Ομολογώ πως ξαφνιάστηκα όταν μου πρότεινε να δοκιμάσω το τσάι από κόκκινο βύσσινο που είχε παραγγείλει, από το δικό του φλιτζάνι. «Πιες! Έλα, μην ντρέπεσαι!». Δίστασα, μα δεν του το ‘δειξα. «Κι αν είχα σύφιλη; Καμιά αρρώστια κολλητική; Ιό μεταδοτικό του ποταμού Νείλου;», σκέφτηκα αστραπιαία. Μα, εκείνος, με την χαριτωμένη αφέλεια του ζωδιακού Σκορπιού, στο οποίο ανήκει, και κρατώντας το λευκό πορσελάνινο φλιτζάνι και με τα δύο του χέρια, σαν να είχε ήδη εισχωρήσει μέσα στους ιστούς του εγκεφάλου μου και «διαβάζοντας» την φευγαλέα σκέψη μου, μίλησε αμέσως, χαμογελώντας, προτάσσοντάς μου επιτακτικά τη μυρωδιά από το κόκκινο τσάι που ήδη κατάπινα από τα ρουθούνια μου, και κοιτώντας με: «μα, εσύ είσαι φίλος μου!». Αυτό δεν το λένε πολλοί αναγνωρίσιμοι άνθρωποι, του μεγέθους της διασημότητας που έχει ο Παναγιώτης, που-αν και με μαύρα γυαλιά, στην οδό Αθήνας-, κάποια κοριτσάκια (ουρλιάζοντας ενδόμυχα-αν και χωρίς να ακούγεται κιχ-που συνάντησαν τον επερχόμενο «Μαλτέζο» των «κλεμμένων ονείρων» τους) του ζήτησαν μία φωτογραφία, μια υπογραφή σε χαρτάκι, μια πόζα για το instagram, το facebook, το twitter τους (χώρια όσες απλώς τον κοίταγαν ρουφώντας σχεδόν κάθε του βλέμμα από των ματιών του το παράξενο χρώμα-το λίγο εκστατικό και διαβολικό ταυτόχρονα). «Ναι, είμαι καλοπροαίρετος με τους ανθρώπους. Πάντα το είχα αυτό», ξεκίνησε να μου λέει, δοκιμάζοντας ένα γλυκό, λευκό και παχύρευστο, σχεδόν ίδιο με κυπριακό μαχαλλεπί. «Έτσι έμαθα από παιδί, έτσι με μεγάλωσαν οι γονείς μου. Δεν κάνω ποτέ δεύτερες σκέψεις για τον κόσμο που με πλησιάζει. Κι είμαι πολύ ευτυχισμένος για τα παιδικά χρόνια που έζησα-και αυτό το οφείλω απόλυτα στους γονείς μου και στην μεγάλη αγάπη που μου είχαν προσφέρει απλόχερα». Ξέρω, ήταν πρόστυχο, σε μία τόσο όμορφα βροχερή και ρομαντική Σαββατιάτικη μέρα, που εκείνος παράτησε την ησυχία του σπιτιού του, την ξεκούραση του κρεβατιού του, για να ‘ρθει στο κέντρο της Αθήνας, στην πλατεία του Ψυρρή, μόνο και μόνο για μία συνέντευξη μιας ώρας, παρέα με το σκυλί του, τον Άραμις (το συνεχώς υπάκουο στο «αφεντικό» του), να του «χαλάσω» την καλή του διάθεση, να τον κάνω να βουρκώσει και να κοιτάει από το παράθυρο του μαγαζιού στο δρόμο, προσπαθώντας να με κάνει να αποφύγω να δω το αυτονόητο μέσα από τις κόρες των ματιών του που ήδη είχαν υγραθεί: ότι τον πονούσε ακόμη βαθιά ο θάνατος του πατέρα του, του «ήρωα» της ζωής του, που έχασε πριν από δύο μόλις μήνες. «Έζησα τόσο ωραία παιδικά χρόνια…Σκέψου ότι μέχρι την ηλικία των 12 και 13 ετών, είχα γυρίσει ήδη τη μισή Ευρώπη! Κεντρικός άξονας όλων αυτών, ήταν ο πατέρας μου. Εκείνος ήταν το πρότυπο μου…Νομίζω ότι δεν το έχω πιστέψει ακόμη ότι έφυγε-και δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να κατανοήσει ένα τέτοιο γεγονός. Από εκείνον θυμάμαι πολύ έντονα τις αφηγήσεις του-ένας άνθρωπος που είχε ταξιδέψει πολύ στη ζωή του, και βαθιά μορφωμένος-, ο οποίος είχε μία πολύ ιδιαίτερη αντιμετώπιση απέναντι στη ζωή. Κι είναι κάτι που δεν έχω συναντήσει ξανά σε άλλον άνθρωπο: απολάμβανε την απλότητα της ζωής! Μπορεί, για παράδειγμα, να έβλεπε ένα όμορφο δέντρο και να ενθουσιαζόταν τόσο, σαν να κοιτούσε το τελειότερο πράγμα στον κόσμο! Πολλές φορές απορούσα, έλεγα “μα πως είναι δυνατόν να χαίρεται γι αυτό; Με δουλεύει; Ή πραγματικά είναι τόσο ενθουσιασμένος με αυτό που ζει;”». «Έχεις “χρωστούμενα” στη σχέση σου μαζί του», τον ρώτησα σχεδόν αμέσως. «Υπάρχουν στιγμές που θα μπορούσα να είμαι και πιο κοντά του, όμως αυτό είναι ένα μικρό ποσοστό. Ήμασταν, έτσι κι αλλιώς, πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, είχαμε μοιραστεί πολλά, είχα μάθει αρκετά για τη δική του ζωή. Ναι, εκείνος ήταν ο δικός ήρωας, τον θαύμαζα και τον θαυμάζω ακόμη…».
Επιστροφή στα τηλεοπτικά, στην αφορμή της συνάντησής μας (στο «Σερμπετόσπιτο» όπου βρεθήκαμε), λίγο να χαλαρώσει, λίγο να επανέλθει στην στυγνή μας πραγματικότητα, έτσι που τον πήρα μονότερμα και τον έπιασα απ’ το λαιμό των αναμνήσεων του-στο «Κλεμμένα όνειρα», στο «Όνειρο ήταν» του Mega. «Κοντά μου δεν είναι κανένας από τους δύο ρόλους που υποδύομαι», ξεκίνησε να μου εξηγεί. «Ο ρόλος μου στα “Κλεμμένα όνειρα”, σαφώς και δεν είναι κοντά μου-και δεν το λέω επειδή είναι αρνητικός χαρακτήρας. Είναι μία συνέχεια, αν θέλεις, του Δημήτρη Μαλτέζου, όπως τον ήξερε το κοινό: ένας αδίστακτος, μεγαλομανής έως και εγκληματικός χαρακτήρας. Δεν μπορώ να πω περισσότερα, αλλά υπάρχει ένα σεναριακό τρικ του τι ξέρουν οι υπόλοιποι ήρωες αλλά και του τι γνωρίζει ο θεατής. Και σε αυτό βασίζεται η υπόλοιπη εξέλιξη αλλά και η αγωνία της σειράς: τελικά τι σχέση έχει ο Στηβ Μαυρίδης με τον Δημήτρη Μαλτέζο; Είναι το ίδιο πρόσωπο που με τη βοήθεια της επιστήμης και της πλαστικής χειρουργικής επανήλθε στη ζωή τους; Απ’ την άλλη, στο “όνειρο ήταν” υποδύομαι έναν πιο καλοπροαίρετο άνθρωπο, τον Αντώνη Σαντοριναίο-ίσως μία περσόνα πιο κοντά και στη δική μου προσωπικότητα. Και, πολύ θα ήθελα, αυτή η σειρά, επειδή είναι πολύ καλό το αποτέλεσμα της, να προβληθεί και την Ελλάδα…». Αναρωτιέμαι αν του είχε λείψει μέχρι τώρα η επαφή του με το ελλαδικό τηλεοπτικό κοινό. Δεν το πολυσκέφτεται. «Λόγω των συνεργασιών που είχα στο θέατρο αλλά και σε σειρές στην Κύπρο, εμένα δεν μου είχε λείψει η ενασχόληση μου με την τηλεόραση. Αν και, πολλές φορές, το κοινό στην Ελλάδα μου εξεδήλωνε την επιθυμία του να με δει και σε κάποιο τηλεοπτικό σήριαλ. Με σταματούσαν στο δρόμο και μου έλεγαν: “μα, πότε θα σε δούμε σε κάποια σειρά στην Ελλάδα;”. Ωστόσο, σαν διαδικασία δουλειάς, ποτέ δεν σταμάτησα να εργάζομαι-μπορώ μάλιστα να σου πω πως, ειδικά φέτος, δουλεύω περισσότερο από ποτέ!». «Και πως τα καταφέρνεις, όλα αυτά, Παναγιώτη;», ήταν η εύλογη απορία μου. «Με καλή πρόθεση, με διαύγεια πνεύματος, με πολλή συγκέντρωση. Είναι σαν να έβαλα τρία βέλη στη φαρέτρα μου-το ένα ήταν το θέατρο, το άλλο η σειρά στην Κύπρο, το άλλο η σειρά στην Ελλάδα-και διαμόρφωσα έναν ψυχολογικό, πιο πολύ, προγραμματισμό, για να δίνω κομμάτια από την ενέργεια μου σε τρεις διαφορετικές δουλειές…Για να στο κάνω πιο χαριτωμένο, το αεροπλάνο έχει γίνει σαν ταξί, για μένα: “Ντοπάρομαι” έχοντας την ψευδαίσθηση ότι έχω το ιδιωτικό μου αεροπλάνο. Άλλος πάει στη δουλειά του με ένα αυτοκίνητο, άλλο με το λεωφορείο, εγώ πάω με ένα airbus, και με πολύ ωραία κορίτσια να με σερβίρουν», μου απαντά γελώντας και αστειευόμενος. «Ναι, η κούραση, κάποιες στιγμές αγγίζει σε όρια που δεν έχω ξαναζήσει-αν και αγαπάω πάρα πολύ τη δουλειά μου και δεν το λέω, σε καμία περίπτωση, με παράπονο. Ωστόσο, αυτή την περίοδο, το έχω πάρει απόφαση: η προτεραιότητα στο πρόγραμμα μου, ουσιαστικά είναι η δουλειά μου και η ξεκούραση ώστε να δουλέψω πάλι, με περισσότερο σθένος, την επόμενη μέρα, έχοντας ανακτήσει δυνάμεις…».
Ο κίτρινός μου εαυτός, δεν κρατιέται άλλο, με σκουντάει ανελέητα: «Ρώτα! Ρώτα! Και με τις γυναίκες που τον περιτριγυρίζουν τι γίνεται; Έχει σχέση; Είναι ερωτευμένος αυτός ο όμορφος άντρας; Ποια γυναίκα κάνει ευτυχισμένη, ύστερα από έναν ολοήμερο καταιγισμό δουλειάς;». Ξεροβήχω. «Λοιπόν, Παναγιώτη, όλο δουλειά και δουλειά. Η προσωπική σου ζωή σε τι κατάσταση είναι; Με τη δουλειά κοιμάσαι τα βράδια;». Γελάει. Ωχ. «Αυτή την εποχή έχω σχέση με τους πιλότους της Cyprus Airways», μου λέει γελώντας και υπεκφεύγοντας. Αποθρασύνομαι. «Και αυτή η...κάτσε να δεις πως την βρήκα μέσα από τα sites κοινωνικού κουτσομπολιού…», του λέω κοιτώντας να βρω στα χαρτιά μου τη «βόμβα μεγατόνων», «Α! Να! Στέλλα Στυλιανού, Κύπρια δημοσιογράφος. Με αυτήν, λοιπόν, που σας έχουν βγάλει και φωτογραφίες πρόσφατα, που γίνατε και “θέμα-παράθυρο” στα εβδομαδιαία περιοδικά, δεν “τρέχει” κάτι μεταξύ σας;» (εντάξει, χοντροκομμένα του το ‘πα, αλλά ξέρω ότι ο Παναγιώτης έχει ζήσει και πιο θρασείς ερωτήσεις στο παρελθόν). Ξαναγελάει. Ξεροκαταπίνει. «Όπως κάνω από τότε που με ξέρεις, δεν θα σου απαντήσω σ’ αυτό. Δεν έχω θέμα πάντως με το να με βγάλουν μία φωτογραφία, αν βγω με την παρέα μου-στα όρια, βέβαια, του χαριτωμένου παιχνιδιού-, όπως και συνέβη ήδη αρκετές φορές. Και θα σου εξηγήσω το λόγο που δεν θα σου απαντήσω συγκεκριμένα: αν εγώ αρχίσω να κάνω δηλώσεις σε μία προσωπική συνέντευξη, τότε ξεπερνάμε τα όρια του “χαριτωμένου”. Δεν έχω πρόβλημα να υπάρχει και αυτό το κομμάτι διασημότητας, απλώς δεν έχω λόγο να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω το οτιδήποτε». «Κάτι άλλο τότε», συνεχίζω πηγαίνοντας τον απ’ αλλού, «γενικότερα μιλώντας, Παναγιώτη, θα επέστρεφες ποτέ σε κάποια πρώην σχέση σου;». «Δεν μου έχει τύχει μέχρι σήμερα. Δεν είναι ότι δεν μου έχει συμβεί “από άποψη”. Απλώς, ποτέ μου δεν επέστρεψα σε μία πρώην μου».
Ναι, συμφωνώ στην προτροπή του να πάμε βόλτα στα στενά δρομάκια, μέχρι να μας βγάλουν από του Ψυρρή στην οδό Ερμού. Πριν φύγουμε, εννοείται πως θα βγάλει κάποιες φωτογραφίες που του έχουν ζητήσει (η Νάνσυ που μας σέρβιρε και οι φίλοι της), θα χαμογελάσει εγκάρδια, και θα ευχαριστήσει για το γλυκό κέρασμα. «Είμαι συμφιλιωμένος με την δημόσια εικόνα μου, αλλά δεν την πήρα ποτέ στα σοβαρά», θα μου πει αργότερα, δίπλα από τις μικρές βιοτεχνίες της συνοικίας. «Σκέψου ότι πάντα μου ήταν πολύ δύσκολο, σε οποιαδήποτε δημόσια εμφάνιση μου, να είμαι “γυαλισμένος”. Και ενώ στις προσωπικές μου στιγμές μπορεί να περιποιηθώ λίγο περισσότερο τον εαυτό μου, όταν θα έπρεπε να κάνω μία δημόσια εμφάνιση, ίσως να πήγαινα και πιο χύμα». «Στις προσωπικές σου στιγμές είσαι το ίδιο διαχυτικός, ανεξάρτητα αν σε αναγνωρίζουν ή όχι;», αναρωτιέμαι. «Ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα διαχυτικός. Δεν μου αρέσουν οι δημόσιες εξάρσεις», μου απαντά. «Ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα η εικόνα του κλασσικού και παραδοσιακού άντρα, που ίσως να έχουν κάποιες γυναίκες για σένα;», τον ρωτώ. «Ως ένα βαθμό, ναι. Σίγουρα δεν παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά: είτε σαν προσωπικότητα είτε σαν άντρας. Όμως, οφείλουν να υπάρχουν κάποια διακριτά όρια στο ρόλο σου σαν φύλο». «Ερωτεύτηκες πολύ βαθιά στη ζωή σου μέχρι σήμερα, Παναγιώτη;», επιμένω στα προσωπικά του. «Πολύ βαθιά, όχι», μου απαντά αμέσως. «Γιατί, αν είχα ερωτευτεί βαθιά, ενδεχομένως και να ήθελα να μοιραστώ τη ζωή μου με αυτόν τον άνθρωπο…».
Απέναντι από την πλατεία Μοναστηρακίου, κοιτάει ένα παλιό
κεραμίδι, βαμμένο κίτρινο στην άκρη του δρόμου. Σταματάει. Το περιεργάζεται.
«Να, είναι αυτό που σου έλεγα προηγουμένως», μου επισημαίνει. «Αυτό το “ασήμαντο”
για κάποιους αντικείμενο, κάποιοι θα κοντοστέκονταν και θα το κοιτούσαν στη
λεπτομέρειά του. Και θα ενθουσιαζόταν γι’ αυτό!». Του λέω πως, πολλές φορές,
μετά από τέτοια γεγονότα θανάτου, πολλοί άντρες αναζητούν όλο και περισσότερο
τον ρόλο της πατρότητας που δεν είχαν ήδη βιώσει στη δική τους ζωή. Θα μου το
εξηγήσει, ενώ μου ποζάρει για μία φωτογραφία που του ζητώ να ανεβάσουμε στον
προσωπικό μου λογαριασμό στο instagram,
λίγο προτού τον φιλήσω στα μάγουλα και τον αποχαιρετήσω: «Έχω πει ότι, όποτε με
αξιώσει ο Θεός και κάνω γιο, θα του δώσω το όνομα του πατέρα μου: “Φίλιππος”…».
Δημοσίευση στο "Down Town Κύπρου", τον Μάρτιο του 2014. Φωτογραφίες: Ολυμπία Κρασαγάκη.