15.1.10

ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΙΩΤΑΚΗΣ: Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΡΑΓΚΜΠΙ





Στην φωτογράφησή μας ήρθε με την ειδική, μακρόστενη, μπάλα του ράγκμπι, την κρατούσε στα χεριά του, μου την έριξε κάποια στιγμή για να την πιάσω, έπεσε κάτω, πόνεσα αλλά επέμενε πως «σου έκανα πολύ αδύναμη πάσα, μάλλον εσύ είσαι πολύ αγύμναστος», τον έπιασαν τα γέλια, με χτύπησε στους ώμους σαν να γνωριζόμασταν πολλά χρόνια, σαν να μην είπαμε «χαίρω πολύ» πριν από δέκα μόλις λεπτά. «Δεν είμαστε όλοι πρωταθλητές ράγκμπι», του λεω. Εκείνος ξαναγελάει. Εξωστρεφής και πολύ άνετος. Μου εξηγεί κάποιους κανόνες του παιχνιδιού, μου λεει για τα παιχνίδια που θα είχε τις επόμενες μέρες, τα συνεχή του πήγαινε έλα από τη Γαλλία στην Ελλάδα, τις νίκες της εθνική μας σε ευρωπαϊκά παιχνίδια. Είναι περήφανος για όλα. Όταν μου λεει για το πάθος του, ότι δεν μπορεί να ζήσει ούτε λεπτό χωρίς το ράγκμπι, συγκινείται. Το εννοεί. «Το ράγκμπι, είναι η ζωή μου. Γεννήθηκα για να κάνω μόνο αυτό. Είναι κάτι σαν κάρμα». Πράγματι. Ο Χρήστος γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Χανιά, ο πατέρας του είναι πολιτικός μηχανικός, η μητέρα του ασχολείται με τουριστικές επιχειρήσεις, δεν είχαν καμία σχέση με το άθλημα. Από παιδί του άρεσε να βγαίνει από το σπίτι του και να παίζει, ήταν πολύ εξωστρεφής, καθόλου μοναχικός, καλός μαθητής στο σχολείο του. Wild και άτακτος. Στα 17 του χρόνια κέρδισε αθλητική υποτροφία, πήγε στο Λος Άντζελες, στο UCLA, όπου σπούδασε αθλητικές επιστήμες. Πάντα τον ενδιέφεραν άλλωστε τα αθλητικά, ξεκίνησε με τον κλασσικό αθλητισμό, έπαιζε ποδόσφαιρο- στην μικτή Χανίων αρχικά, στη συνέχεια στον αθλητικό σύλλογο «Ελευθέριος Βενιζέλος»- με διακρίσεις ως πανελληνιονίκης, στην Εθνική ομάδα αργότερα. «Πάντα ήμουνα πολύ δυναμικός, έκανα πολλές αλητείες στη ζωή μου, ήθελα να είμαι ανεξάρτητος. Ήμουνα διάολος. Έφευγα θυμάμαι από το σχολείο, πήγαινα στις προπονήσεις μου, διάβαζα λίγο τα μαθήματα μου, ύστερα πήγαινα στο στίβο, γυρνούσα στις 8 το βράδυ στο σπίτι, αλλά ξανάφευγα για να βγω και να διασκεδάσω. Δεν γύριζα στο σπίτι πριν από τις 2 το πρωί, παρόλο που δεν ήμουνα ποτέ ο άνθρωπος που έκανε καταχρήσεις. Δεν καπνίζω, δεν πίνω, δεν έχω κάνει ποτέ μου ναρκωτικά. Είμαι ένας άνθρωπος πάρα πολύ ενεργητικός από μόνος μου, οπότε δεν χρειαζόμουνα τα περιττά. Εγώ ντοπάρομαι με μένα». Στο Λος Άντζελες έμεινε μέχρι τα 23 του χρόνια, εκεί έπαιξε American football, κέρδισε παναμερικανικούς αγώνες, επέστρεψε μετά στην Ελλάδα, γνωρίστηκε με τον πρόεδρο της ομοσπονδίας ράγκμπι στην Ελλάδα, τον Ευάγγελο Στάμου, και κάπως έτσι ξεκίνησε να ασχολείται με το άθλημα, να παίζει στην πρώτη εθνική ομάδα ράγκμπι που δημιουργήθηκε ποτέ στην Ελλάδα, στην οποία τα τελευταία δύο χρόνια είναι ο αρχηγός, παράλληλα με τα διεθνή του παιχνίδια. Σε ένα φιλικό παιχνίδι, μεταξύ Ελλάδας και Αυστρίας, τον είδε ένας άγγλος μάνατζερ και του πρότεινε να πάει και να αγωνιστεί εκεί. Ρίσκαρε, αλλά τα κατάφερε. Ήταν γρήγορος, πολύ δυνατός, είχε το σωστό feeling για το πότε έπρεπε να πιάσει τη μπάλα. Εκεί ήταν «o Greek». Λίγο πριν από τη μεταγραφή του σε κάποια άλλη ομάδα της Αγγλίας που τον διεκδίκησαν, του έγινε η πρόταση από ομάδα της Νίκαιας, την Nice Cote D' azur. Από το 2007 αγωνίζεται εκεί, ενώ παράλληλα πηγαινοέρχεται στην Ελλάδα για τις προπονήσεις του με την εθνική μας ομάδα. «Στο Μονακό που μένω, είναι αρκετά κοσμοπολίτικα. Άλλη κουλτούρα. Μπορεί να είναι πολύ ευγενικοί οι Γάλλοι, αλλά αυτή τους η ευγένεια είναι τυπική. Δυσκολεύτηκα λίγο στην αρχή να προσαρμοστώ, αλλά τα κατάφερα. Θέλω να είμαι πολύ καλός αθλητής για να μπορέσω αργότερα-μάλλον μετά τα 34 μου χρόνια- να ασχοληθώ και με την προπονητική. Παράλληλα με τις σπουδές μου, έκανα και personal training γιατί είχε πάρα πολύ καλά λεφτά. Ακόμη και σε διάσημους. Γνώρισα τον Κέβιν Κόστνερ, τον Ρόμπι Γουίλιαμς, τον πρίγκιπα Αλβέρτο. Είναι απλοί άνθρωποι όλοι αυτοί, δεν το παίζουν κάτι σημαντικότερο από εμάς και μάλιστα- επειδή καταλαβαίνουν ότι εμείς είμαστε επαγγελματίες σε αυτό που κάνουμε- μας δείχνουν εμπιστοσύνη. Δεν γκρινιάζουν. Πληρώνομαι με ένα συγκεκριμένο ποσό και αυτό σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να με ξυπνήσει στις 2 το πρωί που θα τελειώσει από τις δουλειές του, για να κάνουμε μαζί γυμναστική. Ο κάθε ένας έχει τα κουμπιά του. Ο Αλβέρτος, για παράδειγμα, ήθελε πάντα να κάνουμε γυμναστική στους κήπους του παλατιού».
Ο Χρήστος ξυπνάει καθημερινά στις 5:45 το πρωί, έστω κι αν το προηγούμενο βράδυ είχε βγει έξω για να διασκεδάσει. Από τη Νίκαια όπου μένει σε ένα μεγάλο νεοκλασικό με έναν συμπαίκτη του, πηγαίνει με το αυτοκίνητό του στο Μόντε Κάρλο- 20 λεπτά διαδρομή- κάνει παράλληλα κάποια personal training, γυρνάει μετά στο σπίτι του, το απόγευμα προπονείται με την ομάδα ράγκμπι. Τα παιχνίδια είναι κάθε Σάββατο ή Κυριακές, αλλά κάποιες φορές απαλλάσσεται από τον προπονητή του εκεί για να αγωνίζεται στην Ελλάδα, αφού «εγώ εδώ κάποτε θα επιστρέψω». Και είναι περήφανος, γιατί η εθνική μας ομάδα ράγκμπι, μέσα σε δύο χρόνια, ανέβηκε δύο κατηγορίες στην Ευρώπη. Σαν αρχηγός με την εθνική, έχασε μόνο ένα παιχνίδι, αυτό με το Ισραήλ. Και η προσωπική του ζωή, χωράει τώρα μέσα σε όλα αυτά; «Τώρα είμαι ελεύθερος. Είναι δύσκολο για κάποια να κάνει σχέση μαζί μου με τόσα ταξίδια που κάνω, τόσα παιχνίδια που παίζω σε όλες τις χώρες του κόσμου με δύο ομάδες. Οι κοπέλες στο Μονακό δεν μου κάνουν κάτι, εγώ θέλω η κοπέλα μου να είναι ελληνίδα. Είμαι πολύ Κρητικός στην νοοτροπία, θέλω να έχω τη γυναίκα κορόνα στο κεφάλι μου και εκείνη να με αντιμετωπίζει σαν τον ιδανικό άντρα, να με θαυμάζει, να είναι περήφανη γι αυτό που κάνω και να μην με ζηλεύει, γιατί κάποιες φορές το αντιμετώπισα στο παρελθόν. Δεν πρέπει να πειράζεται μία γυναίκα που είναι μαζί μου, επειδή μπορεί να με κοιτάει και κάποια άλλη. Το θέμα είναι τι δικαιώματα δίνω εγώ. Πάντα είμαι πιστός, αλλά αν πιστέψω ότι κάτι έχει χαθεί, σηκώνομαι και φεύγω. Ξέρω ποια είναι τα μειονεκτήματα μου και τα λεω από την αρχή, για να είναι ξεκαθαρισμένα τα πράγματα».
Τον ρωτάω αν αισθάνθηκε ποτέ ανασφάλεια με το σώμα του, αν «ξέφυγε» ποτέ από τους κανόνες που ο προπονητής του ή ο ίδιος θέτει για τον εαυτό του. Ποτέ δεν του έχει συμβεί αυτό. Γνώριζε πάντα τα όρια. Το ράγκμπι ήταν πιο πάνω και από τον ίδιο του τον εαυτό. Και τον βοήθησε πολύ και στην φυσική του κατάσταση. «Δεν υπήρξα ποτέ νάρκισσος με το κορμί μου. Το σώμα μου ήταν και είναι πάντα η δουλειά μου. Δεν έχω κάνει ποτέ ιδιαίτερη προσπάθεια ώστε να αποκτήσω τους κοιλιακούς που έχω, είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Όταν θέλω να φάω το γλυκό μου το τρώω, όταν μου έρχεται να “ξεφύγω” το κάνω, αλλά την επόμενη μέρα επανέρχομαι και ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα. Νομίζω ότι γεννήθηκα για να έχω το συγκεκριμένο σώμα, είναι μέσα στο DNA μου και αισθάνομαι πολύ καλά μ αυτό». Το ίδιο αναζητάει και στις γυναίκες. Να έχουν το δικό του αθλητικό life style. «Δεν με ενδιαφέρει να είναι αθλήτρια κάποια γυναίκα με την οποία βγαίνω. Αλλά, για να με καταλάβει και να υπάρχει στη ζωή μου για αρκετό καιρό, θα πρέπει να έχει σχέση με τον αθλητισμό. Δεν γίνεται να έχω σχέση με μία γυναίκα που, κάθε βράδυ, είναι με ένα μπουκάλι στα χέρια, ξενυχτάει στα κλαμπς και καπνίζει τρία πακέτα τσιγάρα. Όσο πάθος και να υπάρχει, κάποια στιγμή, θα χωρίσουμε. Δεν θα συμβαδίζουμε σαν άνθρωποι». Ο Χρήστος αυτό κυρίως θέλει πια στη ζωή του: Τις μακροχρόνιες σχέσεις. Η μεγαλύτερη του σχέση στο παρελθόν, κράτησε 3 χρόνια. «Είμαι επιλεκτικός με τις γυναίκες που βγαίνω μαζί τους, θέλω να υπάρχει ατμόσφαιρα και πάθος. Στα 29 μου, είμαι πολύ χορτασμένος από το sex, οπότε δεν υπάρχει λόγος να αναλώνομαι δεξιά και αριστερά. Εγώ θέλω να είμαι με μία γυναίκα που να είναι δυναμική σαν εμένα. Μου αρέσουν οι power καταστάσεις. Κάποια περίοδο της ζωής μου, όταν ήμουνα στην Αγγλία, το sex για μένα ήταν σαν να έτρωγα. Τώρα είμαι αλλιώς, όλα αυτά τα θεωρώ περιττά. Η προτεραιότητά μου είναι το ράγκμπι και η οικογένεια, τα παιδιά, που θα ήθελα να αποκτήσω στο μέλλον».
Δημοσίευση στο περιοδικό Down Town, τον Ιανουάριο του 2010.