12.4.17

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ: "ΕΚΚΡΕΜΕΙ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΤΗΣ ΑΚΟΜΑ ΤΩΡΑ ΖΩΗΣ ΜΟΥ"


Κάθε νέα συνάντηση με την σημαντικότερη εν ζωή ποιήτρια της Ελλάδας, γίνεται η αφορμή για επίγνωση των μικρών και μεγάλων στιγμών του κόσμου, σε όσα νομίζαμε ότι γνωρίζαμε -χωρίς να συνειδητοποιούμε- πριν οι λέξεις γίνουν βαθιά νοήματα και δυσεύρετα μαθήματα ζωής.
-Υπάρχουν απαντήσεις στο «Πρέπει να είναι πιστή η αγάπη; Κι αν δεν είναι, εμείς τι πρέπει; Με σταυρωμένα τα χέρια ν' αγαπάμε;», κυρία Δημουλά; 
-Νομίζω ότι ο μόνος που σίγουρα θ' απαντούσε «ναι, με σταυρωμένα τα χέρια ν' αγαπάμε», είναι ο Χριστός... Όσο για τους θνητούς, θ' απαντούσαν ανάλογα με τη συμβουλή που θα τους έδινε η αντοχή τους... Να μου συγχωρεθεί που σε κάθε απάντηση θα προτάσσω το «νομίζω». Είναι μια ευγενής, ίσως και συνετή συγκάλυψη του ειλικρινούς «δεν ξέρω».
-Τι δεν ξέρετε από τη ζωή; 
-… Δεν ξέρω πώς μπορεί να είναι ωραία. Δεν ξέρω επίσης πώς, ενώ δεν είναι ωραία -τουλάχιστον συνεχώς- είναι επιθυμητή και αγαπητή συνεχώς.
-Τι είναι αυτό που την κάνει τόσο δυσάρεστη κάποιες φορές; 
-Ό,τι κάνουν τα δυσάρεστα πράγματα. Και προπάντων η μνήμη, η υπενθύμιση του χρόνου ότι περνάει και επομένως θα χάσω αυτό που συμπαθώ ή δεν συμπαθώ. Δεν είναι λίγο αυτό - ο χρόνος δεν είναι μικρό πράγμα για τη ζωή.
-Το πέρασμα του χρόνου σας φόβιζε ποτέ; 
-Όταν ήμουνα 16 δεν με φόβιζε. Όταν ήμουνα 20 δεν με φόβιζε. Αλλά μετά τα 35 άρχισαν να με πιάνουν τρεμούλες…
-Τώρα; 
-Τώρα δεν μπορώ ούτε να το σκεφτώ. Τώρα φοβάμαι πάρα πολύ. Πραγματικά πάρα πολύ. Τίποτ' άλλο δεν φοβάμαι. Κι ένας τρόπος για να καταπολεμήσω αυτό το φόβο ήταν ότι καθόμουν κάτω κι έγραφα ένα βιβλίο. Αυτό διώχνει λίγο το χρόνο από μπροστά μου…
-Τι είναι για σας η αγάπη; 
-Είναι ένα άγνωστο πράγμα… Ένα εντελώς άγνωστο και αβέβαιο πράγμα. Δεν ξέρω τι είναι η αγάπη.
-Γιατί το λέτε αυτό; 
-Γιατί, αγαπητέ μου, δεν ξέρουμε τι είναι η ψυχή. Όπως επίσης δεν ξέρουμε και τι είναι τα αισθήματα. Τίποτα δεν ξέρουμε! Τίποτα δεν είναι σταθερό σ' αυτό τον κόσμο και τίποτα δεν έχει μόνο μία μορφή διαρκώς. Έτσι και η αγάπη: αλλάζει συνεχώς. Σκεφτείτε πώς η πολλή αγάπη γίνεται ξαφνικά καθόλου αγάπη! Επομένως, ρωτάω κι εσάς, τι είναι η αγάπη;
-Δεν είχατε ποτέ τη βεβαιότητα στη ζωή σας ότι αγαπηθήκατε πολύ; 
-Όχι. Τώρα, αν εννοείτε εάν αγαπήθηκαν τα ποιήματά μου, αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι αγαπήθηκα πολύ από πολλούς ανθρώπους. Απ' τα παιδιά μου, ναι. Απ' τη μάνα μου, ναι. Από τον Άθω Δημουλά, όσο έπρεπε να αγαπηθώ, γιατί οι υπερβολές δεν είναι ωραίες. Εγώ, ναι, αγάπησα πάρα πολύ. Και τον Άθω Δημουλά, και τις μέρες που περνούσαν, και τις κακές μέρες που περνούσαν…
-Με ποιο τρόπο αγαπούσατε και τις κακές μέρες; 
-… Κι αυτές τις αγαπούσα πολύ. Αν μου έλεγαν ότι έχω άλλα πέντε χρόνια με δυσάρεστες μέρες, αρκεί να μην είναι απώλειες ζωής δικών μου ανθρώπων, ευχαρίστως θα ζούσα πέντε χρόνια δυσάρεστες μέρες.
-Πώς μεταφράζεται σ' εσάς η έκφραση «είμαι καλά»; 
-«Είμαι καλά» σημαίνει ξεχνάω το θάνατο. Συνέβη κάτι, πέρασε λίγος χρόνος, ίσως και τριών λεπτών, που να μην σκέφτομαι το θάνατο; Τότε είμαι καλά! Όταν δεν τον σκέφτομαι είμαι καλά.
-Με ποιο τρόπο διαχειριστήκατε στο παρελθόν τις απώλειες πολύ αγαπημένων σας προσώπων; 
-Πολύ άσχημα. Πολύ βαριά. Και με μεγάλη κατάθλιψη. Άλλαξε όλη μου η ζωή. Κι όταν μιλάμε για απώλειες, εννοώ την απώλεια του Άθου Δημουλά. Καμία άλλη απώλεια δεν είναι τέτοιας βαρύτητας όσο η απώλεια ενός ανθρώπου με τον οποίο ζει κανείς 35 χρόνια και ξαφνικά δεν υπάρχει. Δεν είναι απλό πράγμα, είναι εφιαλτικό.
-Υπάρχει κάποιος τρόπος που να απαλύνει αυτός ο πόνος; 
-Ευτυχώς ο χρόνος βάζει το χεράκι του και δεν έχουμε αυτή την οξύτητα του πόνου που μοιάζει με τρέλα -γιατί δεν ξεχνάμε. Κι είναι τρέλα, ειδικά τον πρώτο καιρό, γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις τι έχει συμβεί. Πώς χάθηκε ένας άνθρωπος. Δεν είναι εύκολο. Είναι τρομακτική και αδύνατη η περιγραφή του αισθήματος που παίρνει τη θέση αυτής της απώλειας.
-Πονέσατε πολλές φορές στη ζωή σας; 
-Το έχω λίγο εύκολο αυτό. Δεν μου κάνει κόπο να πονέσω. Ίσως ξεπονάω εύκολα για τα μικρά πράγματα. Αλλά, τελοσπάντων, πρέπει να πω ότι είμαι ευπαθής, είμαι εύθικτη στον πόνο.
-Τότε τι είναι η χαρά; 
-Είναι κάτι εντελώς στιγμιαίο. Χαρά είναι να μπορείς να εκτοπίζεις τις ανησυχίες.

11.4.17

ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ: "ΕΙΜΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ"

Σάββατο της πανσελήνου, φοράει το πολύχρωμό της φόρεμα, τα μαύρα της γυαλιά -για λίγο, για τα πρώτα 5 λεπτά- πιάνει τα μαλλιά της κότσο, ζητάει καφέ και κάθεται απέναντί μου χαμογελώντας ζεστά, σ’ εκείνο τον υπέροχο «Μπλε Παπαγάλο» του Μεταξουργείου. «Είναι η πρώτη συνέντευξη που κάνω το φετινό Καλοκαίρι από κοντά», μου λέει. «Ο χρόνος, οι συνθήκες, τρέχουμε συνεχώς με την ομάδα μου…». Λέμε κάτι γενικό, κάτι για τα ζώδια -κριός με ωροσκόπο κριό εκείνη-, για τον καιρό, τη μεγάλη επιτυχία των συναυλιών της, την λατρεία της στους Κύπριους που την αγκάλιασαν απ’ την αρχή της πορείας της με πολύ μεγάλη αγάπη, ακουμπάει την πλάτη της στην καρέκλα, μα απ’ την πρώτη ερώτηση γέρνει ξαφνικά το σώμα της μπροστά και κοιτιόμαστε στα μάτια από απόσταση μερικών μόνο εκατοστών.  
-Ανήκες ποτέ στο μαντρί, στο βοσκό και στο λύκο;
-Φυσικά. Κατά καιρούς έχω περάσει και απ’ τα τρία.
-Πως τα προσδιορίζεις;
-Εάν μπορέσεις να κρατήσεις ελεύθερο το μυαλό σου, ακόμη και σε ένα περιβάλλον καταπίεσης, είναι ένα σχολείο το οποίο επιδρά στην μετέπειτα ζωή σου και στο πώς αποφασίζεις -όταν πραγματικά γίνεις ελεύθερος-, ώστε να διαχειριστείς τον εαυτό σου.
-Τον διαχειρίζεσαι εύκολα;
-Πλέον ναι.
-Παλιά;
-Όχι. Καθόλου. Δεν μπορούσα να τον ελέγξω. Όχι σε επίπεδο πειθαρχίας, αλλά είχα ανησυχίες, φοβίες και άγχη που δεν μπορούσα να τα διαχειριστώ. Τώρα πια έχω μεγαλώσει και όλο αυτό μέσα μου έχει καταλαγιάσει, έχει βρει τα πατήματά του κι έτσι μπορώ να κουμαντάρω πολύ πιο εύκολα τον εαυτό μου στις δύσκολες στιγμές.
-Ήσουν άτακτο παιδί; Ζωηρό;
-Τρομερά άτακτη, τρομερά ζωηρή, αλλά όχι αντιδραστική. Σαν παιδί είχα μια τρομακτική υπερκινητικότητα, ήμουνα συνέχεια σε εγγρήγορση, αλλά όχι στο πλαίσιο του να κάνω αλητεία ή πράγματα κωλοπαιδίστικα. Στη σκηνή δε φαίνεται; Δεν μπορώ να σταθώ ψύχραιμη μπροστά στο μικρόφωνο και να τραγουδήσω – μου είναι αδύνατον!
-Σταματάς ποτέ να σκέφτεσαι;
-Ποτέ! Ακόμη και όταν κοιμάμαι, στον ύπνο μου, παρατηρώ πως όλα μου τα όνειρά σχετίζονται με την πραγματικότητα, με την καθημερινότητα, δίνοντας λύσεις, απαντήσεις, ενώ τίθενται και καινούργια ερωτήματα. Δεν ησυχάζω ούτε στον ύπνο μου. Κι όλο αυτό με εξουθενώνει.
-Τότε δεν κοιμάσαι…
-Μα, γι αυτό και έχω την ανάγκη να κοιμηθώ πολλές ώρες – είναι ο χρόνος που δεν διαπραγματεύομαι καθόλου. Ο βασικός «όρος» για να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι είναι να ‘χω κοιμηθεί το λιγότερο 8 ώρες. Το μόνο μέρος στον κόσμο που με ηρεμεί, εκεί όπου και ο ύπνος μου ακόμη γίνεται διαφορετικός, είναι η Φολέγανδρος. Δεν είμαι από ‘κει, αλλά είναι το νησί μου. Κι αυτό συνέβη απ’ την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το μέρος. Κάτι μου κάνει μέσα μου και ηρεμεί το μυαλό μου.

ΘΕΟΔΟΣΙΑ ΤΣΑΤΣΟΥ: "ΣΑΜΠΟΤΑΡΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ"

Η πιο ιδιαίτερη -ροκ, τζαζ, σόουλ- φωνή των 90s’ και 00s’ δεν έχει χάσει τίποτα από τη «φωνάρα» εκείνη που ανακάλυπτε τότε αμήχανα η ελληνική μουσική, απ’ τις πρώτες κιόλας νότες που ακούγονταν στις «ενοχές» ή στο «φοβάμαι». Αυτές τις μέρες επιστρέφει στο φανατικό κοινό της που την περίμενε με ανυπομονησία, μετά από 6 χρόνια δισκογραφικής αποχής.

Ένα «αυστραλόπουλο» στην Ελλάδα
«Στη ζωή μου ήμουν στα άκρα: έχω βιώσει και τον μεγαλύτερο πόνο, αλλά και την μεγαλύτερη χαρά. Και τα δύο, όμως, τα αντιμετωπίζω το ίδιο. Γιατί είναι γειτονάκια. Γιατί τα πικ των συναισθημάτων ζούν δίπλα δίπλα. Από μικρή το ήξερα αυτό, αφού υπήρξα ένα παιδί μεγαλωμένο σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Με δύο γονείς πάρα πολύ αυστηρούς, με μία μητέρα -η οποία εργαζόταν ως καθαρίστρια σε ένα νοσοκομείο στην Αυστραλία- υπερβολικά χριστιανή ορθόδοξη, με έναν πατέρα, μηχανικό αυτοκινήτων τότε, που νόμιζε ότι τα παιδιά του θα γίνουν ναρκομανείς και θα του φύγουν απ’ το σπίτι, πάντα τρέμοντας μήπως κάνουμε καμιά στραβή. Κι έτσι αναγκαστήκαμε να παλέψουμε μόνες μας με την αδελφή μου, για να κάνουμε τελικά αυτό που θέλαμε. Σκέψου ότι ο μπαμπάς μου ονειρευόταν να τελειώσω το πανεπιστήμιο για να μου ανοίξει φροντιστήριο. Κι έτσι την επιτυχία των “Μπλε” την έμαθε πολύ πιο μετά, όχι όταν συνέβαινε. Ο πατέρας μου φοβόταν επίσης μήπως μυηθώ στο αυστραλέζικο σύστημα και παντρευτώ αυστραλό. Αυτό δεν το ‘θελε με τίποτα! Γι’ αυτό και μ’ έστειλε στην Ελλάδα.
Πολλές φορές αισθανόμουν λίγο ξέμπαρκη εδώ, σαν μια ξανθιά που ήρθε από την Αυστραλία για να κάνει αυτό που αγαπάει στη χώρα από όπου κατάγονταν οι γονείς της. Έτσι, όταν είχα έρθει από την Αυστραλία στην Ελλάδα, στα 17 μου, ένιωθα λίγο ξένη. Με φώναζαν “προσφυγάκι”, “αυστραλόπουλο”. Ενώ, απ’ την άλλη, στην Αυστραλία ήμασταν οι “the wogs”! Σπούδασα χορό, θέατρο, μουσική, κινηματογράφο, αλλά ονομάστηκα και συνειδητοποίησα ότι είμαι καλλιτέχνης, όταν έκανα κάτι και αυτό έγινε γνωστό. Θεωρώ πάντως ότι είμαστε παράξενοι οι καλλιτέχνες: “τρελοί”, κυκλοθυμικοί, μοναχικοί. Δεν θα μπορούσα, λοιπόν, να λέγομαι “καλλιτέχνης” αν δεν τα ‘χα κι εγώ αυτά. Και πιστεύω πως αν ερωτοτροπείς ωραία με το εργαλείο σου, δεν σκέφτεσαι ποιοι σε κοιτάνε από την κλειδαρότρυπα για να δεις αν τους αρέσεις.
Όχι, ποτέ δεν φοβήθηκα μήπως χάσω αυτό για το οποίο ξεκίνησα, αλλά φοβήθηκα μήπως χάσω εμένα! Και κινδύνευσα. Στην αρχή, με τους “Μπλε”. Γιατί έγινε απότομα όλο αυτό. Με τις “Ενοχές”, το μπαμ συνέβη πολύ γρήγορα».

ΕΛΕΝΗ ΡΑΝΤΟΥ: "ΚΑΝΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΑΓΑΠΑΕΙ Ο ΑΛΛΟΣ"

Κάποτε είχε γραφτεί κάτι καίριο για εκείνην: «όταν βγαίνει η Ράντου, νιώθεις ότι είναι ένα θεατής που σηκώνεται απ’ την καρέκλα του και ανεβαίνει επάνω στη σκηνή!». Αυτό αισθάνεται και η ίδια: μία καθημερινή γυναίκα που, κάθε βράδυ, λέει μια ιστορία. Και, όπως συμβαίνει πια στο τέλος, σε όλες της τις παραστάσεις, οι θεατές στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στην Αγίου Κωνσταντίνου, την χειροκροτούν πάντοτε όρθιοι για τη «Φιλουμένα» της, στις συνεχείς υποκλίσεις που την αναγκάζουν να κάνει κάθε φορά.
-«Είχες πολλή αγάπη, αλλά εσύ δεν έμαθες ν’ αγαπάς», λέγεται κάπου μέσα στην «Φιλουμένα». Μαθαίνεται η αγάπη;
-Δεν εκπαιδεύεται κανείς να μάθει ν’ αγαπάει. Αλλά, αν αγαπηθεί πολύ, μπορεί να πάρει ένα μάθημα για το πώς αγαπάνε. Δεν είναι εύκολο. Καμιά φορά όμως συμβαίνει, όταν ο άνθρωπος φτάσει σε οριακό σημείο, αν αρρωστήσει, αν βρεθεί σε ένα τροχαίο, αν αντιμετωπίσει το θάνατο. Εκεί μαθαίνει είτε να αγαπάει -να γαληνέψει η ψυχή του και να ηρεμήσει- είτε να μισεί, θυμώνοντας πολύ και με όλους.
-Έχουν συμβεί οριακά πράγματα στη ζωή;
-Τόσα όσα στον περισσότερο κόσμο. Όχι κάτι παραπάνω. Ναι, είναι δύο τρία πράγματα που μου ήταν οριακά.
-Και έχασες τον έλεγχο;
-Μου ‘χει τύχει οριακή εμπειρία, για την οποία είχα τέτοια άρνηση να την διαχειριστώ, που την απώθησα εντελώς. Μετά από 20 χρόνια κατάλαβα πόσο με είχε στιγματίσει. Κάθε φορά, αντιδράς αλλιώς. Ανάλογα με την ωριμότητα της στιγμής αλλά και με το γεγονός.
-Διαχειρίζεσαι εύκολα τα συναισθήματά σου;
-Θέλω να έχω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα. Δεν τα βγάζω πέρα καλά με τα συναισθηματικά. Ίσως γι’ αυτό και είμαι τόσο πολύ συναισθηματική στις παραστάσεις, γιατί το εκτονώνω εκεί. Είναι μερικά που με ξεπερνάνε. Κι όταν αυτό συμβαίνει, δεν τα κάνω καλά τα πράγματα. Νομίζω ότι με τα χρόνια, και λόγω αυτής της δουλειάς, αν κάτι έχει πειραχτεί άσχημα επάνω μου, είναι το νευρικό μου σύστημα – η διαχείριση του άγχους μου, γίνεται όλο και πιο οριακή μεγαλώνοντας. Ίσως, όμως, γι’ αυτό βγαίνουν και καλές δουλειές. Επειδή αγχώνομαι για τα πάντα, για την παραμικρή λεπτομέρεια. Είναι παθολογική η σχέση μου πια με το άγχος.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ: "ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ ΤΙΣ ΡΥΤΙΔΕΣ ΜΟΥ"

Βρίσκεται μποτιλιαρισμένη κάπου στην Πανεπιστημίου, στη διαδρομή απ’ την Καλλιθέα όπου μένει μέχρι το Θέατρο Ζίνα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, ώστε να βρεθεί στις πρόβες της για το «Κτελ» με το οποίο θα βρίσκεται το Καλοκαίρι σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Απολογείται για τη μικρή καθυστέρηση, καθόμαστε σε ένα μικρό ταβερνάκι, παραγγέλνει σούπα με καρότο και κοτόπουλο γιατί την πονάει το στομάχι της, ακούμε ειδήσεις απ’ το ανοιχτό ραδιόφωνο, και ξεκινάμε να συζητάμε για την συγκέντρωση που βρίσκεται σε εξέλιξη στο Σύνταγμα. «Θεωρώ ότι γίνονται πολύ μεγάλες προσπάθειες και εγώ έχω εμπιστοσύνη σ’ αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονται στην κυβέρνηση», μου αναφέρει. «Δεν είμαι εμπλεκόμενη πουθενά, δεν μου αρέσουν οι τίτλοι, αλλά θεωρώ πως αυτοί οι άνθρωποι έχουν ευγενή πρόσωπα, τα οποία είναι διαφορετικά από τους πολιτικούς που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε. Μας έχουν κάνει κοινωνούς στο έργο τους και νιώθω ότι δεν ζούμε πια στο σκοτάδι. Κάνουν αγώνα, παλεύουν για να κερδίσουν κάτι για τη χώρα μας!».
Στο θέατρο φέτος υποδύεται τη Λίλα Καμπάνα, τη γυναίκα του Αντώνη Τόνγκα (σ.σ Νίκου Μουτσινά) και εξομολογείται πως εκείνη γελάει πιο πολύ στη ζωή της με το απρόβλεπτο, το παράξενο, με όσα δεν καταλαβαίνουν οι πολλοί αλλά οι λίγοι, με τα επιτραπέζια παιχνίδια που παίζει τα βράδια με τους φίλους της.
-Είχες ανάγκη την κωμωδία φέτος;
-Πολύ! Μ’ αρέσει να γελάει ο κόσμος! Για δύο χρόνια είχα υπηρετήσει με την ψυχή και το σώμα μου το μονόλογο της «Γωγώς», ένα έργο πιο πολύ δραματικό παρά κωμικό κι ένιωθα τώρα την ανάγκη να επιστρέψω στα παλιά μου λημέρια. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν νιώθεις μοναξιά.
-Γιατί αισθάνεσαι μοναξιά;
-Είμαι σε μία φάση της ζωής μου, εδώ και πολύ καιρό, που δεν θέλω να κάνω τα αυτονόητα, ούτε να υπακούω στους «νόμους». Θέλω να κάνω ό,τι μ’ αρέσει! Μεγάλωσα πια. Κι η συνειδητοποίηση όλου αυτού εμπεριέχει και τη μοναξιά. Το να λες -με βεβαιότητα- «όχι», είναι ένα κέρδος πλέον για μένα. Στο παρελθόν, σε ό,τι αφορά στην τέχνη μου, δεν μπορούσα να το λέω με ευκολία, για τον απλούστατο λόγο ότι έπρεπε να δουλέψω. Μη σου πω ότι -αν και με δυσκολία και παρασυρόμενη από συναισθηματισμό- πιο εύκολα έλεγα στη ζωή μου τα «δεν μπορώ» και «δεν θέλω» παρά στη δουλειά μου.