21.12.09

ΤΡΑΒΕΣΤΙ ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ ΚΑΒΑΛΑΣ- ΡΕΠΟΡΤΑΖ


«Πόσο πάει;». «30 ευρώ».«Τσιμπούκι ή ολοκληρωμένο;». «Στοματικό». «Με προφυλακτικό, αλλιώς δεν γίνεται». «Μπες στο αμάξι». Οι νύχτες στη λεωφόρο Καβάλας των τραβεστί, δεν είναι ποτέ ίδιες με τις μέρες τους. Όταν δηλαδή κυκλοφορούν σαν αγόρια στην Αχαρνών και τις ρωτάνε οι μανάδες τους αν βρήκαν κάποιο καλό κορίτσι για να παντρευτούν.
Απόψε θα έβαζε το σουτιέν που της φέρνει γούρι. Μαύρο, με μικρές χρυσές γραμμές που κάνουν έναν περίεργο κύκλο, ή μάλλον μεγάλους κύκλους, οι οποίοι δεν καταλήγουν πουθενά, που συναντιούνται και χάνονται στο κεντημένο τετράγωνο, σχέδιο που είχε διαλέξει γι αυτήν η Τζέσυ (η κολλητή της, αυτή που κάποτε λεγόταν Νικόλας και ήταν μαζί ζευγάρι για δύο χρόνια- gay ζευγάρι-, που χώρισαν όταν βγήκαν στο δρόμο, αλλά που το κάνουν που και που «όχι σαν sex, αλλά όταν θέλουμε αγκαλιά, όταν η ανάγκη μας για χάδι οδηγεί η μία στην άλλη»). Μόλις ξεκίνησαν χθες τη δουλειά, την ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά στο Μεταξουργείο, πήγαν στο κατάστημα του Πέτρου με τα unisex- ένα χιλιόμετρο πιο κάτω από το 110 της Λεωφόρου Καβάλας, εκεί που βγαίνουν τα βράδια. Νωρίτερα απ ότι συνήθως. Όχι γιατί δεν ήθελε το επόμενο πενηντάρικο (ποτέ δεν έλεγε όχι σε πελάτη, θέλει να αγοράσει και δεύτερο σπίτι, κοντά στο άλλο, στην Αχαρνών, συμφώνησε ήδη με τον μεσίτη), αλλά να, δεν μπορούσε να συνεχίσει μετά τον γέρο. Δεν της έβγαινε. Ήθελε ένα διάλειμμα. Ογδόντα χρόνων, αλλά η Αλόμα επέμενε: «Κάνω πενήντα χρόνια αυτή τη δουλειά, όλοι είναι πελάτες, να πας, είναι δουλειά, είναι λεφτά, θα ξανάρθει, να είσαι καλός, να ανεβάσεις την τιμή στο τσιμπούκι αν δεν του σηκώνεται, πες του 100 ευρώ, αν αργεί ανέβασέ το κι άλλο, πες 150. Να πας». Πήγε. Αυτός κατέβασε το τζάμι του αυτοκινήτου του ξανά, ρώτησε αν το ξανασκέφτηκε, αν ισχύει, αν όλες είναι τόσο ευγενικές σαν αυτήν (σαν αυτή που, λίγο πριν, τον άφησε ξεκρέμαστο να περιμένει), εκείνη χαμογέλασε, είπε ξανά «καλησπέρα», δεν της άρεσε ο ήχος, της ακούστηκε λιγάκι αντρικός, θυμήθηκε τα μαθήματα που της είχε κάνει η Άσια και το ξανάπε: «Καλησπέρα σας». Γλυκά. Να ακούγεται σαν γυναίκα. «Πόσο πάει;», ρώτησε εκείνος. «Τριάντα ευρώ η πίπα, εκατό το γαμίσι, 200 για να πάμε μαζί στο ξενοδοχείο». Και ξαναχαμογέλασε. Με αυτόν θα τελείωνε γι απόψε. Αυτός και τέλος. Και μόνο πίπα να του έπαιρνε θα έφτανε τα 200 ευρώ- είσπραξη και από το χθεσινό βράδυ-, δεν χρειαζόταν άλλα. 100 γι αυτήν, 50 για τον γκόμενο που την περίμενε στο σπίτι τους, 50 για τη δόση του σπιτιού. «Θα σου δώσω 100, θα σου πάρω εγώ πίπα, μετά θα τον παίξεις εσύ και θα χύσεις στο στόμα μου». Της ερχόταν εμετός. «Είναι 80 χρονών!», γύρισε και είπε στην Άσια που την κοιτούσε. «Είναι πελάτης!». Γύρισε ξανά το κεφάλι της στο ανοιχτό τζάμι: «150 για όλα αυτά μαζί και κλείσαμε, όμορφε. Με προφυλακτικό όλα. Και πρώτα τα λεφτά». «Γιατί; Δεν μου χεις εμπιστοσύνη;». «Έτσι πάει η δουλειά. Πρώτα τα λεφτά και μετά πάμε πίσω από την Καβάλας, στο γκαράζ. Δεν είναι κανείς εκεί. Κανείς δεν θα μας ενοχλήσει». Την ξανακοίταξε. Το μαύρο της σουτιέν, τα τακούνια, το κόκκινο σορτσάκι, το μολύβι- μοβ, χρυσό και κόκκινο, όλα μαζί μπερδεμένα- που σχημάτιζε φρύδι, τα ωραία της πόδια. Γι αυτά τα πόδια την ήθελε απόψε. Δεν τα βρισκε εύκολα σε γυναίκα. Ήθελε αυτήν. «Το ονοματάκι σου;». «Μπέττυ». «Έλα, Μπέττυ, πάρε 150, πάμε. Αν με γαμήσεις καλά, θα σου δώσω άλλα 50. Ή και 100. Εξαρτάται από το μέγεθός σου. Και πόσο βαθιά τον βάζεις». Και της χαμογέλασε.
Δεν της ήταν εύκολο να της σηκώνεται με τον καθένα, δεν είχε στύση τόσο γρήγορα, δεν ήταν μηχανή, μερικές φορές είχε προβλήματα- ειδικά όταν ο άλλος ήταν τόσο μεγάλος, τόσο άσχημος, τόσο φορτικός σαν τον γέρο. Βρήκε όμως ένα κόλπο: Προσπαθούσε να μην κοιτάει την ξένη πλάτη, τα σπυριά της, τις τρίχες, το σβέρκο που ανεβοκατέβαινε και έλεγε «πιο μέσα, πιο βαθιά, έτσι κουκλάρα μου». Σκεφτόταν τον Μιχάλη. Τον Μιχάλη της. Είχαν σχέση ένα χρόνο, ήξερε τα πάντα γι αυτήν, δεν είχε πάει ποτέ να τη δει στην Καβάλας, του έκανε όσες περιγραφές ήθελε, του έδινε λεφτά (πόσο να βγάλει αυτός από το «φορτηγό μεταφοράς κρεάτων»;), ζήλευε αλλά του έλεγε πως εκείνον μόνο αγαπούσε, πως μαζί του καύλωνε, της άρεσε γιατί αυτός είχε γυμνασμένο σώμα (όπως ελάχιστοι πελάτες της) ήτανε πάντοτε ενεργητικός (ενώ όλοι- ή μάλλον οι περισσότεροι πια- παθητικοί), ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει μαζί του δέκα φορές μέσα σε ένα βράδυ και να χύνει και τις δέκα. Καμιά φορά την έδερνε. Όταν του έλεγε για κάποιο γκόμενο, από αυτά τα πιτσιρίκια που έρχονταν τα Σαββατοκύριακα με τις μηχανές, αυτά που το ξεκινούσαν σαν αστείο, που στην αρχή περνάνε από μπροστά της με ταχύτητες μεγάλες, που την βρίζουν, μετά κάνουν κύκλο, που ξανάρχονται πιο αργά, ξαναφεύγουν, που ξανάρχονται και στο τέλος ρωτάνε τις τιμές. Λοιπόν, ζήλευε. Όχι γιατί αυτός ήτανε 30 χρόνων, η Μπέττυ 26 και μπορεί να της άρεσε κάποιος που είναι 21- νέος πελάτης, συναισθηματικός, που μπορεί και να δενόταν μαζί της-, αλλά γιατί δεν ήθελε το κορίτσι του, «ο πουσταράκος μου» όπως την έλεγε στις καύλες τους, να πηγαίνει και μ άλλους. Πάντοτε την ρωτούσε «είναι ο δικός τους πούτσος, καλύτερος από τον δικό μου; Πες μου. Είναι; Είναι;». Κι έλεγε «όχι». Πάντοτε έλεγε «όχι». Κι ας ήταν.
Αλλά, απόψε, θα έβαζε το σουτιέν που της φέρνει γούρι. Μετά το γέρο (που δεν έχυσε, που της τράβηξε την περούκα και παραλίγο να της την ξεριζώσει, που την έβριζε μήπως και του σηκωνόταν και μετά της μιλούσε για τα παιδιά του που παντρεύτηκαν- το χε αυτό το χούι η Μπέττυ, πάντοτε έπιανε μετά κουβέντα με πελάτες, έτσι ξεχώριζε, έτσι πίστευε ότι αισθάνονταν καλύτερα οι άλλοι για να την ξαναδιαλέξουν), ήθελε να ξημερώσει καλύτερα η επόμενή της νύχτα. Συναντήθηκαν με τις άλλες στο ξενοδοχείο, άλλαξαν ρούχα, πέταξαν στην καρέκλα τα ξεβαμμένα τζίνς και τα πουκάμισα- αυτά που φορούν στη γειτονιά τους, στην Αχαρνών- αντάλλαξαν eyeliner και conciller, μίλησαν για τα καινούργια extensions με τις κόκκινες τρίχες, τις φυσικές, φόρεσαν τα τακούνια. Τα κόκκινά τους. Στις 10 ήταν στο δρόμο. Στο πρώτο τζιπ που σταμάτησε, πλησίασε, το τζάμι κατέβηκε, της φάνηκε όμορφος, με μούσι, γύρω στα 30, εκείνος κόμπιασε, κατάλαβε. «Πρώτη φορά;». «Πρώτη». Του χαμογέλασε. Μην αρχίσει το ποίημα πάλι, μην τρομάξει με τους αριθμούς, θα το πάει ανάποδα. «Λοιπόν, όμορφε; Τι θες;». «Σε θέλω παρτούζα με τη γυναίκα μου στο σπίτι μας, πρώτα θα μου πάρετε και οι δύο πίπα, μετά θα γαμήσω τη γυναίκα μου, ύστερα εσένα και εσύ μετά θα μας βλέπεις. Όταν τελειώσουμε, θέλω να σου πάρω πίπα και να σου κατουρήσω στο πρόσωπο». Απλά πράγματα. Το είχε ξανακάνει άλλωστε πολλές φορές. Σκέφτηκε μερικά δευτερόλεπτα. Όχι το «ναι» το δικό της- αυτό ήταν δεδομένο- την τιμή. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του στο δρόμο, κοιτούσε άλλα αυτοκίνητα, μάλλον φοβόταν απ τους περαστικούς, από γνωστούς- δύσκολο είναι να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του; Εκείνη είδε ξανά το αυτοκίνητό του, τον έκοψε για έναν ακόμη επιχειρηματία, από αυτούς που συνήθως έρχονταν τα βράδια- αυτοί και οι γιατροί ήταν οι πιο συχνοί πελάτες-, τον κοίταξε ξανά και του χαμογέλασε. «150 για δύο ώρες». «300 για όλο το βράδυ». Το ξανασκέφτηκε. Δεν θα ταν ξεπέτα αυτός, δεν θα πήγαιναν στο βενζινάδικο του πίσω δρόμου για ένα απλό τσιμπούκι των 30 ευρώ, ούτε για δάχτυλο στο κωλαράκι των 40 ευρώ. Αυτός ήταν αποφασισμένος. «350 και κλείσαμε», είπε και χαμογέλασε ξανά. «Μπες».
Το ήξερε πως ήταν επικίνδυνο να μπαίνει στο αυτοκίνητο του κάθε μαλάκα, εντάξει, το είχε συνηθίσει 5 χρόνια στη δουλειά, αλλά φοβόταν. Μία φορά μόνο κινδύνευσε. Όταν την πήρε ένας τρελός φορτηγατζής από την Καλαμάτα, την πήγε στην Εθνική, της έβγαλε την περούκα, την είπε «πουστάρα!» και άρχισε να την χτυπάει στο πρόσωπο, να την κλοτσάει στη μέση, να της λέει ότι έτσι φτιαχνόταν και, αφού πλήρωνε, θα έκανε ό,τι γούσταρε. Τότε ήταν πιτσιρίκα. Δεν ήξερε. Βγήκε στο δρόμο και φώναζε, κουνούσε τα χέρια στα αυτοκίνητα, ο άλλος φοβήθηκε και σηκώθηκε να φύγει, σταμάτησε- γκαντεμιά- ένα περιπολικό, την πήγαν μέσα για εξακρίβωση στοιχείων, για παραβατική συμπεριφορά, για παράνομη πορνεία, συνηθισμένα πράγματα που κατέρρεαν την επόμενη μέρα το πρωί αφού έλεγε πως ό,τι έκανε ήταν μόνο για το κέφι της, για να το φχαριστιέται. Δεν ήξερε τότε να τον χειριστεί. Τώρα όμως θα καθότανε. Για λίγο. Απλά, θα ανέβαζε την τιμή. Ήξερε πως όλοι αυτοί, όλοι αυτοί οι «ανώμαλοι», συνήθως έχουν κόμπλα με το μέγεθος, ότι τον έχουν μικρό, πως είναι τα τραύματά τους που ματώνουν σ αυτές. Αυτήν δεν την ένοιαζαν όλα αυτά Απαντούσε βέβαια όποτε τη ρωτούσαν, έλεγε την αλήθεια: «23 εκατοστά», αλλά αυτή δεν επέστρεφε την ερώτηση, δεν ήταν σωστό για τον πελάτη. Όποτε της έλεγε η Άσια να πάνε και να τον κόψουν, γελούσε. «Και τι θα κάνουμε μωρή; Πως θα ζούμε; Αφού μόνο γαμάμε πια. Άμα έρθει ένας μόνο πελάτης το βράδυ και θα θέλει να μας γαμήσει χωρίς καν να μας πάρει πίπα, θα ναι ανέκδοτο. Τι καλιαρντοσύνες λες για να κάνουμε εγχείρηση; Και μετά πως θα τα βγάζουμε πέρα; Από τους νταβατζήδες όταν θα γίνουμε πουτάνες, τότε που δεν θα μπορούσε καν να χύσουμε με το ψεύτικο μουνί; Α πα πα. Άστον εκεί να κρέμεται».
Τον έλεγαν Παναγιώτη τον νεαρό επιχειρηματία, ρώτησε και το δικό της όνομα, είπε «Μπέττυ», την κοίταξε στα πόδια, μετά στο πρόσωπο, και ξαναρώτησε: «το κανονικό σου δεν θα μου το πεις;». Ήταν το μόνο που την θύμωνε. «Άκου να δεις, Μπέττυ με πήρες, Μπέττυ να με λες. Είμαστε μακριά ακόμη;». Ελάχιστες φορές έκανε το λάθος να μιλήσει για την ίδια, συνήθως μόνο όταν της άρεσε ο άλλος και ήθελε να το κάνει συναισθηματικό, πιο ευαίσθητο, όταν είχε ωραίο σώμα, λίγο body builder- με αυτούς και δωρεάν θα το κανε αλλά δεν τους το λεγε, πιο καύλα ήταν να την πληρώνουν κι από πάνω. Και ξεκινούσε τις ιστορίες. Τότε που λεγόταν Κώστας, που η μάνα του ήταν δικηγόρος, που τον έδιωξαν από το σπίτι, που ο θειος του τον έφτυσε και του είπε «δεν έχω ανιψιό εγώ» και πως «αν ζούσε ο πατέρας σου θα τον έβαζες στο τάφο», που στέλνει τώρα κρυφά χρήματα στη μάνα του, αλλά που ποτέ δεν την βλέπει γιατί «τι θα πει το χωριό, άμα σε δει;». Το κινητό της έχει ringtone τον ήχο από το «φιλί της ζωής» της Παπαρίζου. Χτυπάει. Είναι η Αλόμα. Ο Παναγιώτης τη ρωτάει αν θα το απαντήσει, λέει «όχι, πιο μετά θα την πάρω εγώ», «σου αρέσει η Παπαρίζου;» συνεχίζει. «Ναι» απαντάει, «αλλά, μην νομίζεις, πιο μεγάλη star είμαι εγώ. Σκέψου το απλά: Είναι η Παπαρίζου σε ένα club και μπαίνω εγώ. Ποιον θα κοιτάξουν οι άντρες; Εμένα ή την Παπαρίζου; Κατάλαβες γιατί πληρώνομαι;». Όχι, μάλλον δεν κατάλαβε. Αλλά την κοίταξε στα μάτια. Τα φοβόταν αυτά. Είναι μερικοί που την ερωτεύονται, αλλά η ίδια δεν το αφήνει, δεν θέλει ποτέ να τα μπλέκει, αυτή εκεί, στον Μιχάλη της που είναι και δυο μέτρα άντρας, που πάει γυμναστήρια κάθε μέρα, που της κουβαλάει τα κρέατα στο σπίτι στις 5 το απόγευμα όταν έρχεται απ του Ρέντη. Σκεφτόταν τον Αλβανό που είχε έρθει προχθες την ίδια ώρα που ήρθε σήμερα ο Παναγιώτης, που της έκανε παζάρια, που ήθελε μόνο με 20 ευρώ να της πάρει πίπα- αυτοί είναι οι χειρότεροί της πελάτες, αυτοί που παζαρεύουν. Ενώ οι Έλληνες, κύριοι. Ξέρουν τι θέλουν. Και τότε που ήταν στη Συγγρού, και τώρα που ήρθαν στην Καβάλας επειδή γέμισε εκεί η πιάτσα και δεν χωράνε άλλες, είναι πάντοτε ίδιοι. Τσιμπούκι τόσο, πισωκολλητό τόσο, παρτούζα τόσο, χύσιμο στο πρόσωπο τόσο, κατούρημα τόσο. Κάποιον από αυτούς τον είχε δει μια Κυριακή μεσημέρι στο Μπουρνάζι. Εκείνος με την οικογένειά του, τη γυναίκα και τα παιδιά του, να αγοράζουν παγωτό. Δεν είπαν κουβέντα, σαν να μην γνωρίζονταν. Επαγγελματίας. Εκείνος το εκτίμησε. Το βράδυ πήγε εκεί, μπροστά από το βενζινάδικο που στέκεται. «Είσαι μάγκας» της είπε. Μετά ήθελε να τον γαμήσει και να του χύσει στην κοιλιά. Της είχε δώσει και ένα πενηντάρικο παραπάνω. Κύριος κι αυτός.
Η Αλόμα την ξαναπαίρνει. «Απάντησέ το», της λέει εκείνος, «μπορεί να έγινε κάτι, δεν ξέρεις». Το σηκώνει. «Έλα». Της μιλάει. «Που είμαστε;», τον ρωτάει. «Φτάνουμε Πολιτεία». Το επαναλαμβάνει. Ακούει για δύο λεπτά, το κλείνει. «Τι έγινε;» την ρωτάει. «Τίποτα». Σιγά μην έδινε αναφορά στον κάθε μαλάκα. Τι να του λεγε; Ότι πήγαν παρτούζα οι τρεις τους και πήραν μόνο 100 ευρώ, επειδή έλειπε αυτή; Επειδή αυτήν ήθελε ο πελάτης, αλλά δεν την βρήκε στο πόστο της; Που να καταλάβει;
Δημοσίευση στο περιοδικό "Nitro", τον Αύγουστο του 2009 (στις φωτογραφίες πρωταγωνιστεί η γνωστή- κυρίως από την κοινωνική της δράση για τα δικαιώματα των τραβεστί, Αλόμα- σχετική συνένετυξή της στο blog, σε ανάρτηση στο "Down Town").

14.12.09

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΤΣΑΣ: "ΤΙΣ ΕΙΧΑ ΧΕΣΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΚΑΡΙΕΡΕΣ".

Μέχρι σήμερα έχει δώσει περισσότερες από 3000 συνεντεύξεις. Αλλά, κάθε φορά, έχει κάτι καινούργιο να πει. Κυρίως, γιατί ο Κώστας Βουτσάς, ζει και αισθάνεται σαν να είναι 20 χρόνων. Κι ας είναι 78.Καθώς μιλάμε , στα καθίσματα του θεάτρου Ιλίσια Ντενίση που βρισκόμαστε, λίγο πριν ξεκινήσουν οι τελευταίες πρόβες για το Άνθος του κάκτου, μία γυναίκα περνάει δίπλα του, τον χαιρετάει, του λέει πως τον θαυμάζει, κάτι του αναφέρει για μια ταινία και εκείνος γελάει. Κάτι για μία σκηνή με τη Βουγιουκλάκη. Σε ένα λεπτό, τα χείλη του ξηραίνονται. «Έχω αλλεργία» μου λέει. «Δεν αισθάνομαι καλά όταν οι γυναίκες, φοράνε τόσο βαριά αρώματα. Μα δεν βρέθηκε κανένα αρσενικό να τους εξηγήσει ότι αυτό δεν είναι καθόλου τραβηχτικό για τους άντρες;». «Εκεί οδηγούν όλα;», τον ρωτάω. «Εμ βέβαια. Χωρίς το ερωτικό παιχνίδι, τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά σε αυτή τη ζωή. Έχω ζήσει πολλά και ξέρω τι σου λέω».
«Ο κόσμος δεν με κουράζει, με αναζωογονεί, είναι ένεση ζωής για μένα να με σταματάνε, να μου μιλάνε. Και δεν μπορώ να καταλάβω αυτούς τους καινούργιους που λένε “θέλω να πάω κάπου που να μην με ξέρει κανείς”. Τότε τι διάλεξες να γίνεις καλλιτέχνης; Άλλαξε δουλειά. Η δουλειά η δική μου είναι να συναλλάσσομαι με τον κόσμο, για αυτόν τον κόσμο δουλεύω, για αυτόν υπάρχω. Όλα τα άλλα είναι άρες μάρες κουκουνάρες. Ο κόσμος, αγόρι μου, όταν έρχεται σε μένα και μου λέει τα “μπράβο” του, μου τα λέει πάντα ανιδιοτελώς. Τι κέρδος μπορεί να έχει από εμένα; Ούτε υπουργός είμαι, ούτε βουλευτής, ούτε κανένας μεγάλος επιχειρηματίας. Έτσι το νιώθω εγώ αυτό το πράγμα, είναι ο χαρακτήρας μου τέτοιος. Δεν είμαι το “εγώ”, είμαι το “εμείς”. Δεν γίνεται να μιλάς για “προσωπική ζωή” όταν είσαι ηθοποιός, είσαι εγκλωβισμένος, πας να φας ας πούμε με μία κοπέλα και σε αναγνωρίζουν όλοι, αλλά δεν γίνεται αλλιώς το πράγμα. Η ανταμοιβή της δουλειάς μου είναι να με σταματάει ο κόσμος στο δρόμο, να μου μιλάει, να ενδιαφέρεται για το τι κάνω στη ζωή μου. Έτσι είναι αυτά».
«Παλιά δεν υπήρχαν οι παπαράτσι όπως τους ξέρουμε σήμερα, που κάθεσαι με την ξαδέλφη σου και γράφουν “ο νέος δεσμός του Κώστα Βουτσά”. Όχι. Τότε ήταν μόνο ο Αντρέας ο Κουβελογιάννης που είχε την εφημερίδα Αθηναϊκές Νύχτες. Κάποτε ήμουνα ζευγάρι με την Έλενα Ναθαναήλ, ήμασταν σε μία καμπάνα και με είχε πάρει ο Κουβελογιάννης να το επιβεβαιώσει για να έρθει να μας φωτογραφήσει. Νομίζετε πως ανακαλύψατε την πυρίτιδα εσείς οι καινούργιοι; Μας πήρε με φωτογραφίες από μακριά, με αυτούς τους μεγάλους τηλεφακούς, τότε που πηγαίναμε για κολύμπι και η Έλενα φόραγε σουτιέν. Τέτοια γίνονταν και τότε που ήμουνα με τη Στέλλα Στρατηγού, αλλά και πριν, όταν τη χώρισα για τη Σπεράντζα. Όταν άφησα τη Στέλλα την παρηγορούσε ο φίλος μου ο Βοσκόπουλος, ο Τολάκος μου ο γλυκός μου, ο οποίος και την παντρεύτηκε. Το ίδιο είχε συμβεί και με τη Σπεράντζα: Μόλις χωρίσαμε έκανε σχέση με τον Παύλο, η οποία κράτησε μέχρι τέλους. Πάντα μου το έλεγαν αυτό οι δεσμοί μου: Προκαλούσα γάμους».
«Είμαι 78 χρόνων και βρίσκομαι 61 χρόνια στο θέατρο, από 17 χρόνων είμαι ηθοποιός. Το 1948 βγήκα για πρώτη φορά στο σανίδι. Κατά λάθος ακολούθησα αυτή τη δουλειά, αντικατέστησα ένα παιδί σε μία κατασκήνωση, ο δάσκαλος επέμενε και έτσι ακολούθησα αυτό το επάγγελμα. Τώρα όμως καταλαβαίνω ότι τίποτα δεν έγινε τυχαία. Το σινάφι με ανακάλυψε, το κοινό με αποκάλυψε και η διάρκεια επιβεβαιώνει την αξία, όχι μόνο τη δική μου, όλων των ηθοποιών που έμειναν και δημιουργούν. Εγώ είμαι σίφουνας, καταιγίδα, θέλω να βγαίνω στη σκηνή και να τα σαρώνω όλα. Όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο δεν έχω νιώσει ποτέ να με αμφισβητούν, αισθάνομαι δικαιωμένος. Κάτι πρέπει να αξίζω κι εγώ, 60 χρόνια συνεχούς δουλειάς, έτσι δεν είναι;».
«Εγώ είμαι ερωτευμένος με τον έρωτα. Πάντα είχα μία γυναίκα δίπλα μου- και δυο και τρεις και τέσσερεις, όπως τύχαινε- δεν ήμουνα ποτέ μόνος, άντε να μουνα μόνος για λίγες μέρες, στο μεταβατικό στάδιο από τον ένα έρωτα στον άλλον. Και τώρα έχω μία φίλη, λέγεται Μαρια Τσακαλίδου και είναι μία σπουδαία ηθοποιός. Είμαστε ζευγάρι, αλλά εκείνη στο σπίτι της και εγώ στο δικό μου. Όταν μάθαινε στο παρελθόν ο εκαστοτε δεσμός μου ότι εγώ είχα και άλλη φιλενάδα, τσακωνόμασταν βέβαια, αλλά τι να κανά; Και, υπόψιν, σπάνια να κρατιόταν μυστικό αυτό, διότι όπου και να πήγαινα ο κόσμος με ήξερε, δεν ήμουνα ο άγνωστος Χ. Λίγο θέλει να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του;».
«Υπήρξε και περίοδος που ήμουνα μονογαμικός, αλλά όχι για πολύ. Ήμουνα επιρρεπής στο δέλεαρ. Μερικές φορές είναι και τέτοια η φύση της δουλειάς μας, που πάντα έχεις προσφορές. Ποτέ όμως- και στο υπογράφω αυτό- δεν πίεσα γυναίκα να ρθει μαζί μου για να την πάρω στο θίασο, δεν έκανα ποτέ ανήθικες προτάσεις και να εκμεταλλευτώ την ανάγκη μίας κοπέλας για δουλειά. Το θεωρώ άνανδρο, πρόστυχο, ποταπό. Εγώ θέλω να τη φλερτάρω τη γυναίκα, να με απορρίψει, να την κυνηγήσω, να με ξανααπορρίψει, να την ξανακυνηγήσω, να της κάνω ωραία κομπλιμέντα, να της φερθώ αντρίκεια. Έτσι λειτουργώ. Στις σχέσεις μου με τη γυναίκα ήμουνα και εραστής και πατέρας και γιος και μωρό και αδελφός. Όλα. Τις πιο πολλές φορές βέβαια ήμουνα σαν μωρό παιδί. Όπως όλοι οι άντρες».
«Έχω βγάλει μία λανθασμένη φήμη: Ότι όλες οι γυναίκες με κυνηγούσαν και με ήθελαν. Ή ότι τις ξέρω πολύ καλά τις γυναίκες. Σε πληροφορώ ότι υπήρξαν πάρα πολλές γυναίκες που με απέρριψαν. Αλλά ακόμη και από τις βλακείες μου, εγώ μάθαινα. Μάθαινα άλλο τρόπο να προσεγγίζω τα θηλυκά, για να πετυχαίνω».
«Οι γυναίκες είναι πάντοτε πιο έξυπνες από τους άντρες. Καραντί, αυτό που σου λέω. Λόγω της φύσης τους, οι γυναίκες καλύπτουν ένα κενό που λείπει από τους άντρες. Πολύ φοβάμαι ότι θα γυρίσουμε στη μητριαρχία κάποια στιγμή, εμείς οι άντρες θα είμαστε άχρηστοι. Τώρα που βρήκαν και τα σπέρματα με χημικούς τρόπους, εμείς δεν θα χρειαζόμαστε. Αυτές θα μας κάνουν ό,τι θέλουν, θα πηγαίνουν από τα sex shops θα αγοράζουν σπέρμα και εμείς θα τις κοιτάμε σαν χαζοί. Καλά θα μας κάνουν! Στην ίδια κατηγορία είναι και οι gays. Αυτοί κι αν είναι πιο έξυπνοι, από τους straight! Πανέξυπνοι! Είναι ετοιμόλογοι, έχουν χιούμορ, πολύ τους πάω. Έχουν πουτανιά, αλλά ωραία πουτανιά».
«Έχω πληγωθεί από γυναίκες. Πως δεν έχω πληγωθεί; Γαϊδούρι είμαι; Ο τρόπος που ξεπερνούσα όμως ένα χωρισμό, ήταν να βρω μία άλλη γυναίκα. Στη μία πληγή, έβαζα μία άλλη πληγή. Ποτέ μου πάντως δεν έδειρα γυναίκα. Ακόμη και όταν έπιασα κάποιες γυναίκες να με απατούν, εγώ δεν σήκωσα ποτέ το χέρι μου να τις χτυπήσω. Φυσικά και με απάτησαν! Γι αυτό απατούσα εγώ εκ των προτέρων, για να είμαι σίγουρος».
«Με τις γυναίκες που παντρεύτηκα ήμουνα κάκιστος, αλλά- θέλω να πιστεύω- άριστος πατέρας. Τις ταλαιπώρησα πολύ τις γυναίκες μου. Τα παιδιά μου τα πρόσεξα πάρα πολύ, τα σπούδασα, χαλάλι τους».
«Στις δουλειές μου ήθελα να είμαι πάντα ο προστάτης των ηθοποιών μου. Είμαι 40 χρόνια επιχειρηματίας, έκανα τα λάθη μου αλλά, θέλω να πιστεύω, όχι εις βάρος των συναδέλφων μου. Κάποτε συνεργαζόμασταν με τον Γιάννη το Μαλούχο και τον έβλεπα που ήταν λίγο στενοχωρημένος. Εγώ κατάλαβα. Του είπα “πάρε το δικό μου ρόλο που είναι πιο μεγάλος, να πάρω το δικό σου”. Έτσι θα ήταν ευτυχισμένος. Θέλω να σου πω, δεν ήμουνα ποτέ ανταγωνιστικός, δεν ήμουνα ποτέ καριερίστας. Τις καριέρες εγώ τις είχα χεσμένες. Γι αυτό και μου ήρθαν τόσο εύκολα».«Έχω κάνει πολλά λάθη στη δουλειά, άλλα εν γνώσει μου επειδή έπρεπε να βγάλω λεφτά για να ζήσω, άλλα επειδή δεν τα υπολόγιζα από την αρχή. Πάντοτε όμως τη μυριζόμουνα την αποτυχία. Κάποτε είχαμε ανεβάσει ένα γιουγκοσλάβικο έργο, μία διασκευή του Μάτεσι, το Σάββατο ήταν πίττα το θέατρο Γκλόρια, εγώ τους έλεγα να το κατεβάσουμε. Μου έλεγαν οι συνάδελφοι “κύριε Βουτσά, τρελαθήκατε; Πάμε τέλεια”. Δεν μίλαγα. Στο τέλος επαληθεύτηκα. Ύστερα από δύο εβδομάδες το κατεβάσαμε. Άμα δεν έχω επαφή με το κοινό, άμα δεν έχω τον χυμό- και αυτό το καταλαβαίνω από τις πρώτες παραστάσεις- ξέρω ότι κάτι δεν θα πάει, ότι δεν θα τραβήξει τον κόσμο. Τόσα χρόνια στη δουλειά, το ένστικτό μου δεν με γέλασε ποτέ».«Έχω βγάλει πάρα πολλά λεφτά από αυτή τη δουλειά! Πάρα πολλά! Όσα δεν μπορείς να φανταστείς! Να σκεφτείς ότι, εξ αιτίας της Αλίκης, τότε που ο βασικός μισθός ήταν 1400 δραχμές, εγώ έπαιρνα μεροκάματο 6000. Έβγαζα 350 χιλιάδες για την κάθε ταινία την εποχή που, με 350 χιλιάδες, αγόραζες τότε ένα τεσσάρι στην Πατησίων, κοντά στην Αγίου Μελετίου. Τι γινόταν όμως; Κάθε φορά που χώριζα άφηνα την περιουσία στη γυναίκα μου. Η Θεανώ είναι η καλή μου γυναίκα, η άγιά μου γυναίκα, την έχω ταλαιπωρήσει πάρα πολύ. Υπήρξα πολύ αλήτης μαζί της».
«Ποτέ μου δεν θυμάμαι να έχω καβαλήσει το καλάμι. Ούτε στα πρώτα μου χρόνια, τότε που γινόταν χαμός στους δρόμους με τις ταινίες. Τι καλάμια και αηδίες; Θα μπορούσα να ήμουν υδραυλικός, γεωπόνος ή χημικός που πήγα ούτως ή άλλως να σπουδάσω. Σιγά τα λάχανα! Το μόνο που σε καθιερώνει είναι η σκηνή, τίποτε άλλο. Ούτε πήρα ποτέ μου δημοσιογράφο για να του πω “είμαι εκεί, έλα”, εκείνοι με έπαιρναν. Το θεωρούσα υποτιμητικό. Τον πρωταθλητισμό μου τον έκανα στο άλμα εις μήκος, στο πήδημα. Εκεί παίρνω άριστα. Αλήθεια σου λέω, ήμουνα αθλητής πριν γίνω ηθοποιός».
«Μου αρέσει πάρα πολύ να διασκεδάζω. Πάω σε clubs και χορεύω τα πάντα εκτός από ζειμπέκικα, αυτά δεν τα καταφέρνω. Πιο συχνά πάω στο Villa Mercedes και στο Central. Ακούω Tiesto, trance, house, κάθομαι στα clubs μέχρι το πρωί και περνάω περίφημα. Ό,τι ώρα και να κοιμηθώ, ξυπνάω πάντα στις 7:30 το πρωί, αλλιώς αισθάνομαι ότι χάνω τη μέρα. Κάνω τη βόλτα μου, διαβάζω τα θεατρικά μου, κατά το μεσημέρι βάζω στον ατμομάγειρα καρότα, κολοκυθάκια, πιπεριές με κοτόπουλο ή με ψάρι ή, αν τύχει, πάω με φίλους και τρώμε έξω, συνήθως στο Κολονάκι. Το μεσημέρι κοιμάμαι απαραιτήτως μιάμιση ώρα. Ύστερα θα έχουμε τις πρόβες μας, αλλιώς μπορεί να ανοίξω λίγο την τηλεόραση και να δω ειδήσεις στον Alpha και μετά στο Alter. Άμα δω πολιτικούς στα παράθυρα, το αλλάζω».
«Καλά, δεν ντρέπονται που τα βάζουν με τη Μενεγάκη, τώρα τελευταία; Αυτή είναι η ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, η αυτοκράτειρα, δεν θα πέσει ποτέ. Βλέπω κάποιους που την κατηγορούν και την χλευάζουν, χωρίς κανένα σεβασμό. Τι λες ρε; Θα σαι του χρόνου εκεί που είναι αυτή και την κατηγορείς; Και να μου το θυμάσαι: Όλοι αυτοί, όλα αυτά τα γιαλαντζί αστέρια, θα φύγουνε και θα μείνει μόνο αυτή. Τα ξέρω αυτά. Δεκάδες έχουν περάσει δίπλα από τη Μενεγάκη, έχουν εξαφανιστεί και εκείνη παραμένει εκεί, κολόνα ακλόνητη. Δεν ακουμπιέται αυτή γυναίκα. Είναι τραγική αυτή η ανθρωποφαγία που υπάρχει στην ελληνική τηλεόραση. Μου λέει προχθές η Μενεγάκη “να βγούμε, κύριε Βουτσά, να φάμε μαζί”. “Α όχι”, της λέω, “δεν μπορούμε να φάμε μαζί γιατί θα σε εκθέσω. Τι θα λένε μετά; Η Μενεγάκη τα χει με τον Βουτσά;”. Εγώ τη θαυμάζω αυτή τη γυναίκα. Ήθελα να στο πω αυτό, γιατί το χα μέσα μου πολύ καιρό, γι αυτό μου βγήκε χείμαρρος».
«Στις τελευταίες εκλογές, όπως και σε κάθε εκλογική μάχη, εγώ ψήφισα ΚΚΕ. Αυτά είναι τα φρονήματα μου, δεν διανοούμαι να ψηφίσω κάτι άλλο. Ο πατέρας μου ήτανε κομμουνιστής και ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ. Βεβαίως και μου έχουν κάνει πρόταση να κατέβω βουλευτής, δημοτικός σύμβουλος, ό,τι μπορεί να κατεβάσει το κεφάλι σου, αλλά πάντοτε απαντάω “όχι”. Αν και έχω φίλους και Πασοκτζήδες και Νεοδημοκράτες, πολύ φίλος μου είναι ο Μάκης ο Γιακουμάτος. Για σκέψου όμως, να προσπαθώ να βγάλω λόγο και να μου λέει ο κόσμος από κάτω “έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;” ή να βγαίνω σε κανά παράθυρο να μιλήσω και να μου λέει ο αντίπαλος “φσστ μπόιγκ!”. Δεν θα μαι για γέλια;».
«Το μυστικό που είμαι τόσο χαρούμενος και θετικός άνθρωπος, όπως μου λένε όλοι, είναι ότι είμαι διαθέσιμος απέναντι στη ζωή. Βγαίνει από μέσα μου, δεν μένω στα άσχημα γεγονότα, τα ξεπερνάω, λέω “εντάξει, και τι έγινε;”. Θα στενοχωρηθώ για μια στιγμή, όχι για παραπάνω. Γύρω μου θέλω να έχω νέους ανθρώπους, αυτοί με ανανεώνουν, αλλάζω κύτταρο. Δεν μπορώ να είμαι με συνομήλικους μου. Τι θα λέμε; Θα τους ρωτάω “τι κάνει ο Γιάννης;”, “ο Γιάννης πέθανε”, “ο Θόδωρος;”, “αυτός κάνει αιμοκάθαρση, κυκλοφορεί με Π”. Δεν τα μπορώ αυτά. Ενώ, έρχεται ο Άνθιμος στην Ελλάδα, βρισκόμαστε σε κανα club, κάνουμε παρέα με δυο κοπελίτσες και λέμε τ άντερά μας. Έτσι ζω. Δεν μπορώ με μεγάλους ανθρώπους, δεν γίνεται».
«Δεν τον φοβάμαι το θάνατο. Τι είναι ο θάνατος, αγόρι μου; Είναι απών για μένα. Μπορείς να τον αποφύγεις; Δεν μπορείς. Φτάνει να φύγω ακαριαία, να μην ταλαιπωρηθώ. Ακόμη κι εκεί όμως, εγώ ευτυχισμένος θα μαι».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Νοέμβριο του 2009.

ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ: "Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΜΑΝΤΗ".

Τα βιβλία του κυκλοφορούν ήδη σε 16 χώρες, τα θεατρικά του έχουν παρουσιαστεί από δεκάδες θιάσους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τον παραδέχονται ακόμη και οι πιο δύσπιστοι συνάδελφοί του αλλά και κριτικοί παγκόσμιου βεληνεκούς. Είναι ίσως ο πιο διεθνής από τους Έλληνες συγγραφείς- κι ας μην το παραδέχεται σε μία κατ ιδίαν συζήτηση. Κι ας μην θέλει να μου μιλήσει για τις διαλέξεις που δίνει συνεχώς σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η σπουδαιότητα του Παύλου Μάτεσι, είναι αντιστρόφως ανάλογη με την σεμνότητά του.Μένει μόλις δέκα μήνες σε αυτό το νέο του σπίτι στο Νέο Κόσμο, στον πέμπτο όροφο της νεόδμητης οικοδομής, ακριβώς απέναντι από τη στάση του μετρό, στην οδό Κασομούλη. «Θα το βρείτε εύκολα», μου είχε πει στο τηλέφωνο. Δεν είχε άδικο. Παλιά, όπως μου είπε αργότερα, έμενε στα Εξάρχεια. Αλλά «έπρεπε να μετακομίσει». Του πήρα cookies από τον φούρνο, δίπλα από την πολυκατοικία του, είπα στην κοπέλα «κοιτάξτε να είναι φρέσκα, γιατί είναι δώρο για ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο», εκείνη με κοίταξε περίεργα «καλέ, μένει διάσημος τραγουδιστής στη γειτονιά μας;» και γέλασε. Γέλασε και εκείνος όταν του το είπα, μόλις άνοιξε το κουτί. Στον τοίχο, μπροστά από την κουζίνα, ένας πίνακας με το εξώφυλλο από τη «μητέρα του σκύλου», δίπλα μία φωτογραφία με ένα σκυλί- ίδιο με αυτό του πίνακα- με ημερομηνία «1977». «Όλοι με ρωτάνε αν είναι το ίδιο σκυλί, αλλά δεν είναι». Ξεκινάει να μου μιλάει για την Κύπρο, ότι έχει μείνει στη Λευκωσία για πολύ καιρό, για τις εκδρομές που έκανε, για μία παρουσίαση ενός βιβλίου του στη Λάρνακα, ότι «αγαπάει πολύ το νησί», ότι του αρέσει πολύ η Λεμεσός «έτσι όπως είναι». «Να σου μιλάω στον ενικό, μωρέ;», μου λέει πέντε λεπτά μετά. «Χρειάζεται και ρώτημα, κύριε Μάτεσι;». Ήθελε να καθίσουμε όπου βόλευε εμένα, να πιω ό,τι γούσταρα- ακόμη και αλκοόλ- να ξεκινήσουμε όποτε μου έκανε κέφι. Οικειότητα από την πρώτη στιγμή- παρά το μεγάλο του μέγεθος ως πεζογράφου (κι ας μην του αρέσουν τα βαρύγδουπα). Ήταν ακριβώς όπως στα βιβλία του: Ένας άνθρωπος ανοιχτός, με καλοσύνη, με χιούμορ. Που πίσω από το γέλιο κρύβεται κάτι άλλο, πιο βαθύ, πιο υπόγειο. Ένα παιδί. Και με μάτια υγρά, αλλά πολύ φωτεινά. Προσπάθησε να αποφύγει τις πολύ προσωπικές ερωτήσεις, έκανε κύκλους, το καταλάβαινε, χαμογελούσε, πήγαινε την κουβέντα όπου εκείνος επιθυμούσε, επανερχόμασταν. «Μα αυτά είναι πολύ προσωπικά», μου είπε τρεις φορές. «Αυτή ήταν μία χρονιά γεμάτη από δουλειά» ξεκίνησε να μου λέει στον καναπέ, μπροστά από το γραφείο του και τη βιβλιοθήκη με τα δεκάδες βιβλία. «Δεν το περίμενα ότι θα δούλευα τόσο πολύ. Πήγα πρόσφατα στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, για μία διάλεξη με θέμα τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, είχα να μεταφράσω Τόμας Χάρντι και Άμλετ, έγραφα το καινούργιο μου μυθιστόρημα».
-Έτσι κυλάει η μέρα σας, η καθημερινότητά σας;
-Τώρα που μεγάλωσα, ναι. Έτσι κυλάει και η μέρα και η νύχτα μου. Ειδικά φέτος με ζορίσανε όλα αυτά, τα σκεφτόμουνα στον ύπνο μου. Τους έλεγα «σκάστε, φύγετε από δω», αλλά αυτά επέμεναν.
-Τι ώρα ξυπνάτε το πρωί;
-Το Καλοκαίρι στις 7, τώρα γύρω στις 8.
-Και ξεκινάτε αμέσως το γράψιμο;
-Όχι. Υπάρχουν και πιο σοβαρά πράγματα να κάνω.
-Όπως;
-Να κάνω ένα καφέ, να χαζέψω για λίγο.
Μερικές φορές βέβαια πρέπει να εξοριστώ γιατί έρχεται η καθαρίστρια- τότε φεύγω. Η δουλειά που κάνει ο καθένας μας, είτε είσαι οικοδόμος, είτε είσαι εργάτης, είτε είσαι συγγραφέας, είναι και μία αιτιολογία ζωής. Αν σε ρωτήσει κάποιος «εσύ σε τι χρησιμεύεις σ αυτή τη ζωή;», λες «είμαι συγγραφέας». Αυτή η δουλειά λοιπόν, είναι ευχάριστο πράγμα και τα ευχάριστα πράγματα τα αναβάλεις να τα αρχίσεις για να τα ευχαριστηθείς πιο πολύ. Λες «όχι ακόμα, σε λίγο». Υπάρχει ένα παιχνίδι ανάμεσα στο γράψιμο και σε μένα.
-Ακόμη και την ώρα που σας έρχονται ιδέες;
-Δεν μου έρχονται ιδέες. Οι ιδέες είναι για τους επιστήμονες, για τους λόγιους. Εγώ δεν είμαι ούτε λόγιος, ούτε επιστήμονας. Η ιδέα έχει σχέση όχι με έργο τέχνης. Εμένα μου έρχονται εικόνες.
-Τις οποίες καταγράφετε μόλις σας έρχονται στο μυαλό;
-Όχι, δεν τις καταγράφω. Αν επιμένουν, αρχίζω και σημειώνω. Μόνο τότε σημαίνει ότι είναι σημαντικές. Αν δεν επιμένουν, πάει να πει ότι δεν άξιζαν τον κόπο, δεν ασχολούμαι. Αλλά και πάλι, δεν τις γράφω αμέσως, είναι σαν να βρίσκονται κάπου ψηλά, στο ταβάνι, και κάνω πως δεν τις παρακολουθώ. Τι ψέμα! Σιγά σιγά, αυτές οι εικόνες, αποκτούν σχέση η μία με την άλλη. Είτε πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, είτε για ένα θεατρικό έργο, έχουν μία συνέπεια, σχηματίζουν μία αρχή, μέση και τέλος.
-Πόσο κρατάει αυτή διαδικασία;
-Κάπου έξι μήνες. Μετά τους έξι μήνες, αρχίζω και κρατάω σημειώσεις για πέντε έξι μήνες αναλόγως. Αν πρόκειται για θεατρικό έργο, σε 25- 30 μέρες θα το χω τελειώσει. Η διαδικασία είναι το ζόρι. Η προεργασία μπορεί να κρατήσει ακόμη και δύο έτη. Ακόμη και ο ύπνος μου διακόπτεται από εικόνες, αλλά δεν σηκώθηκα ποτέ τη νύχτα και να γράψω. Τους λέω «άμα είστε εντάξει, θα σας θυμάμαι και το πρωί». Είναι μυστήριο πράγμα όταν κοιμάσαι, να ξέρεις ότι κοιμάσαι. Σημαίνει ότι είσαι ξύπνιος.
-Πάντα γράφατε;
-Διάβαζα πολύ, από πιτσιρίκι. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής, φιλόλογος και, λόγω των μεταθέσεών του, έζησα στην επαρχία. Μέχρι τα 17-18 μου χρόνια γύρισα όλη την Ελλάδα και μετά ήρθα στην Αθήνα. Όταν ήμουνα 7 χρόνων διάβαζα τα σχολικά βιβλία του μεγαλύτερού μου αδελφού, στις ιστορίες μάλιστα που διάβαζα ήμουνα με τους Τρωαδίτες, όχι με τους Έλληνες. Όταν έγινα 11 χρόνων διάβασα τη «θεία κωμωδία» του Δάντη και οι γύρω γύρω θείες έλεγαν «το τέρας! Τι έξυπνο που είναι!». Σαχλαμάρες, δεν καταλάβαινα τίποτα. Στα 15 μου ξεκίνησα να διαβάζω Ντοστογιέφσκι, εκεί τα καταλάβαινα όλα. Παραμύθια δεν διάβασα ποτέ μου, ούτε μου διάβαζαν οι γονείς μου όσο ήμουν παιδάκι. Όταν πρωτοδιάβασα τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, το βρήκα όλο αυτό απόλυτα φυσιολογικό.
-Μέχρι τα 30 σας, τότε που γράψατε το πρώτο σας θεατρικό έργο, τι κάνατε;
-Τέλειωσα μουσική στο Ωδείο, τέλειωσα δραματική σχολή, έκανα δύο γλώσσες. Τα ισπανικά τα ξεκίνησα πολύ αργότερα, στα 50 μου. Ήταν αστείο που, όταν πρωτομπήκα στη σχολή, όλοι οι μαθητές, οι μελλοντικοί μου συμμαθητές, κάτι πιτσιρίκια σαν εσένα, μόλις με είδαν νόμισαν ότι είμαι ο καθηγητής, τους λέω «παιδιά ηρεμία, γυαλί πρεσβυωπίας και πάμε όλοι μαζί για μάθημα». Για δέκα χρόνια λοιπόν, στα 20 μου, είχα διοριστεί στην τράπεζα, διότι έπρεπε να επιζήσω. Μία μέρα, κάπου στα 30 μου, το έσκασα. Δεν πήγα στη δουλειά και δεν πήγα ποτέ ξανά εκεί. Σε λίγο, είχα γράψει το πρώτο μου θεατρικό έργο, την «τελετή» που πήρε το κρατικό βραβείο θεάτρου. Από τότε η «τελετή» έχει ξεσαλώσει. Μου έλεγαν πρόσφατα από την εταιρεία ελλήνων συγγραφέων ότι μέχρι σήμερα έχει παιχτεί από 63 θιάσους, όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλο τον κόσμο. Αργότερα γνωρίστηκα με τον Κουν, μία σχέση δυσπιστίας εκατέρωθεν.
-Έχετε υπάρξει στη ζωή σας τόσο ταγμένος στη συγγραφή, όπως εκείνος στο θέατρο;
-Όχι. Σημασία για μένα έχει η ζωή και ο αναγνώστης ή ο θεατής. Όταν γράφω ένα πράγμα αισθάνομαι λιγάκι σαν ζαχαροπλάστης που φτιάχνει γλυκό και λέει για τους πελάτες του «μπαγάσηδες, θα φάτε κάτι… αριστούργημα!». Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να πει ο αναγνώστης ή ο θεατής «καλό βιβλίο» όχι «καλός συγγραφέας». Αυτό, αυτό το δεύτερο, καθόλου δεν με αφορά.
-Γιατί δεν σας αφορά;
-Γιατί το βιβλίο και το θεατρικό έργο ανήκει στον αναγνώστη, όχι σ εμένα.
-Ποτέ δεν υπήρξατε ματαιόδοξος;
-Δεν θα έχω υπάρξει; Αλλά τώρα, κάθε φορά που γίνεται κάτι σημαντικό, εγώ δυσπιστώ ακόμη περισσότερο ως προς τον εαυτό μου. Τα τελευταία χρόνια με καλούν σε διάφορα πανεπιστήμια, από Καναδά, Αμερική, σε όλη την Ευρώπη- Ιταλία, Αγγλία, Ολλανδία, Ισπανία, παντού-, στο Ισραήλ, αλλά εγώ δεν λέω «α, με κάλεσαν σε αυτό πανεπιστήμιο, τι ωραία που θα πάω να μιλήσω». Τρέμω! Τρέμω ολόκληρος όταν πρέπει να πάω να μιλήσω σε νέους ανθρώπους, σε φοιτητές. Αισθάνομαι μεγάλη ευθύνη. Όταν μιλάω σε ένα πανεπιστήμιο εγώ περνάω τις εξετάσεις, όχι οι φοιτητές που με ακούνε. Εκείνη την ώρα, κρίνομαι από νέους ανθρώπους.
-Είστε μοναχικός ή σας αρέσει να είστε με κόσμο γύρω σας;
-Έχω καλούς φίλους, είμαστε πολύ αγαπημένοι, αλλά προτιμώ να είμαι μόνος μου. Εδώ, στο σπίτι μου. Συνήθως όμως, όταν γράφω, περιμένω κάτι να με διακόψει. Άμα δεν χτυπάει το τηλέφωνο λέω «δεν θα πάρει κανένας κερατάς επιτέλους;».
-Δεν έχετε κουραστεί, όλα αυτά τα χρόνια, να γράφετε βιβλία;
-Δεν έχω κουραστεί, γιατί έχω μεγαλώσει. Είναι η σοβαρότερη απασχόλησή μου τώρα που μεγάλωσα. Στο γράψιμο, μου αρέσει να πλέω σε απαγορευμένα ύδατα, δεν μου αρέσει να γράφω σαν να απεικονίζω τη ζωή. Το γράψιμο δεν είναι φωτογραφία, είναι ζωγραφική, μεταπλάθεις τα πράγματα. Ο Ντα Βίντσι είχε πει κάτι το συγκλονιστικό όταν του είπαν ότι στρεβλώνει τις όψεις: «Ο δημιουργός στην τέχνη», είχε πει «μπορεί να φτιάξει μορφές, τις οποίες η φύση δεν μπορεί να φτιάξει». Ισχύει ως αρχή του σουρεαλισμού. Αυτό νομίζω κάνω και στο καινούργιο μου βιβλίο, το «Graffito», που για μένα είναι ό,τι καλύτερο έχω επιτύχει μέχρι σήμερα στο χώρο της γραφής. Για να γράψω δηλαδή, δεν περιμένω να μου συμβεί κάτι κοσμογονικό, η ζωή μου είναι ακύμαντη. Η φαντασία μου, μου προσφέρει το υλικό. Κοίτα, για να επανέλθω σε αυτό που λέγαμε προηγουμένως, όταν είσαι νέος θεωρείς ότι η μεγαλύτερη απασχόληση είναι ο έρωτας, το sex, όταν όμως μεγαλώνεις όλα είναι αλλιώς.
-Στα 30 σας χρόνια, δεν υπερίσχυε και σ εσάς ο έρωτας;
-Βεβαίως. Η ηλικία όμως μπορεί να επηρεάσει έναν χορευτή, έναν ποδοσφαιριστή, αλλά ένας συγγραφέας γιατί να κουραστεί να γράφει; Ίσα ίσια που, αν έχει υγεία, του προσθέτει πράγματα. Ο Σοφοκλής έγραψε τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» στα 92 του χρόνια. Υπάρχει η πείρα και αποκτάς κάτι σαν χιούμορ. Δεν μου στερεί τίποτα το γράψιμο. Μόνος μου έχω απαρνηθεί πολλά, δεν με ενδιαφέρουν πια αρκετά πράγματα.
-Υπάρχουν κάποια από αυτά για τα οποία μετανιώνετε;
-Για πολλά. Όταν ήμουν παιδί ήθελα πάρα πολύ να γίνω αρχαιολόγος, αλλά δεν είχαμε χρήματα για να σπουδάσω. Κάπου τώρα, αισθάνομαι υπεύθυνος που δεν έγινα. Το απωθημένο μου βέβαια με έβαζε να διαβάζω πολλά γύρω από την αρχαιολογία και τις ανακαλύψεις, έχω κάνει εκδρομές σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους. Ήθελα να σκάβω, όχι να γίνω ένας αρχαιολόγος του γραφείου.
-Για σχέσεις με ανθρώπους που έχουν περάσει από τη ζωή σας, έχετε μετανιώσει;
-Πολλοί άνθρωποι περνάνε, φεύγουν, τους προδίδεις, σε προδίδουν, φιλίες διαλύονται. Ξέρεις τι γίνεται; Πολλές φορές, τους ξεπερνάς.
-Είναι δύσκολο;
-Δεν είναι δύσκολο, είναι λυπηρό.
-Δεν είναι επώδυνο; Ειδικά για σας που είστε ένας ευαίσθητος άνθρωπος.
-Δεν είμαι ευαίσθητος, καθίκι είμαι. Άμα έχεις πολύ ανεπτυγμένα ορισμένα πράγματα, όπως την αίσθηση του γελοίου, την αίσθηση του χιούμορ, λειτουργείς αλλιώς. Εγώ πιστεύω ότι το χιούμορ, το οποίο πολλές φορές το έχω και μέσα στα βιβλία μου, είναι μία μάσκα της απελπισίας. Όταν λες τραγικά πράγματα με τρόπο κωμικό, τότε το τραγικό πράγμα γίνεται τραγικότερο. Αυτό είχα κάνει και στη «μητέρα του σκύλου».
-Έχετε υπάρξει απελπισμένος στη ζωή σας;
-Κάθε τόσο, ναι. Όπως όλοι οι άνθρωποι. Υπάρχει ένα μότο του Θέογνι που λέει «το καλύτερο για τους ανθρώπους, να μην έχουν γεννηθεί και να μην έχουν δει τον ήλιο». Το ίδιο λέει και ο Άμλετ: «To be or not to be». Να έχεις ύπαρξη ή ανυπαρξία; Αυτό είναι το ερώτημα.
-Βγαίνετε καθόλου με τους φίλους σας;
-Δεν πηγαίνω σε ταβέρνες, δεν πηγαίνω σε πολυτελή εστιατόρια, τώρα τελευταία δεν πηγαίνω ούτε στο θέατρο, γιατί όταν πηγαίνω μετανοώ πικρά. Το θέατρό μας, τον τελευταίο καιρό, πάσχει από μία πνευματική ακινησία. Έχουν εμφανιστεί κανα δυο πολύ καλοί συγγραφείς, αλλά η έκρηξη του θεάτρου έχει υποχωρήσει. Είναι φαιδρό το ότι στην Αθήνα έχουμε 200 θέατρα, ενώ στην Αγγλία υπάρχουν μόνο 30. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε ένας εδώ που δεν έχει ιδέα από θέατρο, κάνει θέατρο. Γράφει, σκηνοθετεί και παίζει, πολλές φορές, ο ίδιος άνθρωπος. Επιπλέον, πολλοί καταφεύγουν στον μονόλογο, αλλά ο μονόλογος είναι μία παγίδα, γιατί ο μονόλογος είναι αφήγηση και το θέατρο δεν είναι αφήγηση, είναι πράξη. Υπάρχει άγνοια βασικών κανόνων του θεάτρου. Υπάρχει βέβαια και μία κατηγορία νέων που είναι εντελώς ψώνια. Αυτό συμβαίνει και στη λογοτεχνία. Θα έχεις δει φυσικά ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία εισβολή ανθρώπων στο συγγράφειν, πολλές γυναίκες γράφουν ακατάπαυστα, είναι αυτή η λεγόμενη «ροζ λογοτεχνία» που δεν την υπολογίζει κανείς. Είναι οι γυναίκες που περιμένουν πότε θα τους πεθάνει το παιδί τους, για να γράψουν ένα λυπητερό ποίημα. Κάπως έτσι.
-Νιώσατε ποτέ πολύ σημαντικός, κάνοντας όλα αυτά στη ζωή σας; Έχοντας όλες αυτές τις διεθνείς βραβεύσεις και την αναγνώριση;
-Η σημαντικότητα είναι ένα είδος μοίρας: Ή το χεις ή δεν το χεις. Δεν εννοώ τη «φίρμα». Έχω δει ηθοποιούς και κατάλαβα ότι είναι πρωταγωνιστές, επειδή σε κρατάνε μιάμιση ώρα και δεν βαριέσαι. Υπάρχει ένα είδος ψυχισμού στους σημαντικούς ανθρώπους που ενισχύεται από το μυαλό. Όλοι αναγνωρίζουμε τους πραγματικά σημαντικούς ανθρώπους. Μπορεί να είναι κάποιος κτίστης, αλλά να είναι ένας σημαντικός άνθρωπος. Το να είσαι σημαντικός στο γράψιμο εκφράζεται με μία οργασμική εξόρμηση της ψυχής, η οποία με σύμμαχο τη φαντασία δημιουργεί. Υπάρχουν επιστήμονες που λένε ότι η ψυχή είναι νευρώνες στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Οι παπάδες έγιναν έξαλλοι βέβαια.
-Πηγαίνετε στην εκκλησία; Πιστεύετε στο Θεό;
-Εγώ είμαι άθεος. Πάντα ήμουνα, απλά δεν το χα καταλάβει όσο ήμουνα πιτσιρικάς. Όταν ήμουνα μικρός πήγαινα με το ζόρι στην εκκλησία, κάθε Κυριακή για εκκλησιασμό. Το τι βρισίδι έπεφτε, δεν περιγράφεται. Αν δεν με αφορίσουν για το καινούργιο μου βιβλίο, θα πάμε καλά. Απ την άλλη, αν με αφορίσουν, θα είναι διαφήμιση.
-Τηλεόραση παρακολουθείτε;
-Όχι. Βλέπω μόνο ειδήσεις και ξένους σταθμούς. Όσα προγράμματα προβάλλονται στην τηλεόραση- πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- απευθύνονται σε άτομα με εντελώς χαμηλή νοημοσύνη. Θα πρέπει να περιοριστούν κάποιες εκπομπές, θα πρέπει να κοπούν κάποια προγράμματα. Η τηλεόραση το πρωί, δεν χρειάζεται. Όσα προβάλλονται είναι τόσο βλακώδη που τα χάνεις, ντρέπεσαι. Καμιά φορά συναντώ ηθοποιούς που παίζουν στην τηλεόραση και αισθάνομαι μια περίεργη αμηχανία, λέω «θα με δει κανείς μαζί τους και θα εκτεθώ». Συνέντευξη στην τηλεόραση δίνω κάθε 3 με 4 χρόνια, νιώθω σαν ξεβράκωτος όταν βγαίνω σε εκπομπές, κάτι σαν προδότης. Συνήθως όμως αυτό γίνεται με παράκληση του εκδότη μου.
-Τι σας κάνει να χαίρεστε;
-Όταν βλέπω πράγματα που μου αρέσουν. Στην τέχνη μου αρέσει πολύ ο Παρθενώνας, είναι το τελειότερο που μπόρεσε ποτέ να φτιάξει ο άνθρωπος και ίσως δεν χρειάζεται να φτιάξει και κάτι τελειότερο, δεν γίνεται. Μερικές φορές διαβάζω Ηράκλειτο και σκέφτομαι ότι λέει πράγματα που θα μπορούσα να τα είχα πει εγώ. Αυτό μου δίνει μεγάλη τέρψη.
-Είστε ευχαριστημένος από η ζωή σας;
-Δεν υπάρχει και τίποτ άλλο πέραν απ τη ζωή. Δεν μπορώ να επιλέξω. Ένα είναι: Η ζωή.
Δημοσίευση στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος", ένθετο "Υστερόγραφο", τον Νοέμβριο του 2009 και στο περιοδικό "Down Town", τον Δεκέμβριο του 2009.

ΤΑ ΑΓΟΡΙΑ ΤΩΝ 20 ΕΥΡΩ- ΡΕΠΟΡΤΑΖ


-Ενεργητικός ή παθητικός;
-Μόνο ενεργητικός!
-Ούτε πίπα θα μου πάρεις;
-Καλά, αν μου δώσεις 100 ευρώ θα στον γλείψω για λίγο. Αλλά εγώ δεν γαμιέμαι.
-Μόνος σου μένεις;
-Όχι, σε ξενοδοχείο θα πάμε. Για μια ώρα.

Τον πόνεσε στο τελευταίο τσιμπούκι που του πήρε. Συνήθως δεν ήταν έτσι, δεν το κανε με τόση μανία. Ήταν πιο τρυφερός μαζί του, του έγλειφε πρώτα λίγο τα αρχίδια, μετά τον έπαιρνε σιγά σιγά στο στόμα, το έκανε με τέχνη που μόνο κάτι γκόμενες που έβρισκε στα μπαράκια της πλατείας Αττικής του το καναν, με τρόπο κοριτσίστικο που τον έκανε να κλείνει τα μάτια του και να φαντασιώνεται. Συνήθως του τον έδινε χωρίς προφυλακτικό, δεν του άρεσε μ αυτό, του το χε πει, το χαν κόψει από τις πρώτες φορές που τον αγόραζε, του έλεγε πως ήθελε την κανονική γεύση, όχι την πλαστική, δεν τον πείραζε για αρρώστιες- φοβόταν, αλλά δεν τον πείραζε-, δουλειά του ήταν άλλωστε «ό,τι θέλει ο πελάτης», του έδειχνε κι εμπιστοσύνη όταν του έλεγε πως μόνο μ αυτόν έκανε ομοφυλοφιλικό. Τον πίστευε. Ήξερε από φάτσες, τόσα χρόνια στην πιάτσα έμαθε να κόβει καλά το μάτι του. Αλλά, ήταν κακή εκείνη η μέρα του. Του είπε στα σεντόνια του ξενοδοχείου που ξάπλωσαν πως είχε τσακωθεί με τη γυναίκα του, ότι τον έβρισε, τον ξανάπε ανίκανο, «κρυφοπουστάρα, που σε βρήκα και σε παντρεύτηκα», εκείνος τη χτύπησε στο πρόσωπο, έφυγε από το σπίτι και μετά τον πήρε στο κινητό του: «Έλα, Αντρέα. Ο Κώστας είμαι. Ο Κώστας από τον Άλιμο. Μπορείς να βρεθούμε σήμερα;». Φυσικά και μπορούσε. Ήταν από τους καλούς πελάτες, πάντα συνεπής, καθαρός, πλήρωνε καλά. Ήταν και παντρεμένος κι έτσι ποτέ δεν είχε πρόβλημα μ αυτούς, οι παντρεμένοι είναι πάντοτε οι πιο ακίνδυνοι πελάτες. Αυτοί φοβούνται πιο πολύ. Δεν ζητούσε πολλά- 30 ευρώ για πίπα- αλλά εκείνος του έδινε πάντα παραπάνω. Συνήθως, το ήθελε πιο τρυφερό μαζί του: Αγκαλιές, λίγα φιλιά πάνω από τα χείλη, δάγκωμα στις ρόγες, γλείψιμο για αρκετή ώρα εκεί, τη γλώσσα του να ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό για κανά δεκάλεπτο, έκανε μετά σαν κοριτσάκι που του έλεγε συνέχεια «όχι πιπιλιές, όχι πιπιλιές» και μετά «έτσι το κάνεις και με τη γυναίκα σου;». Κι ύστερα ήθελε να μιλήσουν λίγο. Με ανοιχτή την τηλεόραση στην τσόντα που είχε βάλει από πριν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου πίσω από την Αλεξάνδρας με τα ροζ πορτατίφ και τα πράσινα σαπούνια στο μπάνιο, χωρίς ήχο, απλά να παίζει λίγο η εικόνα για να καυλώσει. Του τον έπαιζε και εκείνος, είχε τα μάτια του καρφωμένα στις παρτούζες και του τον έπαιζε. Μια φορά του είχε πει πως του θύμιζε και λίγο το μεγάλο του γιο- 23 χρόνων είναι κι εκείνος- αλλά, όταν είδε την αντίδρασή του, τα μάτια να γουρλώνουν, να απομακρύνει το χέρι του γύρω από το λαιμό του, το κοψε- δεν πήγαινε ο Αντρέας με ανώμαλους. Συνήθως βρισκόντουσαν κάθε εβδομάδα, μέσα στο Σαββατοκύριακο, όταν ο Κώστας είχε χρόνο από τη δουλειά του- κάπου σε ένα γραφείο του είχε πει πως δούλευε, αλλά δεν τον πίστευε, όλοι λένε ψέματα σ αυτά και ειδικά οι παντρεμένοι. Τον ήθελε πάντα διαθέσιμο, δουλειά του ήταν άλλωστε. Και ήταν πάντοτε κύριος μ αυτόν, τύπος και υπογραμμός. Την τελευταία φορά του είχε δώσει 100 ευρώ, συνήθως του έδινε περισσότερα, αλλά δεν έμειναν πολύ ώρα στο ξενοδοχείο στην πλατεία Βάθη- προτιμούσε το «ΧΧΧ Hotel» από το άλλο της Αλεξάνδρας, αν και χρέωνε 27 ευρώ για τρεις ώρες, ενώ της Αλεξάνδρας 20 ευρώ, ήταν όμως πιο καθαρό-, είχε προκύψει και η φωτογράφησή μας, η συνάντηση που έπρεπε να κάνουμε μετά στο «Απολλώνιον» στην Ομόνοια να μου μιλήσει για τη ζωή του, δεν είχε χρόνο για πολλά πολλά- ήθελε απλώς κάπου να μιλήσει. Και μου το τόνισε: «Αν δείξεις ρε παλιόπουστα τις φάτσες μας ή γράψεις τα πραγματικά μας ονόματα, σ έχουμε σφάξει σαν αυτό που έκανε ο David στον Σεργανόπουλο». Του το υποσχέθηκα. Θέλει φραπέ με γάλα, αλλά χωρίς ζάχαρη. «Κάνω δίαιτα εδώ και μία εβδομάδα, ένας πελάτης μου είπε ότι ξεκίνησα να κάνω κοιλίτσα και βάλθηκα να τα χάσω πριν πάρω περισσότερα. Βέβαια το καυλί μου είναι πάντα όρθιο, αυτό δεν χρειάζεται δίαιτες».
Να μην ανησυχώ για τον πελάτη του μου είπε, το κανόνισε, θα βρισκόντουσαν την Κυριακή, για αρκετή ώρα, κατά το μεσημέρι που η γυναίκα του θα πήγαινε την μικρή τους κόρη για κολύμπι στον «Πανελλήνιο». Δεν θα χανε τα λεφτά. Θα έκαναν το κρυφό τους ραντεβού κάτω από το άγαλμα του βασιλιά στο Πεδίον του Άρεως και θα έφευγαν παρέα. Δύο ώρες σίγουρα θα τον ήθελε, αυτό γινόταν πάντα, λίγο στοματικό, λίγο γλείψιμο στην τρυπούλα, λίγο στα 4, λίγα φιλιά- στα μάγουλα, όχι φυσικά στο στόμα, δεν φιλάει ποτέ ο Αντρέας άντρες στο στόμα. Επίσης, δεν πηδιόταν. Όχι. Το ξεκαθάριζε στους πελάτες απ την αρχή: «Εγώ είμαι μόνο ενεργητικός. Δεν τον τρώω». Όποιος ήθελε να πηδήξει, τηλεφωνούσε στους κολλητούς του, κάτι παιδιά από τη Ρουμανία και την Αλβανία που μένουν στην Αχαρνών και κοντά στην Ομόνοια- λίγο πιο κάτω από το παλιό Εφετείο- και το κανόνιζε. Αυτοί και με 40 ευρώ έδιναν κώλο, δεν ήταν ακριβοί αν σκεφτείς ότι όλοι εκείνοι στις αγγελίες γνωριμιών ξεκινούν τη βίζιτα από 150 και πάνω με τη δικαιολογία- αν τους πεις κάτι στο τηλέφωνο, αν διαμαρτυρηθείς για την τιμή- «παίρνεις πράμα ελληνικό». Ο Αντρέας πάντα γελούσε μ αυτά «τι ελληνικό ρε μαλάκα; Αφού οι Ρουμάνοι τον έχουν μεγαλύτερο. Μια φορά να σου τον βάλουν, δεν θα μπορείς να κάτσεις για τρεις μέρες. Και επειδή έχουν μεγάλη πελατεία και γαμάνε συνέχεια, αντέχουν για πάνω από μία ώρα σερί. Σε ξεσκίζουν!». Το παραδέχεται κι ο ίδιος, δεν έχει πρόβλημα. «Όταν με παίρνουν οι πελάτες είμαι ειλικρινής. 17 εκατοστά τους λέω πως τον έχω, όχι πολύ χοντρό, κανονικό, αλλά είμαι πολύ ωραίο παιδί, γυμνασμένος και λίγο τριχωτός, αντέχω πάνω από μισή ώρα στο τσιμπούκι και πολύ παραπάνω στο γαμήσι. Τον παίζω κιόλας λίγο πριν στην τουαλέτα για να αργήσω να χύσω μετά. Αρέσω στους gay και με προτιμούν. Άμα όμως ενδιαφέρονται μόνο για το μέγεθος του πούτσου, τους στέλνω στα φιλαράκια μου, μου δίνουν σίγουρα δέκα ευρώ από αυτά που παίρνουν, προμήθεια για τον πελάτη που τους έκλεισα». Μόνο μία φορά έκανε πολύ καιρό να βρεθεί με τον Κώστα, τότε που σκότωσαν τον Σεργιανόπουλο. Τον έπαιρνε τηλέφωνο, δεν απαντούσε, τον ξανάπαιρνε, κλειστό. «Έλα ρε μαλάκα», του είπε όταν τον πήρε επιτέλους πίσω εκείνος, «αφού με ξέρεις, εγώ θα σε σκοτώσω; Τι είμαι; Ο “killer”;». Εκείνη την εποχή είχε κόψει την πιάτσα στην πλατεία Βικτωρίας, είχε γεμίσει από μπάτσους, κάμερες και δημοσιογράφους. Για κανά μήνα ερήμωσε η περιοχή. Όσοι τον έψαχναν, τους έκλεινε ραντεβού έξω από το «Fantastico» στην Αχαρνών ή κοντά στο «Sammis» στη Φυλής, είχε πέσει και η δουλειά τότε, σκατά. «Σκέψου», μου λέει, «ότι βγάζω σίγουρα 200 ευρώ τη μέρα, όταν τον σκότωσαν κατέβηκα στα 50. Κάναμε δύο μήνες έτσι, με κάτι διαλέιμματα. Όποτε έβγαζε πρωτοσέλιδο η Espresso τη δολοφονία, ερήμωνε η πιάτσα. Ειδικά τότε που δημοσίευσε τις φωτογραφίες του μαχαιρώματος, δεν ερχόταν άνθρωπος, μας είχε καταστρέψει. Δεν το ρίσκαραν πάντως πολλοί σαν τον Σεργιανόπουλο, ήταν από τους λίγους που έδειχναν έτσι τη φάτσα τους στο δρόμο χωρίς να τον νοιάζει. Συνήθως όλοι οι άλλοι επώνυμοι- τραγουδιστές και ηθοποιοί που έχουν οικογένειες και παιδιά, που έρχονται σ εμάς για να “ξεσπάσουν”, αλλά δεν θα σου πω ονόματα- το κάνουν μέσω τηλεφώνου ή γνωστών, κανείς τους δεν το διακινδυνεύει έτσι. Ευτυχώς ήταν Καλοκαίρι όταν έγινε το φονικό και βρίσκαμε “παρέα” και από τα Λιμανάκια ή γύρω από την Ομόνοια τα απογεύματα της Κυριακής. Τώρα είναι όλα καλά, πέρασε το κακό, οι πελάτες έχουν γίνει πολύ περισσότεροι. Ξεθάρρεψαν. Έρχονται με τα αυτοκίνητά τους, σταματάνε έξω από τα Everest, κόβουν φάτσες, ρωτάνε τιμές, αν είμαστε ενεργητικοί, παθητικοί ή και τα δύο, αν παίρνουμε και εμείς τσιμπούκια, και πάμε όπου θέλουν αυτοί. Είναι επικίνδυνα, το ξέρω, αλλά εγώ τους καταλαβαίνω ότι εκείνοι φοβούνται πιο πολύ από εμάς. Πολύ μοναξιά εκεί έξω, ρε φίλε».
Κάποιες φορές το κάνει χωρίς προφυλακτικό, το καταλαβαίνει ότι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, αλλά όποτε συμβαίνει γίνεται μόνο με τους στάνταρ πελάτες του, συνήθως τους παντρεμένους. Είναι εκείνοι που πληρώνουν και καλύτερα, είναι χουβαρντάδες. Για τους άλλους, όσους βρίσκει στο Star στην Ομόνοια, χέστηκε. Ξεπέτα είναι γι αυτόν. Κάθεται για λίγο στον κάτω όροφο του σινεμά, ανεβοκατεβαίνει στον δεύτερο και στον τρίτο που είναι πιο prive, πιο σκοτεινός, ανταλλάσσει ματιές, του κάνουν νόημα και ξεκινάει το γνωστό ποίημα: «τι γίνεται; όλα καλά; θέλεις να πάμε στην τουαλέτα;». Στα παζάρια μπορεί να το κατεβάσει ακόμη και στα 10 ευρώ την πίπα-πάντα με προφυλακτικό- αλλά αυτό για πολύ ειδικές περιπτώσεις, για κανά άβγαλτο πιτσιρίκι που δεν του αρέσει το Γκάζι, που έχει τρυφερό άτριχο κολαράκι και προτιμά τις πιο άγριες καταστάσεις. Άμα όμως είναι γέρος, δεν το ρίχνει κάτω από 30. «Με αυτούς χύνω πολύ δύσκολα. Την ώρα που τους τον χώνω στο στόμα κοιτάω το ταβάνι ή το καζανάκι. Μπορεί να σκεφτώ λίγο κανένα μουνί, να μου σηκωθεί, να μπορέσω να αποδώσω. Πάντως όταν ο άλλος βγάλει τη μασέλα η πίπα είναι η καλύτερη. Δεν φαντάζεσαι τι καύλα είναι να στον παίρνει ένα στόμα χωρίς δόντια».
Τον παίρνουν τηλέφωνο στο δεύτερό του κινητό. Οι φίλοι του. Θα έρθουν σε λίγο να μας βρουν και να πάμε στην πλατεία Βικτωρίας για τη φωτογράφησή μας. Συστημένος πήγα και με εμπιστεύεται. Αλλιώς «έχω μάθει στα τέσσερα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, να μην εμπιστεύομαι ούτε το μουνί της μάνας μου. Είμαι 23, αλλά έχω μυαλό για 40». Πίνει λίγο από το φραπέ του και μου τονίζει ότι θα με σκοτώσει αν δεν καλύψω πρόσωπα. Σαν να μου λέει «καλησπέρα», με τον πιο φυσικό του τρόπο. Και το εννοεί. Ανάβει τσιγάρο, μου ζητάει φωτιά. «Ακόμα και η νύχτα έχει νόμους, αντρικούς και απαράβατους, που ισχύουν για όλους εξίσου- είτε είναι τραβεστί, είτε μαχαιροβγάλτες, είτε πούστηδες, είτε σαν κι εμένα straight που γαμάνε άντρες και πληρώνονται. Κάνει λάθος όποιος νομίζει ότι θα βγει τη νύχτα και θα εκφραστεί “ελεύθερα”. Η νύχτα είναι εμπόριο, λεφτά και γαμήσι. Τα πάντα πωλούνται και τα πάντα αγοράζονται. Πουτάνα τραβεστί, άντρας ή γυναίκα, straight ή gay στην Ομόνοια ή στην Αχαρνών είσαι ουσιαστικά κρέας για πούλημα. Από τα όργανά σου, κάποιοι θα βγάλουν λεφτά και εσύ τα δικά σου». Νταβατζή είχε μόνο όταν ξεκίνησε τη δουλειά, στα 19 του. Του τα κανε συκώτια, τον έπρηζε, τον έστελνε όπου να ναι, με σαραντάρηδες, με εβδομηντάρηδες, με ό,τι κυκλοφορούσε- και μετά fifty fifty. Μαλάκας. Όχι, δεν τον πείραζαν οι ηλικίες, αυτός κώλο γάμαγε- τον αντρικό σαν γυναικείο τον έβλεπε-, δουλειά ήταν όλα γι αυτόν, οι διαδρομές όμως ήταν που τον κούραζαν, η Ραφήνα, το κέντρο, η Γλυφάδα, όλες μέσα σε ένα απόγευμα. Χτυπάει το κινητό της δουλειάς. Δεν ξέρει τον αριθμό. Απαντάει. «Ναι. Θα μπορέσω κατά το βραδάκι. 17 εκατοστά, ωραίο κολαράκι, χοντρό καυλί, ενεργητικός. Κατά τις 11 είναι καλά. Μια ώρα θα μας πάρει. Τα λεφτά πρώτα. 100. Καλά, 80. Όχι, πιο κάτω δεν πέφτω. Όταν με δεις και δεν σ αρέσω να σου τη ρίξω την τιμή, αλλά τόσα παίρνω. Έξω από τη στάση του μετρό στην Μαρίκας Κοτοπούλη. Κάνε μου αναπάντητη μόλις φτάσεις. Θα είμαι εκεί». Το κλείνει. Γελάει και κάνει λακκάκια στα μάγουλα. «Όλοι μαλάκες, όλοι παζάρια. Να σε γαμήσω θέλεις ρε, δεν αγοράζεις φουστάνι». Δεν τον πειράζει τόσο να τον στήσουν, όσο να μην του δώσουν πρώτα τα λεφτά, πριν τους πηδήξει. Θέλει να του δείχνουν εμπιστοσύνη. Έτσι έμαθε από την οικογένεια του στην Κρήτη που μεγάλωσε. Εννοείται πως θα τους χύσει όπου θέλουν, θα τα πιουν κιόλας αν γουστάρουν, αλλά δεν εγγυάται αν θα ναι πολύ ή λίγο. Συνήθως οι πρωινοί πελάτες είναι οι πιο τυχεροί. Εκείνη την ώρα, θέλει απλώς μια τρύπα να τελειώσει. Και αντέχει περισσότερο. «Η νύχτα κρύβει λάσπες. Ακόμη και η Συγγρού, που είναι ένας δημόσιος δρόμος, είναι χωρισμένη σε δικαιοδοσίες, δηλαδή ένα κομμάτι του δρόμου ανήκει σε μία κοπέλα που πληρώνει “ενοίκιο” ή “ποσοστά” σε κάποιον, που με τη σειρά του δίνει λόγο σε κάποιον ανώτερο και πάει λέγοντας. Το ίδιο γίνεται και με τα αγόρια- είναι αναλόγως με τα χρόνια που έχεις βγει στην πιάτσα. Δεν θα σου πω όλες τις περιοχές, για να μην αρχίσουν τις μαλακίες οι μπάτσοι. Ό,τι κάνω πάντως, το κάνω για τα λεφτά. Φύλαξα 14 χιλιάδες στην τράπεζα και θα συνεχίσω όσο αντέξω. Εύκολα λεφτά είναι, φτάνει να μην ταυτίζεσαι πολύ με τον πελάτη. Δεν σηκώνουν ευαισθησίες οι βίζιτες». Την δουλειά θέλει να τη σταματήσει μόλις βγάλει όσα λεφτά χρειάζεται για να αγοράσει σπίτι. Το υποσχέθηκε στον εαυτό του. «Καλά», του λέω, «όποιος γλυκαθεί με τα εύκολα λεφτά, δύσκολα ξεκολλάει». Με αγριοκοιτάει. «Εγώ, μαλάκα, θα σταματήσω!».
Πολλές φορές τον ερωτεύτηκαν, του έκαναν δώρα, τον πήγαν σε μαγαζιά να του ψωνίσουν, βόλτες με το αυτοκίνητο, σε ακριβά εστιατόρια στο Κολονάκι. Τα δεχόταν όλα. «Δίνω αυτό που έχουν αυτοί πιο μεγάλη ανάγκη, τον πούτσο μου και τα 23 μου χρόνια και παίρνω από εκείνους αυτό που έχω εγώ ανάγκη: Τα λεφτά τους». Δεν ήταν πάντα έτσι. Έμαθε να είναι. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε, η μάνα του έφερνε στο σπίτι όποιον άντρα ήθελε, γνώριζε διάφορους που του συστήνονταν ως «πατέρας», στα Χανιά τους έκανα βούκινο παντού σαν «το σπίτι της πουτάνας», βγήκε στη λαϊκή να πουλάει ψάρια από 12 χρόνων και κάποιος φίλος του τον έβαλε στη δουλειά. Στην αρχή του άρεσε κιόλας, ήταν εύκολα λεφτά, έχυνε χωρίς να τον παίζει κι άμα ήταν και κανένας συνομήλικος του τρελαινόταν περισσότερο γιατί αυτά ήταν άβγαλτα και καύλωνε να τους μαθαίνει τον τρόπο, «πιο πίσω, πιο πάνω, βάλτον τώρα όλον μέσα». Με αυτά πήγαινε ακόμα και δωρεάν. Τρύπα να ναι, κι ό,τι να ναι. Μετά ξεκίνησε να το κάνει μηχανικά. Εννοείται ότι πήγαινε και με γυναίκες. Και πάει ακόμα. Να, τώρα έχει τρεις φίλες. Όχι με λεφτά. Με τις γυναίκες δεν πάει ποτέ με λεφτά. Επειδή είναι straight και επειδή του αρέσει. Δεν ξέρουν για τη δουλειά του. Εννοείται. Απλώς ενθουσιάζονται που έχει λεφτά και τις βγάζει έξω με την μηχανή που αγόρασε πέρσι, που πάνε βόλτες στην παραλιακή και στα μπουζούκια. Στη Βίσση πριν από καμιά βδομάδα ας πούμε και παλιά στον Σφακιανάκη. Σχέσεις δεν κάνει. Πώς να κάνει σχέσεις με δύο κινητά; Γελάει πάλι. «Μαλάκας είσαι ρε δημοσιογράφε;». Θέλει και τρίτο τσιγάρο.
Κάποια στιγμή- μου το ξαναλέει- θέλει να σταματήσει, θέλει να κάνει οικογένεια και παιδιά, θέλει να έχει μία κανονική ζωή. «Όχι ότι η δική μου δεν είναι κανονική επειδή κάνω αυτή τη δουλειά, εννοώ πιο κανονική». Φίλους πραγματικούς δεν έχει, με τη μάνα του δεν πολυμιλάει, η ζωή του είναι πάνω κάτω η ίδια με όσους κυκλοφορούν στην πιάτσα: Ξυπνάει όποτε χτυπήσει το κινητό, πάει βόλτες στο κέντρο, κάθεται για λίγο στη στάση του μετρό στην Αγίου Κωνσταντίνου, ξεκινάει τα ραντεβού, το βράδυ πάει σε σινεμά και σε clubs κοντά στην πλατεία Βικτωρίας, κοιμάται κατά τις 5. Το καλύτερό του είναι να κανονίσει ο πελάτης παρτούζα. Εκείνος και με γυναίκα. Με τη γυναίκα του να ξέρει ότι ο άντρας της είναι και gay. Έχει κανα δυο τέτοιους σταθερούς και ικανοποιούνται και οι τρεις. Ανοιχτοί άνθρωποι. «Αν το κανε αυτό η δική μου γυναίκα, θα τη σκότωνα», μου λέει και ρουφάει τη βάση απ το φραπέ του. Έρχονται οι φίλοι του. Οκτώ αγόρια. Μας συστήνει. Τους λέει να μην φοβούνται, έχω έρθει απ τον τάδε. Πάμε. Του έρχεται μήνυμα. Το διαβάζει και γελάει. Μου το δείχνει. «Μαζί σου νιώθω πραγματικό έρωτα. Δεν μπορώ να σε ξεχάσω από χτες. Θέλεις να βρεθούμε σήμερα;». Από έναν χοντρό που μένει στον Άγιο Στέφανο «αλλά με μια κολάρα να!». Τέτοια πολλά. Συναισθηματικά και ερωτικά. Αλλά αυτός χέστηκε. Τα λεφτά τον νοιάζουν. «Έχω γνωρίσει πριν από κανά μήνα και ένα πιτσιρίκι που το γαμάω χωρίς λεφτά, επειδή είναι πολύ καύλα. Αυτό μου βγάζει κάτι. Την ξέρει τη δουλειά μου, πήγε να με πληρώσει την πρώτη φορά, αλλά του είπα “στοπ, εσένα θα σε κάνω σκλαβάκι μου και θα πηγαίνεις μόνο μαζί μου”. 22 χρόνων είναι, αλλά φαίνεται 18. Μόνο μ εμένα πάει». Πληρώνει εκείνος τον καφέ μας. Κάτι του λένε οι φίλοι του, τους εξηγεί, όχι δεν θα αργήσουμε. «Να το τονίσεις, ρε φίλε, ότι είμαι straight, ότι είμαι κανονικός. Θα σε σκίσω αν δεν το γράψεις. Δεν είμαι καμιά πουστάρα εγώ».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Nitro", τον Δεκέμβριο του 2009 (οι φωτογραφίες του θέματος είναι του Παντελή Ζερβού. Η φωτογράφηση έγινε γύρω από την πλατεία Βικτωρίας, στο κέντρο της Αθήνας).