8.2.15

RODRIGO CRUZ SANTOS: ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ




Από τότε μου μεγάλωνε στις φτωχογειτονιές της Βραζιλίας, το 26χρονο σήμερα μοντέλο έμαθε να ζει την κάθε του στιγμή, τον κάθε του έρωτα, με μεγάλο πάθος και ένταση.     
Η πόλη Σαλβαντόρ Ντε Μπαία είναι η «μαγική πόλη» των Βραζιλιάνων, η «πύλη προς την ευτυχία». Είναι η «Cidade de Sao Salvador de Bahia de Todos os Santos», όπως μου το λέει με την προφορά της χώρας του ο Rodrigo, που σημαίνει «πόλη του Αγίου Σωτήρα στον κόλπο των Αγίων Πάντων!». Μου τα περιγράφει όλα προσθέτοντας το εξωτικό, πολύχρωμο και κάπως πορτογαλικό ντεκόρ που έχει κρατήσει εξιδανικευμένα στο μυαλό του για την πόλη όπου γεννήθηκε. Νοσταλγεί την παραλία της Itapua, ένα τοπικό φαγητό, το acaraje, θυμάται τη διασημότερη μαγείρισσα της περιοχής, την Cira, που ο πάγκος της έγραφε «Acaraje da Cira», το νησάκι Ilha de Frades, τα μικροσκοπικά σπίτια και τα γελαστά παιδάκια που έτρεχαν ξυπόλητα στην άσφαλτο, την εκκλησία Bonfim όπου έπαιζε μικρός στο προαύλιό της. Σχεδόν συγκινείται με όλα αυτά. «Η πόλη μου φημίζεται για την εξωστρέφεια των κατοίκων της. Για την καλοσύνη και την αθωότητα τους. Και φυσικά για τον μεγάλο ερωτισμό τους. Έτσι έμαθα να λειτουργώ κι’ εγώ από παιδί. Ποτέ δεν είχα, για παράδειγμα, δεύτερες σκέψεις όταν ξεκινούσα κάτι ή όταν γνώριζα πρώτη φορά μία κοπέλα. Αν ήταν να ερωτευτώ, μου συνέβαινε αμέσως και κεραυνοβόλα. Έπεφτα με τα μούτρα. Και πάντοτε με μεγάλο πάθος! Δεν είναι τυχαίο που τα παράτησα όλα και ήρθα στην Ελλάδα επειδή ερωτεύτηκα πολύ μία γυναίκα, την Ειρήνη Χειρδάρη. Χωρίς να ξέρω ούτε μία λέξη ελληνικά!».

IMAM BAILDI: ΜΙΞΑΡΟΥΝ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ


Κάποιοι μπορεί να τους έμαθαν μόλις τώρα, από τους τίτλους αρχής στο «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα» και στο «Κάτω Παρτάλι». Οι περισσότεροι, όμως, συμφωνούν πως οι «Imam Baildi» με τα «πειράγματά» τους σε παλιά τραγούδια αλλά και με τις δικές τους καινούριες συνθέσεις, είναι ό,τι πιο φρέσκο και ελπιδοφόρο αυτή τη στιγμή διαθέτει η ελληνική δισκογραφία.
Μέχρι το 2007 το «ιμάμ μπαϊλντί» παρέπεμπε στο φαγητό εκείνο της τουρκικής κουζίνας με βασικό συστατικό τις μελιτζάνες, οι οποίες κόβονται κατά μήκος και αφού τηγανιστούν γεμίζονται με διάφορα ζαρζαβατικά: ντομάτα, κρεμμύδι ή μαϊντανό. Από το 2007 όμως, και κυρίως τα τελευταία 2-3 χρόνια, «imam baildi» σημαίνει επίσης «Ακρογιαλιές δειλινά», «Το δικό σου το μαράζι», «Πόσο λυπάμαι» «Αργοσβήνεις μόνη», «Όσο με μαλώνεις», «Σημείωμα», ήχοι και στίχοι που παραπέμπουν σε μία άλλη εποχή, ιδωμένοι όμως με σύγχρονη, ολόφρεσκη ματιά. Σαν καινούργιοι. Είναι εκείνοι οι μουσικοί που με μία ιδιόρρυθμη «τρέλα» ισορροπούν εξαιρετικά, με ιδιαίτερη τέχνη και τεχνική, υψηλή αισθητική και με προσεκτικά αριστοτεχνικές κινήσεις, μεταξύ των παλιών τραγουδιών που επιλέγουν να «πειράξουν» και των σύγχρονων ενορχηστρώσεων. Και δείχνουν να τα καταφέρνουν εκπληκτικά μέχρι στιγμής, αν παρακολουθήσει κανείς τα κατάμεστα live τους και το ολοένα αυξανόμενο κοινό τους που τους ακολουθεί πιστά, αφού ξέρει πως μ’ αυτή την μπάντα θα περάσει καλά, χωρίς να προσβληθεί ούτε η ακουστική του, ούτε τα ίδια τα τραγούδια που τόσο καίρια μιξάρουν. «Την ιδέα την πήραμε από το εξωτερικό», ξεκινούν να μου λένε οι leaders και εμπνευστές του συγκροτήματος, τα αδέλφια Ορέστης και Λύσανδρος Φαληρέας. «Τη δεκαετία του ’90 υπήρχαν διάφοροι παραγωγοί που άρχισαν να σαμπλάρουν ο καθένας τραγούδια της δικής του μουσικής κουλτούρας. Το sampling είναι η διαδικασία του να παίρνεις παλιές ηχογραφήσεις, να απομονώνεις μικρά αποσπάσματα και να τα χρησιμοποιείς ξανά με τη δική σου ενορχήστρωση και παραγωγή. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, πώς θα ήταν αν κάναμε το ίδιο με παλιά ελληνικά κομμάτια».

ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΕΛΕΣΙΩΤΟΥ: ΣΤΑΡ ΕΤΩΝ 56

Ενδιάμεσα του σχολείου όπου δίδασκε, των χωραφιών που καλλιεργούσε και της οικογενειακής της ζωής, η Φωτεινή Βελεσιώτου δημιουργούσε ήδη το μύθο γύρω από τη φωνή και την εικόνα της, ο οποίος έγινε εντονότερος από τότε που οι «Μέλισσες» έγιναν «η μεγάλη ανέλπιστη επιτυχία του εντέχνου».
Αν η Φωτεινή ζούσε ακόμη στο Πλαγιάρι, ένα χωριό λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, από τις αρχές του χειμώνα, με το που θα είχαν πέσει τα φύλλα του αμπελιού της, θα καταλάβαινε πως είχε φτάσει πια η εποχή που θα γινόταν ο κάθαρος και το ξελάκκωμα, θα αφαιρούνταν οι βέργες και τα κλαδιά που ήταν άχρηστα και περιττά στο κλήμα, ώστε μέχρι το Μάρτιο τα «μάτια» να έδιναν τα νέα τους βλαστάρια. Ό,τι ξερό και σάπιο υπήρχε, θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί. Ακόμη κι’ αν δεν μου περιέγραφε τη διαδικασία εκείνο το απόγευμα Κυριακής στο σαλόνι του σπιτιού που νοικιάζει στη Νέα Φιλαδέλφεια, θα «μαρτυρούσαν» την παλιά καθημερινότητά της τα χέρια της – τα ροζιασμένα, σκληρά και κάπως πληγωμένα. «Για μένα η καλλιέργεια του αμπελιού είναι ένα πολύ σημαντικό μάθημα», ξεκινά να μου λέει. «Γιατί έχει κάτι από την ίδια τη ζωή! Το βλέπεις ξερό το χειμώνα και μέχρι την Άνοιξη δεν ξέρεις πώς να πρωτομαζέψεις τα πρώτα βλαστάρια! Μα, είναι κι’ άλλα. Ξέρεις τι σημαίνει να φυτεύεις την ντοματιά, από τόσο δα μικρό σποράκι και να μεγαλώνει, να βγάζει καρπούς; Καταλαβαίνεις τι χαρά είναι αυτή;».
Πίνει καφέ ελληνικό μέτριο και καπνίζει πολύ. Κάπου κάπου ξεροβήχει από ένα ελαφρύ κρύωμα που την έπιασε, αφού δεν έμαθε ακόμη να ξυπνάει αργά τα πρωινά ξεκουράζοντας έτσι το λαιμό της από το προηγούμενο ξενύχτι στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο», εκεί όπου τραγουδάει μαζί με τον Μανώλη Μητσιά, τον Μπάμπη Στόκα και την Παυλίνα Βουλγαράκη. Και ακούει κάπως αποστασιοποιημένα όσα της λέω για το ενάμιση σχεδόν εκατομμύριο «χτυπήματα» που έχουν κάνει στο youtube οι «Μέλισσές» της, τα χιλιάδες air plays, την «άγνωστη» αυτή φωνή που ανακαλύψαμε όλοι ξαφνικά, τους «τίτλους τιμής» που της χαρίστηκαν απλόχερα και χωρίς ποτέ εκείνη να τους έχει επιδιώξει: «γνήσια ρεμπέτισσα», «νέα Σωτηρία Μπέλλου», «η φωνή με μνήμες από το παρελθόν». «Ποτέ δεν μετάνιωσα που δεν με έμαθε πιο νωρίς ο κόσμος. Όλα έγιναν στην ώρα τους. Κι’ είναι όμορφο τα ωραία πράγματα να σου συμβαίνουν σε ώριμη ηλικία. Αρκεί να μπορείς να το διαχειριστείς σωστά. Αλλιώς μπορεί να σε οδηγήσουν σε λάθος δρόμους. Αυτό, ευτυχώς, το απέφυγα».
Ακόμη και την τωρινή μεγάλη της επιτυχία προσπαθεί κάπως να τη δικαιολογήσει. Σα να αισθάνεται αμήχανα με ό,τι της συμβαίνει. «Η φωνή μου είναι κοντράλτο. Και πολλοί την ταυτίζουν με εκείνη της Σωτηρίας Μπέλλου. Δεν είναι έτσι! Η Μπέλλου ήταν μία και μοναδική. Και δεν επαναλαμβάνεται. Εγώ τραγουδάω στον ίδιο τόνο με την Μπέλλου, αλλά έχω εντελώς διαφορετική χροιά από εκείνη. Όποιος ξέρει από μουσική, το αντιλαμβάνεται», καταλήγει.