5.3.17

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ: "ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ"

Στο μυαλό μου είχα τα τραγούδια της, σκορπισμένους ήχους και στίχους από την 35χρονη πορεία της. Ελάχιστα λόγια θυμόμουν από συνεντεύξεις της, από τη δημόσια έκφραση αυτής της ντίβας έξω από τη μουσική της. Έτσι πήγα στο ραντεβού μας.
Την ίδια μέρα, είχε πάει σε κηδεία. Μιας φίλης της μαμάς της, φίλη και δική της. Βρεθήκαμε απόγευμα. Στο «Αλάτσι» της οδού Βρασίδα, σ’ ένα μικρό στενάκι κοντά στο σπίτι της. Στο τραπέζι βάλαμε κόλλυβα. Μέσα σε ένα βαθύ λευκό πιάτο ανακατεμένα μαζί σιτάρι, καρύδια, σταφίδες μαύρες και ξανθές, σπόροι από ρόδι, μπόλικη ζάχαρη άχνη. Αν και τίποτα δεν σχετιζόταν με ό,τι είχε προηγηθεί στο δικό της πρωινό, στο «νάπαυσον, Θες τν δολόν σου, κα κατάταξον ατν ν Παραδείσ, που χορο τν γίων Κύριε, κα ο Δίκαιοι κλάμψουσιν ς φωστρες· τν κεκοιμημένον δολόν σου νάπαυσον». Αλλά με κάτι σα νοστιμιά. Ή μνήμη. Σαν δικά της να ‘ταν όλα. Της είπα: «Είστε εξοικειωμένη με το θάνατο;». Μου είπε: «Δεν είμαι καθόλου εξοικειωμένη». Της είπα: «Ούτε τον αντιμετωπίζετε ως κάτι το φυσικό;». Μου είπε: «Αυτό είναι μία λογική σκέψη, δεν είναι συναισθηματική. Η ψυχή λέει άλλα. Ο θάνατος δεν έχει καμία λογική. Όπως και η γέννηση. Με το θάνατο δεν συμβιβάζεσαι ποτέ». Της είπα: «Ούτε με το θάνατό του μπαμπά σας συμβιβαστήκατε ποτέ; Ήταν ένα γεγονός που συνέβη στα 10 σας χρόνια…». Μου είπε: «Δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτά…». Γκρίζα ζώνη. Ούτε μαύρη ούτε άσπρη. Κάτι το ενδιάμεσο. Χτύπησα σχεδόν όλες τις «πόρτες», στη μιάμισης ώρας συνάντησή μας. Να δω ποιες «άνοιγαν», ποιες ήταν «κλειστές», ποιες «μισάνοιχτες». Κάποιες ήταν ορθάνοιχτες, άλλες ερμητικά κλειδωμένες-και έτσι θα παρέμεναν-, σαν ένα εχθρικό πολυβολείο λέξεων απέναντι στη δημόσια εικόνα της, στο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων πιστό κοινό της. Μου το εξήγησε, έπειτα από λίγα λεπτά: «Αυτό που κάνουμε είναι μία σύμβαση. Με ρωτάς, εγώ απαντάω, και αυτοπροστατεύομαι ταυτόχρονα. Εδώ δεν ξέρουμε τον εαυτό μας καλά καλά…». Γέμιζε ταυτόχρονα το κουτάλι με στάρι, αφήσαμε κενό μερικών δευτερολέπτων, δοκίμασε μια μπουκιά, «είναι πολύ νόστιμα» είπε, πρώτη μίλησε εκείνη: «Ξέρεις, οι άνθρωποι της τέχνης έχουν πολλά σκοτάδια μέσα τους. Και τα ξορκίζουν με την τέχνη τους».
-Είστε μοναχική;
-Είμαι ένας αισιόδοξος μοναχικός άνθρωπος. Που του αρέσει το φως. Όχι το σκοτάδι. Οι μελαγχολίες του κάθε ανθρώπου, αλλά και του καλλιτέχνη, είναι εκεί συνεχώς, δεν φεύγουν. Απλώς, ο καλλιτέχνης τις μετουσιώνει.
-Αυτές είναι οι ωραιότερες περίοδοι της ζωής σας;
-Οι ωραιότερες περίοδοι της ζωής μου είναι οι σιωπές. Οι σιωπηλές περίοδοί μου είναι πολύ σημαντικές και πολύ μεγάλης ηρεμίας. Και δημιουργικότητας. Είτε καλλιτεχνικής είτε προσωπικής ολοκλήρωσης.
-Τις επιδιώκετε κιόλας;
…Με επισκέπτονται συχνά.
-Η μουσική δεν είναι συνυφασμένη με την καθημερινότητά σας;
-Όχι. Είναι συνυφασμένη με την ψυχή μου. Η μουσική δεν είναι background στη ζωή μου. Δεν είναι ένα «χαλί» πίσω από την καθημερινότητα, αλλά κάτι πολύ ζωτικό. Υπάρχουν περίοδοι της ζωής μου που δεν ακούω καθόλου μουσική. Οπότε και διακόπτουμε τη σχέση μας. Για να την ανανεώσουμε αμέσως μετά.
-Δεν είναι η ζωή σας;
-Είναι και αυτό. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν και διακοπές. Γι’ αυτό και, πολλές φορές, μαλώνουμε μεταξύ μας. Ξέρετε, υπάρχουν περίοδοι που δεν μπορώ να ακούσω μουσική. Καθόλου.
-Μήπως ακούτε την ωραιότερη μουσική στην απόλυτη ησυχία;
-Ίσως…Ο καθένας έχει μία σχέση ερωτική με την τέχνη που αγαπάει. Δεν είναι ποτέ ίδια η μία περίοδος με την άλλη. Γιατί αυτή είναι μία σχέση που σε καθορίζει.

ΘΕΜΗΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΔΗΣ: Η ΝΥΧΤΑ ΜΥΡΙΖΕΙ ΓΙΑΣΕΜΙ


Ο 57χρονος λαϊκός τραγουδιστής, μία από τις μεγαλύτερες φωνές που γέννησε ποτέ η ελληνική δισκογραφία, παραδέχεται στη σπάνια συνέντευξή του στο «thema people» πως παραμένει εραστής του τραγουδιού και «υπηρέτης» της αγάπης του κόσμου στα διαχρονικά του τραγούδια.
Τα μαύρα του παπούτσια είναι καλογυαλισμένα, το λευκό του πουκάμισο έχει τσάκιση στο σωστό σημείο, το σκουρόχρωμό του κοστούμι μοιάζει σα να βγήκε μόλις, προσεκτικά, από νάιλον καθαριστηρίου. Στέκεται στην πίστα του «Premiera Live» της λεωφόρου Συγγρού, κρατάει στα χέρια του γαρύφαλλα, τα πετάει κάπου, πίνει λίγο απ’ το χαμηλό ποτήρι με ουίσκι και πάγο που βρίσκεται τοποθετημένο επάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι κοντά στους μουσικούς του, τραβάει μια ρουφηξιά απ’ το μισοσβησμένο τσιγάρο που του είχαν ανάψει λίγο πριν και ξεκινά να τραγουδάει «μα που να πάω», «απόλυτος έρωτας», «μη ζητάς πολλά», «πονάμε όσοι αγαπάμε», «η νύχτα μυρίζει γιασεμί». Φωνή στέρεη, αυθεντικά λαϊκή, που κάνει επικίνδυνες στροφές μεταξύ του έντονου συναισθηματισμού του και της σωστής τοποθέτησης της φωνής του -της γεμάτης βιωμάτων-, επιβεβαιώνοντας το μύθο της «κλασσικής αξίας» που συνεχίζει να τον ακολουθεί όπου εμφανίζεται. 
«Το “Μα που να πάω” είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια», θα μου πει λίγο αργότερα στο καμαρίνι του. «Το συγκεκριμένο, κάποια στιγμή, με ξανάφερε πάλι κοντά στον κόσμο. Στο χρονικό διάστημα που προηγήθηκε, από επιλογή μου, δεν έβγαινα στην τηλεόραση, δεν εμφανιζόμουν σε εκπομπές, σπάνια έδινα συνεντεύξεις. Μα, και τώρα, πέρα από ένα αφιέρωμα που μου έκανε ο Σπύρος Παπαδόπουλος πριν από λίγους μήνες, έχω πολύ καιρό να δώσω συνέντευξη και να εκτεθώ. Δεν μου αρέσει η αναίτια δημοσιότητα! Ωστόσο, ακόμη και σε δύσκολες περιόδους της ζωής μου, τα είχα με τέτοιο τρόπο κατανεμημένα μέσα μου τα πράγματα, που δεν έχανα ποτέ μου την καλή μου ψυχολογία, τις ισορροπίες μου. Ναι, υπήρξαν στιγμές που είχα κάποια προβλήματα -είτε οικονομικά είτε συναισθηματικά- αλλά όλα είναι μέσα στη ζωή. Και αυτά πρέπει να τα αντιμετωπίζεις με αισιοδοξία και ψυχραιμία».
Ταλέντο από παιδί
Ο Θέμης Αδαμαντίδης πάντοτε καταλάβαινε, ακόμη και υποσυνείδητα, ότι ήταν καλός τραγουδιστής, αναγνωρίζοντας στον εαυτό του τη σπουδαιότητα της φωνής του – κάτι που είχαν παραδεχτεί, άλλωστε, με δημόσιες αναφορές τους, τόσο ο Στέλιος Καζαντζίδης, όσο και ο Στράτος Διονυσίου, των οποίων υπήρξε και ο ίδιος μεγάλος θαυμαστής. «Συνειδητοποίησα ότι τραγουδάω καλά από 10 χρονών. Τότε ζούσαμε με την οικογένειά μου στη Νότιο Αφρική, στο Γιοχάνεσμπουργκ, αν και είχα γεννηθεί στην Καισαριανή. Σκέψου ότι από 12 χρόνων έβγαινα και τραγουδούσα Μπιθικώτση, Πάριο, Στράτο, Στελλάρα. Ήταν ένα δώρο της φύσης που μου δόθηκε απλόχερα και ευχαριστώ κάθε μέρα το Θεό γι’ αυτό. Για να καταλάβεις, πιτσιρικάς δεν είχα κανένα άλλο όνειρο! Το μόνο που έλεγα σε όσους με ρωτούσαν ήταν “θέλω να γίνω τραγουδιστής!”».
Θυμάται ότι τραγούδησε πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο το 1971, μέσα σε ένα πλοίο, γυρίζοντας από τη Νότιο Αφρική στην Ελλάδα. Το «Να η ευκαιρία», στο οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο, στα 21 του χρόνια, τραγουδώντας το «Θα με θυμηθείς» των Γιάννη Σπανού και Πυθαγόρα, ήταν το κομβικό εκείνο σημείο της καριέρας του που του άλλαξε τη ζωή. «Δεν είχα άγχος αν θα γίνω ποτέ μου τραγουδιστής, αλλά ήξερα μέσα μου πως θα συνέβαινε, πως θα ‘κανα επιτυχία, πως θα γινόμουν γνωστός στον κόσμο και θα έκανα δισκογραφία. Αν δεν ήταν τότε το “Να η ευκαιρία” μπορεί να γινόταν λίγο αργότερα. Αλλά σίγουρα θα συνέβαινε!»
Με αφορμή την πρόσφατη ερμηνεία του «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί» των Μάριου Τόκα και Σαράντη Αλιβιζάτου από τον παίκτη του “The Voice” Πέτρο Παναγούλη και τον ενθουσιασμό του Μιχάλη Κουινέλη των Stavento που ακολούθησε, ζητάω την άποψή του για τα σημερινά μουσικά παιχνίδια. «Συμφωνώ στο να γίνονται, φτάνει να μην συμβαίνουν υπερβολές», λέει. «Η ελληνική αγορά είναι περιορισμένη. Τα κανάλια δεν πρέπει να κοιτάνε μόνο πόσα χρήματα θα βγάλουν από τις συγκεκριμένες εκπομπές αλλά και πώς θα βοηθήσουν αυτά τα παιδιά. Δεν είναι δυνατόν να βγάζουν 10 νέες φωνές και να αξίζουν και οι 10! Το να πεις “μπράβο” σε ένα νέο παιδί -ακόμη και τέλεια να έχει πει κάποιο τραγούδι- είναι υπερβολικό, κατά τη γνώμη μου. Αυτά μπορεί να δημιουργήσουν χάσματα και περίεργες καταστάσεις στα παιδιά, που να μην είναι ευχάριστες στη μετέπειτα ζωή τους. Κι ύστερα είναι και το άλλο: πώς θα μοιραστούν όλα αυτά τα παιδιά στη νύχτα, που σχεδόν μας έχει πει καληνύχτα;». 
Κάνει τις συγκρίσεις του τότε με το σήμερα. Τη διασκέδαση, τα νυχτερινά μαγαζιά, τους επιχειρηματίες. «Τότε υπήρχε σεβασμός στον κόσμο, φτιάχνονταν προγράμματα με ρεπερτόριο. Δεν διανοούμουν, για παράδειγμα, επειδή μία χρονιά έκανα πλατινένιο δίσκο, ότι θα μπει το όνομά μου πιο πάνω από τον Διονυσίου, τον Μενιδιάτη, τη Διαμάντη ή τον Ζαμπέτα. Ή ότι θα κρατούσα μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος από εκείνους, επειδή πολύς κόσμος ερχόταν μόνο για μένα. Σήμερα όμως, ως επί το πλείστον, αυτοί οι στοιχειώδεις κανόνες έχουν καταργηθεί. Θυμάμαι ότι τραγουδούσε ο Διονυσίου “βρέχει φωτιά στη στράτα μου”, κι εγώ έβγαινα από το καμαρίνι μου για να τον παρακολουθήσω πίσω από τις κουρτίνες, ώστε να μαθαίνω. Σήμερα αυτό σπανίζει στους νέους τραγουδιστές».

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: DRIVING TO THE SKY


Στο τραπέζι υπήρχε καλαμάρι. Αθερίνα, γόπα, λαβράκι, τσιπούρα. Και χταπόδι κρασάτο. «Θέλεις ζιβανία;», του λέω. Θέλει. Του γεμίζω το χαμηλό ποτήρι. Πίνει λίγο, του καίει το στόμα. Πικραίνεται. «Τι έπαθες; Τέτοια δεν πίνατε με τον παππού, τη γιαγιά, τα αδέλφια σου -τον Κρίστοφερ και τον Αντώνη- όταν είχατε έρθει πάλι εδώ πριν από δύο βδομάδες;», τον ρωτώ. Χαμογελάει ξαφνικά. Κάπως ντροπαλά και αθώα. Τα μάτια του κάνουν μία περίεργη αντανάκλαση στον ήλιο απέναντι και χαϊδεύει το μούσι του. Λίγο θεατρικά. «Τώρα κατανοώ γιατί έχεις τόσο μεγάλο γυναικείο fan club!», συνεχίζω. Δεν απαντά.   
Στο λιμανάκι της Αγίας Νάπας, το παλιό ψαροχώρι που μετατράπηκε μετά το 1974 στο διασημότερο τουριστικό θέρετρο της Κύπρου, 80 περίπου χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού, τη Λευκωσία, δεν είχε πολύ κόσμο εκείνη την Κυριακή. Μάλλον απ’ το απρόσμενο κρύο. «Ποτέ δεν χιονίζει εδώ!», είπε. Μου εξηγεί τη χαρά του να ψαρεύεις με καλάμι, την καθετή, το παραγάδι, τη συρτή, τις διαφορές τους. Ξέρει κι ένα μυστικό. Πως με σβηστή τη μηχανή του σκάφους και με το αεράκι να μας παρασέρνει, αφήνουμε το δόλωμα να κατέβει προς το βυθό, όταν φτάσει στο πυθμένα σημαδεύουμε την πετονιά, παρατηρούμε το βάθος στο βυθόμετρο, μαζεύουμε στα γρήγορα 2-3 μέτρα για να μην μας σκαλώσει το ψεύτικο ψαράκι, ενώ στη συνέχεια, μαζεύοντας αμέσως και χαλαρώνοντας, ανεβοκατεβάζουμε το δόλωμά μας έτσι ώστε να κινείται πάντα από 1 έως 5 μέτρα πάνω από τον πυθμένα. «Όταν θέλω να εμπνευστώ, να σκεφτώ, να δημιουργήσω, πρέπει να βλέπω θάλασσα. Είναι την ίδια στιγμή ήρεμη, αλλά και άγρια», λέει. Παιδί της και ο ίδιος. Ας μην εκπλήσσομαι.  
Εκεί μεγάλωσε. Ξέρει κάθε πέτρα, κάθε στενό, κάθε πλακόστρωτο που τον έκανε να παίρνει ανάσα απ’ τα βαρίδια που του έτυχαν στη ζωή. Του λέω για τον διάσημο πατέρα Βασίλειο της μικρής εκκλησίας. Φυσικά και τον ξέρει. Έχει κάνει πολλές συζητήσεις μαζί του, αν και δεν έχει εξομολογηθεί ποτέ του. Βάζει το κινητό του στο αθόρυβο, «να ‘χουμε την ησυχία μας», το βλέμμα του χάνεται στον αφρό, μετά σε μια τράτα, σε μια βάρκα βαμμένη μπλε, με το όνομα «Αντρέας» σε λευκό χρώμα στο πλάι. Ίδιο με εκείνο του 84χρονου παππού του. Και με το δικό του. Γεμίζει δεύτερη φορά το ποτήρι. «Αγαπάς πολύ τον παππού και την γιαγιά σου, ε;». «Εφόσον η μητέρα και ο πατέρας μου έχουν φύγει πια απ’ τη ζωή, η γιαγιά μου και ο παππούς μου είναι οι γονείς μου. Κι είναι οι πιο αγαπημένοι μου άνθρωποι στον κόσμο! Πάντα είχα ιδιαίτερη σχέση μαζί τους – και ειδικά με τη γιαγιά μου. Από μωρό. Όταν έχω χρόνο και λέω πως θα τον αφιερώσω στην οικογένειά μου, εννοώ πάντα εκείνους. Άλλωστε, πιστεύω ότι η οικογένεια είναι η πιο σταθερή αξία στη ζωή μας, είναι οι άνθρωποι που θα μας αγαπάνε μέχρι να πεθάνουμε – είναι η ασφάλειά μας και το σημείο αναφοράς μας», μου εξηγεί.
Είναι πολύ γλυκός, ευγενικός, ήπιος – η συμπεριφορά του, οι κινήσεις του, έχουν κάτι το φυσικό. Καταλαβαίνω πως ταυτόχρονα το μυαλό του κάνει περίεργες σκέψεις, κάπου χάνεται, κοιτάει επίμονα τις αλλαγές στα χρώματα του ουρανού, μετά εμένα, ύστερα ξανά τα καΐκια, αφαιρείται ξανά. «Αν σ’ έχει πιάσει λίγο το αλκοόλ, τότε να κάνουμε και την κουβέντα μας…», λέω. «Δεν πίνω συχνά και με ζαλίζει αμέσως!», παραδέχεται. «A capella να το βγάλουμε», του προτείνω. Σαν ρόλος. Σαν μονόπρακτο. «Με πρωταγωνιστή την αλήθεια σου». Συμφωνεί. Και γεμίζει τρίτη φορά το χαμηλό ποτήρι.
ΟΙ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ
«Δεν αισθάνομαι επιτυχημένος. Γιατί, αν πω κάτι τέτοιο, θα είναι σα να καταργώ το στόχο μου. Κι είμαι απόλυτα συνειδητοποιημένος ότι κάποια πράγματα είναι εφήμερα. Αυτή την περίοδο, για παράδειγμα, πηγαίνουν πολύ καλά οι σειρές, ο κόσμος μας αγαπά. Σε δύο χρόνια, όμως, μπορεί να κάνω κάτι άλλο που να μην έχει την ίδια επιτυχία. Και αυτό είναι κάτι που με κρατά απόλυτα προσγειωμένο. Σημασία για μένα έχει να πραγματοποιώ ό,τι καλύτερο μπορώ στη δουλειά μου, να προσφέρω εκείνο που πρέπει στον κόσμο, ο οποίος έχει απαιτήσεις.
Όχι, δεν με φοβίζει η αποτυχία. Γιατί ξέρω πολύ καλά πως, αν δεν αποτύχεις, δεν μπορείς να επιτύχεις. Και έχω κάνει και αποτυχίες. Θα σου έλεγα μάλιστα πως στη ζωή μου είχα πιο πολλές αποτυχίες απ’ ό,τι επιτυχίες! Μπορεί να ξεκινάς για να κάνεις κάτι, έχοντας στο μυαλό σου κάποιο στόχο, ο οποίος τελικά να μην σου βγει έτσι όπως τον ονειρεύτηκες. Το σημαντικό, λοιπόν, εκείνη την περίοδο, είναι να κάνεις ένα απολογισμό, να σκεφτείς “τι πήγε λάθος; Τι ήταν αυτό που δεν έκανα σωστά;”. Κι έτσι κάνεις την αυτοκριτική σου. Και προχωράς».