26.8.11

ΑΝΝΟΥΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: "ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΜΑΝΩΛΗ ΑΓΑΠΗΣΑ"


Το πάθος του «βασιλιά των τσιγγάνων» Μανώλη Αγγελόπουλου και της «ξανθιάς καλλονής» Αννούλας Βασιλείου, υπήρξε η πιο συναρπαστική ερωτική λαϊκή ιστορία της δεκαετίας του 60’ στην Ελλάδα.
«Μαγκάλα», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι», «Ανέβα στο τραπέζι μου», «Όσο αξίζεις εσύ», «Η γκρινιάρα», «Φαρίντα», «Τα μαύρα μάτια σου», σκηνές και νότες σαν σε σινεμασκόπ από τις δεκάδες επιτυχίες που τραγούδησε «το αντίπαλο δέος του Στέλιου Καζαντζίδη στο λαϊκό τραγούδι», όπως τον έλεγαν, ο «γύφτος», ο «τσιγγάνος», εκείνος που αποθεωνόταν από όσους άκουγαν τη φωνή του, ακόμη και από τους «κουλτουριάρηδες»: Το Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο. Ήταν ο λαϊκός τραγουδιστής που, μέχρι και το θάνατό του, το 1989, γέμιζε ασφυκτικά τα μαγαζιά όπου εμφανιζόταν, πουλούσε χιλιάδες δίσκους, ήταν πάντα η πρώτη λαϊκή φίρμα με αμέτρητους θαυμαστές, ο ωραίος άντρας που λίγο μετά τα 20 του χρόνια αγάπησε το «φτωχό κορίτσι», «τη μπαλαμή», εκείνη «την πρασινομάτα με τα τιγρέ μάτια», την Αννούλα Βασιλείου. Για εκείνη τραγούδησε «Μάνα μου γλυκιά μανούλα, αγαπάω την Αννούλα, μη στενοχωριέσαι μάνα, αν δεν παντρευτώ τσιγγάνα» αφού η μάνα του, η Ερασμία, ποτέ δεν ήθελε αυτό το γάμο, τσακώνονταν, εκείνος επέμενε, μετά συμφώνησε, έκαναν τρία παιδιά, παντρεύτηκαν, χώρισαν ύστερα από 13 χρόνια λατρείας ο ένας για τον άλλον, άλλαξαν δρόμους, πρόσωπα, συντρόφους και ζωές. Αν υπήρχαν τα σημερινά life style περιοδικά τη δεκαετία του 60, η Αννούλα και ο Μανώλης θα ήταν το παντοτινό εξώφυλλο για την αιώνια αγάπη τους. «Στην καριέρα μου δεν αφοσιώθηκα πολύ, γιατί στη ζωή μου προτεραιότητα είχε ο άντρας μου και τα παιδιά μου: ο Ηλίας, ο Στάθης και η Μαρία. Τώρα απολαμβάνω τα τρία μου εγγόνια, ένα από το κάθε μου παιδί», λέει η Αννούλα, καθισμένη στο σαλόνι του σπιτιού της τη Γλυφάδα με πέντε φωτογραφίες του Αγγελόπουλου κρεμασμένες σε χρυσή κορνίζα στους τοίχους. «Τα έκανα όλα νωρίς στη ζωή μου: Από 14 χρόνων βγήκα στο τραγούδι, μετά ερωτεύτηκα τον Μανώλη, κάναμε τα παιδιά μας, παντρευτήκαμε, χωρίσαμε ύστερα από 13 χρόνια κοινής πορείας, έμεινα μόνη μου, μεγάλωσα τα παιδιά μου, ακολούθησα το δρόμο μου».
-Περάσατε δύσκολα στις σχέσεις σας;
-Όταν χωρίσαμε με το Μανώλη, δεν πέρασα καλά. Ο Μανώλης ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου, η μεγάλη μου λατρεία, ο πατέρας των παιδιών μου. Μόνο τον Μανώλη αγάπησα και θα αγαπάω. Κανέναν άλλονε. Όσο ζούσε- παρά τα προβλήματα και τους τσακωμούς μας, όπως γίνεται άλλωστε σε κάθε ζευγάρι- είχαμε τεράστια αγάπη μεταξύ μας. Πολλές φορές μαλώναμε επάνω στις αγάπες μας ποιος θα πεθάνει πρώτος. «Εγώ, αγάπη μου», του έλεγα, «θέλω να πεθάνω πρώτη». «Όχι!», μου απαντούσε, «είμαι μεγαλύτερος, και μετά, όταν έρθει η ώρα σου, θέλω να βάλουν το γυναικάκι μου δίπλα μου». Τον είχα σαν αφέντη, γιατί μου αρέσει ο άντρας να είναι αφέντης. Τον πρώτο καιρό που ερωτευτήκαμε, ήμουνα φουλ ευτυχισμένη. Ένιωθα ότι είχα κερδίσει τον πρώτο αριθμό του λαχείου, γιατί δεν ήταν και λίγο, ένα κορίτσι από τα Προσφυγικά, να κυκλοφορεί με την πρώτη φίρμα του λαϊκού τραγουδιού. Με τη μάνα του είχα κάποια προβλήματα, διάφορες φασαρίες, που δεν με ήθελε για νύφη της επειδή δεν ήμουνα τσιγγάνα, αλλά δεν πείραζε. Περασμένα ξεχασμένα. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχούλα της.
-Δεν είχε δυσκολίες η συνύπαρξή σας μαζί του;
-Ο Μανώλης με ζήλευε πάρα πολύ, γιατί μ αγαπούσε. Αγαπούσε το γυναικείο φύλο, αλλά εμένα δεν μου δινε ποτέ δικαιώματα, μέσα στο σπίτι ήτανε κύριος. Ειδικά με τα παιδιά του. Ήμουνα, όμως, και το καμάρι του. Πολλές φορές μου χάιδευε τα μαλλιά, τα φιλούσε τρυφερά κι έλεγε μπροστά στον κόσμο: «Μωρέ τι ωραία μαλλάκια που έχει η Αννίκα μου». Ήθελε θυμάμαι, σαν τρελός, να με ντύνει με ρούχα της φυλής του, τσιγγάνικα. Εμένα μου φαινόταν παράξενο και γελούσα, δεν του χάλαγα όμως χατίρι. Μέσα στο σπίτι φορούσα κάτι φουστάνια, τσεμπέρια δικά τους και από πάνω κάρφωνα κι ένα λουλουδικό στ αφτί. Τρελαινόταν! Φχαριστιόταν να χορεύω στο σπίτι μας τσιφτετέλι και εκείνος να ξαπλώνει στο χαλί, να μου χτυπάει παλαμάκια και να με καμαρώνει. «Μπερεκέτι, είσαι απόψε, τσιγγάνα μου», μου έλεγε, ή «Πα περντέμα τι κότσινε γιακά», που σημαίνει «με κάψανε τα πράσινα σου μάτια!».
-Πως αντιδρούσατε όταν τον φλέρταραν άλλες γυναίκες;
-Εγώ τον αγαπούσα, χωρίς να τον ζηλεύω άσχημα. Όλες οι τσιγγανοπούλες στην Αγια Βαρβάρα ήταν καψούρες με την πάρτι του, όπως και πολλές δικές μας, οι μπαλαμίσιες που λέμε, γιατί ήταν ο άντρας, ο όμορφος, ο γύφτος, ο αρσενικός. Έχω δει πελάτισσες σε μαγαζιά που δουλέψαμε μαζί να σπάνε μπουκάλια επάνω στα τραπέζια, να κόβουν τις φλέβες τους και να πέφτουν κάτω για τον Μανώλη. Πολλά περιστατικά.
-Η μεγάλη καριέρα σας έλειψε;
-Όχι. Προτεραιότητά μου ήταν τα παιδιά μου. Άλλωστε, ήμουν μαζί με έναν Μανώλη Αγγελόπουλο!
-Γιατί χωρίσατε, ύστερα από 13 χρόνια συμβίωσης;
-Αυτό ποτέ δεν το πα. Είναι, όμως, κάτι που με πονάει. Μπήκε ο διάολος ανάμεσά μας. Ήμουνα μόνο 27 χρονών όταν χωρίσαμε με τον Μανώλη. 
-Ήταν θέμα απιστίας;
-Δεν μπορώ να την πω "απιστία". Ήταν, όμως, ένα λάθος- και δικό μου και δικό του- στο οποίο έπρεπε να κάνουμε και οι δύο πίσω για να σώσουμε το σπίτι μας. Δεν έγινε από τη μεριά του. Εγώ μέχρι και τα πόδια του πήγα και του τα φίλησα. Δεν ήθελε. Εκείνος έλεγε: «τι θα πει ο κόσμος;». Μετά από πολλά χρόνια, το μετάνιωσε. Ήρθε στο σπίτι μου και μου είπε «θέλω να τα φτιάξουμε πάλι, θέλω να είμαστε μαζί». Του είπα: «Εγώ δεν παντρεύτηκα, Μανώλη. Εσύ παντρεύτηκες. Ξεμπέρδεψε και έλα εδώ να τα πούμε και να τα κουβεντιάσουμε». Ύστερα από λίγους μήνες τον έπιασε το πνευμονικό οίδημα και τον χάσαμε. Αυτό ήταν το τυχερό.
-Πως ήταν η ζωή σας, από τα 27 σας και μετά;
-Άσχημη. Όταν αγάπησα το Μανώλη ήμουν ένα παιδάκι, αυτός ήταν ο πρώτος μου άντρας. Για εμένα ήταν όλα: Και πατέρας και σύντροφος και αδελφός. Όταν χωρίσαμε αγωνίστηκα πάρα πολύ, φτιάχτηκα ξανά μόνη μου για να μεγαλώσω τα παιδιά μου, δούλεψα σκληρά για να μπορέσω να ξεχρεώσω το σπίτι που πήρα μόνη μου, στη Γλυφάδα. Υποφέραμε και οι δύο που χωρίσαμε. Ένας συνεργάτης του, λίγο καιρό μετά τη χωριστή μας πορεία, τότε που εκείνος δούλευε στη Θεσσαλονίκη, μου ανέφερε ότι του έλεγε χαρακτηριστικά: «Ξέρεις πόσες γυναίκες πέρασαν από το χαρέμι μου; Τα τρία τέταρτα του πλανήτη. Κι όμως, μπροστά στην Αννίκα μου, όλες αυτές είναι παλιοτυρόπιτες». Πάω σήμερα στη λαϊκή και μου φωνάζουν τα παιδιά: «Γεια σου Αννούλα!». Μου τραγουδάνε «τα μαύρα μάτια σου» και με ρωτάνε «ρε Αννούλα, γιατί ο Αγγελόπουλος έγραψε “Τα μαύρα μάτια σου”, αφού τα δικά σου είναι πράσινα;». «Για να μου κάνει πείσματα», τους απαντάω και γελάμε. 
-Για ποιο πράγμα μετανιώνετε στη ζωή σας;
-Μόνο για ένα: Που χώρισα από τον άντρα μου!
Δημοσίευση στο περιοδικό people, τον Αύγουστο του 2011. 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΖΑΚΟΣ: "ΟΥΤΕ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΕΧΩ, ΟΥΤΕ 5.500 ΕΥΡΩ ΠΑΙΡΝΩ!"


Ο επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΚΚΕ, ο βουλευτής και ηθοποιός- από το 1953- Κώστας Καζάκος, ξέρει πως τίποτα δεν κερδίζεται στη ζωή αναίμακτα.
Στον τοίχο δεξιά από το γραφείο του, στον πρώτο όροφο του θεάτρου «Τζένη Καρέζη» στην οδό Ακαδημίας, σε κορνίζες και ασπρόμαυρα πορτρέτα οι άνθρωποι που τον επηρέασαν και τον ακολουθούν: Ο Κάρολος Κουν, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, η Τζένη Καρέζη (με την οποία είχαν παντρευτεί το 1957), ο Αριστοτέλης, ο Αισχύλος. Αριστερά, προσωπικές του στιγμές με τα τρία μικρά παιδιά του, με τον Κωνσταντίνο, την εγγονή του, τη σύζυγό του, Τζένη Κόλλια. Στη διαπίστωση «ευτυχισμένος άνθρωπος είστε, κύριε Κοζάκο!», εκείνος χαμογελάει. «Σε ό,τι αφορά την προσωπική μου ζωή, ναι. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με όλα όσα αφορούν την πατρίδα μας, ιδιαίτερα τον τελευταίο καθαρό. Αλλά, αγωνιζόμαστε», λέει.
-Μετανιώνετε που ασχοληθήκατε με την πολιτική;
-Το αντίθετο. Πέραν από το καθαρό πολιτικό μέρος, υπάρχει και το ανθρώπινο ενδιαφέρον- ειδικά αυτή την περίοδο με τα οξυμένα προβλήματα. Πολλές φορές, είναι απογοητευτική η κατάσταση που επικρατεί μέσα στη βουλή, αλλά είναι ταυτόχρονα και μία συμπυκνωμένη εικόνα της κοινωνίας μας. Δυστυχώς, η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, δεν είναι καθόλου καλή. Έχουμε πάρει τον κατήφορο! Ο κόσμος κάθεται και υπομένει αυτή την βάναυση κατάσταση που τον έχει φέρει στα όρια της εξαθλίωσης αφού, δυστυχώς, δεν έχει διέξοδο για να υπερασπιστεί πια τη ζωή του. Το ΚΚΕ, όμως, δεν είναι σαν τα άλλα κόμματα: Έχει διαφορές, έχει άλλους στόχους, άλλες διαδικασίες. Εμείς ξέρουμε ότι μόνο αγωνιζόμενοι, μπορούμε να αλλάξουμε κάτι στην πραγματικότητα που βιώνουμε. Ο λαός μας έχει πληγωθεί βαθύτατα στην αξιοπρέπεια του, στο φιλότιμό του- του τα χουν πάρει όλα πια, γκρεμίστηκε το οικοδόμημα. Χρειάζεται συνεχής αγώνας!
-Πως εξηγείτε όμως το γεγονός ότι το ΚΚΕ στις δημοσκοπήσεις έχει ένα ποσοστό της τάξης του 12%, ενώ το ΠΑ.ΣΟ.Κ, που ψήφισε το μεσοπρόθεσμο, αγγίζει το 25%;
-Είναι πολύ αισιόδοξο που το ΚΚΕ, έχει κάτι παραπάνω από 10% αφού, μην ξεχνάτε, ότι είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσει ο κόσμος το ΚΚΕ. Γιατί, όταν όλοι του χαϊδεύουν τα αφτιά, τον ξεγελάνε, τον εξαπατούν με ψεύτικες ελπίδες και τον κοροϊδεύουν σε σημείο που να μην καταλαβαίνει σε τι παγίδες πέφτει κάθε φορά και έρχεται ένα κόμμα που του λέει «πρέπει να βγεις στους δρόμους, πρέπει να αγωνιστείς!», δεν είναι καθόλου ελκυστικό. Λάβετε υπόψιν σας ότι σε όλη την Ευρώπη δεν υπάρχει σχεδόν Κομμουνιστικό κόμμα. Εκτός από το ελληνικό και το κυπριακό. Το κύρος όμως του ΚΚΕ μέσα στο λαό, να ξέρετε ότι είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εκφράζεται μέσα από το ποσοστό του.
-Θα θέλατε να είστε ξανά υποψήφιος στις επόμενες εκλογές;
-Αυτό δεν έχει για μας σημασία. Με αυτή την προοπτική στη χώρα μας, δεν επιλέγεις πόστα. Αν το κόμμα θεωρεί ότι είσαι χρήσιμος σε αυτό το πόστο, πας στο συγκεκριμένο. Ο αγώνας είναι πολύ δύσκολος, μακρύς και ο λαός μας είναι πολύ φοβισμένος, τρομοκρατημένος και χρειάζεται κουράγιο και στήριγμα του ηθικού του.
-Δεν φοβάστε κι εσείς μήπως σας γιαουρτώσουν, επειδή είστε βουλευτής;
-Αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τους κομμουνιστές! Άλλωστε, οι κομμουνιστές ούτε συνεργάζονται ούτε ευνοούν όλα αυτά τα αντιλαϊκά μέτρα. Δεν έχουμε καμία σχέση με τους υπόλοιπους. Τα χουμε χάσει πια όλα και αυτό θα έχει βάθος χρόνου.
-Αν δεν ήσασταν στη βουλή, θα γιουχαΐζατε εσείς κάποιον βουλευτή;
-Δεν βγαίνει τίποτα με αυτό τον τρόπο, δεν θα ήταν κάτι που θα επέλεγα. Το να αντιδράσεις, να παλέψεις και να αντισταθείς σε αυτή την κατάσταση είναι όμως, όχι δικαίωμα, υποχρέωση του πολίτη και πρέπει να γίνεται οργανωμένα.
-Δύο βουλευτές, επέστρεψαν πριν από ένα μήνα το αυτοκίνητο που τους παραχωρεί η βουλή. Εσείς πως μετακινήστε;
-Με το αυτοκίνητο που πάντα είχα. Δεν άλλαξα το αυτοκίνητό μου, για να πάρω με leasing κάποιο άλλο. Εγώ ούτε βουλευτικό αυτοκίνητο έχω ούτε και θέλω. Εμείς άλλωστε έχουμε άλλη σχέση με τους μισθούς, τα αυτοκίνητα, τις παροχές: Παίρνουμε μόνο ό,τι μας είναι απαραίτητο για να επιβιώσουμε. Τα υπόλοιπα είναι παροχή προς τις οργανώσεις του κόμματος.
-Εσείς δεν παίρνετε τη βουλευτική αποζημίωση των πεντέμισι χιλιάδων ευρώ, για την οποία μίλησε η κ. Πιπιλή στο People;
-Τι είναι αυτά που λέτε; Ποιες πεντέμισι χιλιάδες; Εμείς, οι βουλευτές του ΚΚΕ, παίρνουμε μόνο τα χρήματα που παίρνουν και τα επαγγελματικά στελέχη του κόμματος. Το ποσό που μου λέτε, δεν υπάρχει για μας.
-Μιλώντας ο γιος σας, ο Κωνσταντίνος, στη Real News, δήλωσε απογοητευμένος από την κατάσταση λέγοντας «σκέφτομαι να φύγω από την Ελλάδα». Πώς το αντιμετωπίζετε αυτό;
-Αυτό είναι ένα ρεύμα που έχει δημιουργηθεί, το να φεύγει δηλαδή ο κόσμος σε αναζήτηση τύχης. Μέσα στο κλίμα που έχει δημιουργηθεί στο θέατρο, στην τηλεόραση- που δεν γίνονται πια παραγωγές-, κοιτάει ο καθένας μία διέξοδο. Ο Κωνσταντίνος παλεύει με έναν πολύ συγκινητικό τρόπο στη ζωή του και εμένα με κάνει υπερήφανο το κουράγιο και η δύναμη που έχει. Γιατί, ενώ έχει κατακτήσει μία θέση στο επάγγελμα του ενός ώριμου καλλιτέχνη, έχει και τη μουσική του, η οποία είναι το πάθος του από τα νεανικά του χρόνια. Έχει γίνει πολύ καλός κιθαρίστας, η φωνή του έχει μεστώσει και είναι και σε αυτό το κομμάτι πολύ καλός. Παλεύει πλέον και με το ένα και με το άλλο για να επιβιώσει. Έχει υποχρεώσεις, έχει παιδί, έχει οικογένεια. Πρέπει λοιπόν να παλέψουμε εδώ: Εδώ είναι ο τόπος μας, εδώ μεγαλώσαμε, εδώ γεννηθήκαμε. Είναι απαίτηση να έχουμε εδώ τη δουλειά μας και τη ζωή μας, όχι αλλού. Την πατρίδα δεν μπορείς να την πετάξεις, για να πας να βρεις αλλού την τύχη σου. Η τύχη σου πρέπει να εξαρτάται από την τύχη της πατρίδας σου.
-Αν σας έλεγε ο γιος σας ο Αλέξανδρος, στα 18 του, ότι τον εκφράζουν περισσότερο οι θέσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ, πως θα αντιδρούσατε;
-Δεν μπορώ να ξέρω τι επιρροές θα έχει το παιδί και πώς θα έχει διαμορφωμένη τη συνείδησή του. Το παιδί, όμως, θα πρέπει ακολουθήσει αυτό που του λέει η συνείδησή του, η δική μου η προσπάθεια θα είναι να πλουτίζεται, ώστε ίσως να δει με καθαρό μάτι αυτό το οποίο εγώ πιστεύω ότι είναι κάτι άλλο. Δεν μπορώ, όμως, να επιβληθώ στο παιδί και να του πω «θα βλέπεις έτσι».
-Δεν είστε αυστηρός με τα παιδιά σας;
-Καθόλου! Δεν έχουν ακούσει ούτε φωνή, ούτε μάλωμα μέσα στο σπίτι. Μεγαλώνουν ελεύθερα, άνετα, είναι μία υπέροχη εικόνα να τα βλέπεις να παίζουν και ταυτόχρονα να είναι υπεύθυνα. Χωρίς καταπιέσεις, χωρίς προγράμματα, χωρίς περιορισμούς. Το σημαντικότερο που πρέπει να δώσουμε στα παιδιά, είναι ο απόλυτος σεβασμός στην προσωπικότητά τους.
-Θα αποτρέπατε κάποιο από τα μικρότερα παιδιά σας να ασχοληθεί με το θέατρο;
-Όχι. Οι συνθήκες είναι κακές για όλα τα επαγγέλματα. Το να είναι κανείς καλλιτέχνης βέβαια είναι ένα σκοτεινό θέμα που δεν είναι ακριβώς επιλογή- είναι αναγκαστικό πολλές φορές. Το παιδί όμως θα πρέπει να το βοηθήσεις να βρει την κλίση του, να το πας εκεί που θα αποδώσει πιο πολύ, εκεί που θα είναι αποτελεσματικό.
-Θα θέλατε να μεγαλώσετε περισσότερο την οικογένειά σας;
-(γελάει) Όχι πια. Η Μάγια είναι η τελευταία. Ευτύχησα να έχουν τα παιδιά μου μία μαμά η οποία είναι η πιο συγκινητική που μπορεί να υπάρξει αφού η αφοσίωσή της, η υπομονή της, η ανεκτικότητά της και πάνω απ όλα η αγάπη της, είναι υποδειγματική. Είναι τέλεια με τα παιδιά, γι αυτό και εκείνα είναι ευτυχισμένα. Όσο μεγαλώνουν αποκτούν συνείδηση της πραγματικότητας και συντονίζονται. Μικρά μπορεί να χαλάνε τον κόσμο αλλά, όσο μεγαλώνουν, είναι χαρούμενα και καταλαβαίνεις ότι αισθάνονται ασφάλεια. Τότε είναι που λες «δεν έχει πάει τίποτα χαμένο».
-Από τη Τζένη Καρέζη, τι κρατήσατε;
-Η Τζένη ήταν ένας πολύτιμος άνθρωπος, με πολύτιμα στοιχεία, με μεγάλες αρετές, με προσωπικότητα, με ήθος, με αποτελεσματικότητα στη δουλειά της, με ταλέντο. Είναι ολόκληρη ζωή η Τζένη και το παρελθόν το κουβαλάς, δεν μπορείς να το εγκαταλείψεις. Κι είναι μεγάλη ευτυχία να κουβαλάς τέτοια «φορτία» στη ζωή σου. Άλλωστε, το πολυτιμότερο στη ζωή είναι οι άνθρωποι που έχουμε γνωρίσει, εκείνοι με τους οποίους έχουμε έρθει σε επαφή- είτε έχουμε ζήσει μαζί τους, είτε μας έχουν επηρεάσει.
-Συνεχίζετε να συγκινείστε όταν βλέπετε την φωτογραφία της Τζένης Καρέζη;
-Η συγκίνηση δεν είναι τέτοιας μορφής, όπως ήταν τον πρώτο καιρό. Τώρα έχει «τακτοποιηθεί», έχει μπει στη θέση της, είναι μέρος της συνείδησης μου.
-Θα διαγράφατε κάτι από τη ζωής ας;
-Τίποτα. Όλα έπαιξαν ρόλο- και οι ανατροπές και τα δυσάρεστα. Αν, όμως, όλα αυτά βρουν το δρόμο τους, την έκφρασή τους, μέσα από τη δουλειά σου, τη ζωή σου, τη συμπεριφορά σου, είναι χρήσιμα και λες «καλώς έγιναν». Γιατί και τα λάθη μας, καλώς γίνονται. Αρκεί να έχουμε τη δυνατότητα να τα βλέπουμε, να τα παίρνουμε μυρουδιά και να τα διορθώνουμε. Τα πράγματα δεν είναι ευθύγραμμα, αλλά μπορεί μετά από κάτι δυσάρεστο να γίνει ένα μεγάλο άλμα προς τα επάνω. Οφείλεις να είσαι σε ετοιμότητα.
-Είστε ευτυχισμένος από τη ζωή σας;
-Όταν βλέπω τα παιδιά μου, λέω «τι πλούτη είναι αυτά! Τι θησαυροί!». Θα αντάλλασσες αυτό, με όλα τα πλούτη του κόσμου; Με τη δουλειά μου επίσης, κάνω συνεχώς σχέδια: για παραστάσεις που θέλω να ανεβάσω, για δημιουργικά πράγματα. Έχω πολλά στο μυαλό μου, τα οποία όλα με κρατούν σε εγρήγορση.
-Τηλεόραση παρακολουθείτε;
-Σπάνια. Τις ώρες που παίζει η τηλεόραση, εγώ συνήθως δεν είμαι στο σπίτι. Να φανταστείς ότι στο «Βέρα στο δεξί» που έπαιζα, που κράτησε τρία χρόνια, είναι ζήτημα αν εκείνα τα τρία χρόνια να είδα δύο επεισόδια. Μου το έδιναν σε κασέτες, αλλά πού να προλάβω να το δω; Τώρα ξυπνάω καμιά φορά, μέσα στη νύχτα, ανοίγω την τηλεόραση στις έξι η ώρα και βλέπω τη φάτσα μου στο σήριαλ, από τις επαναλήψεις. Τώρα το βλέπω πρώτη φορά (γελάει)
-Θα μπαίνατε ξανά στη διαδικασία των καθημερινών γυρισμάτων;
-Φυσικά! Εμένα μου αρέσει πολύ η δουλειά! Αυτά είναι αστεία πράγματα. Αντέχω τα πάντα!
Ήταν όλοι τους παιδιά μου
«Τα παιδιά πρέπει να πληροφορούνται, να μαθαίνουν, να αποκτούν κριτήρια. Να μπορούν να ξεχωρίζουν ανάμεσα σε δύο πράγματα ποιο είναι το πιο χρήσιμο, το πιο ανθρώπινο. Η ζωή με ευλόγησε και έχω 4 παιδιά: Τον Κωνσταντίνο, τον Αλέξανδρο που είναι 14 χρόνων, την Ηλέκτρα 9 χρόνων και τη Μάγια που είναι τριών. Έχω και μία εγγονή, από το γιο μου τον Κωνσταντίνο, τη Τζενούλα, που είναι 11 ετών και είναι ένας μίσχος. Τα παιδιά μου, είναι η δύναμή μου. Θέλω τον κόσμο μου που να νοιάζομαι γι αυτόν, που να τον προστατεύω, που να τον φροντίζω, που να έχω την ευθύνη του. Αυτό με γεμίζει. Για όλο τον κόσμο!», λέει ο  βουλευτής του ΚΚΕ.
Δημοσίευση στο περιοδικό People, τον Αύγουστο του 2011.

22.8.11

ΘΥΜΙΟΣ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ


Είναι 57 χρόνων, οδηγός ταξί από τα 24 του, στη συνέχεια ιδιοκτήτης και, όταν οι εφημερίδες της Κυριακής 7 Αυγούστου τον χαρακτήρισαν «αρχηγό της κίτρινης φυλής» αναγάγοντάς τον σε μία ιδιότυπη κατηγορία «σταρ»- όπως συμβαίνει συνεχώς τις τελευταίες 20 μέρες-, εκείνος γελάει. «Όλοι νομίζουν ότι ξέρουν τα πάντα για μένα, λένε ότι είμαι πάμπλουτος, ότι έχω σπίτια, αυτοκίνητα, αλλά κανείς δεν λέει την αλήθεια», λέει ύστερα από περισσότερα από 20 τηλεφωνήματα, μέχρι να καταφέρει να βρει 15 λεπτά για την κουβέντα μας. Από την αρχή είχαμε συμφωνήσει ότι δεν θα πούμε οτιδήποτε για τα συνδικαλιστικά, για τις «διενέξεις» του, για τα "δίκαια των ταξιτζήδων", για τις σχέσεις του με τη Νέα Δημοκρατία, για τον υπουργό Γιάννη Ραγκούση. «Η ξεκούρασή μου τώρα είναι να πηγαίνω στο χωριό κάθε Παρασκευή- για δύο μέρες- και να περιποιούμαι τις λίγες ελιές που έχω εκεί, τις πορτοκαλιές μου. Αυτό με αποφορτίζει», λέει.
-Θυμάσαι πότε ήταν η πρώτη φορά που οδήγησες αυτοκίνητο;
-Στα 15 μου πήρα για πρώτη φορά στα χέρια μου τιμόνι και προσπάθησα να οδηγήσω, στο χωριό μου, εκεί όπου γεννήθηκα, στα Πιτσά Κορινθίας. Από την αρχή, μου είχε δημιουργήσει δέος το αμάξι. Ακόμη και τώρα, όταν νιώθω κουρασμένος και πικραμένος από τις καταστάσεις, μπορεί να πάρω το αυτοκίνητο, να βγω μια βόλτα, να βάλω ένα cd να παίζει- λαϊκά ως επί το πλείστον-, και να ηρεμήσω. Είναι αρρώστια το αυτοκίνητο.
-Μικρός τι ήθελες να κάνεις στη ζωή σου;
-Ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής. Έπαιζα στον Ηρακλή Ξυλοκάστρου από 14 χρόνων και ήμουν πολύ καλός. Τελικά, δεν ασχολήθηκα επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο, γιατί έπρεπε να βγω στη βιοπάλη. Ήμουν μοναχοπαίδι, ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος, η μάνα μου αγρότισσα. Πολύ φτωχοί άνθρωποι. Τελείωσα το γυμνάσιο και μετά μπήκα στη σχολή εργοδηγών- μηχανικών αεροσκαφών, την οποία τελείωσα στα 22 μου. Παράλληλα έκανα και διάφορες άλλες δουλειές, γιατί ο πατέρας μου δεν έβγαινε οικονομικά: Σε εργοστάσια, σε ταπετσαρίες αυτοκινήτων, στην αγορά εισαγωγέων κρεάτων, εμπόριο λαδιού στα σπίτια, πολλά. Μετά παντρεύτηκα και ξεκίνησα να δουλεύω αρχικά σαν υπάλληλος στο ταχυδρομείο.
-Πόσων χρόνων παντρεύτηκες;
-Ήμουν 22 χρόνων, όταν παντρευτήκαμε με τη Λίτσα. Ήταν μία κοπέλα από το χωριό μου, με την οποία αγαπηθήκαμε πολύ. Να σκεφτείς, η γυναίκα μου έβγαλε την τελευταία τάξη του λυκείου ούσα παντρεμένη.
-Με το ταξί πότε ξεκίνησες;
-Στα 24 μου περίπου. Κατά πρώτον, εμένα δεν μου άρεσε να έχω ξυπνητήρι στη ζωή μου και, κατά δεύτερον, είχα έρθει σε αντίθεση τότε με διάφορους «συνδικαλιστές» στο ταχυδρομείο, γίνονταν διάφορες ιστορίες και σηκώθηκα κι έφυγα. Έτσι ξεκίνησα με το ταξί.
-Κινδύνευσες ποτέ με πελάτη στο ταξί;
-Προσωπικά όχι, αλλά συμβαίνουν διάφορα σε συναδέλφους. Όμως, ο οδηγός ταξί που δουλεύει χρόνια στο επάγγελμα, αποκτά με τον καιρό την ικανότητα- από την στιγμή που σηκώνεις το χέρι σου στο δρόμο- να προσδιορίζει αμέσως τη δουλειά σου, από που προέρχεσαι, ακόμη και το μορφωτικό σου επίπεδο. Από το βλέμμα του άλλου καταλαβαίνεις αν είναι επικίνδυνος και έτσι αποφεύγεις τις κακοτοπιές. Μία φορά, είχα πάρει ξημερώματα Σαββάτου κάποιον από ένα μπαρ του Ελληνικού στο οποίο είχε πέσει πολύ ξύλο μεταξύ των αμερικανών της Βάσης, ο οποίος μπήκε στο ταξί κρατώντας ένα γκλομπ, το οποίο δεν είχα δει απ την αρχή. Φοβήθηκα, έτρεμα μήπως μου έκανε κακό. Βούιζαν τα λάστιχα από το τρέξιμο που έκανα με το αυτοκίνητο μέχρι να τον πάω εκεί που ήθελε, γιατί σκεφτόμουν μήπως, έτσι όπως ήταν μεθυσμένος, με χτυπήσει. Κάποια στιγμή, κοντά στα Λιμανάκια, με χτύπησε στον ώμο και μου είπε «μην φοβάσαι. Δεν θα σου κάνω κακό!». Μόνο τότε ηρέμησα. Γενικά, να ξέρεις ότι το επάγγελμα αυτό έχει πολλή ανθρωπιά, γιατί δημιουργεί με τους πελάτες ανθρώπινη σχέση.
-Δεν είναι παρεξηγημένο επάγγελμα;
-Είναι. Από λίγες κακές συμπεριφορές, γιατί κάποιοι το φθείρανε. Αν μπορούσε, όμως, κάποιος να δουλέψει μία εβδομάδα για 12 ώρες και να αντέξει κάτω από αυτές τις συνθήκες- με τόσο χαμηλό κόμιστρο και τόση αναδουλειά-, εγώ θα του βγάλω το καπέλο. 
-Πόσα παιδιά έχεις
-Δύο κόρες. Η μεγάλη μου, η Άντζελα, είναι 31 και η δεύτερή μου, η Αλεξία, είναι 26. Η Άντζελα είναι καθηγήτρια αγγλικής, σπούδασε στη Γλασκόβη- έχει κάνει και master- και δουλεύει στο Ναύπλιο. Η Αλεξία έχει τελειώσει δημόσια διοίκηση στο Πάντειο και είναι παντρεμένη.
-Ένιωσαν ποτέ μειονεκτικά που ο πατέρας τους ήταν ταξιτζής;
-Είναι περήφανες. Και που είμαι ταξιτζής και που είμαι πατέρας τους. Με δάνεια τις σπούδασα. Ακόμη και οδηγοί να ήθελαν να γίνουν, εγώ δεν θα χα πρόβλημα. Καμιά φορά, που ήθελαν να βγάλουν κανά χαρτζιλίκι παραπάνω, τους έλεγα «πηγαίνετε να βγάλετε δίπλωμα και πάρτε το ταξί να βγάλετε τα δικά σας λεφτά».
-Δεν έγινες πλούσιος από αυτή τη δουλειά;
-Ξέρετε κανά ταξιτζή πλούσιο; Εγώ το ενάμιση ταξί που έχω στην ιδιοκτησία μου- και δεν είναι 26, 16 ή 4 ταξί, όπως είπαν κάποιοι- το νοικιάζω 20 ευρώ τη βάρδια, με τη συντήρηση του αυτοκινήτου δικιά μου. Παλιά, μπορεί να έβγαζες τα τριπλάσια, τώρα όμως δεν υπάρχουν λεφτά στο ταξί. Θυμάμαι όταν ξεκίνησα, επειδή είχα πολλά γραμμάτια, είχα πάει δύο φορές στο πρώτων βοηθειών με βλεννώδη σπαστική κολίτιδα και την κοιλιά μου πρησμένη από το άγχος. Δούλευα κάθε μέρα από 18 έως 20 ώρες σερί και κοιμόμουν 4 ώρες. Μετά, ξανά στο τιμόνι, 7 μέρες τη βδομάδα. Όταν ήταν μικρά τα παιδιά μου, δεν με έβλεπαν στο σπίτι. Ακόμη και τώρα, μερικές φορές, οδηγώ ταξί ακόμη και στον ύπνο μου.
-Σε ποια περιοχή μένεις;
-Στα Σεπόλια. Το διαμέρισμά μου το πήρα με γραμμάτιο το 1993 και το ξεχρέωσα μόλις πέρσι.
Δημοσίευση στο περιοδικό People, τον Αύγουστο του 2011.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΠΑΛΤΖΗ: "ΣΕ 30 ΧΡΟΝΙΑ ΕΖΗΣΑ 4 ΖΩΕΣ"


Η συγγραφέας που τα τελευταία 3 χρόνια έχει αποκτήσεις χιλιάδες φανατικούς αναγνώστες, αποκαλύπτει το μεγάλο της μυστικό και την συγκλονιστική ιστορία που κρύβεται πίσω από το όνομά της.
Σε μία μικρή μαύρη βιβλιοθήκη, μπροστά από το καθιστικό του σπιτιού της στη Δάφνη, στο πρώτο ράφι, τα βιβλία της που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Λιβάνη: «Σολομόνικα», «Η αγάπη αρχίζει από…Α», και το τελευταίο της «Και ο γιατρός έπλασε τη γυναίκα». Έχει ετοιμάσει γλυκό, αγόρασε φρούτα, θέλει να ετοιμάσει φαγητό, μία μακαρονάδα με πέστο που μαγειρεύει υπέροχα, λέει για την ταινία στην οποία θα πρωταγωνιστήσει, με τίτλο «Zodiac»- σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη-, για το θέατρο που έχει στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Τσιμισκή, το «Τεχνοχώρος- θεατρική Κυψέλη», όπου πέρσι ανέβηκε η παράστασή της «Ο γιος μου ήρθε απ το Λονδίνο». Φωτογραφίες πουθενά, κάποιοι πίνακες μόνο, λίγα ρούχα στην ντουλάπα. Δεν καπνίζει, δεν πίνει. Μόνο που χαμηλώνει λίγο τα μάτια όταν μιλάει για το παρελθόν της, αφού το κάνει πια πολύ σπάνια. «Εγώ γεννήθηκα σαν ένα μικρό αγόρι, στην Αλεξανδρούπολη, σε ένα πολύ μικρό χωριό, τον Προβατώνα. Μεγάλωσα μαζί με τον παππού και τη γιαγιά μου, αφού οι γονείς μου είχαν χωρίσει λίγο μετά τη γέννησή μου. Μέχρι τα 4 μου χρόνια, δεν είχα καταλάβει ακόμη τη διαφορά των δύο φύλων. Ξεκίνησα να την αντιλαμβάνομαι πρώτη φορά όταν, στο σχολείο, έπρεπε να στοιχηθώ κι εγώ πίσω από τα αγόρια. Εγώ αρνήθηκα. Ήθελα να στοιχηθώ με τα κορίτσια, γιατί ενδόμυχα ακόμα δεν ήθελα να πιστέψω ότι είμαι αγόρι».
-Θα ήθελες να είχες γεννηθεί κορίτσι;
-Όχι. Αν γεννιόμουν κορίτσι δεν θα είχα την προσωπικότητα που έχω σήμερα, δεν θα μπορούσα να σκέφτομαι και σαν γυναίκα και σαν άντρας. Γεννήθηκα αγόρι και ήμουν ένας άνθρωπος μέσα σε ένα λάθος σώμα, απ το οποίο ήθελα να αποδράσω. Υπήρξα πολύ ωραίος ως Δήμος- όπως με έλεγαν-, έκανα μόντελιγκ, τραγουδούσα, έβγαζα δίσκους, γυμναζόμουν πολύ. Όταν μπήκα στη σχολή θεάτρου του Βασίλη Διαμαντόπουλου, στα 17 μου χρόνια, ξεκίνησα να κάνω τα πρώτα μου βήματα στο drag show. Αυτή η μεταμόρφωση, ήταν και το έναυσμα για να αποδεχτώ ουσιαστικά τον κρυμμένο μου εαυτό.
-Από τότε ξεκίνησες να φοράς γυναικεία ρούχα;
-Αυτά τα φορούσα κρυφά, στο δωμάτιό μου, από τότε που ήμουν παιδάκι στο χωριό. Αλλά, όταν ξεκίνησα να κάνω drag show, άρχισα δειλά δειλά να βάζω τα γυναικεία ρούχα και όταν έβγαινα έξω. Είχα γίνει πια η «Καρλότα», μία cult προσωπικότητα, ένα δημιούργημά μου που έκανε show, εμφανίσεις σε μεγάλα clubs και τηλεοπτικές εκπομπές, κάτι το οποίο έγινε για πολλά χρόνια και η δουλειά μου αφού από αυτό βιοποριζόμουν. Ολοκληρωμένη γυναίκα έγινα πια στα 24 μου, όταν  έκανα την αλλαγή φύλου στο Λονδίνο και έγινα η Χριστίνα Μπαλτζή.
-Πώς ήσουν μέχρι τότε στην προσωπική σου ζωή;
-Πολύ χαμηλών τόνων. Καμία σχέση με την «Καρλότα», που όλοι έβλεπαν. Από τα 24 μου, είχα ανοίξει ένα κομμωτήριο, σταμάτησα τα shows και άλλαξα εντελώς ζωή.
-Δεν δήλωνες κάποια περίοδο, ότι ήθελες να ξαναγίνεις άντρας;
-Στα 30 μου χρόνια, με αφορμή ένα θεατρικό έργο που ήθελα να ανεβάσω, το «ο γιος μου ήρθε από το Λονδίνο», στο οποίο μεταμφιεζόμουν σε άντρα- τότε που εξέδωσα και το πρώτο μου βιβλίο, το «Το ποτάμι γύρισε πίσω»-, πράγματι έδωσα κάποιες συνεντεύξεις στις οποίες έλεγα ότι είχα αποφασίσει να γίνω ξανά άντρας. Αυτά τα γεγονότα, όμως, συνέπεσαν με τη στιγμή της γνωριμίας μου με τον πατέρα μου, ο οποίος ζούσε για πολλά χρόνια στο Βέλγιο και μέχρι τότε δεν είχαμε καμία επαφή. Για πρώτη φορά, λοιπόν, μετά από πολλά χρόνια, έζησα μαζί με τον μπαμπά μου για έξι μήνες. Ήταν σαν να απέκτησα, ετεροχρονισμένα, ισχυρό πρότυπο. Ό,τι περιμένει να πάρει ένα αγόρι από τον πατέρα του, εγώ το πήρα στα 30 μου χρόνια.
-Τότε ήταν που θέλησες να κάνεις ξανά αλλαγή φύλου;
-Αυτό δεν γίνεται. Η αλλαγή, για αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, ήταν μόνο εξωτερική. Ήταν μία ψευδαίσθηση. Το αγόρι που κάποτε ήμουν είχε ήδη πεθάνει σιγά σιγά, προσπαθώντας να θάψει το παρελθόν του.  Η πραγματική μου φύση είναι γυναικεία.
-Κάποιοι ψυχολόγοι λένε ότι η περίπτωση σου λέγεται «διαφυλική διαταραχή».
-Μπορεί να λέγεται και έτσι, δεν το ξέρω. Μία διαταραχή, ναι όντως υπήρξε στη ζωή μου, αλλά γι αυτό είμαι και καλλιτέχνης. Αυτή είμαι!
-Σήμερα πως προσδιορίζεις το φύλο σου;
-Είμαι γυναίκα. Μπορεί το ποτάμι να γυρίζει πίσω αλλά η πορεία- είτε ανοδική, είτε καθοδική- σε πάει εκεί όπου πλάστηκες. Εγώ πλάστηκα για να ζήσω την εξέλιξη του είδους, την μετάλλαξη, κάτι πέρα από τη φύση έτσι όπως την ξέρουμε. Ουσιαστικά, μέσα σε 30 χρόνια, έζησα 4, ίσως και παραπάνω, ζωές.
-Είχες τραυματική παιδική ηλικία;
-Καμία σχέση! Ο παππούς και η γιαγιά μου με μεγάλωσαν με πολλή αγάπη, με αρχές, κανείς ποτέ δεν με κορόιδεψε- όπως ίσως συμβαίνει με άλλους. Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι είμαι διαφορετική ήταν όταν είδα τη μεγαλύτερή μου αδελφή γυμνή, πήγα στον καθρέφτη του δωματίου μου, γδύθηκα, και είπα «γιατί να μην είμαι κι εγώ σαν την αδελφή μου;». Άλλωστε, ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι είμαι gay, ένιωθα πάντα γυναίκα. Απλά μπορούσα να το κρύβω πάρα πολύ καλά- ακόμη και στο στρατό όπου υπηρέτησα- και δεν έδινα δικαιώματα να πει κάτι κακό για μένα ο οποιοσδήποτε. Ποτέ δεν ήμουν «ο κουνιστός». Το αντίθετο. Κατάφερνα να περνάω πάντα στους άλλους- κυρίως μέσω της πολλής γυμναστικής που έκανα- την εικόνα του «μάτσο» αγοριού.
-Πώς δέχτηκε η γιαγιά σου την απόφασή σου να γίνεις γυναίκα;
-Κάποια στιγμή, ο παππούς και η γιαγιά, ήθελαν να μου χαρίσουν το πατρικό τους σπίτι. Αναγκαστικά, έπρεπε να τους πω το όνομά μου, το Χριστίνα Μπαλτζή. Η γιαγιά μου με αγαπούσε τόσο πολύ που θα με δεχόταν οτιδήποτε και αν ήμουν. Όπως και έκανε. Ακόμη και σαύρα να γινόμουν, εκείνη θα κοιτούσε το βλέμμα μου και θα αναγνώριζε μέσα από αυτό το παιδάκι που μεγάλωσε (συγκινείται). Στον τελευταίο καιρό της ζωής της, ζήσαμε μαζί, στη Θεσσαλονίκη.
-Η σχέση σου με τη μητέρα σου, πώς ήταν;
-Εκείνη ζούσε μόνιμα στη Γερμανία, αφότου χώρισε με τον πατέρα μου.
-Θυμάσαι την πρώτη φορά που έκανες έρωτα;
-Ναι. Στο χωριό ήταν, πολύ τρυφερά, πολύ ανεπαίσθητα. Συνέβη με κάποιο αγόρι που ήθελα πάρα πολύ. Λειτούργησα ως γυναίκα, όπως ήθελε η κοριτσίστική μου πλευρά να συμβεί. Τότε ήμουν 16 χρόνων.
-Χρειάστηκε ποτέ να κάνεις πορνεία ή ναρκωτικά;
-Μόνο εμπειρικά και σπάνια. Ποτέ μου δεν εξόκειλα από αυτό που ήθελα. Το όνειρό μου ήταν να τελειώσω το σχολείο μου, να έρθω στην Αθήνα, να σπουδάσω θέατρο, να αγαπήσω, να αγαπηθώ και να γράψω τα βιβλία μου που, χάρις σε όλους αυτούς τους αναγνώστες μου που υπεραγαπάω- κι ας μην τους γνωρίζω έναν προς έναν, κι ας μην ξέρουν την ιστορία μου- έχουν μεγάλη επιτυχία. Πιστεύω πως, με το γράψιμο, κατάφερα ό,τι πάντα επιθυμούσα.
-Πόσες φορές ερωτεύτηκες στη ζωή σου;
-Αγάπησα δυνατά για 6 χρόνια. Ήταν η τελευταία σχέση που είχα. Για όσο καιρό κράτησε, απομονώθηκα από παντού- δεν εμφανιζόμουν πουθενά, δεν έδινα συνεντεύξεις, είχα γίνει μία εργαζόμενη νοικοκυρά, όπως άλλωστε συμβαίνει με τις περισσότερες γυναίκες. Αυτός ο άντρας ήταν η μεγαλύτερη μου αγάπη. Και πιστεύω ότι δεν θα αφήσω ξανά τον εαυτό μου να αγαπήσει από δω και πέρα, γιατί είναι δύσκολο να δίνεσαι (συγκινείται). Με ερωτευόντουσαν πολλοί, αλλά εγώ δεν είχα ερωτευτεί κανέναν. Εκτός από τη γιαγιά μου, κανείς δεν με αγάπησε στη ζωή όσο αυτός ο άντρας.
-Είχε αποδεχτεί τα γεγονότα της ζωής σου;
-Στα 6 χρόνια που ζήσαμε μαζί, δεν συζητήσαμε ποτέ αυτά τα θέματα. Μπορεί να το κατάλαβε από την αρχή αλλά, από τακτ, από σεβασμό- δεν ξέρω-, δεν με ρώτησε ποτέ οτιδήποτε για το παρελθόν μου.
Δημοσίευση στο περιοδικό People, τον Αύγουστο του 2011.

ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ: "ΑΠΟΦΕΥΓΩ ΤΗ ΣΟΒΑΡΟΦΑΝΕΙΑ"


Μετά από 20 χρόνια στη δημοσιογραφία, η Τζούλη ανακάλυψε με την αστρολογία ένα δικό της, πολύ ιδιαίτερο, αγαπημένο και αυτόφωτο σύμπαν. Χωρίς εκλείψεις, χωρίς ανάδρομους. Μόνο με «επουράνιες προστασίες».
Ποτέ δεν πίστευε ότι, κάποια στιγμή, μετά από χιλιόμετρα κειμένων στα μεγαλύτερα ελληνικά περιοδικά της Ελλάδας, θα αποκτούσε fans από μία εβδομαδιαία στήλη αστρολογίας σε free press. Σχεδόν σοκαρίστηκε στο πρώτο «είσαι η Τζούλη των ζωδίων;» που άκουσε. «Η μοναδική φορά που ψωνίστηκα στη ζωή μου- και αυτό κράτησε μόνο για μία μέρα- ήταν όταν δημιουργήθηκε fan club στο facebook με τίτλο "Τζούλη Αγοράκη, μέχρι να πάρω σύνταξη!"», λέει γελώντας η παρουσιάστρια της καθημερινής εκπομπής του ΑΝΤ1 «Αστρολόγος», καθισμένη στο διθέσιο καναπέ του σπιτιού της, στο Παλαιό Ψυχικό.
-Από παιδί ήθελες να ασχοληθείς με την αστρολογία;
-Αν μου το έλεγες πριν από 5 χρόνια θα γελούσα, θα σου έλεγα «έλα, ας σοβαρευτούμε λίγο!». Εγώ ήθελα πάντα να γράφω, αυτό μου άρεσε. Μαθήτρια ακόμη, εξέδωσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή και στα 19 μου ξεκίνησα να δουλεύω στο περιοδικό «Αντί», όπου έγραφα για κινηματογράφο. Μετά πήγα στον «Flash», αργότερα στον «Planet»- ήμουν του ελεύθερου ρεπορτάζ. Ακολούθησαν τα περιοδικά οι εφημερίδες- μεταξύ των οποίων και οι σημαντικότατες συνεργασίες μου με τον Πάνο Παναγιωτόπουλο, τον Άρη Τερζόπουλο και τον Παναγιώτη Χατζηστεφάνου- και ξαφνικά λίγο μετά το ξεκίνημα της Lifo, πριν από 5 χρόνια, ξεκίνησα να γράφω για ζώδια. Εκεί, άλλαξε εντελώς η πορεία μου. Μέχρι τότε έγραφα συνεντεύξεις, στήλες, κείμενα- σχεδόν σε όλα τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν τότε-, ταξιδιωτικό ρεπορτάζ- έκανα τουλάχιστον 7  γυρνώντας σε πολλές χώρες του πλανήτη, για το το Marie Claire, την Καθημερινή, το Έθνος-, αλλά τα ζώδια ήταν κάτι το εντελώς καινούργιο για μένα. Με προστάτευσε η άγνοια τότε, αλλιώς μπορεί και να μην το κανα. Ξαφνικά έγινα η «είσαι η Τζούλη Αγοράκη που γράφει τα ζώδια;» και εγώ απαντούσα «όχι, είμαι η Τζούλη Αγοράκη που  γράφω  τόσα  χρόνια στα περιοδικά, που  έχω γράψει βιβλία κλπ». Τα ζώδια, όμως, με έκαναν τελικά γνωστή  σε  ένα πιο ευρύ κοινό.
-Υποτιμούσες μέχρι τότε την αστρολογία;
-Καθόλου! Αλλά, μέχρι τότε, ήμουνα «Δεσποινίς  Ντοστογιέφσκι»- με τα βιβλία μου, τους αγαπημένους μου συγγραφείς, τις μελέτες και τις σπουδές μου. Δεν πήγα εγώ στα άστρα, ήρθαν αυτά σε μένα. Έκανα στη συνέχεια μαθήματα αστρολογίας, μελέτησα αρκετά και σήμερα είναι κάτι που αγαπώ ιδιαίτερα. Είναι «ο άλλος τρόπος να βλέπεις τα πράγματα», όπως λέει η ποιήτρια η Έμιλυ Ντίκινσον.
-Η δημοσιογραφία πού σε βοήθησε;
-Μου έφτιαξε στομάχι, με έκανε πιο δυνατή, με έφερε στο κέντρο της γραφής μου. Ακόμη και τα ζώδια είναι μία άσκηση γραφής για μένα, γιατί το θεωρώ ένα πολύ δύσκολο είδος γραφής, αφού θα πρέπει, μέσα σε 10 σειρές, να αναλύσεις 12 διαφορετικούς ζωδιακούς χαρακτήρες, να πεις μία σύντομη ιστορία η οποία να έχει χιούμορ, πρόβλεψη και λίγη παρηγοριά. Στη δημοσιογραφία μαθαίνεις να κολυμπάς μόνη σου χωρίς σωσίβια και είναι μία δουλειά γεμάτη ανασφάλειες. Παλιά λέγαμε για τους ηθοποιούς ότι μένουν κάθε χρόνο χωρίς δουλειά, το ίδιο όμως λέμε τώρα και για τους δημοσιογράφους.
-Τι ίδιο συνέβη και με σένα στο παρελθόν;
-Θυμάμαι ότι είχα περάσει πολλά διαστήματα στη ζωή μου σε οικονομικό Βατερλό. Καθότι σπάταλη, ο μήνας περνούσε  και έψαχνα στις τσάντες μου μήπως βρω πέντε ευρώ ή δύο ή τρία, για να βγει κάπως ο μήνας ή το ενοίκιο. Αλλά, όπως λέει και ο Χριστιανόπουλος, «μικρό ταλέντο κουράζεται, μεγάλο περιμένει». Επειδή αυτή η δουλειά είναι ταυτισμένη με τους ανθρώπους, είχα να κάνω πάντα με τις ανθρώπινες σχέσεις και τις ισορροπίες- και αυτό ήταν το δύσκολο για μένα, αλλά και συνάμα γοητευτικό.
-Τι κρατάς από αυτή τη δουλειά;
-Τους ανθρώπους που γνώρισα και με βοήθησαν. Ο Πάνος Παναγιωτόπουλος μου έδωσε τη φοβερή συμβουλή «να φοράς πάντα δύο παπούτσια σ αυτή τη δουλειά», δηλαδή ποτέ να μην στηρίζεσαι από έναν εργοδότη. Αυτό ήταν σοφή κουβέντα. Αλλά, καμιά φορά, έχεις μόνο ένα παπούτσι το οποίο είναι τρύπιο, βγαίνει απέξω το ένα δάχτυλο και παγώνει. Δυστυχώς, σε σέβονται πιο πολύ σ αυτή τη δουλειά, όταν ξέρουν ότι δεν τους ανήκεις. Και για να τους ανήκεις, καλό είναι να σε πληρώνουν καλά, διαφορετικά δεν θα είσαι ποτέ πιστή σύζυγός, θα είσαι πάντα ερωμένη. Κι όποιος δίνει τα περισσότερα, θα ανήκεις σε εκείνον. Απ την άλλη, ο Άρης Τερζόπουλος, είναι για μένα ο  εστέτ, ο «πρίγκιπας της δημοσιογραφίας», ο large εκδότης που δεν είχε κανένα σύνδρομο κατωτερότητας, που το μυαλό του ήταν πιο μπροστά από την εποχή του. Μου έλεγε «στη δημοσιογραφία πρέπει να είσαι πάντα δύσκολη, να μην διαπραγματεύεσαι εύκολα. Καλύτερα να μην έχεις να φας ένα μήνα, αλλά την πόρτα θα στην χτυπήσουν πιο δυνατά αν έχεις καταφέρει να κρατήσεις έναν χαρακτήρα». Ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, ήταν μεγάλος δάσκαλος, όταν του έγραψα το πρώτο κείμενο, με φώναξε, μου το είχε γεμίσει με κόκκινο στυλό και μου είπε «μωρή βλάχα, τι είναι αυτά; Όλο αποσιωπητικά και θαυμαστικά; Ποιος στα χει μάθει αυτά;». Aιφνιδιάστηκα με την αντίδραση του, αλλά κάθισα, διάβασα, και είδα ότι μόνο έτσι το κείμενό μου θα γινόταν καλύτερο- όπως και έγινε. Ο Γιώργος Χειμωνάς, σε σχέση με τη γραφή, έλεγε «αν σε καταλάβει ένα παιδί και το συγκινήσεις, τότε έχεις γίνει καλός συγγραφέας». Αυτό με ακολουθεί. Αυτό και το χιούμορ. Γιατί εγώ, ποτέ δεν πήρα ποτέ τον εαυτό μου στα σοβαρά, αποφεύγω τη σοβαροφάνεια. Πάντα με τρόμαζαν οι άνθρωποι που είναι σοβαροφανείς. 
-Κάποιοι αναρωτήθηκαν: «μα, τώρα με την κρίση, καινούργια εκπομπή αστρολογίας»;
-Μα, ακριβώς αυτή την εποχή, χρειάζεται μία αστρολογική εκπομπή. Θέλουμε ανάσες- οι οποίες μπορεί να είναι αστροανάσες-, να δούμε τα πράγματα πιο αισιόδοξα, πιο ευοίωνα. Αν πεις ένα πρωί «πω πω, σήμερα είναι παλιομέρα», θα σου τύχουν στο τέλος άλλα δέκα δυσάρεστα. Αυτή η εκπομπή προσπαθεί με την αστρολογία να χωρέσει και έναν νέο θετικό τρόπο σκέψης και προσέγγισης της ζωής. Μια νέα εποχή ανθρώπων που μαθαίνουν να εκπαιδεύουν τις σκέψεις τους. Γιατί όχι; Να μην πάρουμε μία αστρική χειρολαβή σ αυτό που ζούμε σήμερα;
-Ο Κώστας Λεφάκης έλεγε στο People «από το 2015, η Ελλάδα θα γίνει παράδεισος». Το συμμερίζεσαι;
-Εκτιμώ πολύ τον Κώστα Λεφάκη, είναι γκουρού, αλλά εγώ είμαι ερασιτέχνης αστρολόγος θα ήταν επικίνδυνο να επιχειρήσω τέτοιου είδους προβλέψεις. Θεωρώ, όμως,  ότι, αν σοβαρευτούμε όλοι και γίνουμε πιο υπεύθυνοι, η Ελλάδα θα δει  καλύτερες μέρες. Τουλάχιστον αυτό μου υπαγορεύει το αισιόδοξο «εγώ» μου.
-Υπάρχουν κακά ζώδια;
-Όχι  αλλά η σοφία έγκειται στο πως να  διαχειριστείς τον χάρτη σου σε όφελος σου Υπάρχουν καλές και κακές θέσεις  που αν δεν δείξεις προσοχή μπορεί  να στο χαλάσει  όλο το εργόχειρο. Σαν να τραβάς απότομα μία κλωστή και τελικά να το ξηλώνεις όλο. Υπάρχουν χάρτες στους οποίους βλέπεις πολύ μαυρίλα αλλά κάπου θα υπάρχει και ένα δειλό φως.
-Αυτοί οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι;
-Όχι, αλλά θα πρέπει να προσπαθήσουν εκατό φορές παραπάνω. Αυτό, όμως, ίσως κάνει το δρόμο τους πιο γοητευτικό. Εγώ ευγνωμονώ το σύμπαν για όσα έχω περάσει, για όλες τις ταλαιπωρίες, τους χωρισμούς μου, για όλες τις απώλειες, ακόμα και για κάποιες  απολύσεις μου.
-Είσαι μοναχικός άνθρωπος;
-Είμαι σκεπτόμενος άνθρωπος. Μου αρέσει να διαβάζω και να γράφω πολύ. Είμαι σαν το Γούντι Άλεν που κάνει πλάκα όλη μέρα, το βράδυ κάθεται μόνος του σε ένα μπαρ και σχεδόν μελαγχολεί. Το μόνο που μπορεί να με ξεσηκώσει από το σπίτι μου είναι να μου πεις «πάμε ένα δούμε μια καλή ταινία στο σινεμά!». Δεν είμαι καθόλου party girl.
-Είσαι σε σχέση;
-Είμαι σε αρμονία. Η  Αρβελέρ έλεγε «ο έρωτας είναι αγώνισμα ψυχής». Έχω διακριθεί στο αγώνισμα αυτό.  Ο έρωτας θα έλεγα ότι είναι ευφορική οδύνη. Έχω γνωρίσει και την ευφορία και την οδύνη. Μετά από κάποια χιλιόμετρα λοιπόν, σε αυτό το αγώνισμα, στάθηκα τυχερή και είμαι εδώ και χρόνια  με ένα σύντροφο που επιτέλους δεν χρειάζεται να ξαπλώνουμε καθημερινά στο κρεβάτι του Προκρούστη. Συμβαδίζουμε. Χωράμε μέσα στον ίδιο έρωτα- πάντα με πολλή δουλεία και χιούμορ.
Δημοσίευση στο περιοδικό People, τον Αύγουστο του 2011.

12.8.11

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ: "Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΑΡΧΙΣΕ ΣΤΑ 28 ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ"


Είναι η πιο πετυχημένη εμπορικά συγγραφέας των τελευταίων 10 χρόνων, αφού τα βιβλία της πουλάνε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα κάθε χρόνο. Όσο κάποιοι τη λατρεύουν και τη θεωρούν «μεγάλο ταλέντο», άλλοι τόσοι τη μισούν και την ονομάζουν «επιφανειακή». Η συγγραφέας των μεγαλύτερων Best seller της ελληνικής λογοτεχνίας, δίνει τη δική της αλήθεια για όσα η ίδια ζει.
Με τον γραπτό λόγο τα πάει πολύ καλύτερα από ότι με τον προφορικό. Γι αυτό και θέλει να δώσει γραπτώς τις απαντήσεις της, τα λόγια της, τις προτάσεις της, τα σημεία στίξης- σαν μικρά κοσμήματα που θέλει η ίδια να βάλει σε τάξη, να μην μπάζουν από πουθενά, να είναι υπέροχα δομημένα. Είναι πολύ γλυκιά, πολύ ευγενική, έχει χιούμορ και λειτουργεί, με μία πρώτη ματιά, σαν ένας απλός και καθημερινός άνθρωπος. Έστω κι αν δεν είναι. Έστω κι αν η ίδια ονομάζεται «φαινόμενο της λογοτεχνίας» αφού, για παράδειγμα, το τελευταίο της βιβλίο, «Χωρίς χειροκρότημα», κυκλοφόρησε στην πρώτη του έκδοση από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε 50 χιλιάδες αντίτυπα και αναμένεται να επανεκδοθεί σύντομα σε άλλα τόσα. Όπως ακριβώς συνέβη και με τα προηγούμενά της βιβλία. Στο «είστε star, κυρία Μαντά!», απλώς γελάει.
-Τρομάζετε όταν γράφουν για σας ότι είστε η πιο πετυχημένη συγγραφέας των 10 τελευταίων χρόνων; «Ξεφύγατε» ποτέ, ειδικά στην αρχή αυτής της μεγάλης επιτυχίας;
-Η επιτυχία δεν πρέπει να προκαλεί τρόμο, αλλά σύνεση και η χαρά που φέρνει μαζί της αυτή η διαπίστωση, δεν έχει χώρο για αρνητικά συναισθήματα. Όσο για το αν «ξέφυγα», η απάντηση είναι αρνητική. Η όποια επιτυχία ήρθε σε μια ηλικία που ήμουν αρκετά ώριμη για να την διαχειριστώ, ενώ και σαν χαρακτήρας ήμουν πάντα πολύ προσγειωμένη.
-Ήταν εύκολος ο δρόμος για να φτάσετε μέχρι εδώ;
-Η αρχή ήταν δύσκολη, με μια συνεργασία που δεν πέτυχε, αλλά από την στιγμή που συναντήθηκα με τις εκδόσεις «Ψυχογιός», όλα κύλησαν όχι εύκολα, αλλά ομαλά. Δούλεψα και δουλεύω πολύ σκληρά και με αίσθημα ευθύνης.
-Από την αρχή είχατε αυτή τη μεγάλη επιτυχία;
-Όχι βέβαια! Το πρώτο μου βιβλίο «χάθηκε» κάπου ανάμεσα στον εκδότη και στα βιβλιοπωλεία και δεν έφτασε εύκολα στις προθήκες, ενώ με το «Βαλς», το πρώτο βιβλίο των εκδόσεων «Ψυχογιός», τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ πολύ ήρεμα. Το επόμενο, η Θεανώ, έκανε συμπαθητικές πωλήσεις και ξαφνικά οι αναγνώστες με «ανακάλυψαν» στο «Σπίτι δίπλα στο ποτάμι» και ανέτρεξαν και στα προηγούμενα. Δεν προέκυψα ως κομήτης, ούτε είμαι αποτέλεσμα ενός επιθετικού marketing, αντίθετα με όσα πιστεύουν κάποιοι. Πριν το «ποτάμι», είχα τρία βιβλία στο ενεργητικό μου, αλλά είναι κάτι που πιστεύω ακράδαντα: Δεν υπάρχει καλύτερη διαφήμιση, από τον ψίθυρο του ευχαριστημένου αναγνώστη.
-Σκεφτήκατε ποτέ να παρατήσετε το γράψιμο; Απογοητευτήκατε;
-Στην αρχή, ναι. Όταν το πρώτο μου βιβλίο δεν υπήρχε σε κανένα βιβλιοπωλείο- με εξαίρεση την Κύπρο-, όταν ο πρώτος μου εκδότης, απέρριπτε το ένα βιβλίο μετά το άλλο, ναι, σκέφτηκα να τα παρατήσω. Όταν μου απέρριψαν το «Βαλς» σε είκοσι μέρες, ήθελα να πετάξω τον υπολογιστή και να μην ασχοληθώ ποτέ ξανά με κάτι που με πονούσε αφάνταστα. Είναι πια γνωστό ότι αν δεν ήταν ο άντρας μου να τρέξει το «Βαλς» στους εκδότες, θα τα είχα παρατήσει. Αν οι εκδόσεις Ψυχογιός δεν είχαν βρεθεί στον δρόμο μου, αυτός ο δρόμος θα είχε κλείσει.
-Πάντα θέλατε να γίνετε συγγραφέας; Από μικρή;
-Ούτε που μου είχε περάσει αυτή η ιδέα από το μυαλό, ούτε μικρή ούτε μεγάλη. Έγραφα βέβαια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αλλά η λέξη συγγραφέας δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό μου, ούτε αυτή η προοπτική στα σχέδιά μου.
-Έχετε κάνει κάποια άλλη δουλειά;
-Πολλές! Αλλά ξεχωρίζω τα τρία χρόνια που δούλεψα στο ραδιόφωνο σαν παραγωγός καθημερινής εκπομπής, ενώ παράλληλα είχα και την διεύθυνση προγράμματος. Ήταν μια εκπληκτική εμπειρία που την διασκέδασα τόσο, που δεν την θεώρησα ποτέ δουλειά παρ’ όλο το βαρύ πρόγραμμα που είχα.
-Έχοντας τη δική σας οικογένεια, τα πράγματα δεν είναι περισσότερο δύσκολα στο να γράφετε τα βιβλία σας;
-Καθόλου. Πρώτα απ’ όλα γράφω πάντα χειμώνα και πρωινές ώρες που το σπίτι είναι άδειο και ήρεμο. Έχω στην διάθεσή μου πολύ χρόνο λοιπόν και παράλληλα τα παιδιά μου είναι πολύ μεγάλα- ο γιος μου 25 και η κόρη μου 20- και δεν με χρειάζονται δίπλα τους είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, όπως όταν ήταν μικρά.
-Ο σύζυγός σας είναι ο πιο αυστηρός κριτής σας;
-Είναι ο πρώτος κριτής, ο πρώτος που διαβάζει κάθε μέρα ότι έχω γράψει, αλλά δεν ξέρω αν η αγάπη που μου έχει, του επιτρέπει να είναι αυστηρός.
-Δηλαδή, αν δεν του αρέσει κάτι που έχετε γράψει, το αλλάζετε;
-Δεν επεμβαίνει ποτέ στην δομή ή στην εξέλιξη της ιστορίας, αλλά από την αρχή ανακάλυψα ότι είναι ιδανικός για ν’ ανακαλύπτει λάθη στο κείμενο που αφορούν στις λεπτομέρειες του χρόνου, του τόπου κλπ. Σε αυτά βεβαίως και τον ακούω!
-Είναι αλήθεια ότι η κόρη σας δεν διαβάζει τα βιβλία σας;
-Η κόρη μου δεν διαβάζει γενικώς κι έτσι δεν το παίρνω προσωπικά! Εξάλλου, με το δεδομένο ότι ο αδελφός της είναι βιβλιοφάγος, ήταν αναμενόμενο βάση του οικογενειακού αστερισμού, ότι δεν θα πήγαινε να καταλάβει μια θέση ήδη κατειλημμένη. Εκείνη ασχολείται με την ζωγραφική και είναι εξαιρετικά δημιουργική σε άλλους τομείς.
-Δεν είναι «κληρονομικό» το γράψιμο ή θέμα γονιδίων;
-Νομίζω πως όχι, δεδομένου ότι κανείς από την οικογένειά μου δεν έγραψε ποτέ τίποτε, ούτε υπήρχε άλλου είδους καλλιτεχνική φλέβα στην οικογένεια.
-Πως είναι διαμορφωμένη η καθημερινότητά σας; Τι άλλο κάνετε εκτός από το να γράφετε καθημερινά;
ο χειμώνα που γράφω, ξυπνώ πολύ πρωί, δουλεύω το βιβλίο μου μέχρι το μεσημέρι που επιστρέφει η οικογένεια για το φαγητό και το απόγευμα ασχολούμαι με τα γράμματα των αναγνωστών. Άνοιξη και καλοκαίρι περνάω πολλές ώρες διαβάζοντας, ενώ το σπίτι μας είναι ανοιχτό σε φίλους. Επίσης, μου αρέσει να κεντάω και να πλέκω τις ελεύθερες ώρες μου.
-Είστε δηλαδή και συγγραφέας και νοικοκυρά και σύζυγος και μητέρα;
-Ναι, μόνο που εγώ έχω διαφορετική σειρά προτεραιότητας. Είμαι σύζυγος, μητέρα, συγγραφέας και νοικοκυρά.
-Πως διασκεδάζετε; Πως ξεκουράζεστε;
-Με τον άντρα μου αγαπάμε πολύ το θέατρο και παρακολουθούμε όσες περισσότερες παραστάσεις μπορούμε. Με ξεκουράζει επίσης να μένω σπίτι με φίλους, κουβεντούλα, κρασάκι και μεζεδάκια! Γενικά, αγαπάω πολύ το σπίτι μου και δύσκολα βγαίνω.
-Ποια είναι η «ιεροτελεστία» του γραψίματος ενός καινούργιου βιβλίου;
-Το βιβλίο που θα γράψω, γεννιέται συνήθως μέσα στο καλοκαίρι και τελειοποιείται στο μυαλό μου σιγά σιγά χωρίς ποτέ να κρατάω σημειώσεις. Όσο το καλοκαίρι φεύγει, τόσο οι ιδέες έρχονται και πιο πιεστικές. Καταλαβαίνω ότι είμαι έτοιμη να ξεκινήσω, όταν νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί, όταν σφύζει πια από τους ήρωες, από διαλόγους ολόκληρους που πρέπει και απαιτούν να βγουν. Τότε κάθομαι στον υπολογιστή μου έχοντας δίπλα μου τους αγαπημένους μου συντρόφους: Καφέ, τσιγάρα και ένα κομπολόι.
-Έχετε κάποιες «παραξενιές»;
-Δεν θα έλεγα ότι είμαι εύκολος άνθρωπος σε γενικές γραμμές, αλλά μια από τις παραξενιές μου, αν μπορεί κανείς να την θεωρήσει ως τέτοια, είναι ότι όλο τον χειμώνα γράφω με ανοιχτά παράθυρα, ακόμα κι αν χιονίζει έξω, λατρεύω την αίσθηση του κρύου, ενώ ξεκινώ κάθε βιβλίο με την πρώτη σταγόνα βροχής. Οι βροχερές μέρες είναι οι πιο παραγωγικές μου!
-Αισθάνεστε κάποια ευθύνη απέναντι στους αναγνώστες σας για τα επόμενά σας βιβλία, μετά από αυτή την μεγάλη επιτυχία;
-Όταν ξεκινώ ένα βιβλίο, όταν χάνομαι στις ιστορίες μου και στους ήρωές μου, όταν πονάω μαζί τους ή χαίρομαι με την χαρά τους, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Εκείνους τους μήνες, στην σκέψη μου δεν χωράνε ούτε οι αναγνώστες, ούτε ο εκδότης μου, κανείς! Γράφω ότι μου αρέσει εμένα να διαβάζω, έτσι ξεκίνησα, έτσι συνεχίζω. Διαφορετικά δεν θα ήμουν εγώ!
-Πως αντιδράτε όταν κάποιοι σας αναγνωρίζουν στο δρόμο; Τι σας λένε;
-Είναι συγκινητικό και θέλω να το πω, ότι ο περισσότερος κόσμος, με προσφωνεί με το μικρό μου όνομα, για τους περισσότερους είμαι η «Λένα» και όχι η απόμακρη «κυρία Μαντά», μου μιλούν με αγάπη για τις ηρωίδες μου, σαν να πέρασαν μόλις από δίπλα μας! Με θεωρούν δικό τους άνθρωπο, είναι απίστευτο το συναίσθημα, δεν περιγράφεται! Έχω πάρει τόση αγάπη από το αναγνωστικό κοινό!
-Εκείνες τις στιγμές αισθάνεστε star;
-Εκείνες τις στιγμές, παρακαλάω ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί, ντρέπομαι αφάνταστα, κοκκινίζω και προσπαθώ να πω «ευχαριστώ». Δεν μπορείς να αισθάνεσαι star, όταν ο κόσμος σου ανοίγει την αγκαλιά του, σου καταθέτει την ψυχή του.
-Αρκετοί θεωρούν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολα να επιβιώνει κάποιος στην Ελλάδα κάνοντας τη δουλειά του συγγραφέα. Εσείς τα καταφέρνετε;
-Και φυσικά είναι δύσκολο στην Ελλάδα με το 8% που έχουμε σαν αναγνωστικό κοινό, ένας συγγραφέας να το έχει ως βιοποριστικό επάγγελμα. Ευτυχώς, όταν ξεκίνησα, το σπίτι μου δεν περίμενε τα συγγραφικά δικαιώματα για να ζήσει. Ο άντρας μου φρόντιζε πάντα να μην μας λείπει τίποτα.
-Ως μία από τις πιο ευπώλητες συγγραφείς στην Ελλάδα, καταφέρατε να βγάλετε πολλά χρήματα από τα βιβλία σας; Έχετε γίνει πλούσια;
-Θα ήμουν αχάριστη και ψεύτρα, αν έλεγα ότι μετά την συνεργασία μου με τις εκδόσεις Ψυχογιός η δουλειά μου δεν πληρώθηκε στο ακέραιο.
-Η Μάνια Καραιτίδη, εκδότρια της «Εστίας», ανέφερε σε συνέντευξη της στη Lifo στις 19 Μαΐου: «Θέλουμε καλή λογοτεχνία, όχι την ευκολία. Δεν έχω να πω κάτι εναντίον της κυρίας Λένας Μαντά που πουλάει, αν και δεν έχω διαβάσει κανένα από τα βιβλία της. Μόνο που φέτος δεν θυμάται κανείς το περσινό της βιβλίο και πρέπει να γράψει άλλο ένα βιβλίο για να ξαναπουλήσει. Πάντα υπήρχαν τέτοιοι συγγραφείς- άλλοτε όμως τα βίπερ Νόρα και τα Άρλεκιν δεν είχαν μπει στο χώρο της λογοτεχνίας. Δεν θεωρούνταν κανονική λογοτεχνία». Τι απαντάτε σε τέτοια σχόλια που γίνονται για σας;
-Έχω σαν αρχή, να μην σχολιάζω δηλώσεις που με αφορούν. Μπορεί εδώ και πέντε χρόνια πολλοί να βάλλουν την Μαντά, όποτε τους δίνεται βήμα, η Μαντά όμως σιωπά. Ίσως γιατί απαντούν αντί για μένα και για μένα οι αναγνώστες με την αγάπη τους. Δεν έχω να πω τίποτα λοιπόν.
-Θυμώνετε, πικραίνεστε, αδιαφορείτε με αυτά; Τι αισθάνεστε όταν κάποιοι αναφέρονται με τέτοιο τρόπο σε σας;
-Στην αρχή σαφώς και πικραινόμουν, κάποιες φορές όταν τα σχόλια ήταν πολύ χυδαία, έκλαιγα κιόλας, με έπιανε το παράπονο, ίσως γιατί ποτέ δεν έχω θίξει κανέναν, σέβομαι την δουλειά του άλλου, έστω κι αν δεν συμφωνώ μαζί της.  Το χειρότερο είναι ότι με κατακρίνουν χωρίς ποτέ να μπουν στον κόπο ή να διαβάσουν όσα γράφω ή να ψάξουν να βρουν γιατί έχουν τα βιβλία μου τόση απήχηση στον κόσμο. Δεν πειράζει. Το πιστεύω μου ήταν και θα είναι ένα: Ψυχή βαθιά….
-Εσείς τι βιβλία διαβάζετε;
-Διαβάζω μόνο Έλληνες συγγραφείς, είναι γνωστό πια αυτό. Αγαπώ πολύ τον Όμηρο Αβραμίδη, την Ελένη Τσαμαδού, την Καίτη Οικονόμου,, την Πασχαλία Τραυλού, πρόσφατα μέσα από τα βιβλία της αγάπησα την Σοφία Βόικου, τον Γιώργο Πολυράκη και τα ιστορικά του, τον Άρη Σφακιανάκη για την παράνοια των βιβλίων του, όπως και τον Δημήτρη Μαμαλούκα για τα αστυνομικά του. Είναι τόσοι πολλοί οι Έλληνες συγγραφείς, δίνουν τόσο καλά δείγματα γραφής που δεν προλαβαίνω να τα διαβάσω όλα, παρ’ όλο που το θέλω!
-Πότε θεωρείτε ότι άλλαξε οριστικά η ζωή σας; Με ποια απόφαση; Με ποιο γεγονός;
-Η ζωή μου όχι μόνο άλλαξε, αλλά ουσιαστικά άρχισε στις 17 Φεβρουαρίου του 1983. Εκείνη την ημέρα γνώρισα τον άντρα μου, έχουν περάσει 28 χρόνια και αυτή είναι η πραγματική μου ηλικία! Τα υπόλοιπα 19 χρόνια δεν τα υπολογίζω ποτέ. Σαν να μην υπήρξαν!
-Δεν μπερδεύετε πολλές φορές στη ζωή σας η πραγματικότητα με τον κόσμο της φαντασίας;
-Όχι βέβαια! Αν γινόταν αυτό, θα τρελαινόμουν! Παραδέχομαι ότι μια ζωηρή φαντασία σαν την δική μου, μπορεί να γίνει πρόβλημα στην καθημερινότητα, αλλά την τιθασεύω τις ώρες που δεν γράφω.
-Λέτε πως τα βιβλία σας ξεχειλίζουν από συναισθήματα. Το ίδιο συμβαίνει και με σας ως προσωπικότητα;
Είμαι άνθρωπος του «πολύ». Γελάω πολύ, κλαίω πολύ, τρώω πολύ, μιλάω πολύ, γράφω πολύ…. Ότι βλέπεις, αυτό παίρνεις με μένα.
-Με τι κλάψετε τελευταία φορά;
-Κάθε μέρα θα βρεθεί κάτι για να κλάψω, είπαμε: Κλαίω πολύ.  Το ξεχνάω όμως γρήγορα, γιατί κάτι έρχεται που θα με κάνει να γελάσω (πολύ). Η αλήθεια είναι ότι έχω μόνιμη πηγή χαράς μέσα στο σπίτι μου, τον άντρα μου, τα παιδιά μου….
Δημοσίευση στο περιοδικό Omikron, τον Αύγουστο του 2011.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΑΡΜΟΥΤΣΟΣ: "ΣΤΑ 29 ΜΟΥ ΞΑΝΑΓΕΝΝΗΘΗΚΑ"


Στα 41 του τα έχει ζήσει όλα. Ή σχεδόν όλα. Η αναγνωρισιμότητα του «Master Chef» μας έκανε να ανακαλύψουμε ένα πρόσωπο που δεν μιλάει συχνά- αν και το τηλέφωνό του χτυπάει συνεχώς για συνεντεύξεις-, που είναι ένας πολύ ενδιαφέρων άντρας, που λέει ιστορίες, που είναι «ωραίος τύπος» και που το «καθωσπρέπει» δεν ήταν ποτέ κομμάτι της δικής του ιδιοσυγκρασίας. Ίσως και να το σιχαίνεται. Ο Δημήτρης είναι ένας άντρας που παραμένει στη λεπτή κόκκινη κλωστή της δημοσιότητας, αλλά όχι πλέον των ορίων του.
Στο εστιατόριο όπου είναι σεφ, το «Αλάτσι», του δημοσιογράφου Σταύρου Θεοδωράκη, με κερνάει τσικουδιά, το κινητό του χτυπάει συνεχώς- είτε με κλήσεις, είτε με μηνύματα-, το βάζει στο αθόρυβο «για να κάνουμε δουλειά» και έχει μισή περίπου ώρα στη διάθεσή του. Μου μιλάει για την Κύπρο, πόσο πολύ αγαπάει το νησί, πόσο θετικά αλλάζει η διάθεσή του όταν φτάνει εκεί. «Θέλεις λίγη ακόμη τσικουδιά;», μου λέει και ξαναγεμίζει το ποτήρι. Είναι πολύ κουρασμένος, το βράδυ της Τετάρτης που συναντιόμαστε. Όλη μέρα σε γυρίσματα για το Master Chef Junior του Mega, τρέξιμο με το μαγαζί, για κάτι άλλες δουλειές, δεν πρόλαβε ούτε να φάει. Τρία παξιμάδια μόνο. «Γιατί είμαι και σε δίαιτα», λέει και γελάει.
«Μου λείπει πολύ το να καθίσω για ώρες μόνος στο σπίτι. Έχω να το ζήσω πολλά χρόνια αυτό. Περνάω 12-13 ώρες κάθε μέρα στο “Αλάτσι”, άλλες 3-4 ώρες κάνοντας διάφορα γύρω γύρω, κάποιες άλλες σε γυρίσματα και μου μένει ένα πολύ μικρό διάστημα για το σπίτι. Με ξεκουράζει να αδειάζω το μυαλό μου. Να φεύγουν όλα και να κάτσω λίγο κάτω με άδειο μυαλό. Και αυτό μπορείς να το κάνεις οπουδήποτε, αρκεί να έχεις εκπαιδεύσει τον εαυτό σου να το κάνει. Μένουν έτσι μόνο τα ωραία πράγματα μέσα στο μυαλό σου όπως, στην περίπτωση μου, το πόσο ωραία πέρασα για παράδειγμα με το γιο μου τη Δευτέρα που ήμασταν μαζί στα Χανιά, όπου μένει με τη μητέρα του, που τρώγαμε μαζί και γεμίζαμε με κέτσαπ τις πατάτες. Αν δεν ήταν εδώ ο γιος μου, δεν θα μενα ούτε μία μέρα στην Ελλάδα. Ναι μεν είμαι μακριά από αυτόν, αλλά δεν είμαι διαδρομή Αμερική- Ελλάδα, είμαι Αθήνα- Χανιά, που παίρνω ένα αεροπλάνο και σε 20 λεπτά είμαι εκεί».
«Παλιά έφτανα στα όριά μου πολύ πιο γρήγορα και σχεδόν καθημερινά. Για οτιδήποτε. Ακόμη και για τα πιο ασήμαντα. Το χω ελαττώσει, όμως, πάρα πολύ αυτό».
«Προέρχομαι από φτωχή οικογένεια. Και ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος του χρήματος. Αν με δεις τώρα, φοράω παπούτσια που κάνουν 60 ευρώ, παντελόνι που κάνει άλλα 60 ευρώ και μπλουζάκι που κάνει 10 ευρώ, το οποίο φτιάχνει μια καλή μου φίλη στα Εξάρχεια. Στ αρχίδια μου τα λεφτά! Έχω φάει πολλά λεφτά σε αλκοόλ, σε ναρκωτικά, σε ταξίδια. Για τίποτα δεν μετάνιωσα από όλα αυτά. Όλα εμπειρίες ήτανε. Μετάνιωσα μόνο που δεν τα κοψα όλα αυτά πιο νωρίς κι έτσι έχασα κάποια χρόνια».
«Όλα αυτά δεν μου καναν κακό. Κακό θα μου έκαναν αν δεν ζούσα, αν μου άφηναν κάποιο κουσούρι. Αλλά μου έδωσαν μόνο εμπειρίες. Κρατάς από αυτό το ότι έζησες, το ότι ξαναγεννήθηκες, το ότι έγινες πολύ δυνατός. Όποιος καταφέρει και περάσει από αυτό το πράγμα αλώβητος, σε πληροφορώ ότι βγαίνει πάρα πολύ δυνατός μετά στη ζωή του».
«Αυτός που κάνει ναρκωτικά, στα τελευταία του στάδια έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Στην αρχή αυτού του πράγματος, έχει πλάκα, είναι ωραία, περνάς καλά, έχει χαβαλέ. Στη μέση αρχίζεις και πέφτεις λίγο και ξεκινάει να σου γίνεται ανάγκη- γιατί στην αρχή δεν είναι. Όταν λοιπόν αυτή η ανάγκη γίνει επιτακτική, γίνει 3-4 φορές τη μέρα και είναι “που θα βρω λεφτα να πάρω την επόμενη μου δόση;”, γίνεται κατάντια. Εκεί έχεις χάσει και την αυτοπεποίθησή σου. Και θεωρώ ότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο σε έναν άνθρωπο από το να χάσει αυτό το κομμάτι του εαυτού του. Αν χάσεις την αυτοπεποίθησή σου, αρχίζουν και καταρρέουν όλα όσα έχεις μέσα σου. Αυτό έγινε και με μένα. Γιατί ξέρεις ότι οι άλλοι δεν σε κοιτάνε με το ίδιο μάτι, λένε “ο κακομοίρης, κοίτα πώς έχει γίνει!”».
«Δεν αποφασίζεις από τη μία μέρα στην άλλη να τα κόψεις. Οι περισσότεροι ναρκομανείς το σκέφτονται σε όλη τους την πορεία. Θεωρώ μάλιστα ότι όλοι οι χρήστες σκέφτονται “πρέπει να τα κόψω!”. Απλά είναι αυτό το κλικ που πρέπει να κάνεις μέσα σου, για να τα σταματήσεις. Γιατί όλα είναι στον εγκέφαλο. Οι πόνοι δεν κρατάνε, περνάνε. Ο σκοπός, όμως, είναι να βρεις το δρόμο μόνος σου».
«Εγώ, αυτό που είχα σταθερό σε όλα αυτά τα “κακά” χρόνια, τα “πέτρινα”, ήταν η μαγειρική. Είχα μία δουλειά και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Όταν μπήκα για να κάνω αποτοξίνωση, πάλι μαγείρευα, οπότε αυτό με έσωσε, με κράταγε. Έλεγα “τώρα είμαι εδώ, αλλά θα ξυπνήσω και θα πάω στο μαγειρείο για να μαγειρέψω για όλους αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους πρέπει να μαγειρεύω πρωί μεσημέρι βράδυ. Και θα βγω μετά έξω και θα πούνε όλοι αυτοί, Μπράβο ρε μάγειρα, φάγαμε καλά”. Το μυαλό μου έφευγε με αυτό τον τρόπο. Και πρέπει να βάλεις έναν άλλο σκοπό στο μυαλό σου, για να μπορέσεις να ξεφύγεις».
«Εγώ ξαναγεννήθηκα στα 29 μου, όταν τα κοψα όλα αυτά. Εκτιμάς μετά, όχι μόνο την καθημερινότητα, αλλά και την ίδια τη ζωή. Γιατί ξαναγεννιέσαι ουσιαστικά. Με μυαλό, όμως, αυτή τη φορά. Γιατί έχεις περάσει αυτή τη φοβερή εμπειρία. Και, πίστεψέ με, αυτό είναι ένα ταξίδι φοβερά τρομακτικό. Έτσι όπως κατέληξε η ζωή μου, κρίνοντας το αυτό τώρα, θεωρώ καλό το ότι το πέρασα όλο αυτό. Γιατί δεν μου άφησε κουσούρια και γιατί πλέον δεν με ενοχλεί. Γύρω μου υπάρχουν άνθρωποι που πίνουν αλκοόλ. Εγώ έχω να πιω 11 χρόνια. Μου λένε “πιες ένα ποτηράκι κρασί”, λέω “παιδιά δεν θέλω, ευχαριστώ”. Αν βάλω κρασί στο στόμα μου αρρωσταίνω, δεν μπορώ, το χω τελείως αποβάλει. Το ίδιο πράγμα είναι και τα ναρκωτικά. Μπορεί να είναι βουνά από ναρκωτικά δίπλα μου κι εγώ τίποτα. Σε άλλες εποχές θα έκανα βουτιά μέσα. Τώρα λέω “παιδιά να περάσετε καλά, γεια σας”. Χέστηκα. Ξέρεις τι καλό που είναι αυτό; Γιατί έχεις βάλει τον εγκέφαλό σου σε μια ισορροπία και λες “αφού έκανα αυτό και το πέρασα, τα υπόλοιπα μου φαίνονται γελοία”».
«Το πρώτο μου τατουάζ το έκανα στα 15 μου. Πάντα μ άρεσε. Μ άρεσε η τέχνη, κάπου το χα δει, κάπως μου είχε κάτσει, άρχισα να το ψάχνω, πήγα στον “Τζίμη” στην Πλάκα- γιατί τότε μόνο αυτός έκανε τατουάζ στην Ελλάδα, αφού τη δεκαετία του 80 αυτό το πράγμα ήταν συνδεδεμένο με ναρκομανείς. Με το που ξεμύτισα από το καβούκι μου, έψαξα κάπως το όλο θέμα, έκανα και ένα ταξίδι στο εξωτερικό, έκανα το πρώτο μου τατουάζ και μετά απλά συνέχισα. Αν μου έλεγες τότε “τι θες να γίνεις;” θα σου έλεγα “τατουατζής”. Για να γίνεις όμως καλός τατουαζτής πρέπει να χεις το χέρι, πρέπει να μπορείς να ζωγραφίζεις και εγώ δεν το χω αυτό καθόλου. Οπότε έγινα μάγειρας».
«Ζούσα σε ένα σπίτι όπου όλοι μαγείρευαν. Δύο τρία φαγητά κάθε μέρα, μυρωδιές, ερχόντουσαν θείες, έφερναν φαγητά, έφευγαν φαγητά από το σπίτι απ τη μάνα μου κι από τη γιαγιά, ερχόντουσαν γειτόνισσες στο σπίτι για να μαγειρέψουν. Άλλη κοινωνία τότε, άλλη Ελλάδα. Υπήρχε ανταλλαγή φαγητών, ανταλλαγή συνταγών, όλες οι γυναίκες είχαν τετράδια που έγραφαν συνταγές. Το τετράδιο της γιαγιάς μου ήταν γεμάτο από λάδια και ζάχαρη».
«Δεν είμαι τύπος της οργάνωσης. Μπορώ να οργανώσω οποιαδήποτε κουζίνα μου δώσεις, αλλά αν μου πεις “οργάνωσε τα δικά σου θέματα”, δεν θα το κάνω εύκολα. Έχω κάτι φλασάκια με συνταγές, αλλά κι αυτά δεν τα χω κάπου μαζεμένα. Απ την άλλη, είναι και λίγο η καύλα να μην το κάνεις αυτό, γιατί έτσι βάζεις το μυαλό σου να σκέφτεται συνέχεια. Μπορεί, από μία συνταγή που θυμάσαι ότι την έχεις κάνει πριν από 7 χρόνια και ήταν πολύ καλή, να δοκιμάζεις να την κάνεις τώρα, να μην την θυμάσαι ακριβώς, να την κάνεις λίγο αλλαγμένη και να σου βγαίνει ένα τελείως διαφορετικό πράγμα. Ίσως και καλύτερο».
«Ο γιος μου, ο Δημήτρης, πάει 10 χρόνων. Αυτός με ενθουσιάζει πολύ στη ζωή μου. Αυτός και τα σκυλιά μου. Ο γιος μου δεν είναι διαφορετικός μαζί μου, λόγω της δημοσιότητας. Δεν μπορώ όμως να σου πω ότι, όλο αυτό με την αναγνωρισιμότητα, δεν επηρεάζει το παιδί και είναι κάτι που όντως σκέφτομαι στο πώς θα το χειριστώ. Αυτά είναι οι μαλακίες που δεν είχα σκεφτεί καν όταν είπα το “ναι” για να κάνω τηλεόραση. Είναι από τα πράγματα που δεν πέρασαν καν από το μυαλό μου. Δεν ήξερα την έκταση αυτού του πράγματος. Εγώ πήγα στην τηλεόραση σαν την παρθένα στο γαμήσι. Ενώ η πουτάνα, όταν πάει για γαμήσι, είναι συνειδητοποιημένη. Η παρθένα, όμως, δεν είναι».
«Το κακό με τη δημοσιότητα είναι ότι δεν υπάρχει ένα εγχειρίδιο για να σου πει πώς να τη χειριστείς. Πρέπει να μπεις μέσα σ αυτό για να το ζήσεις. Το τι είναι όμως κακό για μένα, μπορεί να είναι καλό για σένα που είσαι ήδη διάσημος. Εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου διάσημο. Για να μαστε ξηγημένοι».
«Δεν είμαι αχάριστος για την τηλεόραση. Σε δύσκολους καιρούς, όπως αυτούς που ζούμε τώρα, είναι μία  ευκαιρία να βγάλεις καλά λεφτά. Η τηλεόραση δεν είναι τέχνη. Και εγώ δεν κάνω στην τηλεόραση κάτι φοβερά ποιοτικό, κάνω ένα παιχνίδι μαγειρικής. Ο πρώτος και κύριος λόγος που αποφάσισα να το κάνω ήταν τα λεφτά. Έβγαλα κάποια από την τηλεόραση, κάποια άλλα από τα γύρω γύρω. Με πολλή δουλειά όμως. Γιατί εκεί που πέρσι δούλευα 12 ώρες τη μέρα, φέτος δουλεύω 17, αφού πλέον κανένας δεν έρχεται να σου δώσει χρήματα έτσι απλά. Πρέπει να τα δουλέψεις πάρα πολύ καλά για να τα χεις. Αν δεν είχα το γιο μου, μπορεί και να μην έκανα τηλεόραση. Δεν είμαι βέβαιος αυτό». 
«Δεν βλέπω τηλέοραση. Να φανταστείς, πήρα τηλεόραση στο σπίτι το Καλοκαίρι, όταν έπρεπε να δω τα Master Chef για να καταλάβω τι είναι. Dvd βλέπω, αλλά ξεχνάω να τα επιστρέψω στο video club. Προχθές έδωσα 100 ευρώ για 2 dvd επειδή είχα ξεχάσει να τα γυρίσω πίσω. Διαβάζω, όμως, πολύ. Τώρα έχω ένα κώλυμα με τα αστυνομικά».
«Αυτό το τατουάζ που έχω στο δεξί μου καρπό, είναι ένα χελιδόνι. Είναι κάτι που έχουν οι ναυτικοί, γιατί το χελιδόνι σήμαινε την επιστροφή στην γη μετά από πολλά ταξίδια στη θάλασσα. Το έκανα κι εγώ για να συμβολίζει τη δική μου επιστροφή. Μετά από τις τρικυμίες». 
Δημοσίευση στο περιοδικό Icon, τον Ιούνιο του 2011. 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ: "ΣΤΟ L.A ΔΟΥΛΕΥΩ ΣΑΝ ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ"


-Πως είναι η ζωή σου στην Αμερική;
-Η ζωή μου εδώ με έχει αλλάξει πολύ σαν άνθρωπο, με έχει κάνει να δω τα πράγματα  διαφορετικά. Είναι ένα πολύ μεγάλο σχολείο για μένα.
-Τι έχεις κάνει επαγγελματικά μέχρι τώρα εκεί;
-Μία μικρού μήκους ταινία που πήγε στις Κάννες, μία πολύ ωραία διαφήμιση της μεγαλύτερης εταιρείας videogames της Αμερικής και μία μεγάλου μήκους ταινία η οποία θα είναι έτοιμη σε περίπου ένα μήνα, γυρίστηκε στην Nebraska, λέγεται «Goecachers» και είναι μία ταινία δράσης.
-Η καθημερινότητά σου πως είναι στο L.A;
-Συνήθως ξυπνάω νωρίς, άλλωστε δεν κοιμάμαι πολύ αργά. Ίσως γιατί το L.A είναι ένα «χωριό» που, μετά τις 2:00, όλα είναι νεκρά, δεν κυκλοφορεί κανείς, τα party έχουν τελειώσει, τα clubs έχουν κλείσει. Αν δεν έχω δουλειά ή κάποιο ραντεβού, θα πάω για τα μαθήματά υποκριτικής μου σε μία πολύ σπουδαία δασκάλα- η οποία δίδασκε τον Μπραντ Πιτ, την Σαρλίζ Θερόν, τη Χάλι Μπέρι, τον Τζίμ Κάρει, τον Αλ Πατσίνο- την Ivanna Chubbuck, θα κάνω τη γυμναστική μου, το τάε κβο ντο μου. Πρέπει να ξέρεις ότι, για όλους τους επαγγελματίες του κινηματογράφου, εδώ είσαι άλλος ένας που περιμένει στην ουρά, είσαι ένας αριθμός σε αναμονή, ξεκινάς από το μηδέν. Το γεγονός ότι μπορεί να είσαι γνωστός στην Ελλάδα δεν τους λέει κάτι, οι Αμερικάνοι δεν μασάνε από αυτά, δεν καταλαβαίνουν από «σταριλίκια».
-Έχεις απογοητευτεί;
-Αν είχα απογοητευτεί, θα ήμουνα πίσω στην Ελλάδα. Απλά, έχω προσγειωθεί και ξέρω ότι η όλη μου αντιμετώπιση είναι σαν να ξεκινάω από το μηδέν. Δεν παίρνεις εδώ ρόλο από τον πρώτο μήνα, πρέπει να καθίσεις και να αποδείξεις ότι αξίζεις. Σκέψου ότι, για να πάρεις εδώ τα χαρτιά σου και να μπεις στο σωματείο, θα πρέπει να σε καλέσει κάποιος και να παίξεις σε ένα σήριαλ ή να είσαι κομπάρσος για 3 συνεχόμενες μέρες σε κάποιο πλατό. Έκανα και αυτό. Έπαιξα ως κομπάρσος στο N.C.I.S, στο House και στην τελευταία ταινία του SpiderMan, σε παραγωγές που μπορεί να στοιχίζουν 250 χιλιάδες ευρώ την ημέρα. Αυτό δεν πιάνεται στο βιογραφικό μου αλλά, σαν εμπειρία, το να δεις δηλαδή πόσο μεγάλα είναι τα πλατό και τι πραγματικά σημαίνει Hollywood, είναι κάτι το μοναδικό.
-Στην Ελλάδα πώς ήσουνα;
-Και στην Ελλάδα ήμουνα προσγειωμένος αλλά, ο περίγυρος εκεί, σε κάνει να νιώθεις αυτό που πραγματικά έχεις καταφέρει μετά από 15 χρόνια δουλειάς. Στον πλανήτη Hollywood, αυτά δεν μετράνε, είσαι ένα μηδενικό, είσαι το απόλυτο τίποτα. Οι άνθρωποι της δουλειάς σου λένε «φίλε, κούλαρε λίγο, μπορεί να είσαι γνωστός στην Ελλάδα και να υπογράφεις αυτόγραφα, εδώ όμως δεν υπάρχεις!». Στο L.A, πρέπει να δώσεις πολύ χρόνο για να σε εμπιστευτούν. Γι αυτό και, πολλοί άνθρωποι που ήρθαν εδώ, μετά από λίγο καιρό έφυγαν.
-Πως ζεις οικονομικά εκεί;
-Είχα κάποια λεφτά στην άκρη, αλλά έχω ξεκινήσει παράλληλα να δουλεύω σαν σερβιτόρος. Είπα ότι θα ακολουθήσω την κλασσική συνταγή που ακολουθούν όλοι: Τον πρώτο χρόνο ζεις με τα λεφτά που έχεις μαζέψει, προσπαθείς να κάνεις τις γνωριμίες σου, πας στα party και, όταν τα λεφτά σου πάνε να τελειώσουν και λες «δεν θέλω να τελειώσει τόσο γρήγορα όλο αυτό που ζω», προσαρμόζεσαι στις συνθήκες της χώρας. Όλοι οι ηθοποιοί- είτε είναι star, είτε δεν είναι- δουλεύουν σαν σερβιτόροι. Το ίδιο κάνω κι εγώ.
-Καθημερινά;
-Δουλεύω part time, απογεύματα, τρεις φορές τη βδομάδα. Έρχονται πολλοί Έλληνες και τους σερβίρω- μετανάστες, τουρίστες-, ακόμη και συνάδελφοί μου, όπως ο Αλέξης ο Γεωργούλης.
-Αυτό δεν το θεωρείς υποτιμητικό για σένα;
-Υπάρχει ένα «πονηρό» ανθρωπάκι μέσα σου που λέει «κοίτα τι έκανες στην Ελλάδα και κοίτα τι κάνεις εδώ!». Απ την άλλη, αυτό σε κάνει να δεις τα πράγματα πιο ώριμα. Δεν είναι ντροπή. Θα μπορούσα να σου αραδιάζω ένα σωρό ψέματα αυτή τη στιγμή για να στο παίξω κάπως, αλλά σου λέω μόνο την αλήθεια
-Πόσα χρήματα χρειάζεσαι για να ζεις φυσιολογικά για ένα μήνα στο L.A;
-Γύρω στα 3 με 4 χιλιάρικα το μήνα. Είναι ακριβό το Λος Άντζελες, εδώ πληρώνεις ακόμη και τον αέρα που αναπνέεις. Ευτυχώς, έχω κάνει οικονομίες όσο ζούσα ακόμη στην Ελλάδα.
-Πόσο ενοίκιο πληρώνεις;
-Γύρω στα 1300 ευρώ. Μένω σε ένα loft, σε μία πολύ καλή περιοχή, στο West Hollywood.
-Σε ενοχλεί αν κάποιοι λένε «άλλος ένας που έχει πάει για να κάνει καριέρα στην Αμερική, αλλά δεν έχει κάνει τίποτα»;
-Εγώ ξέρω τι κάνω, πού πάω και τι κερδίζω μέσα από όλο αυτό. Και σαν ηθοποιός και σαν άνθρωπος. Κανένας όμως δεν μπορεί να καταλάβει τι πραγματικά πας να κάνεις. Υπάρχουν Έλληνες στο L.A που έρχονται και μου λένε «πως τα άφησες όλα αυτά στο pick της καριέρας σου;» και εγώ τους απαντάω «παιδιά, πάντα κάνω στη ζωή μου αυτό που γουστάρω και δεν λογαριάζω τίποτα!». Τι θα ήμουνα στην Ελλάδα; Άλλος ένας αναγνωρίσιμος ηθοποιός με ωραίο αυτοκίνητο, υπέροχο σπίτι και μια βαρετή ζωή. Νομίζω- και με την κατάσταση που συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα σε σχέση με την δουλειά μας- έφυγα την κατάλληλη στιγμή, για να ζήσω εδώ αυτό που θέλω.
-Τι νοσταλγείς απ την Ελλάδα;
-Την Ελλάδα τη λατρεύω, θέλω πολύ να έρθω και να κάνω κάτι εκεί, για παράδειγμα, μία ταινία. Μου λείπουν οι παιδικοί μου φίλοι, η μαμά μου Αγγελική, ο αδελφός μου ο Φοίβος, τα σουβλάκια, τα χειμερινά μου μπάνια στην παραλία με τον Θανάση Ευθυμιάδη, η ζεστασιά των Ελλήνων, οι ατελείωτες νύχτες της Αθήνας στις οποίες δεν υπάρχει όριο.
-Για πόσο καιρό ακόμη είσαι αποφασισμένος να μείνεις στο L.A;
-Δίνω στον εαυτό μου ακόμα λίγο καιρό, γιατί βλέπω ήδη φως στο τούνελ. Όταν ήμουνα στην Ελλάδα, σκέφτηκα αντί να ανοίξω μία καφετέρια ή ένα μπαράκι να πάρω όλες μου τις οικονομίες και να επενδύσω στον εαυτό μου, σε αυτό που πιστεύω. Δεν το μετανιώνω! Θέλει τρομερά κότσια να καθίσεις εδώ, να το προσπαθήσεις και να πεις ότι δουλεύεις. Και εγώ θέλω να τα καταφέρω. Με πείσμα! Όπως έκανα μια ζωή. 
Δημοσίευση στο περιοδικό People, τον Ιανουάριο του 2011. 

ΝΑΤΑΛΙΑ ΓΕΡΜΑΝΟΥ: "ΜΕ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΘΗΚΑΜΕ ΟΤΑΝ ΕΓΙΝΑ 23 ΧΡΟΝΩΝ"


Η Ναταλία Γερμανού, εξομολογείται για πρώτη φορά τα άγνωστα παιδικά της χρόνια, το χωρισμό των γονιών της στα 2 της χρόνια, την σχέση με τη μητέρα της, Εριέττα Μαυρουδή, το μεγάλωμά της από τη γιαγιά της, τα έντονα συναισθήματα.
Στο καμαρίνι της, στο ισόγειο του studio Pro στο Πικέρμι, το βράδυ της Δευτέρας 29 Νοεμβρίου, λίγο πριν από την εγγραφή της εκπομπής της Chart Show που θα ξεκινήσει να μεταδίδεται σε λίγο καιρό από τον Alpha, ετοιμάζεται έχοντας δίπλα της μία μεγάλη κορνιζαρισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία του πατέρα της, Φρέντυ Γερμανού. «Την κουβαλάω πάντα μαζί μου αυτή τη φωτογραφία, όπου και να πάω», λέει στο People, έτοιμη να πει όσα δεν ανέφερε μέχρι σήμερα, σε καμία άλλη συνέντευξή της, για την παιδική της ηλικία. «Έχω έντονες αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, αλλά και λίγο σκόρπιες, γιατί οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουνα πάρα πολύ μωρό, δεν είχα καν συμπληρώσει τα δύο μου χρόνια», λέει. «Πέρασα αρκετά χρόνια πιστεύοντας ότι ήμουνα ένα “άτυχο” παιδάκι χωρισμένων γονιών, ζηλεύοντας πάρα πολύ τους συμμαθητές μου στο δημοτικό αφού, πηγαίνοντας στα σπίτια των συμμαθητών, μου έβλεπα τη μαμά και τον μπαμπά τους μαζί, κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, με κουλουράκια, κέικ, με τα οικογενειακά τραπέζια στρωμένα, σε ατμόσφαιρα family. Αυτά εγώ δεν τα ζούσα".
-Δεν μεγάλωσες με τους γονείς σου;
-Ουσιαστικά με μεγάλωσε η γιαγιά μου η Ελένη, η μαμά του μπαμπά μου, στα Κάτω Πατήσια, στον Άγιο Λουκά. Δεν μεγάλωσα με κανέναν από τους δύο μου γονείς διότι κανένας από τους δύο δεν θα ήταν σε θέση να με μεγαλώσει. Και οι δύο είχαν επαγγελματικές υποχρεώσεις. Και οι δύο είχαν την καριέρα τους. Δεν θα μπορούσαν να αφοσιωθούν σε ένα παιδί. Όταν η μαμά μου χώρισε με τον μπαμπά μου, ήτανε μόλις 22 χρόνων, ήταν πάρα πολύ πιτσιρίκα, είχε ήδη ξεκινήσει να ασχολείται με τη διαφήμιση, ήταν πάρα πολύ ταλαντούχα και πάρα πολλά υποσχόμενη. Όταν πια έγινα 16 χρόνων, σε μία ηλικία που, κατά τη γνώμη της, μπορούσα να αντιληφθώ κάποια πράγματα αρκετά καλά, μου εξήγησε ακριβώς πως έγιναν τα πράγματα στη ζωή μας.
-Τι σου εξήγησε;
-Ότι ήμουνα ένα πολύ τυχερό, αλλά ταυτόχρονα και πολύ άτυχο παιδάκι. Είχα την τύχη να γεννηθώ από δύο γονείς οι οποίοι ήταν και οι δύο συγκλονιστικά συναρπαστικοί άνθρωποι. Αλλά αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Όταν γεννιέσαι από δύο τέτοιους ανθρώπους, δύο εκρηκτικές προσωπικότητες, όπως ο Φρέντυ Γερμανός και η Εριέττα Μαυρουδή, έχεις την τύχη να κουβαλάς στο DNA σου τα καλά στοιχεία δύο τέτοιων ανθρώπων, δύο τέτοιων προσωπικοτήτων. Από την άλλη όμως, πρέπει να πάρεις απόφαση, ότι δεν θα ζήσεις μία φυσιολογική ζωή έχοντας τη μαμά και τον μπαμπά γύρω από το οικογενειακό τραπέζι όπου η μαμά θα μαγειρεύει φασολάκια, ο μπαμπάς θα γυρνάει το μεσημέρι, θα λέει «honey, I m home!» και η μαμά «γύρισες αγαπούλα μου; Σας μαγείρεψα υπέροχο παστίτσιο!». Αυτό το σενάριο δεν έπαιξε στη δική μου ζωή. Οι γονείς μου κατάλαβαν πάρα πολύ νωρίς ότι, παρά το γεγονός ότι ήτανε τρελά ερωτευμένοι μεταξύ τους, μαζί δεν κάνανε.
-Πόσο καιρό ήταν μαζί;
-Συνολικά γύρω στα 4 χρόνια, ήταν παντρεμένοι δύο περίπου χρόνια. Κατάλαβαν λοιπόν πολύ νωρίς ότι, παρά το πάθος μου μοιράστηκαν- ένα πάθος μέχρι τρέλας- δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί για όλη τους τη ζωή. Το πάθος είναι πολύ ωραίο να το ζεις, αλλά για γάμο δεν κάνει. Ο μπαμπάς μου ήθελε πάρα πολύ μία γυναίκα να τον θαυμάζει, η μαμά μου τον θαύμαζε, αλλά όχι όσο εκείνος θα ήθελε. Γιατί η μαμά μου ήταν εξίσου έξυπνη με εκείνον. Δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε, από το πρωί μέχρι το βράδυ, να του λέει «πω πω ρε παιδί μου, τι υπέροχος που είσαι!». Δύο πολύ έντονα έξυπνοι άνθρωποι, στο ίδιο σπίτι δεν χωράνε. Ευτυχώς για μένα, κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να βιώσουν καταστάσεις ακραίες και πως, αυτό το μωρό που είχαν φέρει στη ζωή, δεν είχε κανένα λόγο να ζήσει τσακωμούς, καβγάδες, να δει ποτήρια να φεύγουν πάνω από το κεφαλάκι του, να ακούσει φωνές και ουρλιαχτά. Πολύ σωστά, είπαν να το λήξουν νωρίς.
-Δεν είχαν καταλάβει ότι δεν ταίριαζαν, προτού γεννήσουν εσένα;
-Αυτό που μου εξήγησε η μαμά μου ήταν ότι όταν γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον μπαμπά μου, τα πράγματα φάνταζαν πιο ρόδινα. Τότε δεν υπήρχε η προοπτική παιδιού και οικογένειας, υπήρχε μόνο η προοπτική μίας υπέροχης ερωτικής σχέσης, η οποία είχε τις προδιαγραφές ταξιδιών, μιας ωραίας ζωής. Εκείνος της είχε πει «δεν θέλω να αφήσεις για χάρη μου το Εθνικό θέατρο»- αφού η μαμά μου ήταν αριστούχος του Εθνικού θεάτρου, προτού ασχοληθεί με τη διαφήμιση-, όπως επίσης «δεν θέλω να κάνεις γρήγορα παιδιά, θέλω να κάνεις ότι γουστάρεις». Όταν όμως παντρεύτηκαν, ο μπαμπάς άλλαξε λίγο γνώμη, ήθελε να κάνουν παιδιά. Πολύ γρήγορα η μαμά μου έμεινε έγκυος, πολύ νωρίτερα από ό,τι η ίδια ήθελε, στα 20 της χρόνια, αν και είχε εξηγήσει στον μπαμπά μου «θέλω να ζήσω λίγο τη σχέση μας, θέλω να το χαρώ». Εγώ λοιπόν ήρθα πολύ νωρίτερα από ό,τι με είχαν προγραμματίσει. Ο μπαμπάς επέμενε «αυτό το παιδί το θέλω», η μαμά «μα, άστο λίγο ακόμα», την πίεσε αρκετά. Όλα αυτά όμως φέρνουν, εκ των πραγμάτων, ένα αδιέξοδο. Και το αδιέξοδο ήρθε μέσα σε ενάμιση χρόνο. Είναι λάθος για κάθε γυναίκα να πιστεύει ότι ένα μωρό θα σώσει τα προβλήματά της και στο λέω εγώ, από την μικρή μου πείρα ως μωρό, που δεν έσωσα κανένα πρόβλημα, δεν έσωσα το γάμο των γονιών μου. Το αντίθετο: Έφερα το τέλος πιο γρήγορα.
-Από ποια ηλικία έμενες με τη γιαγιά σου;
-Αμέσως μετά το χωρισμό των γονιών μου. Από δύο χρόνων, όταν πια ο γάμος φαινόταν ότι οδηγείται σε χωρισμό και σε διαζύγιο, η μαμά μου του είπε «Φρεντούλη μου, εγώ τώρα είμαι 22 χρόνων, αυτό το μωρό εσύ το ήθελες πάρα πολύ, νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να το μεγαλώσεις κιόλας αφού το ήθελες τόσο πολύ». Ο μπαμπάς μου είπε «εγώ είμαι άντρας, δεν ξέρω να μεγαλώνω ένα παιδί», η μαμά μου απάντησε «ναι, αλλά κι εγώ τώρα πρέπει να ζήσω όλα αυτά που ήθελα πάντα να ζήσω», κάποια στιγμή, από ό,τι μου διηγήθηκαν, έπεσε στο τραπέζι και η λύση «ποιο καλό σχολείο υπάρχει στην Ελβετία, για να στείλουμε εκεί το μωρό;» και εκεί επενέβη η γιαγιά η οποία τους είπε «ηρεμήστε, δεν υπάρχει λόγος να τρελαίνεστε, ζήστε ο καθένας τη ζωή που θέλετε και θα μεγαλώσω εγώ το παιδί».
-Μεγαλώνοντας, αισθάνθηκες απόρριψη;
-Μεγαλώνοντας ένιωσα τα πάντα, πολλά. Ευτυχώς, όχι σε υπερθετικό βαθμό, όχι σε βαθμό του να αρχίσω να παίρνω αντικαταθλιπτικά χάπια, να πέσω στα ναρκωτικά ή να πάθω κάποιο ψυχολογικό τραύμα. Τα κατανόησα όλα. Και ο λόγος που δεν τα πέρασα αυτά, είναι γιατί είχα τρεις πάρα πολύ δυνατές δικλείδες ασφαλείας: Τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, οι οποίοι φρόντισαν να είναι παρόντες ουσιαστικά- και όχι ως «γονείς του Σαββατοκύριακου»- και τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου έπαιξε το ρόλο του μπαμπά, της μαμάς, του προστάτη, του φύλακα άγγελοι και της καλύτερης φίλης, με τέτοιο τρόπο, που δεν υπάρχουν λόγια για να στον περιγράψω. Στις 22 Μαρτίου του 1991 που πέθανε η γιαγιά μου, ένιωσα τον πιο δυνατό πόνο που έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου (συγκινείται).
-Μεγαλύτερο και από τον θάνατο του πατέρα σου;
-Μεγαλύτερο. Εννοείται ότι, όταν έχασα τον πατέρα μου, κόντεψα να πεθάνω κι εγώ, είχα χάσει τον έρωτα της ζωής μου, την καψούρα μου. Αλλά, όταν πέθανε η γιαγιά μου, ο άνθρωπος που με μεγάλωσε από τα δύο μου χρόνια μέχρι τα 18 που πήγα να ζήσω μόνη μου- και για μένα ήτανε σαν να έχανα πέντε γονείς μαζί-, ορφάνεψα. Εγώ τότε ένιωσα ορφανή.
-Αισθανόσουνα παραμελημένη από τους γονείς σου;
-Ένιωθα πολλά πράγματα και τους τα λεγα κιόλας. Δεν ήμουνα ένα παιδί εσωστρεφές που τα κατάπινα, ό,τι ένιωθα το εξωτερίκευα. Στην εφηβεία μου, έκανα φασαρίες, τους έλεγα «με παρατήσατε», έκανα πολλά μελοδραματικά. Κάθε φορά που ένας έλεγχος ήταν κάτω από 15, η πρώτη δικαιολογία που είχα πρόχειρη στους γονείς μου ήταν πάντα «εσείς φταίτε!». «Και γιατί φταίμε εμείς, Ναταλάκι;», με ρωτούσε η μαμά μου, «διότι χωρίσατε!» της απαντούσα. Η Εριέττα επειδή με ξέρει πάρα πολύ καλά, μου έλεγε «δεν το αφήνεις τώρα το θεατράκι;». Εκείνοι λοιπόν μου εξηγούσαν «πρέπει να καταλάβεις ότι δεν γίνεται δύο άνθρωποι που δεν μπορούσαν να είναι μαζί, να είναι μαζί για χάρη του παιδιού τους». Δεν γίνεται, για να σαι εσύ καλά ή για να νομίζεις ότι είσαι καλά, να καταδικάζεις δύο ανθρώπους να είναι δυστυχισμένοι.
-Εσύ δεν ζητούσες από τη μαμά σου να ζεις μαζί της στο σπίτι της;
-Όχι. Δεν της το ζητούσα. Και ξέρεις γιατί δεν της το ζητούσα; Γιατί ούτε εγώ θα πέρναγα καλά, ούτε εκείνη.
-Μα είναι η μαμά σου!
-Με τη μαμά μου, ταιριάξαμε και αγαπηθήκαμε, όταν εγώ έγινα 23 χρόνων. Αργήσαμε πάρα πολύ!
-Μέχρι τότε πως ήταν η σχέση σας;
-Περίεργη. Πάντα υπήρχε αγάπη- δεν γίνεται να μην αγαπάς την μάνα σου, είναι αίμα σου, όπως και εκείνη δεν γίνεται να μην αγαπάει το παιδί της-, αλλά πάντα υπήρχε μία κόντρα την οποία εγώ προκαλούσα μονίμως. Νιώθω ότι πάντα έκανα πράγματα για να την εκνευρίζω. Ήξερα, για παράδειγμα, ότι της αρέσει να με βλέπει καλοντυμένη, γιατί εκείνη είναι μία γυναίκα εξαιρετικά καλοντυμένη, η οποία έχει το στυλ στο πετσί της. Γνωρίζοντας λοιπόν ότι θέλει να με βλέπει καλοντυμένη, κάθε φορά που επρόκειτο να τη συναντήσω για να φάμε μαζί, θα έβαζα το πιο σκισμένο τζιν που είχα στην ντουλάπα μου, το πιο τσαλακωμένο μπλουζάκι και τις πιο παλιές μου μπότες. Ενώ ήξερα ότι έχω ωραία φουστάνια, ωραίες γόβες και μπορούσα να τα βάλω για να πάω να δω τη μαμά μου, να δω ένα χαμόγελο στα χείλη της, εγώ δεν τα βαζα!
-Ήθελες να την εκδικηθείς;
-Δεν ξέρω γιατί το κανα. Σαν να έλεγα μέσα μου «εσύ μου την έσπαγες όταν ήμουνα μικρή, τώρα θα στη σπάσω κι εγώ!». Δεν ξέρω τι παιχνίδια παίζει η ψυχολογία ενός κοριτσιού. Υποτίθεται ότι μεταξύ της μάνας και της κόρης υπάρχει πάντα ένας υπόγειος ανταγωνισμός, γιατί τα κοριτσάκια είναι πάντα καψούρες με τον πατέρα τους. Και αυτό συνέβαινε και με μένα: Εγώ ήμουνα προσκολλημένη στον πατέρα μου από 0 χρόνων μέχρι τη μέρα που πέθανε, στα 30 μου περίπου. Εκείνος ήταν ο έρωτάς μου, ήμουνα η πριγκίπισσα του και ήταν ο βασιλιάς μου.
-Δεν ένιωθες τα ίδια και για τη μητέρα σου;
-Τη μητέρα μου τη θαύμαζα απεριόριστα. Αλλά, αυτός ο θαυμασμός, είχε και μια απόσταση. Την έβλεπα σαν κάτι το απλησίαστο. Την θαύμαζα, αλλά όχι σαν κάτι πολύ δικό μου, σαν κάτι οικείο. Σαν κάτι μακρινό. Έλεγα «τι ωραία κυρία!», όχι «τι ωραία που είναι η μαμά μου!». Για να φτάσω να πω «τι καταπληκτική που είναι η μάνα μου», έπρεπε να γίνω 23 χρόνων.
-Ήσουνα θυμωμένη μαζί της;
-Ίσως της είχα κάποια παράπονα, αλλά της τα πα κάποια στιγμή και ξεθύμανα. Τη μέρα που, η μαμά μου κι εγώ, γίναμε πια ένα, ήταν όταν έφυγε ο Φρέντυ. Εκεί πια ένιωσα ότι αυτή η γυναίκα με καταλαβαίνει πολύ περισσότερο από όσο εγώ νόμιζα. Δεν είχε να κάνει με λόγια, ήταν κάτι στο βλέμμα της…(συγκινείται). Με είχε πάρει αγκαλιά, της μιλούσα και είδα μέσα στα μάτια της ότι τελικά αυτή η γυναίκα με καταλαβαίνει. Όσο κι αν εγώ νόμιζα ότι προσπαθώ να την κάνω να με καταλάβει αλλά εκείνη είναι σε άλλο μήκος κύματος, αισθανόμουνα εκείνες τις στιγμές ότι αυτή η γυναίκα με καταλαβαίνει απόλυτα. Τα τελευταία 10 χρόνια, αισθάνομαι τη μαμά μου, πιο μαμά μου από ποτέ. Πιο δικό μου άνθρωπο από ποτέ.
-Ποια ήταν τα δικά σου λάθη σε αυτή τη σχέση;
-Δεν της μίλησα νωρίτερα. Ήταν μία συζήτηση μακρυά, μέχρι να σπάσει ο πάγος. Εκείνη ήταν πάντα εκεί, ήταν πάντα τόσο ανοιχτή. Την ένιωθα αποστασιοποιημένη, ενώ στην ουσία η αποστασιοποιημένη ήμουνα εγώ. Η απομακρυσμένη δεν ήταν η Εριέττα, η απομακρυσμένη ήταν η Ναταλία. Την απόσταση την κρατούσα εγώ, δεν την κρατούσε εκείνη. Εγώ έπαιζα το ρόλο «το κοριτσάκι του μπαμπά» και «άσε τη μαμά για αργότερα». Και αυτό ήταν τεράστιο λάθος.
-Μάλλον ήσουνα πληγωμένη.
-Το να κάθομαι και να παίζω το θύμα, ήταν το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου. Λες και είχα καμιά μάνα σαν την μητριά της Σταχτοπούτας. Δεν ήταν έτσι. Δεν υπάρχει πιο ανοιχτός άνθρωπος στο διάλογο από την Εριέττα, μπορείς να κουβεντιάσεις μαζί της τα πάντα. Και εγώ δεν το κανα.
-Τη φοβόσουνα;
-Όταν ήμουνα μικρή, τη φοβόμουνα πάρα πολύ. Αισθανόμουνα ότι περίμενε από μένα να είμαι «η καλύτερη μαθήτρια, η πιο καλή στο χορό, στο μπαλέτο, η πιο καλή στα αγγλικά, στα γαλλικά, να παίρνω πάντα 20». Αυτό ήταν τεράστιο βάρος για μένα. Επειδή εκείνη ήταν πάντα η πρώτη στο σχολείο, η πρώτη στο χορό, η πρώτη στις ξένες γλώσσες, η αριστούχος, η καλύτερη διαφημίστρια, η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που έγινε πρόεδρος σε πολυεθνική διαφημιστική εταιρεία, έλεγα πάντα «Παναγία μου, εγώ δεν μπορώ να τα κάνω όλα αυτά!». Ενώ ο μπαμπά μου ήταν πάντα πιο διαλλακτικός, έλεγε «δεν πειράζει μωρέ, ας μην πάρεις 20, πάρε 17. Και τι έγινε;». Η μαμά όμως έλεγε «17; Γιατί 17; Αφού υπάρχει το 20!». Αυτό εμένα με άγχωνε φρικτά. Με τρόμαζε. Περίμενε από μένα το καλύτερο.
-Ερχόντουσαν συχνά οι γονείς σου για να σε δουν, όσο έμενες με τη γιαγιά σου;
-Πολύ. Μα και εγώ πήγαινα, πολύ συχνά, για να τους δω. Σίγουρα, εκτός από μεσοβδόμαδα, περνούσα δύο με τρία Σαββατοκύριακα με τη μαμά μου και ένα ή δύο με τον μπαμπά, γιατί εκείνος ταξίδευε πάρα πολύ, λόγω βιβλίων και εκπομπών. Η ζωή μου όμως με τη γιαγιά, δεν είχε πόνο. Η ζωή με τη γιαγιά, είχε μόνο γέλιο. Αν τη γνώριζες, θα καταλάβαινες από πήρε το χιούμορ του ο Φρέντυ.
-Εκνευριζόσουνα όταν έβλεπες αργότερα τους γονείς σου ερωτευμένους και σε άλλες σχέσεις;
-Όχι. Ήμουνα «εκπαιδευμένο» παιδάκι, δεν ήμουνα στριντζόπαιδο. Μου άρεσε να βλέπω τη μαμά μου ερωτευμένη, όπως και τον μπαμπά μου. Η εικόνα του μπαμπά μου ή της μαμά μου ερωτευμένων, με γέμιζε χαρά.
-Έκαναν άλλα παιδιά;
-Όχι. Είμαι μοναχοπαίδι και από τους δύο.
-Υπήρχαν βράδια, όσο έμενες με τη γιαγιά σου, που σου έλειπε η αγκαλιά του μπαμπά ή της μαμάς;
-Η γιαγιά τα αναπλήρωνε όλα, δεν άφηνε να μου λείψει τίποτα. Μια δυο φορές που της είπα «θέλω τη μαμά, πάρε τη μαμά ή τον μπαμπά μου να ρθου», εκείνη έκανε το τηλεφώνημα και ήρθαν. Αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, δεν το εννοούσα απόλυτα. Ήτανε το πείσμα ενός παιδιού που ήθελε να τσεκάρει, όχι γιατί έχει πραγματική ανάγκη. Κακομαθημενιά ήτανε περισσότερο. Θα μπορούσαν και να μην έρθουν, μόνο και μόνο για να μου δώσουν ένα μάθημα. Αλλά, εκείνοι ήρθαν.
-Τώρα πως είναι η σχέση σου με τη μαμά σου;
-Καλύτερη από ποτέ! Βγαίνουμε μαζί, κάνουμε πράγματα μαζί. Το καλύτερό μου είναι όταν την φιλοξενώ στο σπίτι, όταν της λέω «πάρε πιτζαμάκια και έλα στο σπίτι, να δεις και τα εγγόνια σου, την Μίκυ και τη Λούση, τα σκυλάκια μου», να καθόμαστε στον καναπέ, να ανοίγουμε κρασί, να μιλάμε με τις ώρες, να μένει στο σπίτι, να ξυπνάμε το πρωί και να πίνουμε καφέ στη βεράντα.
-Σου ζήτησε ποτέ συγνώμη;
-Μου είπε μία φορά «αχ μωρούλι μου, ήμουνα πάρα πολύ κακή μαμά;». Ήταν όμως αυτό που αιωρείται μεταξύ ερωτηματικού και δήλωσης και της απάντησα «όχι, ήσουνα μια χαρά, μαμά». Γιατί; Γιατί μου είχε εξηγήσει πώς γεννήθηκα.
-Θα ήθελες να ήταν αλλιώς τα παιδιά σου χρόνια; Να μεγάλωνες με τη μαμά και τον μπαμπά σου στο σπίτι;
-Αν το τίμημα για να έχω το παστίτσιο, το σπιτικό τραπέζι και τα ζεστά κουλουράκια, θα ήταν να έπρεπε να έχω άλλους γονείς, η απάντηση είναι «όχι». Θα προτιμούσα να έχω αυτά τα παιδικά χρόνια, να είμαι παιδί χωρισμένων γονιών και να είμαι η κόρη του Φρέντυ και της Εριέττας. 
Δημοσίευση στο περιοδικό People, τον Δεκέμβριο του 2010.