«Μεγάλωσα στη Λάρισα. Μία φορά θυμάμαι, κυνηγούσα μία πάπια
στον Πηνειό. Έντεκα χρόνων ήμουνα τότε, πιτσιρικάς, πήγα να πέσω και να την
αρπάξω, έσπασε ο πάγος στα παγωμένα νερά και παραλίγο να με έπαιρνε ο πάγος από
κάτω. Πιάστηκα από ένα δεντρίλιο, βγήκα βρεγμένος έξω, αλλά το μυαλό μου
εξακολουθούσε να είναι στην πάπια. Ήθελα να την αρπάξω, κι ας είχα κινδυνεύσει
λίγα λεπτά πριν, να χάσω ακόμα και τη ζωή μου. Έτσι έκανα και με τις γυναίκες:
Όποτε έβαζα μία στόχο- ο κόσμος να χαλούσε- εγώ θα την έβαζα κάτω».
«Από πολύ μικρός είχα γκόμενες και τις πασπάτευα. Παίζαμε
δήθεν με τα κοριτσάκια, αλλά εμένα το μυαλό μου ήταν πώς θα τις έβαζα κάτω. Το
μάτι μου έπαιζε συνέχεια. Γεννημένος γυναικάς. Από 15 χρόνων, ο πατέρας μου με
κυνηγούσε στα μπουρδέλα. Άμα είχα γκόμενα- για καμιά βδομάδα το πολύ, μην
φανταστείς τίποτα παραπάνω- την πήγαινα σε ξενοδοχείο. Όταν ερχόταν καμιά
καλλιτέχνιδα στο Αλκαζάρ, το μαγαζί στη Λάρισα, γινόταν χαμός. Μου είχαν
αναθέσει οι ιδιοκτήτες να πηγαίνω εγώ, να υποδέχομαι τα κορίτσια κι άμα μου
άρεσε πολύ κάποια, δεν κρατιόμουνα. Δεν μπορούσα να περιμένω ούτε λεπτό, ήμουνα
πολύ θαρραλέος με τα θηλυκά. Ποτέ δεν θυμάμαι να μου είχε αντισταθεί ιδιαίτερα
κάποια γυναίκα. Ορισμένες που πήγαν μαζί μου, μου έλεγαν μετά ότι τους κέρδιζε
η εμφάνισή μου που ήταν αντρικού στυλ».
«Με συγχωρείς για την έκφραση, αλλά ήμουνα πολύ μπήχτης. Και
μπορώ να σου πω ότι ακόμη και σήμερα, σε σχέση με άλλους που έχουν την ίδια
ηλικία μ εμένα, οι ορμόνες μου είναι σαν να είμαι σαραντάρης».
«Όσο ζούσα στη Λάρισα δούλευα σε ένα φωτογραφείο. Μία μέρα
ήρθε στην πόλη ο Τζαβέλλας, ο σκηνοθέτης, γνωριστήκαμε, με συμπάθησε, του είπα
“κύριε Τζαβέλλα, εγώ θέλω να γίνω ηθοποιός”, “με τέτοιο παράστημα”, μου
απάντησε, “με 1.80 ύψος σε τέτοια ηλικία, θα γίνεις οπωσδήποτε”. Αυτό μου έδωσε
θάρρος, είχα μεγάλο νταλκά για το ηθοποιιλίκι. Ήρθα στην Αθήνα, έπιασα δουλειά
σε ένα φωτογραφείο για να μπορώ να ζω -στου Νικολάρη του Θωμά στην Ακαδημίας-,
και ξεκίνησα να χτίζω όνομα. Ήμουνα πολύ καλός. Εμένα το μυαλό μου αλλού, στα
θέατρα. Μέχρι που μια μέρα με έπιασε και μου είπε ότι γυριζόταν μία ταινία στις
Σπέτσες και έπρεπε να πήγαινα εγώ στο νησί για να το τραβήξω. Τι τύχη! Πάντα
ήταν η τύχη με το μέρος μου. Έφυγα για Πειραιά την ίδια μέρα. Στην ταινία
έπαιζαν ο Καμπανέλης, η Αλέκα Κατσέλη η οποία μάλιστα ήταν και έγκυος εκείνη
την περίοδο και, μία μέρα, με φώναξε ο σκηνοθέτης να κάνω ένα πέρασμα. Ήταν σαν
να μου ανοιγόταν όλος ο κόσμος».
«Ακόμη και εκεί, στα γυρίσματα, εγώ δεν κρατιόμουνα. Είχα
πιάσει δυο τρεις κοπέλες γκόμενες, έβγαζα όλη τη μέρα φωτογραφίες και μετά
πηγαίναμε και κάναμε τα δικά μας. Τις πλάκωνα στο γαμήσι και αυτές το
ευχαριστιόντουσαν. 19 χρονών πιτσιρικάς ήμουνα τότε. Ήθελα πέντε γυναίκες το
λεπτό για να είμαι ικανοποιημένος. Δεν ζω χωρίς sex, με αναζωογονεί. Όταν έχω μία
γυναίκα, λειτουργώ αλλιώς, με πιάνει κρίση, την αρπάζω, θέλω να τηνε βάλω κάτω.
Έτσι γεννήθηκα μάλλον».
«Λίγο πριν τελειώσω τη σχολή του Σταυρόπουλου στην οποία
ξεκίνησα να σπουδάζω, μου δόθηκε μία ευκαιρία να πάω στο Ροντήρη, στο δημοτικό
θέατρο Πειραιά. Απήγγειλα κάτι από τους Πέρσες, με ρώτησε ο Ροντήρης “πως
λέγεσαι ρε πιτσιρικά;”, “Γκουζγκούνης” του απάντησα “και δεν φεύγω από δω αν
δεν με πάρετε”. Τέτοιο θράσος. Εκεί ήταν κι άλλοι, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, ο
Τρύφων Καρατζάς, ο Κούρκουλος, τραντάζαμε το θέατρο. Όλο το Εθνικό, το ήξερα.
Ξεκίνησα να παίζω σε ταινίες με την Καρέζη, τον Φυσσούν, το Βασίλη Γεωργιάδη,
τον Κομνηνό. Εμένα όλα αυτά μου φαίνονταν εξωπραγματικά τότε, ζούσα για το
θέατρο. Η πρώτη ταινία που έπαιξα ήταν το Χωρίς Ιδανικά, η δεύτερη η Λεωφόρος
του Θανάτου. Μου έλεγε ο Τζαβέλλας “πήγαινε στην Αμερική, δεν κάνεις για εδώ”,
αλλά δεν τον άκουσα. Εγώ δεν μπορούσα να ζήσω έξω από την Ελλάδα».
«Εκτός από τη γυναίκα που παντρεύτηκα, ποτέ μου δεν είχα
μόνιμη σχέση. Έκανα γνωριμίες της μίας εβδομάδας, το πολύ να πήγαινε ένα μήνα,
παραπάνω δεν μπορούσα, έφευγα. Έμπαινα σε σπίτια από το παράθυρο, επειδή
κάποιες από αυτές έμεναν με τους γονείς τους, και γινόμουνα θηρίο. Αυτές μου
έλεγαν “μην φωνάζεις πολύ γιατί θα μας πάρουνε χαμπάρι”, αλλά δεν κρατιόμουνα.
Ήτανε σαν το φαΐ. Μπορείς να ζήσεις χωρίς φαΐ;».
«Κάποτε έμενα κοντά στο Πολύγωνο. Από τις πολλές φωνές, οι
γείτονες ήθελαν να με διώξουν. Δεν άντεχαν τη φασαρία. Κάποιοι μου έλεγαν να
πηγαίνω σε ξενοδοχείο. Εγώ έλεγα “δεν πάω σε ξενοδοχείο να πηδήσω”, δεν μου
καθότανε. Τελικά, μετακόμισα. Ήθελα να πηδάω και να μην με νοιάζει. Θυμάμαι,
τότε που συγκατοικούσα με κάτι φίλους μου, ο καθένας είχε το δωμάτιό του. Εγώ
κάθε βράδυ είχα γκόμενα, εκείνοι έκαναν μπανιστηράκι. Ένα βράδυ, στην
Μαυρομματέων, μου κανε μία τα δικά της, είχα πιει και τα κρασάκια μου, με
καύλωσε τόσο πολύ που ήθελα να την πηδήσω επί τόπου. Την έβαλα επάνω στο καπό
και της άρχισα. Βγήκαν από τα μπαλκόνια και φώναζαν, με έβριζαν, ήθελαν να
φωνάξουν την αστυνομία, εγώ συνέχιζα. Δεν με πείραζε που μ έβλεπαν. Έτσι
γινόταν και μετά με τις κάμερες, δεν κώλωνα. Η θρασύτητά μου δεν είχε όρια.
Έκανα πολλά τέτοια. Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς sex».
«Τους φίλους μου δεν τους άφηνα ποτέ να κυνηγήσουν,
ιδιαίτερα ορισμένους που είχαν μυαλό και πήγαιναν για μεγάλη μόρφωση. Τους τις
πήγαινα εγώ στο σπίτι. Μπορεί να έβλεπα καμία στην Ακαδημίας, να την έπαιρνα
από πίσω μέχρι να πέσει, να χανόμουνα ξαφνικά από τα φιλαράκια μου, αλλά τη
φιλία δεν την έβαλα ποτέ πιο κάτω από τις γκόμενες. Με τους φίλους μου, ήμουνα
πάντα τίμιος. Και σαν χαρακτήρας, πάντα ανοιχτό βιβλίο. Εξωστρεφής».
«Εκτός από τις ταινίες στις οποίες έπαιξα, δούλεψα και στα
καμπαρέ, είχα προφορά αμερικάνικη, έρχονταν στον Πειραιά τα αμερικανάκια, τους
κοιτούσα, τους έλεγα με την αγριοφωνάρα μου “come on my friend, you want to drink?
You want to fuck? What you want?”
κι έτσι όπου δούλευα είχε κόσμο. Έπαιρνα ποσοστά τότε και μάλιστα έβγαζα πολύ
καλά. Μου άρεσε πολύ και η μουσική εκεί. Κάτι μου έκανε μέσα μου αυτή η μουσική
από την Νέα Ορλεάνη, ήταν παράξενη».
«Από τις καλύτερες μου ταινίες θεωρώ ότι ήτανε το “Sex 13 μποφόρ”. Είχαν πολύ
καλά λεφτά αυτές οι ταινίες, τα γυρίσματα ήτανε πολύ εύκολα για μένα, γίνονταν
όλα σε χρόνο ντε τε, ήτανε και μέσα στο αίμα μου το sex, θέμα να καυλώσω σε γύρισμα δεν είχα
ποτέ, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Σιγά σιγά άρχισε να με μαθαίνει ο κόσμος και να
με αναγνωρίζουν. Ήταν ωραία όλα αυτά, μου άρεσαν. Αυτό που νομίζω ότι κέρδιζε
το κοινό, ήταν ο αυθορμητισμός μου, οι ατάκες που έλεγα. Ήταν όλα πολύ
αυθεντικά. Περισσότερο γέλιο έβγαζαν, παρά κάτι άλλο. Ήταν κάτι το
εναλλακτικό».
«Ο κόσμος δεν πηδάει. Ο λόγος που νομίζω ότι οι περισσότεροι
σήμερα δεν κάνουν πολύ sex,
είναι ο τρόπος ζωής τους. Όλοι έχουν προβλήματα. Άμα ψυχολογικά δεν είσαι καλά,
πως θα πας να γαμήσεις; Επίσης, ένα μεγάλο λάθος που κάνουν οι περισσότεροι,
είναι που δεν μπαίνουν κατευθείαν, είναι πιο απαλοί, πιο γλυκανάλατοι. Αυτά δεν
χρειάζονται. Είναι παραμύθια και κουραφέξαλα. Από την ανασφάλειά τους δε
κάποιοι έχουν την μόνιμη γκόμενα, τη σχεσούλα τους και άλλη μία που τηνε
πηδάνε. Εγώ δεν τα κανα αυτά. Εμένα δεν με ένοιαζε να έχω κάποια για “ασφάλεια”
γιατί είχα μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, δεν τα κανα ατσούμπαλα».
«Για να γίνει καλό το sex, χρειάζεται μία προεργασία. Στην αρχή απαλά, μετά να
αγριεύεις σιγά σιγά, να μην τρομάξει. Η γυναίκα θέλει παραμύθι, θέλει πολλά
ψέματα, ξέρει ότι αυτά που της λες είναι μαλακίες, αλλά ο οργανισμός της το
αναζητάει. Οπότε της τα λες να το ευχαριστιέται».
«Πολλοί έρχονται και με ρωτάνε αν παίζει ρόλο το μέγεθος.
Παίζει κάποιο ρόλο, αλλά να μην είναι υπερβολικό το εργαλείο. Όταν δουν ότι το
έχεις μεγάλο, μετά δεν σε ξαναπαίρνει. 20-22 το πολύ, αρκεί. Πάνω από 24, δεν
σε παίρνουνε. Με εμένα πολλές γυναίκες δεν δεχόντουσαν να πάνε μαζί μου όταν το
έβλεπαν, ήθελαν να μένουμε στο στοματικό».
«Όλοι μου ζητάνε συμβουλές. Στην ταινία αυτή που έκανα,
το “next porn model”,
όλοι με φώναζαν δάσκαλο. Είχα πάει στο Διδυμότειχο μια φορά, με φώναξαν εκεί
κάτι άνθρωποι σπουδαίοι, κάτι μεγιστάνες, ήθελαν να πάω και να τους πω ατάκες.
Έρχονταν στρατηγοί, πολιτικοί, διοικητές και μου έλεγαν “δεν έχω βγάλει
φωτογραφία με κανέναν σταρ, αλλά εσείς είστε αλλιώς”. Με σταματούσαν απλοί
άνθρωποι στο δρόμο και τους υπέγραφα σε χαρτάκια, για να τα δώσουν στα παιδιά
τους. Όχι μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες».
«Το 1978 έτρωγα στου Φλόκα, μπαίνω μέσα, ακούω
χειροκροτήματα, γυρνάω και βλέπω τον Αντρέα τον Παπανδρέου μαζί με τη
Μαργαρίτα. Με προσκάλεσε στο τραπέζι τους, καθίσαμε για λίγο μαζί, την επόμενη
μέρα με κάλεσε μία κυρία στο γραφείο της. “Κύριε Γκουζγκούνη, τι θα κάνετε με
την πολιτική;” μου είπε. Δεν πρόλαβα να της απαντήσω και συνέχισε λέγοντάς μου
“θα σας αφήσω ένα μήνα να το σκεφτείτε και να μου πείτε”. Εγώ απάντησα επί
τόπου: “Δεν έχω καμία σχέση με την πολιτική, είναι όλοι ψεύτες”. Την
απέκλεισα».
«Είμαι 77 χρόνων, αλλά εγώ νιώθω 12. Μένω στην Αγία
Παρασκευή, ξυπνάω κάθε μέρα στις 6:30 το πρωί- ασχέτως του τι ώρα είχα κοιμηθεί
το προηγούμενο βράδυ-, παίζω ρακέτες ή πηγαίνω για μπάνιο στη Λούτσα επειδή είμαι
χειμερινός κολυμβητής, τρώω φαγητό με τα φιλαράκια μου ή πηγαίνουμε για κρασάκι
σε ταβέρνες, πηγαίνω για καφέ, γυρίζω συνέχεια, δεν κάθομαι. Επίσης μου αρέσουν
τα ταξιδάκια. Με ξεκουράζουν. Γενικά, είναι πολύ ωραία η ζωή μου και σήμερα».
«Μία μόνο φορά ερωτεύτηκα στη ζωή μου και αυτή τη γυναίκα
την παντρεύτηκα. Παντρευτήκαμε μάλιστα δύο φορές, επειδή μετά την πρώτη φορά
είχαμε χωρίσει. Η γυναίκα μου δεν ζήλευε, αλλά της έβαζε λόγια η πεθερά μου.
Όταν με πήρε πάλι, δεύτερη φορά, της λέω “γιατί ήθελες να με ξαναπαντρευτείς;”,
“γιατί μετά από σένα είναι το χάος”, μου απάντησε. Πήγα με πολλές γυναίκες,
πολλές από αυτές με αγάπησαν, αλλά εγώ μόνο με εκείνη ήμουνα δεμένος. Την έχασα
πριν από λίγο καιρό και μου στοίχισε ψυχολογικά».
«Έχω μία κόρη, παντρεύτηκε, έκανε δύο παιδιά. Είμαι πολύ
υπερήφανος για τα εγγόνια μου. Ο Δημήτρης είναι 27 χρόνων και ο Κώστας 22
χρόνων. Έχουν πάρει από τον παππού τους, είναι άφθαστοι. Τους μεγάλωσα από
μικρά, τους πήγαινα στη θάλασσα, ξέρουν όλα τα μυστικά για τις γυναίκες, είναι
καλά καταρτισμένοι. Δεν έχουν ανάγκη αυτοί.
«Έχω βγάλει πολλά λεφτά από τη δουλειά μου αλλά, τα
περισσότερα, τα έτρωγα. Παρόλα αυτά, έχω φτιαχτεί, έχω το σπίτι μου, δεν έχω
ανάγκη. Δεν ήμουνα ποτέ λάτρης των χρημάτων».
«Προχθές με σταμάτησε ένας πιτσιρικάς στο μετρό, ήταν με ένα
φίλο του, με γνώρισε και ήθελε να με πιάσει κουβέντα. “Δάσκαλε”, μου είπε, “πως
την βλέπεις τη γυναίκα;”. “Είναι Θεού δώρο”, του απάντησα, “είναι το απαραίτητο
στην ζωή μας. Η γυναίκα σε ξεκουράζει, η γυναίκα σε κουμαντάρει, η γυναίκα σε
καταστρέφει”. Το θέμα είναι να μην καταστρέψει εσένα».
«Δεν αφέθηκα ποτέ να καταστραφώ από γυναίκα. Ορισμένες από
αυτές, όταν τις άφηνα, ήθελαν να εκδικηθούν. Κάποιες άλλες, μου έβαζαν λεφτά
κάτω από το μαξιλάρι μου, τους τα επέστρεφα. Δεν έδινα ποτέ δικαίωμα σε κάτι
τέτοια, ήμουνα πολύ μαζεμένος. Εγώ να πηδήσω ήθελα, δεν ήμουνα νταζατζής. Άμα
υπάρχει υγεία και λειτουργούν τα μηχανήματα, δεν είχα και δεν έχω ανάγκη
κανέναν. Μέχρι σήμερα, τα μηχανήματα λειτουργούν άψογα. Υπάρχει ολόκληρη ζωή
μπροστά μας, να κάνουμε κι άλλες ταινίες, να ευχαριστηθούμε. Δεν μου λείπει
τίποτε».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Nitro", τον Μάρτιο του 2010.