15.8.09

ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ "ΗΛΙΟΣ": ΡΕΠΟΡΤΑΖ, ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ











Τολεξιλόγιο του αποχαιρετισμού είναι πάντοτε πενιχρό. Τα μάτια της Μάρως, το βλέμμα του Γιώργου, η νευρικότητα στα χέρια του Πέτρου, ο σπαραγμός του Μιχάλη… Όλοι συγγενείς. Όλοι είμαστε συγγενείς. Για ποια ανάλυση, ποια αίτια, και ποιες έρευνες να τους πούμε; Μπροστά τους οι ζωντανοί, θυμίζουν ξόανα....«Μυρίσου… Σαν να μην έχουν φύγει. Σαν να είναι εδώ ακόμη τα παιδιά. Είναι εδώ το άρωμα τους.». «Εγώ τους πήγα στο αεροδρόμιο. Οκτώ παρά πέντε το πρωί της Κυριακής τους αποχαιρέτησα, και μπήκα στο αυτοκίνητο να γυρίσω στη Λευκωσία. Γύρω στη μία άκουσα από το ραδιόφωνο την είδηση. Δεν ήθελα να πιστέψω τίποτα, τα έχασα.». «…Τώρα παίζεις με τους αγγέλους ψηλά στον ουρανό. Κρίμα που δεν θα ξαναδώ την υπέροχη φατσούλα σου να τριγυρίζεις με το ποδήλατο σου εδώ. Όμως ξέρω πως εκεί ψηλά θα κάνεις ποδήλατο με τον φύλακα άγγελο σου…»
"Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να είσαι μάνα και να θάβεις το παιδί σου".
Ο κ. Πέτρος και η κ. Μάρω Λάππα κάθονται εδώ και δέκα λεπτά μπροστά μου χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν λέξη, τι να πουν άλλωστε για το κακό που τους βρήκε; Το σπίτι είναι ασφυχτικά γεμάτο, συγγενείς πάνε κι έρχονται, φίλοι της Χριστιάνας και του Γιώργου έρχονται να πουν δυο τρεις κουβέντες στους γονείς, ένα «Ήταν η καλύτερη φίλη που θα μπορούσα να έχω η Χριστιάνα», «Δεν μπορώ από την Κυριακή να κλείσω μάτι», «Πρέπει να φανείτε δυνατοί…». Στο τελευταίο, η κ. Μάρω κοιτάει στο κενό ακριβώς μπροστά από τη φωτογραφία του ζεύγους-Χριστιάνας και Γιώργου- και ζητάει από την αδελφή της άλλα δύο postant, μήπως και ηρεμήσει, μήπως και ξεχαστεί, μήπως πέσει στην νιρβάνα των ειδικών χαπιών που της συνέστησαν οι γιατροί και καταφέρει να δει ξανά στο μέλλον. «Ποιο μέλλον;» μου λέει μετά. «Δεν υπάρχει κανένα μέλλον, μόνο παρελθόν, μόνο χτες, μόνο πόνος.». Τους ζητάω να προχωρήσουμε στο σαλόνι, να μιλήσουμε για πέντε λεπτά, είκοσι, είκοσιπέντε, όσο αντέξουν, όσο αντέχει η μνήμη τους να εκφράζει με λόγια το θρήνο. Με ακολουθούν σιωπηλοί. Ο κ. Πέτρος παρακαλεί κάποιους συγγενείς να μας αφήσουν λίγο μόνους. «Κάτι να σας κεράσουμε, ένα καφέ, μια λεμονάδα σπιτική; Τι θέλετε;» Ζητάω καφέ. Για τη μνήμη της Χριστιάνας τους. Η κ. Μάρω ακουμπάει το κεφάλι στην πολυθρόνα και προσπαθεί – με όση δύναμη της έχει απομείνει – να συντάξει τις λέξεις. «Πρέπει να σου πω κατ’ αρχήν ότι πιστεύω πάρα πολύ στην δικαιοσύνη. Δεν πιστεύω πως δεν θα υπάρχει δικαιοσύνη. Όλοι όσοι ήρθαν στην κηδεία χτες με διαβεβαίωσαν ότι το δίκαιο θα λάμψει». «Ζητήσαμε από τον κόσμο να μην φέρει στεφάνια αλλά να κάνει εισφορές για τα ορφανά του δυστυχήματος…» συνεχίζει ο κ. Πέτρος. Σημειώνω τον αριθμό λογαριασμού: 2003989-1-ΣΠΕ Γερίου. «Ξέρεις τι σημαίνει να χάνει ένα ανήλικο μωρό τη μάνα του και τον πατέρα του, όπως έγινε για παράδειγμα στο Παραλίμνι; Να μην έχει στήριξη από κανένα; Παρακαλούμε όλο τον κόσμο και την κυβέρνηση να βοηθήσουν αυτά τα μωρά». Δυο τρεις συγγενείς που μόλις έχουν μπει, πλησιάζουν την κ. Μάρω, της λένε λίγες κουβέντες και απομακρύνονται έξω στη βεράντα του σπιτιού στην ζεστή Αυγουστιάτική νύχτα της Λευκωσίας. «Η Χριστιάνα μου ήταν νηπιαγωγός γιέ μου», μου λέει στην πρώτη γουλιά του καφέ που μόλις ήρθε. «Μαζί με τον άντρα της έκανε όνειρα για το μέλλον. Τώρα αντί να ετοιμαζόμαστε να τους παντρέψουμε, τους θάψαμε. Ήταν τόσο ταιριαστοί, τόσο αγαπημένοι με το Γιώργο. Από την πρώτη στιγμή που ακούσαμε για το δυστύχημα την Κυριακή, καταλάβαμε ότι ήταν μέσα. Ο Πέτρος το ήξερε πολύ πιο πριν αλλά δεν τολμούσε να το πει, δεν μπορούσε ίσως να το πιστέψει ακόμα και ο ίδιος. Ακόμα και εγώ τώρα που σου μιλώ, δεν το πιστεύω αυτό που έγινε, νομίζω πως από στιγμή σε στιγμή θα ανοίξει η πόρτα και θα μπουν μαζί αγκαλιά στο σπίτι όπως γινόταν πάντα. Θα με ρωτήσουν πως είμαι, πως είναι ο πατέρας, που είναι, τι φαγητό υπάρχει, αν θέλω καμιά βοήθεια…» Σταματάει για λίγο. Σκύβω το κεφάλι στα χαρτιά μου και κάνω – ψέματα – πως σημειώνω κάτι, πως κάτι ίσως μου έχει ξεφύγει και πρέπει να το γράψω. Η κ. Μάρω κοιτάει ψηλά το ταβάνι, έχει απλώσει τα χέρια της στην πολυθρόνα και – φαίνεται – είναι ένα ράκος, είναι νεκρή κι ας μου μιλάει. Ο κ. Πέτρος πιο ψύχραιμος, προσπαθεί να ισορροπήσει την κατάσταση, προσπαθεί να ’ναι δυνατός, να μην καταρρεύσουν και οι δύο. Μου μιλάει για ευθύνες που πρέπει να αποδοθούν, να μην υπάρξει ποτέ κάτι παρόμοιο στο μέλλον. Να πληρώσουν όλοι όσοι ευθύνονται, να μην μείνει κανένας ατιμώρητος. Για τη Χριστιάνα, για το Γιώργο, για τους 121 ανθρώπους που χάθηκαν σε μια στιγμή, σε ένα λεπτό που ο ήλιος της ζωής τους σκοτείνιασε. Η κ. Μάρω σηκώνει και πάλι το κεφάλι, μόλις της έδωσαν κάποια ηρεμιστικά κι ένα ποτήρι νερό, και μου δείχνει τη φωτογραφία στο σαλόνι. «Αυτή μπορείτε να τη φωτογραφίσετε για να τη δημοσιεύσετε. Εδώ είναι και η επιστολή που μας έστειλε ο πρόεδρος με τα συλλυπητήρια του, πάρτε την κι αυτή, είναι για μας η απόδειξη του δικαίου που – δεν μπορεί – παρά να έρθει σύντομα. Βάζει το χέρι της στο μέτωπο, λέει δυο τρεις κουβέντες μέσα από τα χείλη, ψηλαφίζει την πολυθρόνα σαν να ναι ’σώμα, σαν να ’ναι κάτι ζωντανό που θα της απαντήσει και προσπαθεί να σηκωθεί. Σηκώνομαι και τη βοηθάω. Την κρατάω από το χέρι. «Ήρθαν και άλλοι συνάδερφοι σου. Άλλους τους δέχτηκα, άλλους όχι, καταλαβαίνεις, είναι το πώς θα είμαι τη συγκεκριμένη ώρα, αν είμαι σε θέση….». «Καταλαβαίνω απόλυτα», της λέω. Με κοιτάει για πρώτη φορά στα μάτια και συνεχίζει. «θα σε πάω στο δωμάτιο της Χριστιάνας και του Γιώργου να στο δείξω, δεν θέλω όμως φωνογραφίες εκεί. Αντιλαμβάνεσαι….». Της το υποσχέθηκα...Την πήρα από το χέρι, περπατήσαμε λίγα βήματα και ανοίξαμε την πόρτα του δωματίου. Φωτογραφίες του ζευγαριού δεξιά – αριστερά στα κομοδίνα, λίγα λουλούδια πάνω στο κρεβάτι, μερικά καλλυντικά της Χριστιάνας σε ένα μικρό τραπέζι. «Μυρίζεσαι;» με ρωτάει. «Μυρίσου… Σαν να μην έχουν φύγει. Σαν να είναι εδώ ακόμη τα παιδιά. Είναι εδώ το άρωμα τους. Ξέρεις, η Χριστιάνα μου έμοιαζε πάρα πολύ. Ήθελα να την κάνω δυνατή, να μπορεί να αντιμετωπίζει τις δύσκολες συνθήκες, να στέκεται μόνη της στα πόδια της.» Γυρνάει το κεφάλι στο προσκέφαλο του κρεβατιού και συνεχίζει σαν να ’ναι μόνη στο δωμάτιο με την κόρη της. «Τελικά Χριστιάνα μου, εγώ η ίδια δεν είμαι δυνατή. Πως αντέχεται ο πόνος της μάνας; Πώς;» Της σφίγγω το χέρι. Μου το σφίγγει κι αυτή δυνατά. «Κανείς δε μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να είσαι μάνα και να θάβεις το παιδί σου. Όποιος το έζησε το ξέρει. Με αφήνει, βάζει τα χέρια στο πρόσωπο, στέκεται άλλο ένα λεπτό μπροστά απ’ το κρεβάτι και βγαίνουμε απ’ το δωμάτιο. Κλείνω την πόρτα και κατευθύνομαι και πάλι στο σαλόνι. Συγγενείς έχουν μαζευτεί, μιλάνε με τον κ. Πέτρο – τι να πουν και πώς να παρηγορήσουν τον πατέρα; - και η κ. Μάρω κάθεται και πάλι στην ίδια πολυθρόνα, στην ίδια θέση, με το ίδιο βλέμμα. Τους εξηγώ ότι πρέπει να φύγουμε. Θέλουν να με ξεπροβοδίσουν. Τους λέω πως δεν χρειάζεται. Φιλάω την κ. Μάρω σταυρωτά, της ξανασφίγγω το χέρι και βγαίνω. Ένα παιδί, γείτονας της οικογένειας, μου εξηγεί πως θα πάμε στην έξοδο του χωριού και μπαίνω στο αυτοκίνητο. «Δεν έχει πολλή υγρασία σήμερα στη Λευκωσία» λέω στο φωτογράφο καθώς σκουπίζει τα μάτια του. Κουνάει το κεφάλι και συμφωνεί.
"Όλα διορθώνονται στη ζωή. Μόνο ο θάνατος δεν διορθώνεται".
Οδός Νέας Έγκωμης 7 στην Έγκωμη, πέντε λεπτά από το κέντρο της Λευκωσίας. Εδώ είναι το σπίτι του γνωστού γιατρού της πόλης Θεόδωρου Δούνα. Μέλη οικογένειας, πέντε. Νεκροί, πέντε. Η πόρτα του ιατρείου που βρίσκεται στο ισόγειο κλειστή. Μια οικογενειακή φωτογραφία, πολλά λουλούδια, σημειώματα παιδιών κι ένα χαρτί με τα ονόματα: Θεόδωρος Δούνας, ετών 38. Χριστίνα Τσοπάνη, ετών 34. Μιχάλης Δούνας, ετών 10. Βασιλική Δούνα, ετών 8. Τάσος Δούνας, ετών 5. Ένας σταυρός μπροστά από κάθε όνομα. Η πόρτα του σπιτιού στο πλάι, ανοίγει. Βγαίνουν δύο τρεις συγγενείς. Με κοιτάνε. Τους εξηγώ ποιος είμαι και τι θέλω. Δείχνουν δυσπιστία στο «λειτούργημα» και με παραπέμπουν στον κ. Μιχάλη Τσοπάνη, πατέρα της Χριστίνας. Βγαίνω στον πρώτο όροφο. Μέσα στον πόνο του με καλοδέχεται. Καθόμαστε στο μικρό σαλόνι μπροστά απ’ την κουζίνα. Επάνω στο τραπέζι, οι φωτογραφίες της οικογένειας, ένα καντήλι αναμμένο, μερικά σημειώματα, δυο – τρία λουλούδια. «Θέλω να γράψεις ότι οι ευθύνες πρέπει να αποδοθούν! Απ’ τη στιγμή που είδαν πως το αεροπλάνο είχε πρόβλημα, έπρεπε να το προσγειώσουν στην Πάφο, και όχι να συνεχίσουν το ταξίδι τους μέχρι την Αθήνα. Ποιος φταίει; Η πολιτική αεροπορία; Ο πιλότος; Η εταιρεία; Η κυβέρνηση; Οι ένοχοι πρέπει να τιμωρηθούν. 121 ψυχές σκοτώθηκαν, δεν είναι λίγο πράγμα…» Ο κ. Μιχάλης είναι θυμωμένος. Μέσα στην πίκρα του, μέσα στην αγανάκτηση του, μέσα στον πόνο του με ρωτάει τη δική μου γνώμη. Θέλει να μάθει τι ακριβώς έγινε, δεν πιστεύει τα όσα λέει η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, τα όσα μεταδίδονται από τα ξένα πρακτορεία. Θέλει να μάθει την αλήθεια. Ίσως και να νομίζει πώς είναι μια κακόγουστη φάρσα, ένα αστείο των εγγονών του που θα ανοίξουν σε λίγο την πόρτα και θα χωθούν στην αγκαλιά του. «Εγώ τους πήγα στο αεροδρόμιο. Οκτώ παρά πέντε το πρωί της Κυριακής τους αποχαιρέτησα, και μπήκα στο αυτοκίνητο να γυρίσω στη Λευκωσία. Γύρω στη μία η ώρα άκουσα από το ραδιόφωνο την είδηση. Δεν ήθελα να πιστέψω τίποτα, τα έχασα. Πήρα τηλέφωνο κάποιους συγγενείς αλλά δεν ήξεραν τίποτα, ή μπορεί εκείνη την ώρα να μην ήθελαν να μου πουν κάτι, να με αναστατώσουν, μπορεί και οι ίδιοι να μην ήταν απολύτως σίγουροι – και φυσικό είναι – για θάνατο μιλάμε, δεν είναι παίξε γέλασε, δεν μπορείς να λες του άλλου χωρίς να το επιβεβαιώνεις ότι έχασες την κόρη σου το γαμπρό σου και τα εγγόνια σου. Αμέσως πήγε ο γιος μου, ο αδελφός της Χριστίνας, στο αεροδρόμιο της Λάρνακας. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Δεν μπορούσα να ησυχάσω, να ηρεμήσω, μέχρι να τον δω. Ήθελα να πιστεύω ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή κάτι έγινε και άλλαξαν τη πτήση τους, ότι τα κινητά τους ήταν κλειστά επειδή ταξίδευαν, ότι όπου να ’ναι θα με έπαιρναν τηλέφωνο και θα μου έλεγαν ότι έφτασαν καλά, ότι θα μου μιλούσε ο Μιχάλης και θα μου έλεγε για τα αξιοθέατα της Πράγας, πόσο ωραία είναι, τι ευγενικοί άνθρωποι είναι οι κάτοικοι, για το πράσινο που βρίσκεται παντού, για το πόσο ευτυχισμένοι ένιωθαν. Είχα πάει παλιά και ήξερα τη χώρα. Ο γιος μου γύρισε πίσω κλαίγοντας. Δεν ήθελα να μου πει τίποτε άλλο. Κατάλαβα…». Κατεβάζει το κεφάλι και κοιτάει τις φωτογραφίες πάνω στο τραπέζι. Απόλυτη σιωπή. Κοιτάει τη φωτογραφία του Τάσου, του πιο μικρού. Την παίρνει στα χέρια του και τη φιλάει. Ξεσπάει σε λυγμούς. Η κ. Πόλυ, θεία της Χριστίνας προσπαθεί να τον ηρεμήσει. «Είναι το εικόνισμα μου αυτή η φωτογραφία. Για ποιους αγίους μου λέτε; Αυτός εμένα είναι ο άγιος μου. Αυτό το αθώο μωρό τι έφταιξε; Μπορείς να μου πεις; Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί τούτο το μικρό πλάσμα που δεν έζησε τίποτα, δεν είδε τίποτα, δεν δημιούργησε σε αυτή τη ζωή, έπρεπε να πεθάνει πριν τη ζήσει;» Τον κοιτάω αμίλητος. «Ο Τάσος ήταν ένα πανέξυπνο μωρό», συνεχίζει. «Μου το έλεγε η δασκάλα του στο νηπιαγωγείο. Θα γινόταν μεγάλος άντρας αυτό το μωρό. Μου λένε ότι δικαιούμαι να πάρω 20χιλιάδες ευρώ για κάθε πεθαμένο. Τι να τα κάμω τα λεφτά τους; Εξαγοράζεται αυτό το κακό με λεφτά; Με εκατό χιλιάδες; Με ένα εκατομμύριο; Με τίποτα! Να τους σκοτώσω θέλω, όπως σκότωσαν αυτοί τούτους τους αθώους ανθρώπους να τους σκοτώσω κι εγώ. Είναι άδικο, καταλαβαίνεις; Τα μωρά τι φταίνε;» Παίρνει ξανά τη φωτογραφία του Τάσου στα χέρια και την ξαναφιλάει. «Το μωρό αυτό, ήθελε να γίνει γιατρός σαν τον πατέρα του. Όταν έκανα κάποιες μέρες να τον δω ερχόταν και με αγκάλιαζε, έσφιγγε τα χεράκια του γύρω από τη μέση μου, και μου έλεγε «Παππού μου έλειψες σε πεθύμησα, σ’ αγαπώ πολύ…». Αυτό το μωρό εμένα ποιος θα μου το φέρει; Η κ. Πόλυ θέλει να τον ηρεμήσει. Μου λέει για τις ενέργειες που γίνονται, όσα άκουσε και η ίδια βέβαια από ειδήσεις στην τηλεόραση, τους ίδιους δεν τους ενημερώνει κανείς. Άλλωστε τι να τους πει; «Οι έρευνες είναι σε τόσο πρόοιμο στάδιο ακόμη που ούτε οι ίδιοι δεν θα ξέρουν καλά καλά που πρέπει να αποδώσουν ευθύνες», μου λέει. «Πρέπει να περάσει αρκετός ακόμη καιρός μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα μέχρι να λάμψει η αλήθεια γι’ αυτό το κακό που μας βρήκε». Ανάμεσα στα λουλούδια μερικά σημειώματα, δύο λέξεις, από τους συμμαθητές των παιδιών: «…Τώρα παίζεις με τους αγγέλους ψηλά στον ουρανό. Κρίμα που δεν θα ξαναδώ την υπέροχη φατσούλα σου να τριγυρίζεις με το ποδήλατο σου εδώ. Όμως ξέρω πως εκεί ψηλά θα κάνεις ποδήλατο με τον φύλακα άγγελο σου…». Κάποιοι συγγενείς που μπαίνουν στο σπίτι, αναφέρουν στον κ. Μιχάλη πως βρέθηκε και το δεύτερο μαύρο κουτί. Κρέμεται από τα χείλη τους. Θέλει να μάθει κάθε λεπτομέρεια, κάθε τι που μπορεί να φωτίσει το χαμό των δικών του ανθρώπων. Δυναμώνει τον ήχο στην τηλεόραση. Συγκεχυμένες οι απόψεις για το αν θα μπορούσε κάποια πληροφορία από το μαύρο κουτί να δώσει τις απαντήσεις. Κάποιοι ισχυρίζονται πως μετά από λίγο χρονικό διάστημα κάθε πληροφορία σβήνεται για να ξανακάνει απ’ την αρχή εγγραφή, άλλοι πως το πιο πιθανό θα είναι οι Γάλλοι επιστήμονες να δώσουν έστω με ελάχιστες πληροφορίες που θα αντλήσουν, σοβαρές ενδείξεις για τα αίτια του αεροπορικού δυστυχήματος. Ο κ. Μιχάλης ακούει σχεδόν απαθής. «Τα ίδια και τα ίδια», μου λέει. Χαμηλώνει ξανά τον ήχο. Με αγκαλιάζει απ’ τον ώμο και με βγάζει προς την πόρτα. «Θα φύγουμε. Να σας αφήσουμε λίγο μόνους σας», του λέω. Θέλει να μου μιλήσει κι άλλο. Να μου πει περιστατικά απ’ το χωριό, όταν μαζί με τα εγγόνια του φρόντιζαν τα χωράφια. Μου δείχνει κι άλλη φωτογραφία. Αυτός μαζί με τον Τάσο μπροστά στο περιβόλι. «Τότε ήμουν ευτυχισμένος» μου λέει. «Τότε αυτό ήταν η ζωή μου όλη. Τότε….». Τον αποχαιρετώ. «Να προσέχεις παιδί μου. Να προσέχετε που πάτε και που έρχεστε. Όλα διορθώνονται στη ζωή. Όλα. Μόνο ο θάνατος δεν διορθώνεται. Τι να διορθώσεις στο θάνατο; Εμένα αυτά θα μωρά, ποιος θα μου τα φέρει πίσω;»
"Να μη δώσει ο Θεός σε κανένα να αντικρύσει, την εικόνα που είδαμε εμείς στο νεκροτομείο".
Μετά από τέσσερα χρόνια γάμου, η Έλενα και ο Νίκος, και αφού κατάφεραν να δημιουργήσουν τη δική τους δουλειά με εισαγωγές βαφών, προγραμμάτιζαν μέσα στους επόμενους μήνες κτίσουν το δικό τους σπίτι στο χωριό του Νίκου, στο Καλό Χωριό Ορεινής. Δεν πρόλαβαν όμως. Έφυγαν μαζί, όμορφοι κι αγαπημένοι όπως τους θυμούνται οι δικοί τους άνθρωποι, κρατώντας ίσως το χέρι ο ένας του άλλου. Λίγα μόνο 24ωρα μετά την τραγωδία, η Έλενα Μιχαήλ από την Ψημολόφου περιμένει μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, το σύζυγο της Νίκο Νικολάου Κοζάκο, στον ψυχρό θάλαμο του νεκροτομείου για να πορευθούν μαζί το ταξίδι που δεν έχει γυρισμό. Η σωρός της 29χρονης Έλενας, αναγνωρίστηκε από τους συγγενείς της από τη βέρα, όχι όμως και του 30χρονου Νίκου. Η οικογένεια του θα πρέπει να περιμένει μέχρι να γίνει η ταυτοποίηση του γενετικού υλικού, όπως άλλωστε και οι συγγενείς πολλών ακόμη συγγενών των νεκρών του τραγικού δυστυχήματος. Ο θείος των δυο αδικοχαμένων παιδιών, κ. Ζένιος, μας δίνει κάποιες μικρές λεπτομέρειες της ζωής τους. Είναι ψύχραιμος, όπως και η υπόλοιπη οικογένεια. Στο άκουσμα της τραγικής είδησης, κανένας δεν ήθελε να πιστέψει ό,τι συνέβη, αλλά τα γεγονότα που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες με το ταξίδι στην Αθήνα για την αναγνώριση των νεκρών τους, τους έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με την σκληρή πραγματικότητα. Ο Νίκος και η Έλενα γνωριστήκαν πριν από έξι χρόνια. Η Έλενα σπούδαζε τότε διοίκηση επιχειρήσεων στην Αγγλία και ο Νίκος πηγαινοερχόταν τακτικά για να την συναντά. Παντρεύτηκαν στις 24 Ιουλίου του 1999. Η Έλενα έχει ακόμα μια μεγαλύτερη αδελφή και ο Νίκος άλλα τέσσερα αδέλφια. Τα δύο τελευταία χρόνια ο Νίκος μαζί με τον πεθερό του έφτιαξαν το δικούς εμπορικό κατάστημα στην Ψημολόφου, εισαγωγές μπογιών, πήγαιναν πολύ καλά και η Έλενα ανέλαβε τη διοικητική πτυχή. Η ζωή τους έμπαινε σε μια καλή πορεία και αφού σταθεροποιήθηκε η δουλειά άρχισαν να σχεδιάζουν το δικό τους σπίτι. Μέχρι τον τραγικό θάνατο τους, έμεναν στο πατρικό σπίτι της Έλενας. Είχαν ήδη στα χέρια τους τα αρχιτεκτονικά σχέδια και μέσα στους επόμενους μήνες σχεδίαζαν να ξεκινήσουν το κτίσιμο του. Ο κ. Ζένιος μας λέει ότι το ζευγάρι δεν συνήθιζε να ταξιδεύει συχνά, μόνο για λόγους αναψυχής, συνήθως το καλοκαίρι. «Όπως το ταξίδι που ξεκίνησαν για Πράγα και τελείωσε με τον πλέον τραγικό τρόπο σε μια βουνοπλαγιά του Γραμματικού.» Στο ταξίδι δεν ήταν μόνοι. Πήγαν παρέα με τους κουμπάρους τους, την Ευγενία Κέντα και τον Χριστόδουλο Προκοπίου οι οποίοι κηδεύτηκαν πριν λίγες μέρες στους Αγίους Τριμιθιάς. Η Ψημολόφου, το χωριό της Έλενας απέχει λίγα μόνο χιλιόμετρα από τη Λευκωσία. Ο Παναγιώτης Αντωνόπουλος, γαμπρός της Έλενας μας συνοδεύει από την είσοδο του χωριού στο πατρικό σπίτι της Έλενας εκεί που μένει ο πατέρας της, ο κ. Γιώργος. Κάθεται στην αυλή του σπιτιού μαζί με λίγους συγγενείς που ήρθαν να τον δουν. Ο Παναγιώτης του εξηγεί ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Μας παρακαλεί να τραβήξουμε μόνο μια δυο φωτογραφίες «γιατί πρέπει να κάνετε κι εσείς τη δουλειά σας να δει ο κόσμος τι πάθαμε εμείς, να προσέχει στο μέλλον». Λιγομίλητος. Δεν αφήνει πολλές κουβέντες να βγουν από το στόμα του. Δεν θέλει να πει πολλά, δεν έχει τη δύναμη. Αξύριστος, με κατακόκκινα μάτια και με το βλέμμα του καρφωμένο στην πόρτα. Πότε πότε ρίχνει μια ματιά σε μένα και ξαναβυθίζεται στις σκέψεις του. Συζητάμε με τον Παναγιώτη για τα αίτια. Μου λέει τις απόψεις του γύρω από τους λάθος χειρισμούς που πιστεύει πως έχουν όσοι κρύβονται πίσω από αυτή την εταιρία. Δεν πρόκειται να απευθυνθούν στους δικηγόρους της «Helios» για τις οποιεσδήποτε αποζημιώσεις. «Πιστεύουμε στη δικαιοσύνη. Δεν έχουμε από πουθενά αλλού να πιαστούμε. Πάνω από όλα είναι η ηθική δικαίωση αυτών των παιδιών που τόσο πρόωρα χάθηκαν απ’ τη ζωή» Ο κ. Γιώργος, μέσα στον πόνο των δικών του παιδιών, σκέφτεται τα μικρά παιδιά που έμειναν ορφανά. «Κάποιοι πρέπει να βοηθήσουν αυτά τα παιδιά. Είναι κρίμα να πληρώσουν αυτά το έγκλημα που έχει γίνει» Του αναφέρω της εξαγγελίες του υπουργού Παιδείας για τους μαθητές – συγγενείς των νεκρών. Με κοιτάει στα μάτια. «Άκουσε παιδί μου. Στην αρχή μιας τραγωδίας έχεις πολλούς κοντά σου. Με την πάροδο του χρόνου απομακρύνονται, ξεθωριάζει το πράγμα. Ξέρω τι σου λέω…». Γυρνάει αλλού το κεφάλι και ξαναβυθίζεται στις σκέψεις του. Ο Παναγιώτης μου μιλάει για την Έλενα, για τις σπουδές της, για τον μοναδικό της χαρακτήρα, για την καλοσύνη της. Προσπαθεί να φαίνεται δυνατός, να δίνει κουράγιο στον πατέρα, τουλάχιστον μέχρι να γίνει η κηδεία της Έλενας. Μια συγγενής φέρνει ένα άλμπουμ με φωτογραφίες του ζευγαριού. Ο πατέρας ξεσπάει σε κλάματα. «Πάρτε το από δω. Τι το φέρατε μπροστά μου; Εξαφανίστε το». Μένει για λίγο σιωπηλός. Δεν μιλάει κανείς. «Τι ακούγεται στην Ελλάδα για το δυστύχημα;» με ρωτάει. Του αναφέρω ότι είχα μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τις έρευνες, τις δηλώσεις του κ. Τσολάκη, των ιατροδικαστών, ότι πάνω κάτω ήξερε και ο ίδιος. Δεν έχει δύναμη να αντιδράσει. Κάτι πάει να ψιθυρίσει αλλά σταματά. Κάτι ίσως για τις ευθύνες που πρέπει να αποδοθούν, για τους υπεύθυνους αυτού του ανείπωτου πόνου, ποιος ξέρει; Ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Του σφίγγω το χέρι και τον αποχαιρετώ. «Αυτό που πρέπει να γράψεις είναι να μη δώσει ο Θεός σε κανένα φίλο ή εχθρό να αντικρύσει την εικόνα που αντικρίσαμε εμείς στο νεκροτομείο. Σε κανέναν άνθρωπο. Και επίσης να γράψεις ότι πρέπει να δικαστούν οι αίτιοι, να γλυτώσει άλλος κόσμος, να προβλεφθεί άλλη μια τραγωδία. Ξέρεις τι σημαίνει να θάβεις το παιδί σου; Σε τι έφταιξε 29 χρονών παιδί;».
"Θα σε κάνω περήφανο πατέρα. Και εγώ και και η μητέρα μου και τα αδέλφια μου…".
Στην οδό Αγίου Νεοφύτου αρ.3 στον Παρισινό, επικρατούσε βουβαμάρα. Στο σπίτι του συγκυβερνήτη του μοιραίου Boing Πάμπου Χαραλάμπους 51 ετών και πατέρα τεσσάρων παιδιών , δεν μπορούσαν να πιστέψουν το κακό που τους κτύπησε. Πέντε στενοί συγγενείς κολλημένοι στην κυριολεξία πάνω στην τηλεόραση. Περιμένουν να δουν τις εξελίξεις, ν’ ακούσουν κάτι για τις αιτίες, για ευθύνες, το λόγο που έχασαν ένα δικό τους. Σε ένα άλλο δωμάτιο δυο ηλικιωμένοι είχαν χώσει το πρόσωπο τους μέσα στις χούφτες τους. Κανείς δεν μιλούσε. Μόνο κάποια στιγμή ήθελαν να σχολιάσουν κάτι που άκουσαν. Και ύστερα ξανά βουβαμάρα. Στο ντουλάπι μια μεγάλη φωτογραφία του Χαραλάμπους φορώντας τη στολή του πιλότου. Τα παιδιά του δεν μπορούσαν όπως και όλος ο κόσμος να αντιληφθούν πως συνέβη το ατύχημα και σε μερικά λεπτά έσβησε μαζί με 121 άλλες ψυχές. Έφυγε άδικα μένοντας στη θέση του στο πιλοτήριο, μη μπορώντας ν’ αντιδράσει σ’ αυτό που κτύπησε το αεροσκάφος.Το πτώμα του συγκυβερνήτη που βρέθηκε μέσα στην άτρακτο του αεροσκάφους ήταν σε αναγνωρίσιμη κατάσταση, γεγονός που έκανε εύκολο το έργο των συγγενών του που έσπευσαν στην Αθήνα. Ο γαμπρός του Χαραλάμπους φανερά συντετριμμένος αναφέρει στο δημοσιογράφο Μιχάλη Χατζηβασίλη ότι το προηγούμενο βράδυ ήταν όλοι μαζί και διασκέδαζαν. Την επόμενη τον έχασαν. «Το λαμπρό εκεί που πέφτει, εκεί κρούζει» μας λέει. Η μητέρα του ζει τη δική της τραγωδία. Την Κυριακή, ήταν στο αεροδρόμιο και ρωτούσε δεξιά και αριστερά για να πληροφορηθεί κάτι για την τύχη του γιου της. Τη Δευτέρα, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι τον έχασε για πάντα. Έπεφτε από τη μια αγκαλιά στην άλλη φωνάζοντας για τον γιο της. Τελικά της επιβεβαίωσαν ότι ήταν ο συγκυβερνήτης. «Ήρθε σπίτι» λέει, «και μου είπε ότι θα πάει στον Πύργο Τηλλυρίας για δουλειές. Στη συνέχεια είπε ότι θα είχε πτήση και όταν θα επέστρεφε θα ερχόταν να με δει και να φάμε μαζί. Πού είναι τώρα, ποιος θα μου τον φέρει πίσω;». Κανείς δεν είναι σε θέση να της απαντήσει. Ίσως να μη δοθεί απάντηση ποτέ. Η ίδια αναφέρει ότι ο γιος της, της το έλεγε συχνά ότι το αεροσκάφος που πετά έχει πρόβλημα. Τον ρώτησε τότε γιατί το πετάτε και της απαντούσε «αφού είναι η ζήση των παιδιών μου, τι να κάμω;». Ο Χαραλάμπους είχε σπουδάσει εκτός από πιλότος και μηχανικός αεροσκαφών και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη Βρετανία. Πήγε όμως στην Κύπρο για να είναι κοντά στους γονείς του. Πρόσφατα δέχθηκε πρόταση από ξένη εταιρία με σχεδόν διπλάσιο μισθό απ’ ότι στην Helios, όμως την απέρριψε για να είναι κοντά στους δικούς του. Ο ίδιος προσπάθησε να αποφύγει τη μοιραία πτήση, όμως δεν έβρισκε αντικαταστάτη και έτσι πέταξε μαζί με τον Γερμανό Κυβερνήτη. Ήταν η τελευταία του φορά. Ανασυντάσσοντας και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεων του, ο γιος του συγκυβερνήτη του μοιραίου αεροσκάφους, Γιάννης, σκύβει πάνω από το μικρόφωνο στην κηδεία μπροστά από το φέρετρο του πατέρα του για να του πει το στερνό αντίο με δυο λόγια. Ο πόνος πνίγει συχνά τον λόγο του. Δεν έχει να πει πολλά, αφού όπως είπε, όλοι γνώριζαν τον πατέρα του. Έχει όμως ένα παράπονο το οποίο μεταφέρει μέσα στο κλάμα του. «Αδικήθηκε πολύ ο πατέρας μου και ξέρουμε ποιοι τον αδίκησαν». Υπενθυμίζει ξανά με αυτό στους υπεύθυνους, την καταγγελία του ότι ο πατέρας του διατηρούσε ημερολόγιο, το οποίο αν βρεθεί θα βγουν στην επιφάνεια πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία στην οποία εργαζόταν. Ταυτόχρονα, βρίσκει τη δύναμη να δώσει την υπόσχεση, κάτι σαν όρκο στη μνήμη του πατέρα του, πως αυτός και όλοι όσοι έμειναν πίσω από την οικογένεια του, θα τον κάνουν περήφανο. «Θα σε κάνω περήφανο πατέρα. Κι εγώ και τα αδέρφια μου και η μητέρα μου. Γι’ αυτό έφυγες. Αιωνία σου η μνήμη.».
"Ο μπαμπάς και η μαμά πήγαν ταξίδι, Βασιλάκη".
«Ο μπαμπάς και η μαμά, πήγαν ταξίδι» είπαν στο δίχρονο Βασιλάκη. Κανείς δεν του είπε, ούτε άλλωστε ήταν και ενδεδειγμένο να τον πληροφορήσουν , πόσο μακρινό είναι αυτό το ταξίδι. Ούτε ότι δεν έχει γυρισμό για τον πατέρα του Οδυσσέα τη μητέρα του Ξένια και την αδελφή του Χρύσω, μόλις πέντε ετών. Ο Βασιλάκης τώρα βρίσκεται στο σπίτι του θείου του Πανίκου, όπου θα του λένε, μη έχοντας άλλη επιλογή, ότι το ταξίδι συνεχίζεται. Ύστερα θα του πουν ο η Χρύσω κοιμήθηκε. Το ίδιο και ο μπαμπάς και η μαμά, που θα του λείπουν τις ώρες της αρρώστιας, τις ώρες της χαράς, τις ώρες της λύπης. Την πρώτη ημέρα του σχολείου, στην εγγραφή και αποφοίτηση του πανεπιστημίου, στο γάμο του, στα γεννητούρια του παιδιού του…. Το σπίτι της γιαγιάς του Βασιλάκη επισκέφθηκε τα μεσάνυκτα της Κυριακής ο Κύπριος δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου συνοδευμένος από παράγοντα του δήμου Παραλιμνίου. Εκεί, ξενυχτούν η αδελφή της και ο κουνιάδος της Ξένιας. Τι να πεις τις ώρες της συμφοράς; Τι να σου πουν και αυτοί; Τα τσιγάρα διαδέχονται το ένα το άλλο. Τι να πεις στον άλλο; Να του πεις ότι το κάπνισμα κάνει κακό; «Δε μου έμεινε ζωή», θα πει η μάνα της Ξένιας η οποία βγαίνει στην αυλή εκείνη την ώρα. Κατευθύνεται σε μια βοηθητική καμαρούλα όπου τοποθετήθηκαν οι φωτογραφίες της κόρης και του γαμπρού της και δίπλα της Χρύσως. «Αχ, Χρύσω, Χρύσω, αχ κόρη μου.», θα πει η γιαγιά. Ο χρόνος θα κυλάει και εγώ θα ακούσω τους πιο πολλούς αναστεναγμούς που άκουσα στη ζωή μου. Αρχίζει το μοιρολόι κι εγώ ακούω τον πόνο όλων των μανάδων που έχασαν την κόρη τους, το γαμπρό τους και ένα αγγελούδι που γεννήθηκε στο σπίτι τους και είχε το όνομα Χρύσω. Οι συγγενείς που συγκεντρώθηκαν εκεί με προκαλούν να στοιχηματίσω ότι η οποιαδήποτε έρευνα δε θα επιρρίψει ευθύνες σε κανένα. Εκστομίζουν εκφράσεις περί εγκληματιών και άλλα παρόμοια και ακόμη χειρότερα. Ποιος μπορεί να τους αδικήσει έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ακόμη οτιδήποτε. Η μάνα της Ξένιας, μας καλεί να δημοσιεύσουμε ότι είναι επικίνδυνο να ταξιδεύει κανείς με ορισμένες εταιρείες. «Γράψε τα για να γλιτώσουν τα παιδιά του κόσμου», μας παροτρύνει . Κλαίει με λυγμούς και μιλά για τον νυφικό της, για το γάμο της για τη Χρύσω που έφυγε, για τον τραγικό θάνατο που βρήκε και για το Βασιλάκη που έμεινε ορφανός. Η αδελφή της Ξένιας βρισκόταν σε διακοπές στην Πάφο όταν μεταδόθηκαν οι πρώτες πληροφορίες για το ατύχημα, το μυαλό της δεν πήγε στο κακό επειδή είχαν την εντύπωση ότι η αδελφή της θα αναχωρούσε στις 17. Θεωρούσαν ότι η τραγωδία δεν τους άγγιξε σε οικογενειακό επίπεδο. Όμως στη συνέχεια επικοινώνησαν μαζί τους άλλα συγγενικά τους πρόσωπα και τους ενημέρωσαν για το κακό που τους συνέβη. Γι αυτό που απεύχονταν να ακούσουν. Η οικογένεια του Οδυσσέα και της Ξένιας Κουτσόφτα μετέβαινε στην Αθήνα μαζί με τις οικογένειες του Χριστάκη και της Αντωνίας Πυρίλλη και τα παιδιά τους Έβελιν δώδεκα ετών και Μάρκο έξι ετών καθώς και την οικογένεια του Αντώνη και της Μαρίας Αντωνίου και τα παιδιά τους Χρίστο 9 ετών και Χριστίνα 6 ετών. Τα τρία ζευγάρια ταξίδεψαν και πέρσι μαζί, χωρίς να μεταφέρουν και τα παιδιά μαζί τους. Στο σπίτι του Χρίστου Πυρίλλη περίπου 20 συγγενείς συζητούν χαμηλόφωνα και τη συζήτηση τους διακοπούν λυγμοί γυναικών οι οποίες θρηνούν το χαμό των προσφιλών τους προσώπων. Ο κουμπάρος του ζεύγους κ. Αντώνης Σταύρου, μας μιλά για τα παιδιά των κουμπάρων του με τρυφερά λόγια. Το κακό μαντάτο έφτασε από το ραδιόφωνο. Ήξερε για την πτήση, και μέσω φίλου εργαζομένου στο αεροδρόμιο επιβεβαίωσε τους φόβους του. Μας φέρνουν τις φωτογραφίες να τις φωτογραφίσουμε και μία πέφτει κάτω. Μας κοιτάει βουρκωμένος. «Μέχρι κι εδώ ατυχία…».
"Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς, ρε μάνα;"
Ο Γιώργος είχε σηκωθεί από πολύ νωρίς το πρωί της Κυριακής για να είναι έτοιμος στην ώρα του – η πτήση HCY522 της «Ήλιος» θα έφευγε στις 9 και δεν έπρεπε να καθυστερήσει ούτε λεπτό. Η μάνα του σηκώθηκε λίγο αργότερα. Τον βρήκε ντυμένο στην τρίχα, πανέτοιμο για τις ολιγοήμερες διακοπές στην Πράγα, όπου είχε προγραμματίσει να πάει μαζί με την κοπέλα του, με την οποία θα αρραβωνιάζονταν σύντομα και μερικούς καλούς φίλους. «Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς ρε μάνα», της είπε με στοργικό ύφος, «άντε πήγαινε να κοιμηθείς». Αυτές ήταν και οι τελευταίες του κουβέντες. Λίγες ώρες αργότερα, το σπίτι της οικογένειας του 31χρονου ηλεκτρολόγου αυτοκινήτων από το Γέρι, Γιώργου Γεωργίου, βυθίστηκε στο πένθος και τον οδυρμό. Ο Γιώργος «ο λεβέντης, το χρυσό παιδί που δεν κακοκάρδισε ποτέ και κανέναν» σύμφωνα με τους φίλους του, είχε χαθεί μαζί με άλλα 120 άτομα στη μοιραία πτήση προς την Αθήνα. Χωρίς ένα τελευταίο αντίο, αναίτια και άδικα. Είναι μεσημέρι και το σπίτι των γονιών στην οδό Γεωργίου Παπανδρέου στο Γέρι, είναι πλημμυρισμένο από συγγενείς. Αξιοπρεπείς μέσα στον πόνο τους, ανθρώπινοι, παρά την αβάσταχτη απώλεια του αγαπημένου τους, ντυμένοι στα μαύρα και με μάτια κατακόκκινα. Απέναντι μας η φωτογραφία του Γιώργου να μας κοιτάζει χαμογελαστός, ντυμένος στη στρατιωτική του στολή. Είναι αδύνατο γι’ αυτούς να πιστέψουν ότι δεν θα τον ξαναδούν, ότι δεν θα ανέβει ξανά τα σκαλιά του σπιτιού τους, ότι δεν θα ακούσουν ξανά τη φωνή του, το γέλιο του. Μας μιλάει ο πατέρας του. «Ο Γιώργος ήταν πολύ σωστός επαγγελματίας και κανένας δεν παραπονέθηκε ποτέ για τη δουλειά του. Αντίθετα όλοι τον παίνευαν.» Μας δίνει τις συντεταγμένες του μαγαζιού του. Ένα πλινθόκτιστο σπίτι στην πλατεία του χωριού. Θέλει με αυτό τον τρόπο να μας μεταφέρει όλο το σκηνικό μέσα στο οποίο ζούσε « το καμάρι του, ο γιος του.» Η μάνα κάθεται στον καναπέ. Έχει σηκωθεί μόνο για να μας καλωσορίσει – ανταποδίδοντας το αγκάλιασμα μας με ένα δικό της πιο ζεστό. Έχει τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα. Τα δάχτυλα της παίζουν συνεχώς μεταξύ τους. Κλαίει βουβά και η ψυχής της αναζητά το Γιώργο. Το βλέμμα του, το γέλιο του, τη μορφή του, το λατρεμένο παιδί που άρπαξαν με τέτοια ορμή και βία από την αγκαλιά της. Το μεσημέρι της Κυριακής που μαύρισε τις ψυχές τους, άκουγε το κυπριώτικο σκετς – μια συνήθεια την οποία κρατάει χρόνια τώρα – όταν η εκπομπή διεκόπει για να μεταδώσουν μια έκτακτη είδηση. Την είδηση της συντριβής του αεροσκάφους της Helios. Στην αρχή δεν συνέδεσε το τραγικό γεγονός με το γιο της αφού όπως μας είπε ο Γιώργος θα πήγαινε Τσεχία, ενώ το αεροπλάνο που συνετρίβη πήγαινε στην Αθήνα. Έκανε, επίσης τη σκέψη ότι μάλλον θα ταξίδευαν με τις κυπριακές Αερογραμμές, αφού η μέλλουσα αρραβωνιαστικιά του, η Πολυξένη Σοφοκλέους από τη Μακεδονίτισσα εργαζόταν εκεί. Δεν άργησαν, όμως να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Εκείνη την ημέρα η κόρη της είχε πάει στην κατεχόμενη Αγία Τριάδα όπου μένει η πεθερά της και δεν κατάφεραν εύκολα να επικοινωνήσουν μαζί της. Όταν πλέον αποκαλύφθηκε ολόκληρη η τραγική αλήθεια, ο κόσμος τους κατέρρευσε. Για λίγη ώρα, προσπάθησαν να προστατέψουν τη μάνα από το τραγικό μαντάτο, αλλά το ένστικτο της, το αλάθητο ένστικτο της μάνας, γνώριζε όλη την αλήθεια. Ο Γιώργος είχε φύγει μαζί με την αγαπημένη του Πόλυ, τους φίλους και τους τραγικούς συνεπιβάτες της πτήσης HCY522.Για πάντα.
"Ούτε στον χειρότερο εχθρό σου τέτοιο κακό".
Ο Γιάννης, παιδί του πολέμου και της προσφυγιάς, γεννημένος στην Αμμόχωστο στις 30 Ιουλίου, 1974 ήταν το μοναχοπαίδι της οικογένειας του Χρύσανθου Παπαχριστοδούλου, καθηγητή από το Ριζοκάρπασο και της Χρυσούλας Χατζηκωνσταντή από το Παραλίμνι. Με τη συντριβή του αεροσκάφους της μοιραίας πτήσης της 14ης Αυγούστου έμελλε να τερματιστούν πρόωρα η ζωή και τα όνειρά του…Συντετριμμένοι οι συνάδελφοι του μιλούν με πρωτοφανή αγάπη και σεβασμό για τον 31χρονο Γιάννη, που «μόνο αρετές και προτερήματα είχε να επιδείξει ως άνθρωπος και ως στρατιωτικός». Αποφοίτησε το 1992 από το Λανίτειο Λύκειο Α΄ της Λεμεσού, όπου είχε εγκατασταθεί μετά την προσφυγιά η οικογένεια, και αφού πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις εισήχθη στη σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Αποφοίτησε το 1996 με το βαθμό του μάχιμου σημαιοφόρου του Πολεμικού Ναυτικού και τρία χρόνια αργότερα προήχθη στο βαθμό του ανθυποπλοιάρχου και στη συνέχεια στο βαθμό του υποπλοιάρχου. Υπηρέτησε σε διάφορες διευθυντικές και διοικητικές θέσεις. Φοίτησε σε αρκετά επιμορφωτικά σχολεία και κατείχε αναγνωρισμένα πτυχία πολύ καλής γνώσης Αγγλικών, Γαλλικών, Τουρκικών, Ισπανικών και χρήσεως υπολογιστών. Στο σπίτι του Γιάννη, στην οδό Αγκίστης στην Εκάλη, κανένας δεν μπορεί να αρθρώσει λόγια παρηγοριάς για τους χαροκαμένους γονείς, τα αδέλφια και του υπόλοιπους συγγενείς που ακόμα δεν μπορούν να πιστέψουν ότι έχασαν τον λεβέντη και το καμάρι της οικογένειας. Ο θρήνος βγαίνει βουβός μέσα από τα χείλη που στέγνωσαν και τα μάτια τα πρησμένα από τα κλάμα και την αϋπνία. Η απουσία του Γιάννη είναι τόσο οδυνηρή αλλά ταυτόχρονα και η παρουσία του τόσο έντονη μέσα από τις φωτογραφίες και τα άλλα δικά του αντικείμενα που καλύπτουν κάθε γωνιά του σπιτιού…. Ποιος έχει τη δύναμη να απαλύνει τον πόνο αυτών των ανθρώπων; «Τέτοιο κακό ούτε και στο χειρότερο εχθρό σου» ακουστήκαν να λένε κάποιοι γείτονες και θυμίζουν ότι η οικογένεια δεν θρηνεί μόνο το Γιάννη της αλλά και την τριαντάχρονη γυναίκα του, την αγαπημένη δασκάλα Ντίνα Κωνσταντινίδου Παπαχριστοδούλου που, στο μοιραίο ταξίδι τους, ο θάνατος τους πήρε αγκαλιασμένους μαζί με το δύο μηνών μωρό που η Ντίνα κυοφορούσε….
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Αύγουστο του 2005.