18.8.09

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΧΡΑΚΗΣ: Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ




























Μερικοί άνθρωποι δεν συνηθίζουν να φιλοσοφούν τη ζωή, την υπολογίζουν και την εκτιμούν μέσα από τις πολύ ακραίες της εκφάνσεις, μέσα από βέβαιους (για τους περισσότερους, τους «λογικούς» από εμάς) κινδύνους. Ο Γιάννης Μπεχράκης (ένας από τους πιο γνωστούς φωτορεπόρτερ- πολεμικούς ανταποκριτές παγκοσμίως) μας εξηγεί πως είναι να ζεις τη ζωή σου σαν να είσαι- το επόμενο λεπτό- υποψήφιος «ήρωας».

Η εικόνα του Γιάννη στα γραφεία του Reuters στη Σταδίου, είναι «κανονική» - είναι η εικόνα ενός ανθρώπου με καθαρά πράσινα μάτια (που σε «σκανάρουν» από το πρώτο λεπτό, σαν ήχος απ' τα κλικ της μηχανής του), ο οποίος -πολύ εύκολα- θα μπορούσε να είναι υπάλληλος σε κάποιο γραφείο, να ζούσε από μία «απλή καθημερινή δουλειά», να γευμάτιζε κάθε μεσημέρι με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Υπάρχουν, όμως, δύο ράμματα στο πρόσωπό του (τα οποία δεν φαίνονται πολύ καλά με την πρώτη ματιά) που «προδίδουν» ότι ίσως κάτι και να του συνέβη. Κάτι κακό. Μπορεί «μια ατυχία», ένα απλό πέσιμο στο μέτωπο και στο πηγούνι. Πάντως -σίγουρα- όχι ένα ακόμη αποτέλεσμα πολέμου (κάποιος από τους δεκάδες που έχει καλύψει), ένας μεγάλος κίνδυνος που «πέρασε» στη φωτογραφική του μηχανή, ένα θαυματουργό άλμα πριν περάσει ξυστά και -παραλίγο- κόψει το νήμα της δικής του ζωής. Όχι ότι ο ίδιος τα θεωρεί όλα αυτά τα «χτυπήματα» σοβαρά. Το πιο πιθανόν να τα σκέφτεται σαν ένα ακόμη «περιστατικό» απ τη ρουτίνα του, σαν άλλο ένα επαγγελματικό συμβάν -μπορεί και εντελώς ανώδυνο- από τα δεκάδες που είχαν προηγηθεί. «Για να κάνεις μία τέτοια δουλειά πρέπει να το θέλει η ψυχή σου, αλλιώς υπάρχουν χιλιάδες άλλα πράγματα που μπορείς να κάνεις για να επιβιώσεις. Έχω μείνει ακόμη και τέσσερα 24ωρα άυπνος όταν πήγα για να καλύψω το δεύτερο πόλεμο στο Ιράκ, στη Σομαλία τρεφόμουν με γκρέιπφρουτ για 8 μέρες επειδή είχα αποκλειστεί από εμπόλεμες πλευρές και δεν είχα τί να φάω, στην έρημο του Ιράκ προσπαθούσα να κοιμηθώ κάτω από το τζιπ μου για μία εβδομάδα και σκεφτόμουν “τώρα θα με βρουν και θα με σκοτώσουν, όπου να ναι θα πεθάνω”, έκανα μέρες να μιλήσω με τους δικούς μου ανθρώπους, με τη γυναίκα μου και το παιδί μου, επειδή αυτό δεν ήταν εφικτό από τις τηλεπικοινωνίες. Δεν είναι αστεία πράγματα να καλύπτεις μία σύρραξη. Όταν ξεκίνησα αυτή τη δουλειά την έκανα γιατί με ενθουσίαζε η περιπέτεια, επειδή δεν ήθελα να φοράω κουστούμια, και γιατί δεν ήθελα να ξυπνώ πολύ πρωί. Το τελευταίο δεν το κατάφερα, αλλά -τουλάχιστον- υπήρξα τυχερός στα δύο πρώτα».


Μέχρι το 1987 ο Γιάννης εργαζόταν ως βοηθός φωτογράφου σε studio που επικεντρωνόταν σε καλλιτέχνες, μεγάλα αστέρια της εποχής: τον Νταλάρα, την Ελπίδα, την Αρβανίτη. Από τύχη πήγε να δουλέψει για 10 μέρες στο Reuters, ξεχώρισε, τον κάλεσαν ξανά και εν τέλει τον κράτησαν. Το 1988 προσλήφθηκε στο Reuters του Λονδίνου και τον επόμενο χρόνο -μετά από κάποιες ανακατατάξεις και μεταθέσεις συναδέλφων του- γύρισε στην Ελλάδα όπου ανέλαβε επικεφαλής του φωτογραφικού τμήματος στην Αθήνα. «Η εικόνα που μου άνοιξε τις πόρτες, αυτή για την οποία με εμπιστεύθηκαν αργότερα και είπαν “αυτός κάνει για μας” προερχόταν από τη Λιβύη. Εκεί έκανα το πρώτο μου ταξίδι ως πολεμικός ανταποκριτής του πρακτορείου, ύστερα βέβαια από -μεγάλη- δική μου επιμονή, διότι φυσικά -και λογικό- δεν είχαν κανένα λόγο να εμπιστευτούν έναν καινούργιο. Και μιλάμε για ένα οργανισμό με 400 φωτογράφους παγκόσμια! Πήγα. Οι άνθρωποι του Καντάφι μας είχαν αποκλεισμένους μέσα σε ένα ξενοδοχείο, προσπαθούσα να βγάλω φωτογραφίες από τα παράθυρα, τίποτα δεν γινόταν. Μέχρι που μία μέρα -εντελώς ξαφνικά- μπήκε μέσα στο lobby ο Καντάφι. Έπεσε σήμα, κατεβήκαμε όλοι οι φωτογράφοι, προσπαθούσαμε να τον προσεγγίσουμε, η ασφάλειά του μας απομάκρυνε συνεχώς, τόλμησα όμως και πήγα πολύ κοντά του, πάτησα τη μηχανή και τράβηξα τη φωτογραφία που, την επόμενη μέρα, αναδημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες όλου του κόσμου. Έρχονταν, θυμάμαι, φωτογράφοι από τους “New York Times”, την “Washington Post”, την “Guardian”- πολύ μεγαλύτεροι μου σε ηλικία, πολύ πιο έμπειροι, άνθρωποι που ντρεπόμουνα καν να τους μιλήσω - και μου έδιναν συγχαρητήρια γιατί η σε τόσο κοντινή απόσταση έκφραση του προσώπου του Καντάφι δεν είχε γίνει εικόνα ποτέ μέχρι τότε από κάποιον ξένο ανταποκριτή. Αυτό ήταν που μου άνοιξε αργότερα τις πόρτες».
Ο Γιάννης έχει ζήσει με τη μηχανή του όλες τις πολεμικές συρράξεις των τελευταίων ετών: Κροατία, Βοσνία, Κόσοβο, Τσετσενία, Λίβανο, Σομαλία, Αφγανιστάν, Ιράκ, Κουρδιστάν, Παλαιστίνη, Περσία, Κασμίρ - ένας μακρύς κατάλογος περιοχών που ούτε καν ο ίδιος θυμάται. Είναι παράξενο να μου μιλάει για τα γεγονότα χωρίς φόβο, χωρίς -έστω- την συνειδητοποίηση του, ότι, ναι, υπάρχει και η πιθανότητα να βρει και τον ίδιο μία σφαίρα στο κεφάλι όπως συνέβη με δεκάδες άλλους συναδέλφους του. Σαν κάτι «ατυχές». «Τον κίνδυνο της ζωής άργησα να τον καταλάβω. Μπορεί να ήταν ένα επαγγελματικό παιχνίδι μέχρι τότε, όλο αυτό που ζούσα, μία περιπέτεια από αυτές που βλέπουμε στα σινεμά τρώγοντας ποπ κορν. Αυτό συνέβη στη Σιέρα Λεόνε το 2000. Περνούσαμε με το τζιπ μέσα από τη ζούγκλα, πέσαμε σε ενέδρα από τους αντάρτες, ξεκίνησε μία καταιγίδα από σφαίρες και αντιαρματικά πάνω απ τα κεφάλια μας, και είπα στον οδηγό να πατήσει γκάζι για να ξεφύγουμε. Τον έπιασα από τον ώμο γιατί δεν μ' άκουγε. Νεκρός. Γυρνάω στο στρατιώτη που ήταν μαζί μου. Νεκρός κι αυτός. Νεκρός και ο άλλος που καθόταν δίπλα του. Άνοιξα την πόρτα και έτρεξα μέσα στη ζούγκλα. Έβαλα λάσπη στο πρόσωπο, κρύφτηκα, και περίμενα. Άκουγα θόρυβο, περνούσαν κάποιοι από μπροστά μου, άλλοι έτρεχαν, πυρά παντού, δεν ήξερα τι γινόταν, δεν έβλεπα. Όταν ησύχασαν τα πράγματα, πήρα τη μηχανή μου, περπάτησα κάποια χιλιόμετρα και ξαναβγήκα στο δρόμο. Έβαλα τη φωτογραφική μηχανή απέναντί μου, και ξεκίνησα να τραβώ φωτογραφίες τον εαυτό μου. Δεν το είχα ξανακάνει. Σαν ενθύμιο, σαν την ανάμνησή μου. Πατούσα τη μηχανή και με φωτογράφιζα. Ήμουν πεπεισμένος ότι κάποιος θα με σκότωνε και ήθελα να αφήσω μία εικόνα μου από τις τελευταίες μου ώρες, πίστευα ότι έκανα το τελευταίο μου ρεπορτάζ. Ήλπιζα κάποιος να βρει τη μηχανή και να την παραδώσει. Τελικά- σαν από θαύμα- γλίτωσα. Από τα 14 άτομα που ήμασταν στην αποστολή τελικά γλιτώσαμε μόνο οι τέσσερις. Κάποιοι ξεκίνησαν τότε να μου λένε ότι αυτό είναι σημάδι Θεού, ότι πρέπει να σταματήσω, να μείνω μόνο για κάποιες φωτογραφήσεις στην Αθήνα, κάποιες εκδηλώσεις που γίνονται και πρέπει να τις καλύπτει το πρακτορείο. Όπως βλέπεις συνεχίζω, αλλά πλέον είμαι πιο προσεκτικός, έχω μετριάσει τον παρορμητισμό μου, την παντελή έλλειψη συνειδητοποίησης του κινδύνου».
Πίσω από το γραφείο του βρίσκεται η φωτογραφία ενός σκοτωμένου -σε αποστολή- συναδέλφου του, δύο τρεις από πολέμους, και μία στο πλάι -η μεγαλύτερη- με τη γυναίκα και την κόρη του. Την 10 μηνών Ρεβέκα του. «Οι καλύτερες φωτογραφίες που έχω βγάλει δεν είναι αυτές των πολέμων, είναι όλες της κόρης μου, και ειδικά εκείνες του μαιευτηρίου μόλις γεννήθηκε. Μάλλον τότε ήταν και η πρώτη φορά που κανόνισα με τέτοιο τρόπο τη δουλειά ώστε να είμαι παρών στη γέννηση, αφού όταν γεννήθηκε ο μεγάλος μου γιος εγώ βρισκόμουν σε κάποια σύρραξη -δεν μπορούσε κανείς να με ενημερώσει- και τελικά το έμαθα τρεις μέρες μετά. Η γυναίκα μου έχει αγωνία -και είναι λογικό- αλλά όταν παντρευτήκαμε γνώριζε τι άνθρωπο παντρεύτηκε, ήξερε την τρέλα μου. Η μάνα μου τα ξέρει γενικότερα τα πράγματα: Ότι κάπου είμαι, κάτι κάνω, αλλά προσέχω. Δεν χρειάζεται να μάθει λεπτομέρειες».
Αισθάνεται άβολα όταν του λέω ότι υπάρχουν δεκάδες νέοι φωτογράφοι που τον έχουν ως πρότυπο, ότι κάποιος πιτσιρικάς φοιτητής σε σχολή φωτογραφίας, ήθελε να του τον γνωρίσω, ότι είναι ο μοναδικός Έλληνας φωτογράφος που του απονεμήθηκε από το Overseas press club of America το βραβείο για το καλύτερο ξένο ρεπορτάζ στην Αμερική (το πιο σημαντικό βραβείο για ξένους ανταποκριτές στις Η.Π.Α), με πολλά άλλα διεθνή βραβεία πολεμικών ανταποκριτών, με τον τίτλο του φωτορεπόρτερ της χρονιάς 7 φορές, με δεκάδες άλλα που ξεσήκωσα από το βιογραφικό που έχει στο site του -www.fotoartmagazine.net- (γιατί ο ίδιος, μου λέει, δεν θυμάται τίποτε από όλα αυτά). «Μερικές φορές αισθάνομαι τύψεις. Όχι τη στιγμή που τραβάω μία φωτογραφία, εκείνη την ώρα δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μετά, όταν περάσει κάποια ώρα, ηρεμήσω, και καταλάβω τι “είδα”. Αυτό το αισθάνθηκα στο Κόσοβο όταν φωτογράφησα μία οικογένεια με τα μέλη της πεθαμένα. Η συγκεκριμένη φωτογραφία έκανε το γύρο του κόσμου, δημοσιεύτηκε σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες, βραβεύτηκε, αλλά εμένα αυτό δεν μου λέει κάτι. Δεν ήξερα αν η έκφραση ενός πεθαμένου παιδιού χρησιμεύει σε κάτι, αν έχει κάποιο λόγο δημοσίευσης της, να τη δουν όλοι, όλος ο πλανήτης. Με τον καιρό, όμως, κατάλαβα ότι αυτή -η οποιαδήποτε τέτοια εικόνα- είναι το πιο δυνατό όπλο, δυνατότερο από οτιδήποτε άλλο, από οποιαδήποτε “κενή”, απελπισμένη ή βαρύγδουπη πολιτική δήλωση. Μόνο αυτή η εικόνα μπορεί να αφυπνίσει συνειδήσεις, να ξυπνήσει τα κοιμισμένα μας μυαλά, να θέσει σε εγρήγορση τον απλό καθημερινό κόσμο που απλά κάθεται στο σπίτι του και διαβάζει μία εφημερίδα. Αυτές οι εικόνες είναι σκληρές -το ξέρω- αλλά έτσι είναι και η ζωή: σκληρή».
Η τηλεόραση απέναντί του είναι συντονισμένη στο BBC, μεταδίδεται και πάλι κάτι για το Ιράκ, κάτι για την Μπεναζίρ Μπούτο και τη δολοφονική επίθεση εναντίον της, ότι -μάλλον- κινδυνεύει ξανά από την αντιπολίτευση, παρασύρεται για λίγο, παρακολουθεί, βλέπει μετά τις φωτογραφίες της κόρης του, με ξανακοιτάει. «Η ζωή είναι πολύ όμορφη. Πολύ! Όταν ερχόμουν από τις αποστολές πίσω στην Αθήνα, μου φαινόταν σχεδόν σουρεαλιστικό να έχω γλιτώσει από τις οβίδες και να φοβάμαι να κυκλοφορήσω με τη μηχανή μου χωρίς κράνος επειδή αυτό είναι επικίνδυνο. Μπορεί να ακούγεται και σαν ανέκδοτο. Μαθαίνεις, όμως, να προσαρμόζεσαι. Αν είναι κάτι που κατάλαβα όλα αυτά τα χρόνια απ' αυτή η δουλειά, είναι το ότι έμαθα να εκτιμώ τα απλά πράγματα. Ότι το νερό της βρύσης που τρέχει δεν είναι δεδομένο, ούτε το ηλεκτρικό, ούτε η θέρμανση του Χειμώνα. Ότι δεν μπορείς να απαιτείς να πάρεις τα ακριβά παπούτσια ή ότι αυτά σε στενεύουν λιγάκι στο δάχτυλο όταν ο άλλος -λίγα χιλιόμετρα μακριά- δεν έχει πόδια. Η γη είναι μία σταλιά. Μία τόση δα επιφάνεια. Δίπλα οι άνθρωποι υποφέρουν, πονούν, ουρλιάζουν, τα βλέπουν όλα μαύρα. Δεν γίνεται να έχεις απαιτήσεις μεγαλύτερες στη ζωή, πέραν από την επιβίωση, πέραν από το ότι υπάρχεις. Γιατί η ζωή, η αναπνοή σου, δεν είναι βέβαιη. Ούτε καν για το επόμενο λεπτό».

Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Δεκέμβριο του 2007.