17.4.16

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΡΑΤΑΣ ΤΟ ΜΩΡΟ ΣΟΥ;


Μερικά παιδιά θα μεγαλώσουν απότομα, πολύ νωρίτερα απ' το δικό σου. Δεν θα χρειαστεί να ωριμάσουν ποτέ στη ζωή τους, αφού περνάνε στην ενηλικίωση ήδη από τις πρώτες μέρες της γέννησής τους.

Μόλις είχαμε τελειώσει απ’ την απευθείας σύνδεση του τηλεοπτικού studio με την «τράπεζα μητρικού γάλακτος του “Νοσοκομείου Έλενα”», στο κέντρο της Αθήνας. Μπήκε μέσα συγκινημένη. «Το κορίτσι μου έβαλε τα καλά του!», είπε. Η μικρή ήταν λίγων μόνο μηνών. Φορούσε ροζ μακρύ φορεματάκι, κόκκινη κορδελίτσα στη μεσούλα, παπούτσια γαλάζια και κάλτσες λευκές με πολύχρωμα αρκουδάκια επάνω. Τα μαλλιά της -ήδη ανεπτυγμένα- ήταν ξανθά, μία τούφα ήταν πιασμένη με λαστιχάκι για να μην πέφτουν μπροστά στα μπλε της μάτια – τα λαμπερά!

Η προϊσταμένη την κρατούσε πολύ σφικτά, δεμένη σχεδόν ανάμεσα στα ανοιχτά της χέρια, με μία αόρατη κλωστή που πιανόταν κόμπος μην της φύγει το προδιαγεγραμμένο. «Σήμερα το κοριτσάκι μας θα πάει στο ίδρυμα. Βάλαμε τα πιο ωραία μας για να βρεθεί εκεί όμορφη. Στολιστήκαμε. Το αυτοκίνητο μας περιμένει από κάτω». Δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Γύρισα το κεφάλι μου στη Γιώτα που λίγο πριν μου εξηγούσε το καλό που κάνει στα νεογέννητα το μητρικό γάλα, στην ανάπτυξη και στο μεγάλωμά τους. «Ακριβώς δίπλα είναι η μονάδα με τα εγκαταλελειμμένα βρέφη», μου είπε.

Γύρισα ξανά το κεφάλι μου στη μαία που κρατούσε στην αγκαλιά της τη μικρή νεράιδα. «Μπορώ; Για λίγο;». «Έχετε μαζί σας τη δημοσιογραφική ταυτότητα;». «Τα πάντα». «Ανεβαίνω σε λίγο. Θα πάμε μέσα μαζί».

Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Χτυπήσαμε δύο φορές. Μας άνοιξε μία νοσοκόμα. Φόρεσα τη λευκή ρόμπα που κρεμιόταν στον προθάλαμο και προχώρησα στον μικρό στενό διάδρομο. Κανένα μωρουδιακό κλάμα. Λες και αυτά τα παιδιά είχαν προαποφασίσει, από το πρώτο τους απότομο και ανεπιθύμητο «ουά», να αποκτούν αυτάρκεια, επιβεβλημένη ελευθερία και ανεξαρτησία. Να γίνονται ενήλικες από ανάγκη.

«Αχ, και να ‘μουνα η μέρα που γεννήθηκες / να σου ‘δινα την πρώτη σου αγκαλιά…».

Το μωρό στο πρώτο κρεβατάκι φορούσε μπεζ κορμάκι και καλτσάκια πορτοκαλί, είχε μάγουλα ροδοκόκκινα, μέτωπο πλατύ και μάτια ιριδίζοντα. Μόλις το κοίταξα χαμογέλασε κοιτώντας με με απορία. Άπλωσα τα χέρια μου, άπλωσε τα δικά του αμέσως. «Μπορώ;». «Μπορείτε. Έχουν μάθει αυτά τα παιδιά στις αγκαλιές. Και τις ζητάνε συνεχώς».

Το κοριτσάκι είχε γεννηθεί τέλη Νοεμβρίου. Αυτό έγραφε στο καρτελάκι. Έβαλε το κεφαλάκι του στο στήθος μου και του το χάιδεψα – μόλις είχε ξεκινήσει να γεννάει τρίχες στα μαλλιά. Οι γονείς του ήταν τσιγγάνοι, η μαμά του -ανήλικη- το είχε γεννήσει μέσα σε ένα αυτοκίνητο, δεν μπορούσε να το κρατήσει λόγω οικονομικών δυσκολιών, το πήγαν κάποιοι γείτονες στο μαιευτήριο, πότε πότε το επισκέπτεται αλλά με απόφαση εισαγγελέα δεν μπορεί να το έχει κοντά της. Ζωές τσακισμένες.

Γιατί το να είσαι γονιός προϋποθέτει στοιχειώδη ικανότητα – πέρα από ταλέντο.

Παθογενείς εξαρτήσεις, ναρκωτικές ουσίες, σοβαρά οικογενειακά και ψυχιατρικά προβλήματα περιπλέκονται γύρω από μία μοίρα που δεν γνωρίζουν αυτά τα μωρά – δεν ξέρουν πως έχουν γεννηθεί με μία πετριά σκληρότητας ενός κόσμου που δεν γνώρισαν ακόμη αλλά τα περιβάλλει, καθώς αναζητάνε ξένα χέρια μήπως αντικαταστήσουν τα πρώτα που τα κράτησαν, συνδεδεμένα με έναν ελαφρύ ομφάλιο λώρο που αποκόπηκε απότομα αποβάλλοντάς τα. Άτυχα από κούνια; Ή, μακροπρόθεσμα, τυχερά;

Γνωρίστηκα με όλα: το κοριτσάκι που το γέννησε ένα άλλο κορίτσι 14 ετών, το αγόρι με τα θαλασσί μάτια που οι γονείς του το είχαν εγκαταλείψει «για λίγο» γιατί δεν μπορούσαν να το μεγαλώσουν μαζί με τα υπόλοιπα 7 τους παιδιά, το βρέφος των τριών μηνών που έπρεπε να φύγει απ’ το σπίτι μετά από καταγγελία των γειτόνων και απόφαση εισαγγελέα αφού ο σύζυγος κακοποιούσε τη μητέρα σχεδόν κάθε βράδυ, το μωρό που είχε κινητικά προβλήματα αλλά το βλέμμα του έτρεχε με ταχύτητες που κανείς δεν μπορούσε να διαβλέψει πού θα κατέληγε – ολομόναχο στον κόσμο, άντρας ήδη δυνατός από 6 μηνών.

Κοίταξα τη μαία. Ύστερα τα μωρά μέσα στα κρεβατάκια τους. Ξανά τη μαία: «εσείς είστε η μητέρα τους!».

Πήγα ξανά στο κρεβατάκι της μικρής. Εκείνης που με προϋπάντησε στο «σπίτι» που αντικατέστησε το μητρικό, με ζωγραφιές στους τοίχους, πλαστικά παιχνίδια και μικρές μπαλίτσες από αφρολέξ. Της έδειξα ξανά τα χέρια μου, πάνω απ’ το κεφάλι της, κουνώντας τα πέρα δώθε. Χαμογέλασε διάπλατα. Προσπάθησε να σηκώσει τα δικά της, πλησιάζοντας τα δικά μου. Μόλις 5 μηνών – μα, τόση δύναμη! Ήθελε πάλι αγκαλιά. Την ξανασήκωσα. Της έβαλα ξανά το κεφαλάκι της στο στήθος μου. «Κοριτσάκι μου! Κοριτσάκι μου! Ποιος μπόρεσε να σε παρατήσει εσένα;».

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 17 Απριλίου. Φωτογραφία: Γιάννης Χατζηγεωργίου.

10.4.16

LADY!


«Όσο το Πάσχα προχωρά / σε συλλογίζομαι / είσαι με άλλη στο χωριό / κι εγώ βουρλίζομαι».

Δεν υπάρχει ζωή χωρίς καμένα σπίτια. Χωρίς το καλό και το ζόρι που ανεβοκατεβαίνουν αυτόματα στη ζυγαριά όταν τα στερνά τιμούν τα πρώτα κι όταν η γνώση αντικαθιστά τη φόρα των νιάτων. Χωρίς λίγο σάπιο αέρα στα ρουθούνια σου ανυπομονώντας για τον καθαρό ύστερα από τα απανωτά λάθη, τις βλακείες, την άγνοια κινδύνου, τους κακούς συμβούλους ή την κακομαθησιά σου. Αν μη τι άλλο, η Άντζελα Δημητρίου ποτέ δεν ζούσε έντρομη, κλεισμένη στο δωμάτιό της, ασθμαίνοντας πάνω απ’ την καρδάρα για τις αποτυχίες της, αλλά προτιμούσε να αποτολμά το τρεχαλητό στην άκρη του γκρεμού, διατηρώντας ακέραιο το ατόφιο της λίπασμα σαν έμπειρη που είναι σχοινοβάτης.

Ανέκαθεν, άλλωστε, αγαπούσε την έκθεση. Κυρίως της προσωπικής της ζωής η οποία, καθώς περνούσαν τα χρόνια της λαϊκής -και κλασικής- της πια καριέρας, δεν άφηνε την μπίλια να καθίσει κάπου. Παλιά καραβάνα.

Κάποτε ήταν ο «άγνωστος» γιος της, οι καβγάδες της με τον Στηβ Κακέτση, ο έρωτας και ο (δεύτερος) γάμος της με τον Γιώργο Τρούπη, η απόπειρα αυτοκτονίας της κόρης της, Όλγας, που στην ανήσυχή της εφηβεία ήθελε να ακολουθήσει την καριέρα της διάσημης μαμάς της, η σωματική κακοποίησή της στην οποία αναφέρθηκε δημόσια, ακόμη και οι εκτρώσεις που έκανε από τις πάλαι ποτέ μεγάλες της αγάπες, κάτι που αποκάλυψε πριν από λίγες βδομάδες η ίδια και ο πρώην (πολύ πρώην) σύντροφός της, Λευτέρης Πανταζής, ανασύροντας ένα ακόμη κομματάκι από την φαρέτρα της γνώσης που λέει πως «το κοινό πρέπει συνεχώς να εκπλήσσεται από τους σταρς».

Γιατί η Άντζελα Δημητρίου είναι σταρ. Και ξέρει πώς να επανεφευρίσκει τον εαυτό της καλύτερα απ’ τον κάθε λαμπρό μάνατζερ καλλιτεχνών. Η διαφήμιση-viral των Jumbo εντάσσεται στο σωστό μερίδιο που ξέρει να λαμβάνει από τη διαχείριση του ονόματος 45 χρόνων καριέρας και 39 δίσκων. Αυτού, δηλαδή, που λέγεται «διαχρονικότητα».

Πάει πολύς καιρός από τότε που μία λουλουδού μού περιέγραφε στη «Νεράιδα» με τι ταχύτητες θα έπρεπε να πηγαινοφέρνει τα πανέρια από γαρύφαλλα στις παλάμες της λαίδης, ώστε κανείς θαμώνας και θαυμαστής της να μην δυσαρεστηθεί, καθώς ακούγονταν οι πρώτες νότες από το «Ουρανέ», το «Ποια θυσία», το «Φωτιά στα Σαββατόβραδα» – το αδιαμφισβήτητα πιο επιτυχημένο ζεϊμπέκικο των ‘80s, σύμφωνα με τον επίσημο «κατάλογο ελληνικής δισκογραφίας». Τα σκαμπανεβάσματα στην καριέρα της ήταν προδιαγεγραμμένο ήδη από την εφηβική της ηλικία συμβάν: σα να περνούσε πάντα σε διάφανη κλωστή το μέλλον της από την τρυπούλα της βελόνας των υφαντουργίων «πεταλούδα» στα οποία κάποτε εργαζόταν, ρισκάρωντας. Τότε που έκανε βόλτες στο περήφανο Περιστέρι και δεν υπήρχε λόγος να ξέρει ποια είναι η ετυμηγορία της λέξης «σκίρτημα» αφού το ζούσε, αφού το ταλέντο της βαθιάς χροιάς στη φωνή της δεν χρειαζόταν να αντικαταστήσει κάτι που δεν αφορούσε τον νταλκά ή την καψούρα των αγοριών και των κοριτσιών καθώς διονυσιάζονταν με τα (άλλοτε πολύ καλά, άλλοτε πολύ κακά) τραγούδια της. 

Όταν το κοινό παραμέριζε για να περάσει διαβλέποντας τη νέα του «βασίλισσα», εκείνη γλεντούσε το όνειρό της χωρίς μετριοπάθεια κι έλεγε όσα είχε στο μυαλό της χωρίς κοσκίνισμα νοημάτων και δεύτερης σκέψης στην περηφάνια της. Και γιατί, άλλωστε, να υποκριθεί;

«Εγώ, αγόρι μου, δεν τελείωσα ούτε πανεπιστήμιο, ούτε είμαι καμία δικηγόρος για να βγαίνω και να λέω μεγάλα λόγια. Εγώ είμαι μια τραγουδίστρια που τραγουδάει στις πίστες, είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι. Το να λέω σε μία συνέντευξη μου “δημοφιλή τραγουδίστρια”, το οποίο δεν είναι το σωστό γραμματικά, λυπάμαι, αλλά δεν το ‘ξερα. Πού είναι το πρόβλημα; Ας βγουν να με πυροβολήσουν οι μορφωμένοι!», μου είχε πει κάποτε στο καμαρίνι της.

Το ίδιο βράδυ τη ρώτησα για το «αίμα» στη φωνή της, τη μνήμη που φέρει το «Δυο φωνές» και το «Οι χωρισμένοι δε γιορτάζουνε ποτέ», την εύθραυστη ψυχολογία της και το πείσμα της που ύψωσε αναχώματα. Θυμάμαι πως δάκρυσε. Και μου εξήγησε πολλά – με τον τρόπο της. Κυρίως για τον μετρονόμο μιας μουσικής που προέρχεται από τη ζωή της και όχι από το χάος της εγκεφαλικότητας του γύρω της κόσμου που -νομίζει πως- την κοροϊδεύει. 

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 10 Απριλίου. Φωτογραφία: Γιάννης Χατζηγεωργίου.