3.9.13

ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΝΙΣΗ





Τραγουδίστρια. Γεννήθηκε στη Νάουσα, ζει στη Γλυφάδα. Είναι χορτασμένη από πάθη και βασανισμένους έρωτες.  
«Γεννήθηκα στη Νάουσα, μεγάλωσα στη Γερμανία και ξεκίνησα να ζω στην Αθήνα από 18 χρόνων. Το σχολείο δεν το τελείωσα. Πήγα μέχρι τη δευτέρα δημοτικού, επειδή μπήκε μέσα μου το σαράκι για το τραγούδι και ο λαϊκός καημός της φωνής-από τότε που ήμουν μικρό κοριτσάκι και οι γονείς μου έφευγαν νωρίς το πρωί απ το σπίτι για να πάνε να δουλέψουν εργάτες σε εργοστάσια, λίγο έξω από τη Στουτγάρδη. Ποτέ μου, όμως, δεν το ‘χα απωθημένο που δεν ήμουνα εγγράμματη, γιατί κατάλαβα νωρίς ότι ο προορισμός του κάθε ανθρώπου είναι διαφορετικός. Καμιά φορά χαζεύω στην τηλεόραση την κυρία Αρβελέρ, τον κύριο Μπαμπινιώτη, την Ηγουμένη Φιλοθέη και άλλους πολλούς σπουδαίους και τρανούς και σκέφτομαι «τι όμορφα που τα λένε!». Κι ας μην τα καταλαβαίνω όλα. Δεν τους ζήλεψα, όμως, ποτέ. Μου φτάνει που εγώ είμαι κυρίαρχη στο δικό μου «σπίτι», στην πίστα. Εκεί δεν μπορεί να με κοντράρει κανένας τους, μόνο εγώ κάνω κουμάντο. Ξέρεις τι σημαίνει να έρχεται στο μαγαζί ένας από τους σημαντικότερους πανεπιστημιακούς καθηγητές στην Ελλάδα, να γονατίζει μπροστά στα πόδια σου και να σε λούζει με πανέρια από γαρύφαλλα, επειδή του τραγούδησες το «Σ’ έχω κάνει Θεό!» μοναχά για την πάρτη του;
Την Αθήνα την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην πόλη. Μου άρεσε, ρε παιδί μου, αυτό το αλισβερίσι που είχε με τον κόσμο, που ήταν όλοι με όλα, που τίποτα δεν ήταν καλά οργανωμένο όπως συνέβαινε στη Γερμανία, που οι μορφωμένοι περπατούσαν δίπλα από τους τεχνίτες, που οι κυρίες που θα έρχονταν στη «Φαντασία» περνούσαν προηγουμένως με τα αυτοκίνητά τους από τις πιάτσες των τραβεστί στη Συγγρού και στην Καβάλας αργότερα. Κι όλα ήταν φυσιολογικά. Και με νοστιμιά. Από τότε αγάπησα και εγώ το original κι έλεγα «εγώ θα τραγουδώ για τον κόσμο, θα λέω απλά και λαϊκά τραγούδια, δεν με ενδιαφέρει το κουλτουριάρικο». Δεν το μετάνιωσα ποτέ...


Το τραγούδι ήταν πάντα η χαρά μου, η λύπη μου, η στεναχώρια μου, το μαράζι μου, το ντέρτι μου. Ξεκίνησα να τραγουδώ στη Λάρισα, 18 χρονών κοριτσάκι, στο «Mocambo». Σπουδαίο μαγαζί! Μετά, επειδή έκανα σουξέ, μου έκαναν πρόταση, ήρθα στην Αθήνα και άρχισα να τραγουδώ σε ένα μαγαζί κοντά στο Φλοίσβο, το «Χίλια φώτα». Πρώτο όνομα εκεί ήταν η Ρίτα Σακελλαρίου, μετέπειτα πεθερά μου. Κάποιοι άντρες που έρχονταν στο μαγαζί, με παρεξηγούσαν. Το δικαιολογώ όμως, γιατί λειτουργούσαν κάπως διαφορετικά τα πράγματα στη διασκέδαση τότε-και όχι μόνο στην Αθήνα. Κανά δυο που θεώρησαν ότι εκεί δεν ήμουνα για να τραγουδάω αλλά για να κάνω κονσομασιόν, με το που άπλωναν το δάχτυλό τους για να μου πιάσουν το πόδι, τους έδινα μία με το χέρι μου και τους άφηνα σύξυλους. Τραγουδίστρια ήμουν και πήγαινα για να βγάλω το μεροκάματο ώστε να ζήσω εγώ και η οικογένειά μου-δεν ήμουνα καμιά πουτάνα.

Όταν γνωρίστηκα με τη Ρίτα, εκείνη τότε ήταν «η μεγάλη φίρμα», το πρώτο όνομα. Ενώ με τον κόσμο ήταν πολύ φιλική, μαζί μου, από την αρχή της γνωριμίας μας, ήταν απόμακρη. Και αυτό συνεχίστηκε και μετά το γάμο μου με το γιο της, με τον οποίο μείναμε παντρεμένοι 14 χρόνια. Δεν με συμπαθούσε η Ρίτα. Και μου το έδειχνε. Υπήρχε αντιζηλία, ανταγωνισμός και αντιπάθεια μεγάλη-και μέχρι σήμερα δεν κατάλαβα ποτέ το λόγο. Κάποιοι μάλιστα θεωρούσαν ότι επειδή ήμουνα «η νύφη της Σακελλαρίου» θα εκτοξευόταν και η καριέρα μου. Δεν έγιναν, όμως, έτσι τα πράγματα κι ούτε είχα ποτέ μου τέτοιο σκοπό-δεν θα το καταδεχόμουν άλλωστε. Για πολλά χρόνια, λοιπόν, ήτανε συνεχώς στάσιμη η καριέρα μου. Μέχρι που χώρισα.

Ό,τι τραγούδησα το έχω ζήσει. Έχω φάει πολύ ξύλο από δύο άντρες που ήμουνα μαζί τους, υπήρξα τρίτο πρόσωπο σε σχέση, έρχονταν έξω από το σπίτι μου και μου έκανα σκηνές, με απειλούσαν άλλοι ότι θα αυτοκτονούσαν αν δεν έμενα μαζί τους, κάποιοι με παρακαλούσαν να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε επειδή ήμουνα περιποιητική, είχα και σχέση με παντρεμένο. Αυτό το τελευταίο ήταν το πιο βασανιστικό απ όλα. Χειρότερο και από το ξύλο που μου έδιναν κάποιοι και που, αναγκαστικά, μ’ έκαναν να βγαίνω στην πίστα με ματωμένα τα πόδια μου-ένα κουρέλι, ένα σκυθρωπό αγέλαστο κορίτσι. Ξέρεις τι σημαίνει να είναι Χριστούγεννα, να μπαίνει ο νέος χρόνος ή να είναι Κυριακή του Πάσχα και να κρεμιέσαι πάνω από το τηλέφωνο μπας και βρει χρόνο να απομακρυνθεί από τη γυναίκα του για να σου μιλήσει; Ξέρεις τι σημαίνει να σου λέει «θα χωρίσω, στο υπόσχομαι, εσένα θέλω και αγαπώ, δεν τη θέλω τη γυναίκα μου, δώσε μου λίγο χρόνο να το τακτοποιήσω», να περνάει ο καιρός και να καταλαβαίνεις ότι σε κοροϊδεύει; Και το χειρότερο, να συναντιέσαι τυχαία με τη γυναίκα του στο σουπερμάρκετ και να σου λέει «συγνώμη, κυρία Στανίση, γνωρίζετε τον άντρα μου; Όλο για σας μιλάει στο σπίτι!». Α πα πα, μακριά από μένα αυτά! Λάθη, μεγάλα λάθη. Γι’ αυτό είμαι μόνη μου 4 χρόνια-δεν αντέχω πάλι τα ίδια, δεν το σηκώνει ο οργανισμός μου πια, τα ‘χω χορτάσει τα πάθη και τους βασανισμένους έρωτες.

Μου χουν τύχει όλα, αλλά στο θάνατο δεν έχω φτάσει ποτέ για κάποιον άντρα-αν και «σκοτώνεσαι» κάθε μέρα στον έρωτα, το ίδιο είναι. Όλο έτσι λέω βέβαια αλλά, όταν χτυπάει η καρδιά, ποτέ δεν σε ρωτάει «είναι δεσμευμένος;», «έχει παιδιά;», «είναι 15 χρόνια μικρότερός σου;», «σε απατάει;», «πάει και με άντρες;». Ο έρωτας είναι σύγκρουση μετωπική-το θέμα είναι να βγεις ζωντανή απ το δυστύχημα. Άντε, με κανά δυο γρατζουνιές και λίγα τσιρότα.

Το «Μυστικέ μου έρωτα» ξεκίνησα να το τραγουδώ στις Τζιτζιφιές, στο μαγαζί του Κώστα του Καρουσάκη. Όταν το «χτύπησα» σε δίσκο, γινόταν χλαπαταγή: Έφευγαν τραπέζια στην πίστα, πιάτα προσγειώνονταν στο κεφάλι και στα πόδια μου, τα φορέματά μου άλλαζαν χρώμα και γίνονταν κόκκινα απ τα γαρύφαλλα που με έλουζαν, σχηματίζονταν ουρές στην πόρτα του καμαρινιού μου για να με δει ο κόσμος και να τους δώσω αυτόγραφο. Τα πόδια μου έχουν ακόμη σημάδια από τα πιάτα που με μάτωσαν, χαρακιές βαθιές και μεγάλες. Τότε τα πιάτα ήταν πολύ καλά: Σπίθα πεταγότανε και σου έκοβε φλέβα. Μία φορά κατέληξα και στο Πρώτων βοηθειών από ένα πιάτο που χτύπησε τη φλέβα μου. Παρόλα αυτά, ωραίες εποχές! Δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά. Κρίμα που δεν θα τις ζήσει η σημερινή νεολαία.  

Αγαπώ πολύ τη ζωή μου, έτσι όπως έχει γίνει σήμερα. Είναι πιο ήρεμη, πιο χαλαρή, πιο φυσιολογική, πιο «κανονική». Μέσα στο σπίτι μου, είμαι μία γυναίκα σαν όλες τις άλλες. Μένω στη Γλυφάδα, ξυπνάω το πρωί και κάνω περαντζαδα στη Βουλιαγμένης, μετά θα μαζέψω λίγο το σπίτι, το μεσημέρι θα φτιάξω φαγητό-κοκκινιστό, παστίτσιο, κεφτεδάκια με σαλτσούλα και ζαρζαβατικά, ωραίες μακαρονάδες-, ύστερα θα διαβάσω χωρία από το Ευαγγέλιο, Βίους Αγίων και Ιερά Σύνοψη, και το απογευματάκι κάνω ταβανοθεραπεία. Μου κάνει καλό αυτό. Είναι σαν μια γλυκιά μελαγχολία. Σκέφτεσαι αυτά που χεις βιώσει, εκείνα που σε πείραξαν, τα λάθη σου, τα πάθη σου και τα σωστά σου. Καλύτερο και απ τον ψυχολόγο είναι. Όλα είναι γραμμένα, άλλωστε-κι ό,τι γράφεται δεν ξεγράφεται.

Στο σπίτι μου δεν ακούω μουσική. Κάποιες φορές που θα την επιθυμήσω, μπορεί να βάλω λίγη κλασική μουσική που με ηρεμεί ή ψαλμωδίες της εκκλησίας. Τελευταία κόλλησα με τον Vivaldi-οι «τέσσερις εποχές» του είναι ένα αριστούργημα. Καμιά φορά που πάω στο «Μέγαρο», οι κυρίες εκεί με κοιτάνε παράξενα. Μάλλον σκέφτονται «τι γυρεύει αυτή εδώ;». Είναι βέβαια και κάποιες άλλες που, με το που με αντικρίζουν, έρχονται να μ’ αγκαλιάσουν, με φιλάνε και μου μιλάνε για τα σουξέ μου. Ωραίο είναι αυτό το ανακάτεμα του κόσμου».
Δημοσίευση στη "LifO" του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, τον Μάρτιο του 2013. Η λήψη των φωτογραφιών έγινε στο σπίτι της, στη Γλυφάδα.