20.1.13

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ: Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ




Ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας της νέας γενιάς λογοτεχνών, δίνει στο «Υστερόγραφο» την πιο εξομολογητική συνέντευξη της ζωής του, αυτή στην οποία υπάρχουν όλες οι απαντήσεις για τις εικόνες που βρίσκονται πίσω απ' τις λέξεις που βουίζουν σαν δαίμονες στο κεφάλι του. 
Συναντιόμαστε στην πλατεία Εξαρχείων, πίσω απ τα παγκάκια που κάθονται αλλοδαποί και πρεζόνια, με περιστέρια να περιφέρονται έτοιμα να πιτσιλίσουν το πρώτο κεφάλι που θα τα αφήσει να καθίσουν στις τρίχες του. Η μέρα είναι όμορφη (πολύ ζεστή, με κοντομάνικα και μπράτσα στο φως), νυστάζω αφόρητα απ τα αναίτια ξενύχτια-το ίδιο και ο Αύγουστος-, να παραγγείλουμε εσπρέσσο. Το σαββατοκύριακο είχα διαβάσει το «Δαιμονιστή» του και με διέλυσε με ιδρώτα και αγωνία στα σεντόνια (συναρπαστική αφήγηση, μεγάλη έκπληξη για πολλούς «δύσκολους» κριτικούς), λέμε δυο τρεις προτάσεις ενός λεπτού με τα τυπικά, και είχα ήδη έτοιμες στο στόμα μου τις πρώτες απορίες για τον έρωτα και το θάνατο, σ' ένα παιδί διάσημο, μπεστσελλερίστα-αυτόν για τον οποίο όλες οι έγκυρες αθηναϊκές εφημερίδες αναρωτιόντουσαν όταν πρωτόβγαλε μυθιστόρημα-πριν από 9 χρόνια-πόσο προκλητικός μπορεί να είναι ένας πιτσιρικάς που αλλάζει το κανονικό του όνομα σε «Κορτώ» και ποιους συνειρμούς θέλουν να κάνουν για τον ίδιο οι φερέλπιδες αναγνώστες του. Απ' τη στιγμή που ξεκινήσαμε την κουβέντα μας ο Αύγουστος δεν με κοίταξε στιγμή στα μάτια, έπαιζε νευρικά με τα μανίκια στο γκρίζο του μπλουζάκι, και ξεκίνησε προτάσεις για τον Μπαλζάκ, για τον Φλωμπέρ, για τη λογοτεχνία στην Ελλάδα, για τον αλλοτραφή τρόπο που λειτουργούσαν οι λογοτέχνες στη χώρα μας, για τα βιβλία που δεν είναι δυνατό εμπόρευμα αλλά μάλλον το πιο αδύναμο κομμάτι του ελληνικού καταναλωτισμού. Για μισή ώρα είχα καμένο χαρτί τη συνέντευξη, χαράμι οι ελπίδες για κάτι ουσιαστικό, ο συνομήλικός μου θέλει-προφανώς-να με συναρπάσει με τις γνώσεις, το ταλέντο, τη δεξιοτεχνία στις λέξεις και στα ρήματα, αναλύσεις που αρνιόντουσαν οι φλέβες του εγκεφάλου μου να τις ρουφήξουν με ευκολία και να μου τις περάσουν στο αίμα. Μέχρι που-εντελώς ξαφνικά-γίνεται το «παφ», ένας δυνατός κρότος σε μία πρόταση που του ξέφυγε, μία πληροφορία στην κρυμμένη με παραβάν τρύπα του αδιαπέραστου που έβγαζε στην πίσω μεριά του καθρέφτη του, στην ανθρώπινη μορφή που κρυβόταν πολύ περίτεχνα τόση ώρα πίσω απ τα μυωπικά μαύρα γυαλιά του λογοτέχνη. Η κουβέντα μας, λοιπόν, άλλαξε απότομα ροή, έγινε μία αποκάλυψη, η ψυχή του φύλλο και φτερό, αφέθηκε (ένιωθα συγγενής του απ τα ίδια κύτταρα, τον λάτρευα όσο μου μιλούσε και του το δειχνα), κοιταχτήκαμε στα μάτια-δεν ξεκόλλησα για την επόμενη μιάμιση ώρα από τις κόρες των ματιών του-, και ο Αύγουστος ξεκίνησε να δημοσιοποιεί όλους τους λόγους που το σκοτάδι του είναι βαθιά άβυσσος με αλήθειες (μόνο με αλήθειες), και όχι ένα νοσηρό κατασκεύασμα.
-Γιατί πιστεύεις ότι εσύ ως πρόσωπο είσαι πιο γνωστός από τα βιβλία σου;
-Είναι θέμα καθαρά προβολής από τα Μέσα. Όταν έβγαλα τα πρώτα μου βιβλία παρουσίαζα ένα πολύ ελκυστικό προϊόν στους δημοσιογράφους. Ήμουνα ένας πιτσιρικάς από τη Θεσσαλονίκη, που ήταν τρομερά αθυρόστομος, τα βιβλία είχαν μέσα ακατονόμαστες εκφράσεις και ακατανόμαστες ερωτικές σκηνές, ήμουνα πάρα πολύ παχύς και παντρεμένος. Ήμουν ένα παράξενο ζώο που φερόταν ακόμα πιο παράξενα. Το γεγονός ότι εγώ τότε έβριζα τον Καζαντζάκη-όπου στεκόμουν και όπου βρισκόμουν-με επιχειρήματα, ως τελείως αδύναμο  πεζογράφο και ως τρομερά προβληματικό άνθρωπο ήμουνα-το λιγότερο-ενδιαφέρων. Ήτανε λογικό να πέσουν επάνω μου οι δημοσιογράφοι, όχι μόνο για να κάνουνε τη δουλειά τους, αλλά και γιατί τους ιντριγκάριζε το γεγονός ότι είχαν ένα πιτσιρίκι απέναντι τους που λέει διάφορα εξωφρενικά πράγματα. 
-Γιατί ο Πέτρος-το πραγματικό σου όνομα-έγινε «Αύγουστος»;
-Όλοι οι ψευδωνυμάδες θέλουμε να διαγράψουμε ένα κομμάτι την προηγούμενης ζωής και ύπαρξής μας. Το όνομα είναι οι λέξεις με τις οποίες έχουμε μάθει να ταυτίζουμε τον εαυτό μας και να τον αναγνωρίζουμε από πολύ μικρή ηλικία. Το να διαλέξεις αυθαίρετα-για οποιουσδήποτε λόγους-ένα άλλο όνομα, είναι μια πράξη ακύρωσης του παλιού σου εαυτού και επινόησης ενός καινούργιου.
-Γιατί ένιωθες αυτή την ανάγκη;
-Ένιωθα τρομερή πίεση στο περιβάλλον των σπουδών μου και στο σπίτι μου. Ήμουν ένα πάρα πολύ θωρακισμένο μοναχοπαίδι-κουκουλιασμένο στη μητρική αγάπη-και ήθελα να φτιάξω μια πιο δυνατή persona από του Πέτρου. Κάπως έτσι έφτιαξα στα 18 μου τον Αύγουστο Κορτώ. 
-Μόνο αυτό;
-…Είχα περάσει πολλά χρόνια μισώντας τον εαυτό μου!Ήμουν ένα παιδάκι παχουλό, ασχημούλικο, με γυαλιά μυωπικά, με πολύ ψηλή φωνή και πολύ αργή ανάπτυξη-όταν τέλειωσα το σχολείο ήμουνα 1.65. Ήμουν ένα καθόλα μη ερωτεύσιμο και απωθητικό πλάσμα, ερχόμενο σε επαφή με μία μάνα που με λάτρευε και με έβλεπε ως παιδί του Θεού. Ένα σπασικλάκι ήμουν, μη δημοφιλές, ένα παιδί πολύ οξύθυμο, πολύ απόλυτο, που έβριζε πάρα πολύ και έλεγε αβέρτα Χριστοπαναγίες. Είχα κακή διαγωγή και προσπαθούσα από πολύ μικρή ηλικία να φτιάξω μία πανοπλία η οποία θα ήταν αντίθετη και αδιαπέραστη στην περιφρόνηση που θεωρούσα ότι εισέπραττα. 
-Πότε αγάπησες τον εαυτό σου;
-Σε ένα μέτρο πάντα τον αγαπούσα, σε ένα μέτρο πάντα θα τον μισώ γιατί, αν δεν υπάρχει ένα κομμάτι αντιπάθειας ως προς αυτό που είσαι, είναι πολύ εύκολο να περιπέσεις σε ένα ναρκισσισμό τελείως απρόσφορο.
-Τα βιβλία σου είναι προϊόν φαντασίας;
-Όχι μόνο. Θέλει πολλή δουλειά για να περάσεις από την φαντασία σε μια αφήγηση. Εγώ δεν φτιάχνω βιβλία για τα βιβλία. Για να βγει αυτή η ιστορία πρέπει διαρκώς να αντλώ από τη δική μου ζωή: ο αφηγητής κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφείται. Τα βιβλία του Καμύ είναι κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικά, όλος ο Φώκνερ είναι αυτοβιογραφικός. Αν ο εαυτός σου είναι τόσο αξιαγάπητος και αξιολάτρευτος, από ένα σημείο θα στερέψει αυτό το υλικό.
-Τι δεν σου αρέσει σήμερα στον εαυτό σου;
-Είμαι άνθρωπος μισαλλόδοξος και πολύ πείσμων. Εξακολουθώ να συμπεριφέρομαι σαν το κακομαθημένο μοναχοπαίδι που υπήρξα και είμαι πάντοτε, και απ την άλλη-πολύ σπάνια πια-δεν μπορώ να ακούσω κάποιον ή κάτι με παρθένο μάτι: πάντα επεμβαίνει αυτή η αλαζονική ματιά του συγγραφέα που λέει «εγώ σε ξέρω πριν σε μάθω». Το να ψυχαναλύω τους φίλους μου δεν είναι υγιές, το κάνω αναπόφευκτα με τον μανδύα του παντογνώστη. Αυτό το πράγμα αγωνίζομαι να το αποβάλω για να μην γράφω βιβλία μονοδιάστατα και βλακώδη.
-Πως γίνεται να γράφεις σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα τα βιβλία σου; (σ.σ ο «Δαιμονιστής» γράφτηκε σε δύο μόλις μήνες, ενώ το «Αυτοκτονώντας ασύστολα» σε δύο μέρες).
-Είναι θέμα εξάσκησης. Δεν έκανα άλλη δουλειά στη ζωή μου, δεν στράφηκα στη συγγραφή έπειτα από μια δεκαετία σε άλλο επαγγελματικό στίβο. Η πρώτη δουλειά που προσπάθησα να κάνω ήταν το γράψιμο. Γράφω 11 χρόνια, οπότε νομίζω πως είναι λογικό πια να αποκτήσω μια κάποια άνεση στο χειρισμό των ιδεών μου και της μεταποίησης τους σε story. Απ' την άλλη το είδος της αφήγησης που εγώ προσπαθώ να υπηρετήσω είναι το λεγόμενο διαβαστερό βιβλίο. Έχω μια θεωρία εγκυμοσύνης για τα βιβλία: αν ένα βιβλίο το κουβαλάς μέσα σου για καιρό είναι σαν τη γυναίκα που αναβάλλει τη δημιουργία ενός παιδιού μέχρι να βρει λεφτά, τον κατάλληλο άνδρα και το κατάλληλο σπιτικό. Πολύ πιθανόν το DNA της να διαφθαρεί ελαφρώς λόγω φυσικής φθοράς και να γεννήσει ένα παιδάκι με προβλήματα. Κάπως έτσι βλέπω τα μυθιστορήματα που εγκυμονούνται για πάρα πολύ χρόνο. Απ' την άλλη, ό,τι και να μου γράψουν, δεν μπορώ να το πάρω πολύ κατάκαρδα για ένα βιβλίο που γράφτηκε μέσα σε 18 ώρες. 
-Γιατί πραγματεύεσαι τόσο πολύ τον έρωτα και το θάνατο μέσα στο «Δαιμονιστή»;
-Αφενός ο θάνατος είναι νομοτέλεια της φύσης και της ζωικής μας υπόστασης, αφετέρου ο έρωτας και η αγάπη που εκπορεύεται απ τον έρωτα ως μόνιμη μη ερμηνεύσιμη δύναμη στον κόσμο μπορεί να υπερβεί τη νομοτέλεια του θανάτου. Η αυτοθυσία συντελείται μόνο χάρη και μέσω του έρωτα. Ο Παλαιστίνιος που ανατινάζεται νιώθει πραγματικό έρωτα για το Θεό του, για τον ιδανικό του εαυτό-αυτό του δίνει το κουράγιο να ανατιναχτεί στα 19 του χρόνια.
-Έχεις φτάσει ποτέ κοντά στο θάνατο από έρωτα;
-Έχω φτάσει σε καταστάσεις μεγάλης παρακμής εξαιτίας του έρωτα, αλλά όσους ανθρώπους αγάπησα με ανταγάπησαν κι αυτοί, και δεν θυμάμαι να μου έχουν δώσει κάποιο ιδιαίτερο πόνο. 
-Ο χωρισμός δεν φέρνει πόνο;
-Δεν είναι τίποτα να κόψεις το τσιγάρο, το 'χεις κόψει χίλιες φορές. Δεν είναι τίποτα να χωρίσεις, έχω χωρίσει τόσες φορές. 
-Ένας χωρισμός δεν είναι σαν το τσιγάρο, Αύγουστε.
-Είναι όμως μια έξη. Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δενόμαστε όχι γιατί μας κάνουν απαραιτήτως καλό: μας βοηθούν να περνάμε καλύτερα και πιο χαλαρά το χρόνο μας, όπως το τσιγάρο σε κάνει να περνάς πιο χαλαρά τον μονήρη σου χρόνο ή να αντιμετωπίζεις το στρες μιας δύσκολης κατάστασης. Υπάρχουν άνθρωποι που λειτουργούν σαν το τσιγάρο, όπως κι εγώ έχω λειτουργήσει σαν το τσιγάρο σε ορισμένους ανθρώπους και τίποτα παραπάνω. Όσο έχω υποφέρει έχω υποφέρει από το στραβό μου το κεφάλι, όχι από ορισμένους ανθρώπους…Ίσως και από κάποια προβλήματα κατάθλιψης, προβλήματα που είχα εξαιτίας της μάνας μου ή του θανάτου της μάνας μου.
-Πότε έχασες τη μητέρα σου;
-Το 2002. Λίγο πριν τα 24 μου χρόνια.
-Από τι πέθανε;
-Χάπια…Η μητέρα μου αυτοκτόνησε. Υπέφερε από διπολική κατάθλιψη, που ήταν αρκετά σοβαρότερο πρόβλημα από το δικό μου. 
-…Νιώθεις ευθύνη για την αυτοκτονία της μητέρας σου;
-Πάντα νιώθεις ευθύνη. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη της απόπειρα. Οι περισσότεροι αυτόχειρες δεν τα καταφέρνουν με την πρώτη, ήτανε όμως η οριστική και τελειωτική. Η αυτοκτονία αφήνει την ενοχή, γι αυτό το λόγο και είναι τόσο καταδικαστέα και οι άνθρωποι την αντιμετωπίζουν με τόση κρυπτικότητα, μυστικοπάθεια και συγκαλυμμένη οργή γιατί είναι μια πράξη αναίρεσης του δόγματος της ζωής. Ο αυτόχειρας είναι σαν να μας λέει: «εγώ είμαι ο έξυπνος κι εσείς είστε τα κορόιδα, γιατί εγώ έχω καταλάβει τι σκατένια που είναι η ζωή και εσείς εξακολουθείτε να ζείτε». Σκέψου πως νιώθεις όταν ο άνθρωπος που αυτοκτονεί είναι η μητέρα σου-που σημειολογικά και συμβολικά είναι ο άνθρωπος που σου έδωσε τη ζωή-, και αποφασίζει ότι αυτή η ζωή είναι μια μαλακία. 
-Έκανες ποτέ απόπειρα αυτοκτονίας;
-Όχι. Ήμουνα αλκοολικός για περίπου ένα χρόνο, με όλα τα συμπτώματα-ήταν ένα είδος αυτοθεραπείας όλο αυτό μετά το θάνατο της μητέρας μου. Ο αλκοολισμός σε αφήνει να συγχωρέσεις τον εαυτό σου…Για να σου δώσω να καταλάβεις, πέρασα μια φάση με πολύ sex και πολύ αλκοόλ. Κοιμόμουνα γύρω στις 7 το πρωί, σχεδόν πάντοτε τύφλα, ξυπνούσα στις 3 το μεσημέρι και ξεκινούσα τη μέρα μου με τζιν τόνικ. Αυτό, κάποια στιγμή, αποφάσισα να το κόψω γιατί δεν ήταν καλό για την υγεία μου και για την υγεία των ανθρώπων που με αγαπούσαν. Βέβαια, δεν έχω κόψει ποτέ τις παρτίδες μου με το αλκοόλ, απλώς μπορώ πια να έχω μία σχέση αμιγώς ηδονική με το ποτό και όχι εξαρτητική.  
-Πάσχεις από κατάθλιψη;
-Ναι…Το πρώτο επεισόδιο το είχα στα 19 μου χρόνια, πέρασα ένα δυο μήνες χωρίς να κάνω τίποτα, χωρίς να τρώω, χωρίς να κάνω μπάνιο. 
-Η κατάθλιψη της μητέρας σου οδήγησε κι εσένα στην αρρώστια;
-Δεν υπάρχει αποδεδειγμένη κληρονομικότητα. Ζώντας με ένα άτομο που πάσχει από διπολική ψύχωση και καταστάσεις κατάθλιψης πολύ έντονες-όπως είχε η μητέρα μου-πιθανώς να έμαθα κάποια κόλπα και να τα αφομοίωσα ως χειρισμό δύσκολων καταστάσεων. Ο ψυχίατρος μου μου το 'χει πει ευθέως ότι πολλές φορές μπαίνω από μόνος μου σε κατάθλιψη-σχεδόν αυτοπροκαλούμενη-για να αποφύγω κάποιες συγκεκριμένες καταστάσεις επικίνδυνες ή στρες. Η κατάθλιψη επειδή είναι μια αρρώστια πολυτελείας, λειτουργεί και ως κουκούλι, σαν μια κουβέρτα που έχει ποτίσει απ τον ιδρώτα σου και στον άλλον μπορεί να φαίνεται βρομερή αλλά εσένα σε καλύπτει και σε κάνει να νιώθεις προστατευμένος: δεν χρειάζεται να έρθεις σε αντιπαράθεση με τον κόσμο και τις απαιτήσεις του γιατί είσαι καταθλιπτικός, δεν χρειάζεται να κάνεις τη δουλειά σου καλά γιατί είσαι καταθλιπτικός, δεν χρειάζεται να βγαίνει να γελάς και να κάνεις τους άλλους ευτυχισμένους, γιατί είσαι καταθλιπτικός. Είναι cool να περιμένεις από όλους να σε νταντέψουν. 
-Όταν είσαι δυστυχισμένος, γράφεις;
-Όταν είμαι δυστυχισμένος δεν θέλω να γράφω, δεν θέλω να κάνω τίποτα απολύτως. Η κατάθλιψη δεν είναι καθόλου πρωτότυπη αρρώστια, δεν είναι καθόλου από μόνη της δημιουργική. Δεν σημαίνει ότι όταν έχει κατάθλιψη είσαι και χαρισματικός όπως είθισται να λένε κάποιοι. Μαλακίες! Είναι μια αρρώστια. Κάποιοι την έχουν, κάποιοι δεν την έχουν. Το μόνο που κάνω όταν είμαι στο βούρκο, είναι να διαβάζω. 
-Τι σε κάνει ευτυχισμένο; 
-Η ρουτίνα και η συντροφικότητα. Είμαι πάρα πολύ εξαρτητικό άτομο σε όλους τους τομείς και στον τομέα της συντροφικότητας. Ποτέ δεν θα μπορούσα να είμαι single, μου προκαλούσε και μου προκαλεί ακόμη πανικό να κοιμάμαι σε ένα σπίτι μόνος μου. Ούτε τώρα είμαι single.
-Αναζήτησες τη συντροφικότητα, λόγω του θανάτου της μητέρας σου;
-Όχι. Λόγω της σχέσης μου με τη μητέρα μου…Εγώ με τη μάνα μου είχαμε μια συμβιωτική σχέση, αν εξαιρέσεις ότι δεν γαμιόμασταν ήμασταν σαν ζευγάρι. Δεν πέρασα ποτέ οιδιπόδειο γιατί η μητέρα μου ήταν ερωτευμένη μαζί μου και όχι με τον πατέρα μου, είχα ένα σίγουρο οπαδό, σύντροφο, φίλο, στο πρόσωπό της. Από τότε όλες μου οι σχέσεις αντανακλούν αυτή τη μητρική στοργή. Προσπαθώ με τους φίλους μου να είμαι τόσο δοτικός όσο ήταν και η μάνα μου μαζί μου.
-Γιατί η αγάπη που είχε η μητέρα σου προς εσένα δεν τη συγκράτησε απ' την αυτοκτονία;
-Γιατί δεν άντεχε άλλο. Η ψυχική νόσος είναι εξίσου κουραστική με τη σωματική νόσο-ίσως και πιο πολύ-γιατί δεν την αναγνωρίζουν όλοι. Αυτόν που έχει λευχαιμία ή aids τον λυπόμαστε, τον καταθλιπτικό ή τον σχιζοφρενή δεν τον λυπόμαστε το ίδιο γιατί μας φαίνεται εξωτερικά υγιής. 
-Σε βοηθάνε τα χάπια στην κατάθλιψη;
-Βέβαια. Όσο απαραίτητη είναι στον διαβητικό η ινσουλίνη του άλλο τόσο είναι και για τον καταθλιπτικό τα αντικαταθλιπτικά του. Αυτό που πρέπει να απαιτήσει ο καταθλιπτικός από τον περίγυρο του είναι να μην τον φοβάται, γιατί η κατάθλιψη δεν είναι μια μεταδοτική ασθένεια. Ο καταθλιπτικός δεν πρέπει-σε καμία περίπτωση-να ντρέπεται για την αρρώστια του, δεν είναι επιλογή του, όπως σε ένα καρκινοπαθή δεν είναι επιλογή του ο καρκίνος.
-Ο έρωτας που ζεις τώρα δεν είναι το καλύτερο «χάπι»;
-Η ψυχική νόσος δεν σου αφήνει περιθώρια για ιδιαίτερες μεγαλοψυχίες….Η μάνα μου, Γιάννη, για να με αγαπήσει και να μου αφοσιωθεί έπαιρνε φάρμακα, γιατί αν αφηνότανε στο βούρκο της κατάθλιψης δεν θα μπορούσε να ασχοληθεί-όχι μαζί μου-ούτε με τον εαυτό της τον ίδιο. Όταν υποφέρει ο καταθλιπτικός παρουσιάζει ανηδονία, απόσυρση, ανενέργεια, που σημαίνει ότι πλέον δεν βρίσκει τίποτε ευχάριστο, δεν μπορεί να καβλώσει με τίποτε, αποσύρεται από κάθε επαφή και αδρανεί. Είναι σαν ένα αυτοκίνητο που του τελείωσε η βενζίνη.
-Τι σε επανέφερε στην κοινωνικότητα;
-…Η αγάπη του πατέρα μου, η απέραντη αγάπη του πατέρα μου. Ως μοναχογιός, ο πατέρας μου θα περίμενε να του μοιάζω ή να τον θεωρώ ως ένα βαθμό το ίνδαλμά μου. Εγώ επειδή ήμουνα καψούρης με τη μάνα μου και η μάνα μου μαζί μου, ο πατέρας μου ήταν λίγο εκτός παιχνιδιού. Μέχρι το θάνατο της μάνας μου μεγάλωσα χωρίς να έχω αποκτήσει μία ουσιαστική σχέση μαζί του. Δεν μπορούσα να τον καταλάβω, και νόμιζα ότι δεν με καταλάβαινε αυτός, ενώ αυτός έκανε κάθε προσπάθεια να με πλησιάσει. Όταν έχασα τη μάνα μου, μη έχοντας κάποιον άλλον που να έχει σχέση αίματος μαζί μου, κόλλησα επάνω του και πήρα τρομερή αγάπη γιατί και ο ίδιος ένιωθε τρομερές τύψεις γιατί έφυγε η γυναίκα του. Παρόλο που μετά το θάνατο της μητέρας μου είχα γίνει η σκιά του εαυτού μου, ο πατέρας μου με στήριξε, με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου, με βοήθησε να εγκατασταθώ στην Αθήνα, γιατί έβλεπε ότι το να ζω στο σπίτι όπου έχασα τη μάνα μου-στη Θεσσαλονίκη-μου έκανε κακό. Με πήρε σαν ένα φυτό που επρόκειτο να μαραθεί και με μεταφύτευσε στην Αθήνα. 
-Τι αγαπάς πιο πολύ σήμερα;
-Δεν ήθελα να είμαι σε αυτό τον κόσμο χωρίς το άλλο μου μισό, νόμιζα πως δεν θα το βρισκα, αλλά τελικά το βρήκα. Υπάρχει για όλους το άλλο μισό, φτάνει να το κοιτάξουν με το σωστό μάτι. Σήμερα, λοιπόν, αγαπάω πιο πολύ το «κουτάβι» στο οποίο είναι αφιερωμένος ο «Δαιμονιστής». Πάνω απ όλα το «κουτάβι». Για το «κουτάβι» γίνονται όλα. Όλα!
-Γιατί εξομολογήθηκες όλα αυτά τα πολύ προσωπικά σου, σ έναν άνθρωπο που συναντάς πρώτη φορά στη ζωή σου;
-Δεν ξέρω. Όλοι οι φίλοι μου ξέρουν την ιστορία μου. Νομίζω ήταν θεραπευτικό…Δεν ήταν; 
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου, στο ένθετο "Υστερόγραφο", τον Απρίλιο του 2007. Η φωτογραφία είναι του Σπύρου Στάβερη και δημοσιεύτηκε στη "Lifo".