καλλιτέχνης, η δική μου πορεία είχε το χαρακτηριστικό να καλλιεργούμαι ενώ κάνω. Οπότε ήμουνα πάντοτε αυστηρός ανάλογα με το επίπεδο που είχα κάθε φορά. Και πιστεύω πως κάθε φορά το επίπεδό μου γινόταν καλύτερο, που σημαίνει ότι σε κάθε επόμενη φορά άνοιγαν περισσότερα μέτωπα για να στοιχειοθετηθεί η αυστηρότητά μου. Έκανα, για παράδειγμα, πολλά πράγματα τα οποία, κοιτώντας πίσω, μου φαίνονται επαρχιώτικα, αλλά ήταν αυτό το καλύτερο που μπορούσα τότε. Και φαντάζομαι ότι το ίδιο θα πω για τώρα σε δέκα χρόνια.
-Άρα αυθεντικός.
-Δεν έχω να κρίνω τον εαυτό μου άσχημα γι’ αυτό. Ήμουν νομίζω πάντοτε ειλικρινής. Δεν έχω έναν πονηρό τρόπο να προσεγγίζω τη δουλειά μου. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, πως κατάφερνα πάντα την καλή τέχνη.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ: ΜΟΝΤΕΛΟ ΓΙΑ ΣΠΙΤΙ



Το μοντέλο και παρουσιαστής ποτέ δεν εγκλωβίστηκε στις επιλογές που ίσως να του επέβαλε η εξωτερική του εμφάνιση.

Την προηγούμενη μέρα της συνάντησής μας είχε καεί λιγάκι απ’ τον ήλιο. Ξεχάστηκε, όπως μου εξηγεί, και δεν χρησιμοποίησε το αντηλιακό του στη Μύκονο, στην παραλία της Παράγκας όπου του αρέσει να κολυμπά τα απογεύματα, ενδιάμεσα της δουλειάς του στο Rock n’ Roll και στο Balthazar, εκεί όπου κάνει φέτος το Καλοκαίρι δημόσιες σχέσεις, πίστεψε πως δεν χρειαζόταν προϊόντα με δείκτη προστασίας ούτε ενυδάτωση – τον ξεγέλασε, λέει, το ξαφνικό μπουρίνι του Σαββάτου. Ακόμη κι αν ξαφνιάζεται όταν του λέω πως δεν γίνεται όλα αυτά τα χρόνια στο modeling, με συνεργασίες που δεν περιορίζονται στην ισπανική Vogue, στο γαλλικό, ισπανικό, και ιταλικό GQ, στο LOfficiel, αλλά και σε αρκετές διεθνείς διαφημιστικές καμπάνιες, καταλόγους και πασαρέλες, να μην ξέρει βασικά «μυστικά» ανδρικής ομορφιάς, δείχνει να εννοεί στ’ αλήθεια όσα μου αναφέρει και να συνεχίζει να συμπεριφέρεται κάπως ανέμελα -αν και με αυτοπεποίθηση- σε ό,τι αφορά στην εξωτερική του εμφάνιση. Και μοιάζει λίγο σαν αστειάκι όταν ο Δημήτρης Αλεξάνδρου ισχυρίζεται πως «η ομορφιά δεν έχει να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση αλλά με τον εσωτερικό κόσμο του κάθε ανθρώπου, την αύρα που εκπέμπει, το πόσο δεκτικός και γενναιόδωρος είναι με τα συναισθήματα του και με τους ανθρώπους γύρω του». Αλλά είσαι απολύτως βέβαιος πως όταν λέει «δεν ονειροβατώ», χαϊδεύοντας λίγο νευρικά τα μούσια του -το σήμα κατατεθέν του στη δουλειά τα τελευταία χρόνια- καθισμένος σε ένα κόκκινο τριθέσιο καναπέ, το εννοεί. «Η προσωπικότητα είναι που τελικά βοηθά να διατηρήσεις τις επαγγελματικές σου σχέσεις, ώστε να κρατηθούν ακέραιες μέσα στο χρόνο. Κανείς δεν θα πάρει σε μια δουλειά έναν άνθρωπο που έχει κακό χαρακτήρα, όσο ωραίος κι αν θεωρείται. Πιστεύω ότι η ομορφιά μου, όπως την εννοούν οι άλλοι, είναι ο λόγος μου, η ντομπροσύνη».

22.1.16

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Κάτι χαμένο μέσα σου, μπορεί και επαναπροσδιορίζεται σε ιδανικές συνθήκες.

Στο μικρό κουζινάκι του δευτέρου ορόφου του νευροχειρουργικού το μαύρο ραδιοφωνάκι παίζει Antonio Vivaldi, La primavera, στην κλασσική του εκδοχή που η ανάταση εξελίσσεται σε μια συναισθηματική διαδρομή που ξανασυναντά κάτι Ανώτερο, κάτι άπιαστο με θέα στα λευκά σεντόνια και σε θαλάμους αρρώστων –αν και λαϊκά πολύ προσεγγίσιμο. Η εκφωνήτρια που λέγεται Παμπίνα Θεμιστοκλέους επιβεβαιώνει πως είναι Κυριακή, «μια όμορφη μέρα με ήλιο ξημερώνει». Πράγματι. Η Μερόπη μόλις έχει ετοιμάσει καφέ κυπριακό μέτριο «του Χαραλάμπους», της πικραίνει λίγο το στόμα, τα βάζει με το διαβήτη και τη χοληστερίνη της, ψάχνει λευκή ζάχαρη μέσα απ’ το  ντουλάπι, προσθέτει ένα κουταλάκι σα να κάνει παιδική ζαβολιά και βγάζει από την πράσινή της τσάντα ένα μικρό πλαστικό δοχείο με λάδι. «Του Αγίου Εφραίμ!», μου λέει. «Πήγα 3 του Γενάρη στην εκκλησία, δεν ήξερα ότι είναι η μέρα Του, προσκύνησα γονατιστή, αγόρασα σουτζούκο, παστέλλι, πήρα μέλι κι αγίασμα. Θεωρώ ότι είναι θαύμα. Έφερά το για το Γιαννάκη μου, για να τον κάμει ο Θεός καλά. Να σου βάλω λίγο στο μέτωπο με το βαμβάκι; Εσένα ποιος είναι ο άρρωστος σου;». Έσκυψα, σα να προσκυνούσα πόδια ηγουμένης. Κάτι είπε, σαν ευχέλαιο, σταύρωσε τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού και με άγγιξε απαλά στα μαλλιά. «Ο Γιαννάκης μου δεν ξέρει ότι έχει καρκίνο στον εγκέφαλο. Δεν του το είπαμε. Όταν με ρώτησε είπα κάτι για αιμάτωμα, είμαι αμόρφωτη γυναίκα εγώ αλλά πιστεύω πως κάμνω το σωστό –δεν θα αλλάξει κάτι αν κερδίσει η πραγματικότητα. Ο Νεοφύτου είναι καλός γιατρός. Έσωσε κόσμο –έχουν να το λένε. Ακουμπώ πάνω του όταν μου εξηγεί την κατάσταση του γιου μου, σα να αγγίζω το Χριστό –πιστεύω πως είναι το ίδιο πράμα».

Τη στιγμή που κόβω κομματάκι κομματάκι το κοτόπουλο του μεσημεριανού για τον μπαμπά μου, ανακατεύοντας το ρύζι με το γιαούρτι απ’ το κεσεδάκι που μόλις έχω αδειάσει μέσα στο πιάτο, σκέφτομαι πως αρκετά χρόνια πριν το ‘κανε κι εκείνος για μένα –αλλάζοντάς μου πάνες, βοηθώντας με να περπατήσω, ξυπνώντας με για να φάω σε συγκεκριμένη στιγμή, και αλληλοσπαράζοντας τον ανδρισμό μας με συγκινητικό τρόπο –για εκείνον που γινόταν μεσήλικας και για μένα που κεκέδιζα στη ζωή, υποδυόμενοι τους «συμπαίκτες». Σειρά μου τώρα.

Λειτουργώ σα να μην συμβαίνει τίποτα. Κι έχω ήδη μάθει απέξω στους διαδρόμους «των συγγενών» ό,τι αφορούσε στο τρίτο τέρμα της Σαλαμίνας που μάλλον ήταν οφσάιντ «και ουρλιάζει ο Φανιέρος», για το παρεκκλήσι του Αγίου Συνεσίου στη Λύση του διπλανού αρρώστου που έχει 11 παιδιά και τον ξέρουν όλοι στο Καλό Χωριό Λάρνακας ή για τη σφαίρα που πέρασε μέσα απ’ το στήθος του πατέρα μου στον πόλεμο και που του κρυώνει -41 χρόνια μετά- άτσαλα το δέρμα η πληγή. «Η μάχη φταίει, στη Μύρτου», λέω. «Οι Τούρκοι. Που ήθελαν το χωριό οπωσδήποτε για το αεροδρόμιό τους». Κάτι να ειπωθεί –αοριστίες. Τι να του ‘λεγα; Για τα χρωστούμενα που του ‘χω κάτω από τη φιάλη οξυγόνου που έσταζε αργά σταγόνα σταγόνα;

Θέλει να κοιμηθεί. Κοιμάται πολύ τελευταία. Δεν του αρέσει που μένει αξύριστος, κάνει απότομες κινήσεις για να μου δείξει πώς γυρνάνε οι τρίχες σκληρά στα μάγουλά του και τραβάει άθελά του τα καλώδια που είναι στερεωμένα στο πλάι. «Θα πω αύριο σε κάποιον να σε ξυρίσει. Εδώ μέσα γυρνάει ένας με τα απαραίτητά του». «Πόσα θα θέλει;». «Θα τα κανονίσω εγώ». «Έχω λεφτά στην τσέπη του παντελονιού μου που είναι κρεμασμένο μέσα στο ντουλάπι. Εκεί το άφησε η μάνα σου προτού μου φορέσουν τις πυτζάμες. Πάρε από εκεί». «Ρε πατέρα…».

Τη Δευτέρα θα μπει ξανά στον αξονικό. Ακουμπάει στο κρανίο του και βάζει το χέρι του πάνω απ’ τον ματωμένο επίδεσμο. «14 ραφές», λέει. Του τις μέτρησε η νοσοκόμα που έχει το όνομα Αστέρω και του χαμογελάει πάντα. Πονάει. «Ό,τι θέλει ο Θεός!», βρίσκω κάτι -χριστιανικό- να επαναλάβω απ’ τη Μερόπη –κάτι να λεχθεί στην ησυχία του θαλάμου, κάτι μη πιστευτό που να δείχνει τουλάχιστον γήινο. «Δεν είναι ο Θεός που θέλει», θα μου απαντήσει, «το κεφάλι μας θέλει μόνο –το χτυπημένο κι αγύριστο».

Δημοσίευση στο ΦιλGood του "Φιλελευθέρου", την Κυριακή 17 Ιανουαρίου. Φωτο: Γιάννης Χατζηεωργίου.