28.10.13

ΕΛΕΝΑ ΑΚΡΙΤΑ: "ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΛΟΓΟΔΟΤΩ ΣΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ"


Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής  δημοσιογραφίας, η κόρη του Κύπριου λογοτέχνη και υπουργού Λουκή Ακρίτα από τη Μόρφου, επιλέγει το «Life» -σε μία από τις σπάνιες πια φωτογραφήσεις και συνεντεύξεις της- για να καταθέσει το μοναδικό και πολύτιμο αποτύπωμα του κοφτερού και καίριου μυαλού της σε λόγο.

Μεγάλωσα στη λεωφόρο Λουκή Ακρίτα- την οδό που συνδέει τη γέφυρα του Πεδιαίου, απέναντι από το Δημοτικό Κήπο της Λευκωσίας, με τον Άγιο Δομέτιο. Στο σπίτι όπου εργαζόταν η μάνα μου ως οικιακή βοηθός -εκείνο της οικογένειας Μελεάγρου, στην οδό Μεσολογγίου-, πήγαινα μετά το τέλος άλλης μίας σχολικής μέρας στο δημοτικό σχολείο του Αγίου Ανδρέα, για να με βοηθήσει στα διαβάσματά μου η γιαγιά μου (εκείνη που η ζωή επέλεξε να μου μεταγγίσει σε αίμα, αντί των βιολογικών), η Ευρού Χατζηδημητρίου. Γύρω στα 8 μου μόλις χρόνια, για να με κρατάει ήσυχο στη φασαρία των μεσημεριών που τα τζιτζίκια σκάνε τραγουδώντας και οι ηλικιωμένοι πέφτουν σε ραστώνη, είχε τραβήξει ένα μυθιστόρημα, το μεγαλύτερο που είχαν δει μέχρι τότε τα παιδικά μου μάτια, από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του υπογείου- ήταν «Ο κάμπος». «Το έγραψε ο αδελφός μου», μου είχε πει. «Ζούσε στην Αθήνα, ήταν υπουργός Παιδείας εκεί και πέθανε νέος, στα 56 του χρόνια. Η κόρη του, ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια -πολύ όμορφο- εδώ, κοντά μας, περνούσε τα καλοκαίρια της». Είχε συγκινηθεί πολύ- θυμάμαι ακόμη πολύ καθαρά τα μάτια της να γεμίζουν στάλες. Αν και με μεγάλες δυσκολίες, το διάβασα. Δέκα χρόνια πιο νωρίς από την ηλικία που άντεξε να το διαβάσει η κόρη του, κάποια χρόνια πριν. Κι ύστερα διάβασα τον «Νέο με καλάς συστάσεις», τους «Αρματωμένους», τους «Ομήρους». Έτσι όπως τα γράφω αυτά, τα αφηγήθηκα και στην ίδια την Έλενα όταν συναντηθήκαμε γι’ αυτή τη συνέντευξη που αποφάσισε -όχι χωρίς κόπο- να δώσει στο «Life». Είχε γουρλώσει τα μάτια της και με κοίταζε. «Γιατί δεν μου τα ’χες πει ποτέ αυτά μέχρι σήμερα;». Κι ήταν σαν να γνωριζόμασταν ξανά από την αρχή, αν και είχαμε μιλήσει αρκετές φορές μέχρι τότε (κυρίως για να εισπράξω τα «όχι» της, αφού επιλέγει να είναι εξαιρετικά σπάνια στις συνεντεύξεις που θέλει να δίνει πια στα media). Κι ύστερα μου μίλησε για τις γεύσεις του φαγητού που διατηρεί ακόμα στη μνήμη του ουρανίσκου της, των κεφτέδων και των τηγανητών πατατών με κέτσαπ που ζητούσε, κάθε μεσημέρι, να της φτιάχνει η μάνα μου για να φάει, όταν η οικογένεια των θείων της ξεκουραζόταν, αφού -όπως της εκμυστηρευόταν, κρατώντας με λαιμαργία το πιρούνι με τα δαχτυλάκια της- κάτι της θύμιζαν από την Αθήνα, από το σπίτι της και τον μπαμπά της. Κάτι ταυτόχρονα κοινό, σπάνιο, πικρό και γλυκό- κάτι πολύ δικό της. - See more at: http://elita.philenews.com/el-gr/people-sunantisis/1478/11818/elena-akrita-panta-tha-logodoto-ston-bampa-mou#sthash.YzmOphq3.dpuf
Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής  δημοσιογραφίας, η κόρη του Κύπριου λογοτέχνη και υπουργού Λουκή Ακρίτα από τη Μόρφου, επιλέγει το «Life» -σε μία από τις σπάνιες πια φωτογραφήσεις και συνεντεύξεις της- για να καταθέσει το μοναδικό και πολύτιμο αποτύπωμα του κοφτερού και καίριου μυαλού της σε λόγο.

Μεγάλωσα στη λεωφόρο Λουκή Ακρίτα- την οδό που συνδέει τη γέφυρα του Πεδιαίου, απέναντι από το Δημοτικό Κήπο της Λευκωσίας, με τον Άγιο Δομέτιο. Στο σπίτι όπου εργαζόταν η μάνα μου ως οικιακή βοηθός -εκείνο της οικογένειας Μελεάγρου, στην οδό Μεσολογγίου-, πήγαινα μετά το τέλος άλλης μίας σχολικής μέρας στο δημοτικό σχολείο του Αγίου Ανδρέα, για να με βοηθήσει στα διαβάσματά μου η γιαγιά μου (εκείνη που η ζωή επέλεξε να μου μεταγγίσει σε αίμα, αντί των βιολογικών), η Ευρού Χατζηδημητρίου. Γύρω στα 8 μου μόλις χρόνια, για να με κρατάει ήσυχο στη φασαρία των μεσημεριών που τα τζιτζίκια σκάνε τραγουδώντας και οι ηλικιωμένοι πέφτουν σε ραστώνη, είχε τραβήξει ένα μυθιστόρημα, το μεγαλύτερο που είχαν δει μέχρι τότε τα παιδικά μου μάτια, από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του υπογείου- ήταν «Ο κάμπος». «Το έγραψε ο αδελφός μου», μου είχε πει. «Ζούσε στην Αθήνα, ήταν υπουργός Παιδείας εκεί και πέθανε νέος, στα 56 του χρόνια. Η κόρη του, ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια -πολύ όμορφο- εδώ, κοντά μας, περνούσε τα καλοκαίρια της». Είχε συγκινηθεί πολύ- θυμάμαι ακόμη πολύ καθαρά τα μάτια της να γεμίζουν στάλες. Αν και με μεγάλες δυσκολίες, το διάβασα. Δέκα χρόνια πιο νωρίς από την ηλικία που άντεξε να το διαβάσει η κόρη του, κάποια χρόνια πριν. Κι ύστερα διάβασα τον «Νέο με καλάς συστάσεις», τους «Αρματωμένους», τους «Ομήρους». Έτσι όπως τα γράφω αυτά, τα αφηγήθηκα και στην ίδια την Έλενα όταν συναντηθήκαμε γι’ αυτή τη συνέντευξη που αποφάσισε -όχι χωρίς κόπο- να δώσει στο «Life». Είχε γουρλώσει τα μάτια της και με κοίταζε. «Γιατί δεν μου τα ’χες πει ποτέ αυτά μέχρι σήμερα;». Κι ήταν σαν να γνωριζόμασταν ξανά από την αρχή, αν και είχαμε μιλήσει αρκετές φορές μέχρι τότε (κυρίως για να εισπράξω τα «όχι» της, αφού επιλέγει να είναι εξαιρετικά σπάνια στις συνεντεύξεις που θέλει να δίνει πια στα media). Κι ύστερα μου μίλησε για τις γεύσεις του φαγητού που διατηρεί ακόμα στη μνήμη του ουρανίσκου της, των κεφτέδων και των τηγανητών πατατών με κέτσαπ που ζητούσε, κάθε μεσημέρι, να της φτιάχνει η μάνα μου για να φάει, όταν η οικογένεια των θείων της ξεκουραζόταν, αφού -όπως της εκμυστηρευόταν, κρατώντας με λαιμαργία το πιρούνι με τα δαχτυλάκια της- κάτι της θύμιζαν από την Αθήνα, από το σπίτι της και τον μπαμπά της. Κάτι ταυτόχρονα κοινό, σπάνιο, πικρό και γλυκό- κάτι πολύ δικό της. - See more at: http://elita.philenews.com/el-gr/people-sunantisis/1478/11818/elena-akrita-panta-tha-logodoto-ston-bampa-mou#sthash.YzmOphq3.dpuf

Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής  δημοσιογραφίας, σε μία από τις σπάνιες φωτογραφήσεις και συνεντεύξεις της, καταθέτει το μοναδικό, πολύτιμο αποτύπωμα του κοφτερού και καίριου μυαλού της σε λόγο. 
Μεγάλωσα στη λεωφόρο Λουκή Ακρίτα- την οδό που συνδέει τη γέφυρα του Πεδιαίου, απέναντι από το Δημοτικό Κήπο της Λευκωσίας, με τον Άγιο Δομέτιο. Στο σπίτι όπου εργαζόταν η μάνα μου ως οικιακή βοηθός -εκείνο της οικογένειας Μελεάγρου, στην οδό Μεσολογγίου-, πήγαινα μετά το τέλος άλλης μίας σχολικής μέρας στο δημοτικό σχολείο του Αγίου Ανδρέα, για να με βοηθήσει στα διαβάσματά μου η γιαγιά μου (εκείνη που η ζωή επέλεξε να μου μεταγγίσει σε αίμα, αντί των βιολογικών), η Ευρού Χατζηδημητρίου. Γύρω στα 8 μου μόλις χρόνια, για να με κρατάει ήσυχο στη φασαρία των μεσημεριών που τα τζιτζίκια σκάνε τραγουδώντας και οι ηλικιωμένοι πέφτουν σε ραστώνη, είχε τραβήξει ένα μυθιστόρημα, το μεγαλύτερο που είχαν δει μέχρι τότε τα παιδικά μου μάτια, από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του υπογείου- ήταν «Ο κάμπος». «Το έγραψε ο αδελφός μου», μου είχε πει. «Ζούσε στην Αθήνα, ήταν υπουργός Παιδείας εκεί και πέθανε νέος, στα 56 του χρόνια. Η κόρη του, ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια -πολύ όμορφο- εδώ, κοντά μας, περνούσε τα καλοκαίρια της». Είχε συγκινηθεί πολύ- θυμάμαι ακόμη πολύ καθαρά τα μάτια της να γεμίζουν στάλες. Αν και με μεγάλες δυσκολίες, το διάβασα. Δέκα χρόνια πιο νωρίς από την ηλικία που άντεξε να το διαβάσει η κόρη του, κάποια χρόνια πριν. Κι ύστερα διάβασα τον «Νέο με καλάς συστάσεις», τους «Αρματωμένους», τους «Ομήρους». Έτσι όπως τα γράφω αυτά, τα αφηγήθηκα και στην ίδια την Έλενα όταν συναντηθήκαμε γι’ αυτή τη συνέντευξη που αποφάσισε -όχι χωρίς κόπο- να δώσει στο «Life». Είχε γουρλώσει τα μάτια της και με κοίταζε. «Γιατί δεν μου τα ’χες πει ποτέ αυτά μέχρι σήμερα;». Κι ήταν σαν να γνωριζόμασταν ξανά από την αρχή, αν και είχαμε μιλήσει αρκετές φορές μέχρι τότε (κυρίως για να εισπράξω τα «όχι» της, αφού επιλέγει να είναι εξαιρετικά σπάνια στις συνεντεύξεις που θέλει να δίνει πια στα media). Κι ύστερα μου μίλησε για τις γεύσεις του φαγητού που διατηρεί ακόμα στη μνήμη του ουρανίσκου της, των κεφτέδων και των τηγανητών πατατών με κέτσαπ που ζητούσε, κάθε μεσημέρι, να της φτιάχνει η μάνα μου για να φάει, όταν η οικογένεια των θείων της ξεκουραζόταν, αφού -όπως της εκμυστηρευόταν, κρατώντας με λαιμαργία το πιρούνι με τα δαχτυλάκια της- κάτι της θύμιζαν από την Αθήνα, από το σπίτι της και τον μπαμπά της. Κάτι ταυτόχρονα κοινό, σπάνιο, πικρό και γλυκό- κάτι πολύ δικό της. 
-Είναι «αμαρτωλό» το τελευταίο σας βιβλίο, «το μήλο βγήκε απ’ τον παράδεισο»; 
-Υπάρχουν ορισμένοι θρησκόληπτοι ή κάποιοι που ανήκουν σε παραθρησκευτικές οργανώσεις οι οποίοι προφανώς το θεωρούν «αμαρτωλό», «αιρετικό» ή οτιδήποτε άλλο, επειδή αντιμετωπίζει με χιούμορ τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης. Για παράδειγμα, ο Κάιν λέει στη μαμά του «μαμά, πάω να σκοτώσω τον αδελφό μου» και η μητέρα του τού απαντά «μπουφάν να πάρεις, παιδί μου!». Αν αυτό κάποιοι το αντιμετωπίζουν ως βλάσφημο, λυπάμαι που θα το πω έτσι, αλλά δεν είναι δικό μου το πρόβλημα. Αυτό που μπορεί να με σοκάρει είναι ότι σε μία εποχή που η ελληνική κοινωνία σαφώς συντηριτικοποιείται, το να ακούω και να διαβάζω απειλητικά και υβριστικά μηνύματα που λένε «θα κάψουμε το βιβλίο σου, δεν έχουμε πετρέλαιο και θα ζεσταθούμε», εμένα με τρομάζει. Και μόνο η σκέψη του να κάψεις ένα βιβλίο με συγκλονίζει, με ταράζει, θεωρώ ότι αυτό είναι ένας άκρατος φασισμός. Παρόλα αυτά, δεν ιδρώνει το αφτί του κόσμου και των αναγνωστών. Και ευτυχώς. Εδώ θέλω να διευκρινίσω ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης δεν έχει καμία σχέση με το Θεό της Καινής Διαθήκης, που είναι γεμάτος μεγαλοθυμία και αγάπη. Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ένας εκδικητικός και σκληρός Θεός. Από εκεί και πέρα, αν κάποιοι θεωρούν ότι η γυναίκα του Λωτ έγινε αλάτι, ο Μωυσής σήκωνε τα χέρια του και άνοιγαν οι θάλασσες, ή ότι ο Ιωνάς πέρασε ένα μαγευτικό τριήμερο μέσα στην κοιλιά μιας φάλαινας, ε, ας το κοιτάξουν! Λυπάμαι, εγώ όλα αυτά τα βρίσκω πάρα πολύ αστεία, οι αναγνώστες μου που έκαναν το βιβλίο best seller τα βρίσκουν επίσης αστεία και αυτή την αστεία πλευρά θέλω να αποδώσω με το βιβλίο μου.