14.12.09

ΤΑ ΑΓΟΡΙΑ ΤΩΝ 20 ΕΥΡΩ- ΡΕΠΟΡΤΑΖ


-Ενεργητικός ή παθητικός;
-Μόνο ενεργητικός!
-Ούτε πίπα θα μου πάρεις;
-Καλά, αν μου δώσεις 100 ευρώ θα στον γλείψω για λίγο. Αλλά εγώ δεν γαμιέμαι.
-Μόνος σου μένεις;
-Όχι, σε ξενοδοχείο θα πάμε. Για μια ώρα.

Τον πόνεσε στο τελευταίο τσιμπούκι που του πήρε. Συνήθως δεν ήταν έτσι, δεν το κανε με τόση μανία. Ήταν πιο τρυφερός μαζί του, του έγλειφε πρώτα λίγο τα αρχίδια, μετά τον έπαιρνε σιγά σιγά στο στόμα, το έκανε με τέχνη που μόνο κάτι γκόμενες που έβρισκε στα μπαράκια της πλατείας Αττικής του το καναν, με τρόπο κοριτσίστικο που τον έκανε να κλείνει τα μάτια του και να φαντασιώνεται. Συνήθως του τον έδινε χωρίς προφυλακτικό, δεν του άρεσε μ αυτό, του το χε πει, το χαν κόψει από τις πρώτες φορές που τον αγόραζε, του έλεγε πως ήθελε την κανονική γεύση, όχι την πλαστική, δεν τον πείραζε για αρρώστιες- φοβόταν, αλλά δεν τον πείραζε-, δουλειά του ήταν άλλωστε «ό,τι θέλει ο πελάτης», του έδειχνε κι εμπιστοσύνη όταν του έλεγε πως μόνο μ αυτόν έκανε ομοφυλοφιλικό. Τον πίστευε. Ήξερε από φάτσες, τόσα χρόνια στην πιάτσα έμαθε να κόβει καλά το μάτι του. Αλλά, ήταν κακή εκείνη η μέρα του. Του είπε στα σεντόνια του ξενοδοχείου που ξάπλωσαν πως είχε τσακωθεί με τη γυναίκα του, ότι τον έβρισε, τον ξανάπε ανίκανο, «κρυφοπουστάρα, που σε βρήκα και σε παντρεύτηκα», εκείνος τη χτύπησε στο πρόσωπο, έφυγε από το σπίτι και μετά τον πήρε στο κινητό του: «Έλα, Αντρέα. Ο Κώστας είμαι. Ο Κώστας από τον Άλιμο. Μπορείς να βρεθούμε σήμερα;». Φυσικά και μπορούσε. Ήταν από τους καλούς πελάτες, πάντα συνεπής, καθαρός, πλήρωνε καλά. Ήταν και παντρεμένος κι έτσι ποτέ δεν είχε πρόβλημα μ αυτούς, οι παντρεμένοι είναι πάντοτε οι πιο ακίνδυνοι πελάτες. Αυτοί φοβούνται πιο πολύ. Δεν ζητούσε πολλά- 30 ευρώ για πίπα- αλλά εκείνος του έδινε πάντα παραπάνω. Συνήθως, το ήθελε πιο τρυφερό μαζί του: Αγκαλιές, λίγα φιλιά πάνω από τα χείλη, δάγκωμα στις ρόγες, γλείψιμο για αρκετή ώρα εκεί, τη γλώσσα του να ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό για κανά δεκάλεπτο, έκανε μετά σαν κοριτσάκι που του έλεγε συνέχεια «όχι πιπιλιές, όχι πιπιλιές» και μετά «έτσι το κάνεις και με τη γυναίκα σου;». Κι ύστερα ήθελε να μιλήσουν λίγο. Με ανοιχτή την τηλεόραση στην τσόντα που είχε βάλει από πριν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου πίσω από την Αλεξάνδρας με τα ροζ πορτατίφ και τα πράσινα σαπούνια στο μπάνιο, χωρίς ήχο, απλά να παίζει λίγο η εικόνα για να καυλώσει. Του τον έπαιζε και εκείνος, είχε τα μάτια του καρφωμένα στις παρτούζες και του τον έπαιζε. Μια φορά του είχε πει πως του θύμιζε και λίγο το μεγάλο του γιο- 23 χρόνων είναι κι εκείνος- αλλά, όταν είδε την αντίδρασή του, τα μάτια να γουρλώνουν, να απομακρύνει το χέρι του γύρω από το λαιμό του, το κοψε- δεν πήγαινε ο Αντρέας με ανώμαλους. Συνήθως βρισκόντουσαν κάθε εβδομάδα, μέσα στο Σαββατοκύριακο, όταν ο Κώστας είχε χρόνο από τη δουλειά του- κάπου σε ένα γραφείο του είχε πει πως δούλευε, αλλά δεν τον πίστευε, όλοι λένε ψέματα σ αυτά και ειδικά οι παντρεμένοι. Τον ήθελε πάντα διαθέσιμο, δουλειά του ήταν άλλωστε. Και ήταν πάντοτε κύριος μ αυτόν, τύπος και υπογραμμός. Την τελευταία φορά του είχε δώσει 100 ευρώ, συνήθως του έδινε περισσότερα, αλλά δεν έμειναν πολύ ώρα στο ξενοδοχείο στην πλατεία Βάθη- προτιμούσε το «ΧΧΧ Hotel» από το άλλο της Αλεξάνδρας, αν και χρέωνε 27 ευρώ για τρεις ώρες, ενώ της Αλεξάνδρας 20 ευρώ, ήταν όμως πιο καθαρό-, είχε προκύψει και η φωτογράφησή μας, η συνάντηση που έπρεπε να κάνουμε μετά στο «Απολλώνιον» στην Ομόνοια να μου μιλήσει για τη ζωή του, δεν είχε χρόνο για πολλά πολλά- ήθελε απλώς κάπου να μιλήσει. Και μου το τόνισε: «Αν δείξεις ρε παλιόπουστα τις φάτσες μας ή γράψεις τα πραγματικά μας ονόματα, σ έχουμε σφάξει σαν αυτό που έκανε ο David στον Σεργανόπουλο». Του το υποσχέθηκα. Θέλει φραπέ με γάλα, αλλά χωρίς ζάχαρη. «Κάνω δίαιτα εδώ και μία εβδομάδα, ένας πελάτης μου είπε ότι ξεκίνησα να κάνω κοιλίτσα και βάλθηκα να τα χάσω πριν πάρω περισσότερα. Βέβαια το καυλί μου είναι πάντα όρθιο, αυτό δεν χρειάζεται δίαιτες».
Να μην ανησυχώ για τον πελάτη του μου είπε, το κανόνισε, θα βρισκόντουσαν την Κυριακή, για αρκετή ώρα, κατά το μεσημέρι που η γυναίκα του θα πήγαινε την μικρή τους κόρη για κολύμπι στον «Πανελλήνιο». Δεν θα χανε τα λεφτά. Θα έκαναν το κρυφό τους ραντεβού κάτω από το άγαλμα του βασιλιά στο Πεδίον του Άρεως και θα έφευγαν παρέα. Δύο ώρες σίγουρα θα τον ήθελε, αυτό γινόταν πάντα, λίγο στοματικό, λίγο γλείψιμο στην τρυπούλα, λίγο στα 4, λίγα φιλιά- στα μάγουλα, όχι φυσικά στο στόμα, δεν φιλάει ποτέ ο Αντρέας άντρες στο στόμα. Επίσης, δεν πηδιόταν. Όχι. Το ξεκαθάριζε στους πελάτες απ την αρχή: «Εγώ είμαι μόνο ενεργητικός. Δεν τον τρώω». Όποιος ήθελε να πηδήξει, τηλεφωνούσε στους κολλητούς του, κάτι παιδιά από τη Ρουμανία και την Αλβανία που μένουν στην Αχαρνών και κοντά στην Ομόνοια- λίγο πιο κάτω από το παλιό Εφετείο- και το κανόνιζε. Αυτοί και με 40 ευρώ έδιναν κώλο, δεν ήταν ακριβοί αν σκεφτείς ότι όλοι εκείνοι στις αγγελίες γνωριμιών ξεκινούν τη βίζιτα από 150 και πάνω με τη δικαιολογία- αν τους πεις κάτι στο τηλέφωνο, αν διαμαρτυρηθείς για την τιμή- «παίρνεις πράμα ελληνικό». Ο Αντρέας πάντα γελούσε μ αυτά «τι ελληνικό ρε μαλάκα; Αφού οι Ρουμάνοι τον έχουν μεγαλύτερο. Μια φορά να σου τον βάλουν, δεν θα μπορείς να κάτσεις για τρεις μέρες. Και επειδή έχουν μεγάλη πελατεία και γαμάνε συνέχεια, αντέχουν για πάνω από μία ώρα σερί. Σε ξεσκίζουν!». Το παραδέχεται κι ο ίδιος, δεν έχει πρόβλημα. «Όταν με παίρνουν οι πελάτες είμαι ειλικρινής. 17 εκατοστά τους λέω πως τον έχω, όχι πολύ χοντρό, κανονικό, αλλά είμαι πολύ ωραίο παιδί, γυμνασμένος και λίγο τριχωτός, αντέχω πάνω από μισή ώρα στο τσιμπούκι και πολύ παραπάνω στο γαμήσι. Τον παίζω κιόλας λίγο πριν στην τουαλέτα για να αργήσω να χύσω μετά. Αρέσω στους gay και με προτιμούν. Άμα όμως ενδιαφέρονται μόνο για το μέγεθος του πούτσου, τους στέλνω στα φιλαράκια μου, μου δίνουν σίγουρα δέκα ευρώ από αυτά που παίρνουν, προμήθεια για τον πελάτη που τους έκλεισα». Μόνο μία φορά έκανε πολύ καιρό να βρεθεί με τον Κώστα, τότε που σκότωσαν τον Σεργιανόπουλο. Τον έπαιρνε τηλέφωνο, δεν απαντούσε, τον ξανάπαιρνε, κλειστό. «Έλα ρε μαλάκα», του είπε όταν τον πήρε επιτέλους πίσω εκείνος, «αφού με ξέρεις, εγώ θα σε σκοτώσω; Τι είμαι; Ο “killer”;». Εκείνη την εποχή είχε κόψει την πιάτσα στην πλατεία Βικτωρίας, είχε γεμίσει από μπάτσους, κάμερες και δημοσιογράφους. Για κανά μήνα ερήμωσε η περιοχή. Όσοι τον έψαχναν, τους έκλεινε ραντεβού έξω από το «Fantastico» στην Αχαρνών ή κοντά στο «Sammis» στη Φυλής, είχε πέσει και η δουλειά τότε, σκατά. «Σκέψου», μου λέει, «ότι βγάζω σίγουρα 200 ευρώ τη μέρα, όταν τον σκότωσαν κατέβηκα στα 50. Κάναμε δύο μήνες έτσι, με κάτι διαλέιμματα. Όποτε έβγαζε πρωτοσέλιδο η Espresso τη δολοφονία, ερήμωνε η πιάτσα. Ειδικά τότε που δημοσίευσε τις φωτογραφίες του μαχαιρώματος, δεν ερχόταν άνθρωπος, μας είχε καταστρέψει. Δεν το ρίσκαραν πάντως πολλοί σαν τον Σεργιανόπουλο, ήταν από τους λίγους που έδειχναν έτσι τη φάτσα τους στο δρόμο χωρίς να τον νοιάζει. Συνήθως όλοι οι άλλοι επώνυμοι- τραγουδιστές και ηθοποιοί που έχουν οικογένειες και παιδιά, που έρχονται σ εμάς για να “ξεσπάσουν”, αλλά δεν θα σου πω ονόματα- το κάνουν μέσω τηλεφώνου ή γνωστών, κανείς τους δεν το διακινδυνεύει έτσι. Ευτυχώς ήταν Καλοκαίρι όταν έγινε το φονικό και βρίσκαμε “παρέα” και από τα Λιμανάκια ή γύρω από την Ομόνοια τα απογεύματα της Κυριακής. Τώρα είναι όλα καλά, πέρασε το κακό, οι πελάτες έχουν γίνει πολύ περισσότεροι. Ξεθάρρεψαν. Έρχονται με τα αυτοκίνητά τους, σταματάνε έξω από τα Everest, κόβουν φάτσες, ρωτάνε τιμές, αν είμαστε ενεργητικοί, παθητικοί ή και τα δύο, αν παίρνουμε και εμείς τσιμπούκια, και πάμε όπου θέλουν αυτοί. Είναι επικίνδυνα, το ξέρω, αλλά εγώ τους καταλαβαίνω ότι εκείνοι φοβούνται πιο πολύ από εμάς. Πολύ μοναξιά εκεί έξω, ρε φίλε».
Κάποιες φορές το κάνει χωρίς προφυλακτικό, το καταλαβαίνει ότι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, αλλά όποτε συμβαίνει γίνεται μόνο με τους στάνταρ πελάτες του, συνήθως τους παντρεμένους. Είναι εκείνοι που πληρώνουν και καλύτερα, είναι χουβαρντάδες. Για τους άλλους, όσους βρίσκει στο Star στην Ομόνοια, χέστηκε. Ξεπέτα είναι γι αυτόν. Κάθεται για λίγο στον κάτω όροφο του σινεμά, ανεβοκατεβαίνει στον δεύτερο και στον τρίτο που είναι πιο prive, πιο σκοτεινός, ανταλλάσσει ματιές, του κάνουν νόημα και ξεκινάει το γνωστό ποίημα: «τι γίνεται; όλα καλά; θέλεις να πάμε στην τουαλέτα;». Στα παζάρια μπορεί να το κατεβάσει ακόμη και στα 10 ευρώ την πίπα-πάντα με προφυλακτικό- αλλά αυτό για πολύ ειδικές περιπτώσεις, για κανά άβγαλτο πιτσιρίκι που δεν του αρέσει το Γκάζι, που έχει τρυφερό άτριχο κολαράκι και προτιμά τις πιο άγριες καταστάσεις. Άμα όμως είναι γέρος, δεν το ρίχνει κάτω από 30. «Με αυτούς χύνω πολύ δύσκολα. Την ώρα που τους τον χώνω στο στόμα κοιτάω το ταβάνι ή το καζανάκι. Μπορεί να σκεφτώ λίγο κανένα μουνί, να μου σηκωθεί, να μπορέσω να αποδώσω. Πάντως όταν ο άλλος βγάλει τη μασέλα η πίπα είναι η καλύτερη. Δεν φαντάζεσαι τι καύλα είναι να στον παίρνει ένα στόμα χωρίς δόντια».
Τον παίρνουν τηλέφωνο στο δεύτερό του κινητό. Οι φίλοι του. Θα έρθουν σε λίγο να μας βρουν και να πάμε στην πλατεία Βικτωρίας για τη φωτογράφησή μας. Συστημένος πήγα και με εμπιστεύεται. Αλλιώς «έχω μάθει στα τέσσερα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, να μην εμπιστεύομαι ούτε το μουνί της μάνας μου. Είμαι 23, αλλά έχω μυαλό για 40». Πίνει λίγο από το φραπέ του και μου τονίζει ότι θα με σκοτώσει αν δεν καλύψω πρόσωπα. Σαν να μου λέει «καλησπέρα», με τον πιο φυσικό του τρόπο. Και το εννοεί. Ανάβει τσιγάρο, μου ζητάει φωτιά. «Ακόμα και η νύχτα έχει νόμους, αντρικούς και απαράβατους, που ισχύουν για όλους εξίσου- είτε είναι τραβεστί, είτε μαχαιροβγάλτες, είτε πούστηδες, είτε σαν κι εμένα straight που γαμάνε άντρες και πληρώνονται. Κάνει λάθος όποιος νομίζει ότι θα βγει τη νύχτα και θα εκφραστεί “ελεύθερα”. Η νύχτα είναι εμπόριο, λεφτά και γαμήσι. Τα πάντα πωλούνται και τα πάντα αγοράζονται. Πουτάνα τραβεστί, άντρας ή γυναίκα, straight ή gay στην Ομόνοια ή στην Αχαρνών είσαι ουσιαστικά κρέας για πούλημα. Από τα όργανά σου, κάποιοι θα βγάλουν λεφτά και εσύ τα δικά σου». Νταβατζή είχε μόνο όταν ξεκίνησε τη δουλειά, στα 19 του. Του τα κανε συκώτια, τον έπρηζε, τον έστελνε όπου να ναι, με σαραντάρηδες, με εβδομηντάρηδες, με ό,τι κυκλοφορούσε- και μετά fifty fifty. Μαλάκας. Όχι, δεν τον πείραζαν οι ηλικίες, αυτός κώλο γάμαγε- τον αντρικό σαν γυναικείο τον έβλεπε-, δουλειά ήταν όλα γι αυτόν, οι διαδρομές όμως ήταν που τον κούραζαν, η Ραφήνα, το κέντρο, η Γλυφάδα, όλες μέσα σε ένα απόγευμα. Χτυπάει το κινητό της δουλειάς. Δεν ξέρει τον αριθμό. Απαντάει. «Ναι. Θα μπορέσω κατά το βραδάκι. 17 εκατοστά, ωραίο κολαράκι, χοντρό καυλί, ενεργητικός. Κατά τις 11 είναι καλά. Μια ώρα θα μας πάρει. Τα λεφτά πρώτα. 100. Καλά, 80. Όχι, πιο κάτω δεν πέφτω. Όταν με δεις και δεν σ αρέσω να σου τη ρίξω την τιμή, αλλά τόσα παίρνω. Έξω από τη στάση του μετρό στην Μαρίκας Κοτοπούλη. Κάνε μου αναπάντητη μόλις φτάσεις. Θα είμαι εκεί». Το κλείνει. Γελάει και κάνει λακκάκια στα μάγουλα. «Όλοι μαλάκες, όλοι παζάρια. Να σε γαμήσω θέλεις ρε, δεν αγοράζεις φουστάνι». Δεν τον πειράζει τόσο να τον στήσουν, όσο να μην του δώσουν πρώτα τα λεφτά, πριν τους πηδήξει. Θέλει να του δείχνουν εμπιστοσύνη. Έτσι έμαθε από την οικογένεια του στην Κρήτη που μεγάλωσε. Εννοείται πως θα τους χύσει όπου θέλουν, θα τα πιουν κιόλας αν γουστάρουν, αλλά δεν εγγυάται αν θα ναι πολύ ή λίγο. Συνήθως οι πρωινοί πελάτες είναι οι πιο τυχεροί. Εκείνη την ώρα, θέλει απλώς μια τρύπα να τελειώσει. Και αντέχει περισσότερο. «Η νύχτα κρύβει λάσπες. Ακόμη και η Συγγρού, που είναι ένας δημόσιος δρόμος, είναι χωρισμένη σε δικαιοδοσίες, δηλαδή ένα κομμάτι του δρόμου ανήκει σε μία κοπέλα που πληρώνει “ενοίκιο” ή “ποσοστά” σε κάποιον, που με τη σειρά του δίνει λόγο σε κάποιον ανώτερο και πάει λέγοντας. Το ίδιο γίνεται και με τα αγόρια- είναι αναλόγως με τα χρόνια που έχεις βγει στην πιάτσα. Δεν θα σου πω όλες τις περιοχές, για να μην αρχίσουν τις μαλακίες οι μπάτσοι. Ό,τι κάνω πάντως, το κάνω για τα λεφτά. Φύλαξα 14 χιλιάδες στην τράπεζα και θα συνεχίσω όσο αντέξω. Εύκολα λεφτά είναι, φτάνει να μην ταυτίζεσαι πολύ με τον πελάτη. Δεν σηκώνουν ευαισθησίες οι βίζιτες». Την δουλειά θέλει να τη σταματήσει μόλις βγάλει όσα λεφτά χρειάζεται για να αγοράσει σπίτι. Το υποσχέθηκε στον εαυτό του. «Καλά», του λέω, «όποιος γλυκαθεί με τα εύκολα λεφτά, δύσκολα ξεκολλάει». Με αγριοκοιτάει. «Εγώ, μαλάκα, θα σταματήσω!».
Πολλές φορές τον ερωτεύτηκαν, του έκαναν δώρα, τον πήγαν σε μαγαζιά να του ψωνίσουν, βόλτες με το αυτοκίνητο, σε ακριβά εστιατόρια στο Κολονάκι. Τα δεχόταν όλα. «Δίνω αυτό που έχουν αυτοί πιο μεγάλη ανάγκη, τον πούτσο μου και τα 23 μου χρόνια και παίρνω από εκείνους αυτό που έχω εγώ ανάγκη: Τα λεφτά τους». Δεν ήταν πάντα έτσι. Έμαθε να είναι. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε, η μάνα του έφερνε στο σπίτι όποιον άντρα ήθελε, γνώριζε διάφορους που του συστήνονταν ως «πατέρας», στα Χανιά τους έκανα βούκινο παντού σαν «το σπίτι της πουτάνας», βγήκε στη λαϊκή να πουλάει ψάρια από 12 χρόνων και κάποιος φίλος του τον έβαλε στη δουλειά. Στην αρχή του άρεσε κιόλας, ήταν εύκολα λεφτά, έχυνε χωρίς να τον παίζει κι άμα ήταν και κανένας συνομήλικος του τρελαινόταν περισσότερο γιατί αυτά ήταν άβγαλτα και καύλωνε να τους μαθαίνει τον τρόπο, «πιο πίσω, πιο πάνω, βάλτον τώρα όλον μέσα». Με αυτά πήγαινε ακόμα και δωρεάν. Τρύπα να ναι, κι ό,τι να ναι. Μετά ξεκίνησε να το κάνει μηχανικά. Εννοείται ότι πήγαινε και με γυναίκες. Και πάει ακόμα. Να, τώρα έχει τρεις φίλες. Όχι με λεφτά. Με τις γυναίκες δεν πάει ποτέ με λεφτά. Επειδή είναι straight και επειδή του αρέσει. Δεν ξέρουν για τη δουλειά του. Εννοείται. Απλώς ενθουσιάζονται που έχει λεφτά και τις βγάζει έξω με την μηχανή που αγόρασε πέρσι, που πάνε βόλτες στην παραλιακή και στα μπουζούκια. Στη Βίσση πριν από καμιά βδομάδα ας πούμε και παλιά στον Σφακιανάκη. Σχέσεις δεν κάνει. Πώς να κάνει σχέσεις με δύο κινητά; Γελάει πάλι. «Μαλάκας είσαι ρε δημοσιογράφε;». Θέλει και τρίτο τσιγάρο.
Κάποια στιγμή- μου το ξαναλέει- θέλει να σταματήσει, θέλει να κάνει οικογένεια και παιδιά, θέλει να έχει μία κανονική ζωή. «Όχι ότι η δική μου δεν είναι κανονική επειδή κάνω αυτή τη δουλειά, εννοώ πιο κανονική». Φίλους πραγματικούς δεν έχει, με τη μάνα του δεν πολυμιλάει, η ζωή του είναι πάνω κάτω η ίδια με όσους κυκλοφορούν στην πιάτσα: Ξυπνάει όποτε χτυπήσει το κινητό, πάει βόλτες στο κέντρο, κάθεται για λίγο στη στάση του μετρό στην Αγίου Κωνσταντίνου, ξεκινάει τα ραντεβού, το βράδυ πάει σε σινεμά και σε clubs κοντά στην πλατεία Βικτωρίας, κοιμάται κατά τις 5. Το καλύτερό του είναι να κανονίσει ο πελάτης παρτούζα. Εκείνος και με γυναίκα. Με τη γυναίκα του να ξέρει ότι ο άντρας της είναι και gay. Έχει κανα δυο τέτοιους σταθερούς και ικανοποιούνται και οι τρεις. Ανοιχτοί άνθρωποι. «Αν το κανε αυτό η δική μου γυναίκα, θα τη σκότωνα», μου λέει και ρουφάει τη βάση απ το φραπέ του. Έρχονται οι φίλοι του. Οκτώ αγόρια. Μας συστήνει. Τους λέει να μην φοβούνται, έχω έρθει απ τον τάδε. Πάμε. Του έρχεται μήνυμα. Το διαβάζει και γελάει. Μου το δείχνει. «Μαζί σου νιώθω πραγματικό έρωτα. Δεν μπορώ να σε ξεχάσω από χτες. Θέλεις να βρεθούμε σήμερα;». Από έναν χοντρό που μένει στον Άγιο Στέφανο «αλλά με μια κολάρα να!». Τέτοια πολλά. Συναισθηματικά και ερωτικά. Αλλά αυτός χέστηκε. Τα λεφτά τον νοιάζουν. «Έχω γνωρίσει πριν από κανά μήνα και ένα πιτσιρίκι που το γαμάω χωρίς λεφτά, επειδή είναι πολύ καύλα. Αυτό μου βγάζει κάτι. Την ξέρει τη δουλειά μου, πήγε να με πληρώσει την πρώτη φορά, αλλά του είπα “στοπ, εσένα θα σε κάνω σκλαβάκι μου και θα πηγαίνεις μόνο μαζί μου”. 22 χρόνων είναι, αλλά φαίνεται 18. Μόνο μ εμένα πάει». Πληρώνει εκείνος τον καφέ μας. Κάτι του λένε οι φίλοι του, τους εξηγεί, όχι δεν θα αργήσουμε. «Να το τονίσεις, ρε φίλε, ότι είμαι straight, ότι είμαι κανονικός. Θα σε σκίσω αν δεν το γράψεις. Δεν είμαι καμιά πουστάρα εγώ».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Nitro", τον Δεκέμβριο του 2009 (οι φωτογραφίες του θέματος είναι του Παντελή Ζερβού. Η φωτογράφηση έγινε γύρω από την πλατεία Βικτωρίας, στο κέντρο της Αθήνας).