27.8.09

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: "ΕΓΡΑΨΑ 1200 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΕΧΑΣΑ 1200 ΜΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ".

«Τα τραγούδια, πολλές φορές, μοιάζουν με τα λουλούδια: Πρέπει να τους αλλάζουμε το νερό στο βάζο. Υπάρχουν όμως κοτσάνια λουλουδιών που, μέσα στο νερό, βγάζουν ρίζες και είναι έτοιμα να φυτευτούν στην γλάστρα, για να ακολουθήσουν μία νέα ζωή. Αυτό συμβαίνει με τα τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου», Μάνος Ελευθερίου, ποιητής.
« “Μεγάλος” λοιπόν “ο Λευτέρης Παπαδόπουλος”. “Ο κορυφαίος!”. Όμως αυτό δεν φτάνει. Συχνά, βαφτίζεις κάπως έναν άνθρωπο, τον κολακεύεις, τον τιμάς, με απώτερο στόχο να τον περάσεις στο παρελθόν. Είναι επικίνδυνες οι βαρύγδουπες λέξεις. Σε δαφνοστεφανώνουν και σε κλείνουν στο χρονοντούλαπο. Η νίκη του Λευτέρη Παπαδόπουλου είναι, πάνω απ όλα, η επικαιρότητά του», λέει γι αυτόν ο (για πολλούς, συνεχιστής του) στιχουργός, Νίκος Μωραίτης. Και αυτό συμβαίνει. Οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές της Ελλάδας είπαν τραγούδια του, όλοι οι μεγάλοι μας συνθέτες τον μελοποίησαν, δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος στην Ελλάδα που να μην έχει σιγοψιθυρίσει- έστω, κάποια στιγμή στη ζωή του- ένα στίχο του, έναν από τους 1200 του που βγήκαν στην δισκογραφία. Να τον κάνει αίμα του. «Όλες του κόσμου οι Κυριακές», «Αχ, χελιδόνι μου», «Κουτσή κιθάρα», «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Δεν θα ξαναγαπήσω», «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», «Το άγαλμα», «Τι γλυκό να σ αγαπούν», «Ο αρχηγός», «Δελφίνι- δελφινάκι», «Στην αλάνα», «Ο Σαλονικιός», «Χρόνια Χελιδόνια» και δεκάδες άλλα, όλα ζωντανοί μύθοι μιας εποχής που μοιάζει να μην τελείωσε ποτέ, να αναπνέει ακόμα και να ξαναζεί. Σαν τον δημιουργό τους, τον σημαντικότερο εν ζωή έλληνα στιχουργό.
«Έγραψα 1200 τραγούδια, έχασα 1200 μέρες απ τη ζωή μου. Το σημαντικότερο πράγμα είναι να ζεις, διότι με το να γράφεις τραγούδια, βιβλία, ή με το να ζωγραφίζεις δεν ζεις, χάνεις ζωή. Η ζωή είναι στην εξοχή, στο δρόμο, στην ταβέρνα, στην παρέα, στον έρωτα, παντού. Θα προτιμούσα να έχω ζήσει διπλά τη ζωή μου, να έχω διασκεδάσει περισσότερο, να έχω ταξιδέψει πολλαπλά, παρά να έχω γράψει αυτά τα 1200 τραγούδια. Το οποίο τι σημαίνει; Ατελείωτες ώρες δουλειάς. Διότι ένα τραγούδι, δεν είναι μόνο αυτό που ακούμε. Περνάει από πολλαπλές επεξεργασίες της ψυχής, του νου και της γνώσης. Για να βγουν αυτά τα τραγούδια, εγώ έχω περάσει ατελείωτες ώρες μοναξιάς, υπό συνθήκες- πολλές φορές- τραγικές. Ένα πολύ μεγάλο μέρος της δουλειάς μου στους στίχους, έχει βγει με τον ίδιο τρόπο που δούλεψα και στη δημοσιογραφία, όπως δηλαδή όταν μου έλεγε ο αρχισυντάκτης μου “γράψε μου ένα κομμάτι γι αυτό το θέμα”. Σε μία δισκογραφική εταιρεία, πολλές φορές σου ζητάνε να γράψεις για έναν συγκεκριμένο τραγουδιστή ο οποίος έχει τα ειδικά προσόντα ή τις ειδικές απώλειες στη φωνή του. Όλα αυτά όμως πρέπει να τα αντιμετωπίζει κάποιος, από τη στιγμή που μπαίνει στο επάγγελμα και ονομάζεται “επαγγελματίας στιχουργός”».
«Η δουλειά που έκανα μου έδωσε πολλές χαρές, μου χάρισε δόξες και τιμές, με έκανε ένα πρόσωπο πολύ γνωστό σε όλη την Ελλάδα, μου έδωσε τη χαρά της δημιουργίας- να ακούω δηλαδή τη δουλειά μου όπου κι αν βρίσκομαι. Εξαιτίας τραγουδιών μου ερωτεύτηκαν άνθρωποι, μόνιασαν, συμφιλιώθηκαν, έκαναν παρέα, πήγαν στην ταβέρνα, έκαναν καντάδες. Θυμάμαι που, όταν το 1965 έγραψα το “Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι” για τη Μοσχολιού, με είχαν καλέσει για ένα ταξίδι στην Ιταλία και στην Ισπανία ως δημοσιογράφο. Εκεί που καθόμουνα στην Ρώμη είχε έρθει μία ωραιοτάτη κοπέλα, η οποία ήτανε στο γκρουπ που ταξιδεύαμε, και με ρώτησε “είναι καλά το παιδί σας;”. “Γιατί;”, της λέω, “τι έχει το παιδί μου;”. “Μα”, μου απαντάει, “σ αυτό το τραγούδι λέτε το παιδί ξανάρχισε να παίζει, σαν να έχει πάθει κάτι ο γιος σας”. Με έπιασαν τα γέλια. Θυμάμαι επίσης τον συνάδελφό μου, τον Γιώργο Οικονομέα, που μου είπε ότι ο πατέρας του είχε πάθει ένα έμφραγμα και πέθαινε. Ζήτησε από τον γιο του- το Γιώργο- να του βάλει το δίσκο που έλεγε “ποιος το περίμενε πως θα ταν Κυριακή;” και να του το χορέψει. Ακούγοντάς το πέθανε, αυτή όμως ήταν η τελευταία του επιθυμία. Έχω αναρίθμητα τέτοια παραδείγματα, μεγάλου πόνου αλλά και μεγάλης χαράς. Όπως ακριβώς είναι και η ίδια η ζωή. Άλλωστε, τα τραγούδια συνδέονται άμεσα με τη ζωή, το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο».
«Το γράψιμο, είναι πολύ μεγάλη μοναξιά. Αν υπάρχει έστω και μία μύγα στο χώρο να τριγυρνάει, πάει, τελείωσε η περισυλλογή. Η απομόνωση γίνεται κατά μόνας. Επίσης, πολλά τραγούδια μου τα έχω γράψει περπατώντας ή κάνοντας ένα αυτοσχέδιο ψαροντούφεκο- όσο είμαι στη θάλασσα, σκέφτομαι τραγούδια και σχεδιάζω. Μετά από ένα έμφραγμα που έπαθα τα τελευταία χρόνια, περπατώ κάθε μέρα για μία ώρα. Κατά τη διάρκεια αυτής της βόλτας μου- είτε γύρω από την Ακρόπολη, εκεί όπου είναι το σπίτι μου, είτε στο Μόλυβο, στη Λέσβο, εδώ όπου μένω τα Καλοκαίρια- σκέφτομαι και γράφω διάφορα. Δυστυχώς όμως, τα περισσότερα από αυτά, όταν τελειώνει ο περίπατός μου, τα ξεχνάω. Πριν από λίγα χρόνια θυμάμαι, γινόταν σουξέ ένα τραγούδι μου που είχε πρωτοτραγουδήσει η Πόλυ Πάνου, το “τι σου κανα και πίνεις” με την Ασλανίδου, αισθανόμουνα όμως ότι αυτό το τραγούδι ήταν μικρό. Στο περπάτημα με τη γυναίκα μου, έγραψα ακόμη ένα τετράστιχο, και ευτυχώς εκείνη το θυμόταν. Έτσι έμεινε».
«Οι στίχοι είναι μία δουλειά, είναι κάτι βασανιστικό. Ξαφνικά δηλαδή, εκεί που κάνεις κάτι άσχετο, σου πετιέται και ένας στίχος. Κάνεις μία σκέψη και βρίσκεις ή ψάχνεις την πιο παράξενη ομοιοκαταληξία. Προσπαθώ ακόμη να βρω ομοιοκαταληξίες που δεν τις έχουνε πει άλλοι σε προηγούμενα χρόνια. Είναι μία σκληρή προσπάθεια η οποία όμως γίνεται ένα καταφύγιο, κάθε μερα που περνάει ζω αυτό το γεγονός. Ο στίχος συνδέεται με τη ζωή μου, είναι κομμάτι της ύπαρξής μου».
«Από την άποψη της τέχνης, θεωρώ ότι το αρτιότερό μου τραγούδι είναι η “Καισαριανή”, το οποίο έχει ένα στιχο που λέει “Απομεσήμερο έμοιαζε ένα στέκι, σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά” για το οποίο έχουν γραφτεί πάρα πολλά πράγματα, το σημαντικότερο από τα οποία νομίζω είναι ένα που έχει γράψει ο συγγραφέας Γιάννης Ευσταθιάδης, ο οποίος είπε ότι “αυτό θα έπρεπε να υπάρχει σε όλα τα βιβλία του γυμνασίου και να το διδάσκονται οι μαθητές”. Σε προσωπικό επίπεδο υπάρχουν πολλά τραγούδια που έχω γράψει για τη γυναίκα μου, όπως το “όλες του κόσμου οι Κυριακές, λάμπουν στο πρόσωπό σου”, ή για το γιο μου ένα τραγούδι που είπε η Μαρίζα Κωχ το “θα κεντήσω πάνω στου αλόγου σου τη σέλα με διαμαντόπετρες σωρό” ή για την κόρη μου το “η φωνή της Υακίνθης, είναι από πηλό”. Έχω γράψει πολλά τραγούδια για τα παιδιά, γιατί η ύπαρξη του παιδιού, η ανάγκη να βοηθήσουμε το παιδί, είναι κάτι που με συγκλονίζει. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι και αυτό που έγραψα με τον Μίκη Θεοδωράκη το οποίο είπε ο Παύλος Σιδηρόπουλος: “Κάποτε θα ρθουν να σου πουν, πως σε πιστεύουν, σ αγαπούν και πως σε θένε”. Επίσης, το “Αχ, χελιδόνι μου” που είπε ο Νταλάρας, είναι ένα βασικό τραγούδι της ζωής μου, διότι με πολύ αδρές πινελιές και χωρίς να φωνασκώ, δίνω πλήρη εικόνα της δικτατορίας. Γι αυτό και δημιούργησε πολύ ισχυρές εντυπώσεις στον κόσμο. Το ίδιο συνέβη και με ένα τραγούδι που είπε ο Λοίζος το “τα πολυβόλα σωπάσαν, οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν”. Δώσαμε τόσους αγώνες, αλλά δυστυχώς τα κέρδη που αποκομίσαμε σήμερα είναι ελάχιστα σε σχέση με όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο μας. Εκείνο που μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμα τη λύση, είναι ο λαϊκός παράγοντας, να μάθουν τα παιδιά γράμματα για να μπορούν να κινητοποιούνται. Σήμερα δυστυχώς οι νέοι, σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τους, ζούνε σε μία κατάσταση ακαμψίας και απάθειας. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι καμιά γκόμενα ή κανένας γκόμενος, κάποιο μπαράκι ή κάποιο πιοτό. Εδώ που έρχομαι τα Καλοκαίρια, στο Μόλυβδο- σ αυτό το ειδυλλιακό χωριό-, από τις επτά το βράδυ και μετά, γεμίζει με μηχανάκια από νέους που κοιτάνε πώς να πιάσουν καμιά γκόμενα. Αυτή η ζωή, μου σπάει τα νεύρα. Χθες, για να κάνουμε μία απόσταση 100 μέτρων με το αυτοκίνητο, σπαταλήσαμε μία ώρα. Χάνεται όμως η ουσία της ζωής με αυτό τον τρόπο».
«Υπάρχουν τραγουδιστές με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί- και ηλικιακά και επαγγελματικά. Αυτό συμβαίνει και με τον Νταλάρα και με την Αλεξίου. Στην ομάδα των τραγουδιστών που θα ονόμαζα “παιδιά μου” θα έβαζα οπωσδήποτε και τον Πουλόπουλο, ο οποίος είναι ένας μεγάλος τραγουδιστής που σταμάτησε ατυχώς να τραγουδάει. Εγώ είμαι παιδί του Μπιθικώτση, ενώ δάσκαλός μου- ήθους κυρίως- στάθηκε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Όλα είναι δάνεια, το τραγούδι είναι σκυταλοδρομία. Ο Καζαντζίδης είναι ο μεγαλύτερος έλληνας τραγουδιστής, αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές της Μεσογείου, υπήρξε ένας άνθρωπος που αντιστάθηκε στο χρήμα, που πήγαινε στην Καισαριανή και τραγουδούσε για τους φίλους του, που δεν φόραγε περιποιημένα ρούχα, που δεν σύχναζε σε σαλόνια, που ζούσε από τα ψάρια που έπιανε με τη βάρκα του στον Άγιο Κωνσταντίνο».
«Εγώ δεν ακούω πια τραγούδια. Ακούω πολύ λίγα- και αυτά παρεμπιπτόντως. Συνήθως τα ακούω μέσα στο αυτοκίνητο από την κόρη μου η οποία είναι 28 χρόνων και έχει το δικό της ρεπερτόριο- λέει διάφορα τραγούδια που διασκεδάζουν εκείνη και τη μάνα της, κάτι προκλητικά. Προχθές έλεγε ένα τραγούδι της Βανδή που μιλούσε για ένα “ξενοδοχείο” και το χόρευε, είναι διασκεδαστικά όλα αυτά, με κάνουν να γελάω. Από τους καινούργιους τραγουδιστές υπάρχουν πολλοί που μου αρέσουν, όπως ο Τερζής, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης- ο οποίος είναι υψηλής στάθμης-, ο Μάλαμας, ο Χατζηγιάννης, αυτοί μου έρχονται τώρα στο μυαλό. Εκείνο που δεν μου αρέσει σήμερα είναι ότι δεν έχουμε πια καλούς συνθέτες- σαν τον Ξαρχάκο, το Λοίζο ή τον Μούτση-, ενώ, αντίθετα, έχουμε εξαιρετικούς στιχουργούς όπως την Νικολακοπούλου, τον Τριπολίτη, τον Μωραίτη, τον Σούση. Το ότι όμως δεν έχουμε καλούς συνθέτες, εμένα με λυπεί».
«Η ζωή μου, να χτυπήσω ξύλο, είναι υπέροχη! Ξυπνάω γύρω στις 8, μου φέρνει ο ψιλικατζής τις εφημερίδες μου στο σπίτι, διαβάζω καμιά ώρα και έχω πια στο μυαλό μου ένα πρόπλασμα για να γράψω το χρονογράφημά μου στα Νέα. Παίρνω το πρωινό μου, περπατάω στη γειτονιά και, γύρω στις 11, γράφω και στέλνω τη δουλειά μου στην εφημερίδα. Αυτό το κομμάτι που γράφω καθημερινά, μοιάζει με το τρίτο μου χέρι. Είμαι συνταξιούχος από το 1990 και ενώ δεν έχω καμία ανάγκη να δουλεύω επαγγελματικά στην εφημερίδα, φοβάμαι ότι αν σταματήσω θα μου λείπει κάτι πάρα πολύ ουσιαστικό απ τη ζωή μου. Από το απόγευμα ξεκινάω να βρίζω, να τραγουδώ, να γράφω στίχους και βιβλία. Όλα αυτά με κρατάνε ζωντανό και ευτυχισμένο, με όλα όσα περικλείει μια ζωή: Τις χαρές, τους καβγάδες, τις τσαντίλες. Η κόρη μου είναι ηθοποιός, η γυναίκα μου σκηνοθέτης, ο γιος μου δημοσιογράφος και ό,τι ζουν μου το μεταφέρουν, το συζητάμε, βγάζω το ζουμί και γράφω. Το ίδιο συμβαίνει και με τους φίλους μου, τους “Λευτεριστές”- τη Χαρούλα, τον Νταλάρα, το Γιώργο Σταθόπουλο, την Ειρήνη Παππά, τον Καρούζο, πολλούς ακόμη- εκεί όπου συναντιόμαστε- σπάνια πια-, στην ταβέρνα της Μίνας. Οι εμπειρίες τους γίνονται κομμάτια δικά μου. Τρώμε, πίνουμε, λέμε καλαμπούρια και διάφορες μαλακίες. Παλιά αυτά τα κάναμε πολύ συχνά και φεύγαμε από εκεί σουρωμένοι, ήταν μία ατμόσφαιρα αθηναϊκής δημοκρατίας όπου ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του».
«Ζω από περιέργεια. Από τη μία είμαι άνθρωπος της πολύς δουλειάς- ίσως επειδή κατάγομαι από πολύ λαϊκή και φτωχή οικογένεια- και από την άλλη είμαι άνθρωπος της πλάκας, της αλητείας, του γηπέδου. Η ΑΕΚ παραμένει μία μεγάλη αγάπη μου, είναι μέσα στο αίμα μου. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Προύσα, μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη- στο ορφανοτροφείο της Πριγκίπου-, ήρθε εδώ, έκανε εμένα, και από έξι ετών με πήγαινε στο γήπεδο για να βλέπω την ΑΕΚ. Το αίμα μου είναι κίτρινο. Ο Ντέμης Νικολαίδης είναι ένας πολύ μεγάλος άσος του ποδοσφαίρου, ένας λαϊκός ήρωας, ένας άνθρωπος που έβαζε γκόλ και μπορούσε να παίξει μόνος του τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό- ομάδες οι οποίες έχουν και πολλά λεφτά. Έσωσε την ΑΕΚ από ένα φοβερό κατρακύλησμα, την κράτησε εν ζωή, αλλά νομίζω έκανε λάθη σε σχέση με τις μεταγραφές. Παρά τα λάθη όμως, πρόπερσι, η ΑΕΚ πήρε ουσιαστικά το πρωτάθλημα. Τώρα ευτυχώς, πήραμε τον Μπάγιεβιτς ο οποίος έφτιαξε μία ομάδα που έπαιξε στον τελικό με τον Ολυμπιακό. Σπουδαίος! Πηγαίνω στα ματς. Συνήθως παρέα με τον Δήμο Μούτση, ο οποίος είναι επίσης ΑΕΚτζής».
«Ο έρωτας έχει παίξει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στα τραγούδια και στη ζωή μου, δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό στη ζωή από τον έρωτα. Με τον έρωτα ευαισθητοποιούμουνα ακόμη περισσότερο, με άγγιζε και με χάραζε το οτιδήποτε. Όταν σου συμβαίνει ο έρωτας, δεν γράφεις. Αλλά όταν μετά όλα αυτά αφομοιωθούν, περάσουν μέσα σου και γίνουν αίμα σου, γράφεις πάρα πολύ ωραία πράγματα».
«Το τραγούδι δεν γράφεται από έναν άνθρωπο, αλλά από τρεις: Τον στιχουργό, τον συνθέτη και τον τραγουδιστή. Εάν κάτι δεν πάει καλά σε αυτά τα τρία, τότε το τραγούδι είναι άχρηστο. Υπάρχει επίσης και ένας τέταρτος παράγοντας για την επιτυχία ενός τραγουδιού: Η συγκυρία. Αν η συγκυρία δεν είναι καλή, τότε όλα πέφτουν κάτω. Αν έγραφα σήμερα το “Άπονη ζωή”- το πρώτο τραγούδι που έγραψα και κυκλοφόρησε το 1963 με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, το πιο ένδοξό μου, εκείνο που με εισήγαγε στο χώρο του τραγουδιού με σημαίες και με ταμπούρλα- κανένας δεν θα το τραγουδούσε. Γιατί να τραγουδήσει σήμερα κάποιος “Άπονη ζωή , μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες;”».
«Έχω βγάλει αρκετά χρήματα από αυτή τη δουλειά, αλλά ήταν κάτι που το διεκδίκησα, είχα πρωτοστατήσει στον αγώνα για τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Μην φανταστείς όμως ποτέ ότι οι δημιουργοί- ακόμη και οι καλύτεροι- ζουν μόνο από τα δικαιώματά τους. Ακόμη και εγώ, ενώ είχα γράψει απειράριθμα σουξέ, είχα ταυτόχρονα την εφημερίδα, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα βιβλία μου, έκανα παράλληλα ένα σωρό δουλειές. Ιδίως τώρα, που η δισκογραφία έχει φτάσει πιο κάτω από το πάτωμα και δεν υπάρχουν πια δίσκοι, κανείς- εκτός από ένα δύο- δεν μπορεί να ζήσει μόνο από τα τραγούδια».
«Όταν μπαίνω στο αυτοκίνητο της κόρης μου, στο σταθμό που συνήθως ακούει, από τα 15- 20 τραγούδια που μεταδίδονται, το ένα τραγούδι είναι δικό μου. Όποτε όμως ακούω δικά μου τραγούδια, δεν αισθάνομαι τίποτα. Τα πρώτα μου τραγούδια τα έγραψα σε ηλικία 27 ετών, τότε ναι αισθανόμουνα ένα συγκλονισμό, υπήρξε μάλιστα περίοδος που στο ραδιόφωνο ακούγονταν μόνο δικά μου τραγούδια, όπως τότε που βγήκε ο “Δρόμος” με το “Άγαλμα” και άλλα σπουδαία τραγούδια- ο δίσκος που έχει πουλήσει περισσότερο απ όλους μέχρι σήμερα στην ελληνική δισκογραφία-, αλλά όλα αυτά πλέον τα έχω ξεπεράσει. Όταν έχεις ακούσει τραγούδι σου κάθε πέντε λεπτά στο παρελθόν, ε , σιγά σιγά, με τον καιρό, βαριέσαι».
«Δεν θα έγραφα ποτέ τραγούδι για τη Eurovision, αυτός ο διαγωνισμός δεν έχει σχέση με το τραγούδι, είναι ένας διαγωνισμός τηλεοράσεων, δεν συμμετέχουν σ αυτόν άνθρωποι που γράφουν τραγούδια. Και, πολύ περισσότερο, δεν είναι διαγωνισμός εθνικών ομάδων τραγουδιών. Το ελληνικό χρώμα τραγουδιού, δεν έχει σχέση με αυτό το πράγμα».
«Μου αρέσει αυτή η κουβέντα, λέω πράγματα που συνήθως δεν αναφέρω. Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία έχω μετανιώσει στη ζωή μου. Η ζωή μου δηλαδή, είναι γεμάτη από ελαττώματα και λάθη, αλλά η ζωή, χωρίς τα λάθη της, δεν έχει νοστιμιά. Έκανα ό,τι μπορούσα για να είμαι εντάξει, αλλά έχω πάρει και αποφάσεις αψυχολόγητες, κάτω από πίεση, κάτω από συναισθηματικά δεσίματα. Αμφιβάλλω όμως αν θα λειτουργούσα διαφορετικά σε μία άλλη περίπτωση, ύστερα από μερικά χρόνια. Ένα πράγμα όμως που θα άλλαζα στη ζωή μου, θα ήταν να μάθαινα καλό κολύμπι. Και επίσης να ξέρω να οδηγώ, διότι η οδήγηση σου δίνει ελευθερία, έχεις αυτοδυναμία και είσαι αυτεξούσιος. Τώρα είμαι αρκετά μεγάλος, είμαι 73 ετών πια, δεν διορθώνονται αυτά. Είμαι πολύπειρος και πολύπαθος».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Αύγουστο του 2009.

24.8.09

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ: "ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ".

Στη Διδότου-Σάββατο μεσημέρι-εκεί που βρίσκεται το βιβλιοπωλείο «Οδός Πανός», δεν είπαμε περισσότερα από όσα θα διαβάσετε στις επόμενες λέξεις (οι απαντήσεις του είναι μικρά απείραχτα ποιήματα), καταλάβαινα όμως πως όταν μου έλεγε ότι «κλαίω όταν διαβάζω τα ποιήματα μου» το εννοούσε αληθινά – με υγρά τα καφέ του μάτια πίσω απ τα γυαλιά μυωπίας-κι ας μην τον γνώριζα, κι ας μην τον είχα συναντήσει ποτέ ξανά. Στην έξοδο, με φόρτωσε με βιβλία και το απόγευμα ξεκίνησα να διαβάζω ένα απ τα δικά του που δεν είχα-τον «Αναιδή θρίαμβο»-ζαλισμένος απ το ουίσκι με πάγο, με επανάληψη-ξανά και ξανά-σε ένα στίχο του: «Καθώς περπατώ μαζί σου, δίπλα σε αποξηραμένα έλη, κάτω από μισογκρεμισμένους ναούς, ανακαλύπτω τις τροφές που πήρες, ψωμιά, ελιές, ίσως τυρί, και πάνω το άσπρο εγίνηκεν ασβέστης και το γαλάζιο μια υπόθεση πλαστικού χυμένου στα πλακάκια». Το βράδυ δεν χρειάστηκε να πάω στα bar για ποτό.
-Γιατί γράφετε ποιήματα;
-Γράφω ποιήματα για να πάω στον παράδεισο ή στην κόλαση. Τα όρια για μένα είναι πολύ λίγο ορισμένα.
-Ποια είναι η κόλαση;
-Η κόλαση είναι οι άλλοι, αλλά είναι και ο εαυτός μας εάν τον γνωρίζουμε.
-Πότε γνωρίσατε τον εαυτό σας;
-19 χρονών, όταν ζήτησα από τους γονείς μου να μπω σε μια νευρολογική κλινική.
-Από τι υποφέρατε;
-Από βαριά μελαγχολία.
-Την ξεπεράσατε ποτέ;
-Όταν είπα στον Τσαρούχη ότι πήγα σε αυτή την κλινική-στην οποία είχε πάει πριν από μένα ο Ασλάνογλου-μου είπε ότι πήγα εκεί για να πάρω το πτυχίο της ποιήσεως.
-Για να είναι κάποιος ποιητής πρέπει να έχει μελαγχολία;
-Οι ποιητές, επειδή θεωρούνται σοβαροί άνθρωποι, δεν έχουν δικαίωμα να είναι ευτυχισμένοι όταν όλοι οι άλλοι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι, όταν δεν έχουν να φάνε ή δεν έχουν ένα ποτήρι νερό. Δεν επιτρέπεται οι ποιητές να είναι ευτυχισμένοι.
-Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι ποιητές;
-Δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Με ενδιαφέρει τι κάνω εγώ.
-Είστε δυστυχισμένος;
-Ο Καβάφης-που είναι ένας σπουδαίος ποιητής και όλοι τον σεβόμαστε-λέει: «Δεν εξετάζω αν είμαι ευτυχής ή δυστυχής». Βαδίζω. Για τον εαυτό μου χρησιμοποιώ μία φράση: Είμαι ένας νεκρός άνθρωπος που κάνει παρέα με ζωντανούς. Όπως θέλετε εκλαμβάνετε την έκφραση «νεκρός», είτε απόλυτα-όπως την εννοεί ο κόσμος όλος-είτε με τις αποχρώσεις που μπορεί να έχει, πάντα όμως κυριολεκτώντας.
-Υπάρχει χαρά στη ζωή σας;
-Όταν γράφω, όταν ακούω μουσική, όταν περπατώ κάτω από κάποια δέντρα που ακόμη έχουν μείνει σ αυτή την πόλη και μιλώ με έναν φίλο μέχρι να με προδώσει.

-Τι είναι προδοσία;
-Είναι αυτό ακριβώς που συνέβη στο Χριστό. Εκεί έχετε όλες τις περιπτώσεις.
-Υπάρχει προδοσία στον έρωτα;
-Όλοι οι έρωτες έτσι τελειώνουν: με προδοσία.
-Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες;
-Μόνο όταν κοιμούνται οι εραστές. Στον απόλυτο έρωτα, αυτοί που είναι ερωτευμένοι ζητάνε εκείνη την ώρα που ζουν αυτή την ευτυχία να πέθαιναν, να σταματούσε ο χρόνος. Κάντε μόνος σας τις αναλογίες.
-Εσείς σταματήσατε πολλές φορές το χρόνο;
-Δεν μπορώ να τον σταματήσω, γιατί θα συντριβώ. Όσες φορές προσπάθησα να σταματήσω το χρόνο συνετρίβην. Αυτό που χαρίζω στον εαυτό μου και αυτό από το οποίο ξεκουράζομαι είναι ο ύπνος. Με αυτόν ισορροπεί το νευρικό μου σύστημα και ο εγκέφαλός μου. Ο δάσκαλός μου, ο Τσαρούχης, μου είπε: «Η σιωπή και ο ύπνος μας δυναμώνουν». Προσπαθώ να το πετυχαίνω.
-Ποια είναι η μέθοδος για να ξεκινάμε απ την αρχή όταν συντριβόμαστε;
-Εγώ υπήρξα και είμαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος γιατί όποτε συμβαίνει να έχω πληγωθεί από έναν άλλον άνθρωπο οι θεοί-ή ο θεός-μου στέλνουν έναν άλλον άνθρωπο για να αντικαταστήσει την απώλεια. Πολλές φορές, η άφιξη του ενός προσώπου προηγείται της αναχωρήσεως του άλλου. Εγώ δεν είμαι ένα πράγμα, είμαι πολλά πράγματα και δεν μπορώ να ζήσω με έναν άνθρωπο όπως πιστεύουν πολλοί άνθρωποι, ότι δηλαδή μπορούν να ζήσουν μόνο με έναν άνθρωπο στη ζωή τους. Πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μαζί μου αρμονικά και τέλεια, ενώ κάποιοι νομίζουν ότι στον κόσμο υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος γι αυτούς, δεν καταλαβαίνουν τη δημοκρατικότητα που υπάρχει. Εγώ νομίζω πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι. Γιατί μου απαγορεύεις να κάνω παρέα και με έναν άλλον άνθρωπο; Αυτή είναι μίμηση ενός ζεύγους που εγώ δεν θέλω να κάνω.
-Δεν θα ζηλέψει, όμως, ο άλλος άνθρωπος με αυτή την «δημοκρατικότητα»;
-Τη ζήλια τη θεωρώ ανεπάρκεια.
-Γιατί είστε τυχερός στη μελαγχολία σας, κύριε Χρονά; Η μελαγχολία δεν προϋποθέτει ατυχία;
-Είναι όπως τα λυπημένα ποιήματα πολλών μεγάλων ποιητών: Εγώ γεννήθηκα το Φθινόπωρο του '48 με μελαγχολία.
-Η κλινική σας βοήθησε στη μελαγχολία;
-Ποτέ δεν θα γίνεις καλά αν δεν θες να γίνεις καλά. Εξάλλου, μην ξεχνάτε ότι ο Χριστός ρωτούσε τους ασθενείς: «Θες να γίνεις καλά;». Ξαναρωτούσε: «Θες πραγματικά πολύ;», «Ναι, Κύριε, δεν μπορώ άλλο εδώ με τα γουρούνια, με τα πρόβατα. Πνίγομαι». Όταν του έλεγαν «σ' ευχαριστώ», τους απαντούσε: «Μα δεν σ έκανα εγώ καλά. Η πίστη σου ότι θα γίνεις καλά σ' έσωσε».
-Η πίστη σας από πού πηγάζει;
-Πρέπει να ζήσω, όχι να πεθάνω. Είμαι ένας νεκρός άνθρωπος που θέλει την ησυχία του.
-Υπάρχει αντίφαση σ αυτό που μου λέτε.
-Υπάρχει. Μπορεί να είμαι και τρελός, τι σημασία έχει;
-Τι σημαίνει «τρελός»;
-Τρελός είναι ένας άνθρωπος ο οποίος διαφέρει από τους άλλους ανθρώπους που μιλούν για κάρτες τραπέζης, για ταξίδια, για την κόρη τους που παντρεύτηκε, για τα έπιπλα που θα πάρει, για ένα σωρό πράγματα τα οποία εγώ θεωρώ ανύπαρκτα και γελοία. Τι κοινό μπορώ να έχω εγώ μ αυτούς τους ανθρώπους; Αυτοί με λυπούνται και εγώ τους παρατηρώ.
-Τι είναι τότε σοβαρό;
-Σοβαρό είναι καθετί που σε οδηγεί στη μοναξιά και στην απομόνωση όταν σε κάνουν πέρα οι άλλοι επειδή διαφέρεις.
-Τι δεν αντέχει σήμερα ο κόσμος;
-Τη διαφορά. Θέλουν όλοι να γίνουν το ίδιο, θέλουν όλοι να μπουν στην αποχέτευση και να πάνε στα σκατά που βγαίνουν για ανακύκλωση. Ε όχι, δεν γίνεται να μπω κι εγώ στον υπόνομο. Μπορώ ακόμη να αντιστέκομαι και να αρνούμαι να κάνω ό,τι κάνουν όλοι.
-Με ποιο τρόπο μπορεί να αντισταθεί κάποιος;
-Με το δικό του, δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος μεγαλειώδης, δεν χρειάζεται να γράφει ποιήματα. Από το δικό σου μετερίζι-όποιο και να είναι-να μην μπεις σ αυτό το πράγμα που κάνουν όλοι. Όλοι σήμερα θέλουν να θεωρούνται ωραίοι και μοντέρνοι. Έλεος!
-Που υπάρχουν σήμερα τα σκατά;
-Ό,τι διαφημίζεται και παρουσιάζεται πάρα πολύ οδηγείται σε κάτι που καίγεται. Μερικοί το δηλώνουν κιόλας, ότι αυτά που κάνουν είναι ένα τίποτα.
-Αυτό που κάνετε εσείς τι είναι;
-Εγώ σαν ποιητής είμαι ένας άνθρωπος που ασχολούμαι με το μηδέν.
-Τι ώρα ξυπνάτε;
-Νωρίς. Το ιδανικό μου είναι να κοιμηθώ στις 9 το βράδυ ή στις 8-όπως οι κότες-και να σηκωθώ στις 5 ή στις 6 το πρωί.
-Τι σας σηκώνει απ το κρεβάτι;
-Η καινούργια μέρα. Όλα απ την αρχή. Αυτό ισχύει ακόμα και για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα που σας είπε προηγουμένως όλα αυτά. Είμαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος που για να έχω διαλεκτική και για να μην προκαλώ ύβρη ή κακία-και προς τον εαυτό μου και απέναντι στους άλλους ανθρώπους-σας δηλώνω ότι είμαι νεκρός, ότι είμαι ανύπαρκτος.
-Πως θα θέλατε να πεθάνετε;
-Στον ύπνο. Ο ύπνος είναι αδελφός του θανάτου. Και να μην έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα.
-Ποιοι άνθρωποι σας ενδιαφέρουν;
-Αυτοί που δεν τους κοιτάει κανείς. Ο Τσαρούχης εκτιμούσε πάρα πολύ τους ανθρώπους που κοιμόντουσαν στους δρόμους πάνω σε ένα παγκάκι. Θεωρούσε κατάκτηση για τον ίδιο να μπορέσει να κοιμηθεί πάνω σε ένα παγκάκι.
-Έχετε κοιμηθεί ποτέ σε παγκάκι;
-Ναι. Σε ένα σταθμό τρένου.
-Νιώσατε ξεχωριστός εκείνη τη μέρα;
-Πάντα αισθάνομαι φυσικός. Ποτέ δεν έκανα κάτι για να ποζάρω. Δεν έχω συναίσθηση του εαυτού μου ούτε με ενδιαφέρει. Ζω σε μία διαρκή απώλεια.
-Τι σας κάνει τόσο έντονη αυτή την απώλεια;
-Δεν ξέρω. Έτσι γεννήθηκα. Από παιδί μου άρεσε-όταν ήμουνα στο δημοτικό-να πηγαίνω και να παρατηρώ τους νεκρούς όποτε έβλεπα φέρετρα κρεμασμένα. Δεν το εξήγησα ποτέ, δεν πήγα σε κάποιο ψυχίατρο.
-Στην κλινική τι σας είπαν;
-Μίλησα με το γιατρό, όπως μιλούσα με τον καθηγητή μου. Είμαι ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, μόνος μου ήθελα να γίνω καλά και έγινα.
-Πως γίνατε καλά;
-Βγήκα στο πεζοδρόμιο, στους δρόμους, και είπα «ή θα πεθάνω ή θα ζήσω». Προσπάθησα να ζήσω πεθαίνοντας. Όταν οι άλλοι γιόρταζαν Χριστούγεννα εγώ ήμουνα στους δρόμους με διάφορους άλλους ανθρώπους που ζούσαν μόνοι τους. Μιλούσαμε και πράτταμε. Ποτέ δεν συναντάει κανείς τίποτα εάν δεν το ψάχνει.
-Τι είναι για σας ζωή;
-Ζωή είναι να βλέπω το φως της μέρας και να κάνω αυτά που κάνω είτε για να ζήσω είτε για να περάσω τη μέρα μου.
-Σήμερα από τι εισπράξατε χαρά;
-Από την παρουσία σας.
-Σας αρέσει να μένετε μόνος σας;
-Πάρα πολύ. Είμαι πάντοτε μόνος μου, ακόμη και όταν είμαι με άλλους ανθρώπους.
-Δεν θέλετε να μοιράζεστε πράγματα;
-Μα ναι. Διότι, ως Ζυγός που είμαι, πρέπει να είμαι δύο και τρία.
-Πιστεύετε στα ζώδια;
-Βοηθάνε λίγο μερικούς ανθρώπους να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Το μαντείο των Δελφών, άλλωστε, έλεγε «γνώθι σ εαυτόν» και «μηδέν άγαν», να ξέρεις τον εαυτό σου και να μην βιάζεσαι.
-Ποια είναι η σπουδαιότερη αρετή σε έναν άντρα;
-Να είναι σοβαρός και να είναι άντρας.
-Πως εννοείτε τη λέξη «άντρας»;
-Να μην κάνει κόλπα, να μην κάνει πονηριές. Να μην μιμείται ένα άλλο φύλο.
-Ποια η διαφορά της αγάπης απ τον έρωτα;
-Ο έρωτας είναι χημική δηλητηρίαση. Η αγάπη είναι αγάπη. Απ την αγάπη δεν κινδυνεύεις.
-Κινδυνεύσατε πολλές φορές απ τον έρωτα;
-…Πάρα πολλές φορές και σώζομαι. Πολλά από τα άσπρα μου μαλλιά πιθανώς προέρχονται από αυτούς.
-Πως σώζεστε;
-Δεν υπάρχει μέθοδος να σωθείς στον έρωτα. Το πιο σημαντικό στον έρωτα είναι να φύγουν και οι δύο ταυτοχρόνως γιατί είδαν ότι έφτασαν στην κορύφωση και δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο.
-Μα, ποτέ δεν θα γίνει αυτό.
-Ένα από τα μεγάλα ψεύδη του κόσμου είναι ο έρωτας, είναι πολυδιαφημισμένος. Έρωτας είναι δύο συμβαλλόμενα μέρη, το ένα μέρος είμαι εγώ που σας μιλάω, το άλλο είναι άγνωστο: είναι κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο έχει μεγαλώσει με τις συνθήκες που έχει μεγαλώσει. Πως μπορώ εγώ να συνεννοηθώ με τις συνθήκες τις άλλες;
-Δεν υπάρχει έρωτας, κύριε Χρονά;
-Όλα γίνονται στη φαντασία. Η πιο μεγάλη στιγμή-αυτή που καταλαβαίνεις ότι είσαι ερωτευμένος-είναι όταν απουσιάζει ο έρωτας.
-Τότε μόνο καταλαβαίνετε ότι είστε ερωτευμένος;
-Συμβαίνει κάτι απλό. Όταν είσαι ερωτευμένος εσύ, δεν είναι ερωτευμένο το άλλο πρόσωπο, κάνει κόλπα. Όταν εσύ φύγεις-κάνεις κόλπα-, το άλλο πρόσωπο έρχεται προς τη μεριά σου. Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Αυτό είναι έρωτας; Ό,τι σας λέω το έχω πληρώσει εκατομμύρια, και με δάκρυα και με λευκά μαλλιά. Τα ποιήματα μου μου έχουν στοιχίσει εκατομμύρια.
-Πως αναγνωρίζετε τον έρωτα;
-Σαν άπιαστο υψηλό ιδανικό.
-Η αγάπη είναι πιο εφικτή;
-Είναι. Είμαι βέβαιος-αν δεν με απατά το μέλλον-ότι έχω συναντήσει τον τελευταίο καιρό τον ιδανικό άνθρωπο.
-Πως είναι αυτός;
-Μου μιλάει στον πληθυντικό. Διατηρεί μία προστασία. Στους ανθρώπους που με γνωρίζουν τους λέω να κρατάνε μία απόσταση από μένα.
-Για ποιο λόγο;
-Γιατί έχω στοιχεία του εαυτού μου που δεν τους αφορούν, δεν γνωρίζουν, και πρέπει να προστατευτούν. Δεν θέλω να τους πληγώσω γιατί ο πρώτος που θα πληγωθεί θα είμαι εγώ.
-Σε ποια περιοχή ζείτε;
-Κοντά στο Α' Νεκροταφείο.
-Επίτηδες επιλέξατε να μένετε εκεί;
-Δεν έχω κανένα φόβο να μένω κοντά στα νεκροταφεία. Πάρα πολλοί φίλοι μου είναι νεκροί και πολλοί απ τους ανθρώπους που αγάπησα δεν υπάρχουν, που είναι πάλι σαν νεκροί.
-Σας ενδιαφέρει αν εσάς σας αγάπησαν;
-Επειδή η αγάπη είναι πράξεις, με τις πράξεις τους έδειξαν ότι δεν μ' αγάπησαν. Δεν μου τηλεφώνησε κανείς για να πιούμε έναν καφέ. Ποτέ μετά.
-Έχετε αναρωτηθεί γιατί δεν σας ξαναπήραν τηλέφωνο;
-Δεν μ ενδιαφέρει, δεν με νοιάζει. Πολλοί άνθρωποι-προτού πεθάνουν-έχουν έρθει στην αυλή μου όπως έρχονται τα πουλιά για να φάνε ψίχουλα. Από σεβασμό σ' αυτά τα πρόσωπα που φύγανε εγώ είμαι υποχρεωμένος να τα επαναφέρω με την τέχνη. Εγώ δεν μπορώ να λέω ψέματα ούτε να κάνω ψέματα.
-Τι υπάρχει απέναντι απ το θάνατο;
-Η ζωή. Η ζωή, η περιγραφή του θανάτου και ό,τι μπορώ να διασώσω από αυτό που ήρθε κι έφυγε…
-…Έχετε συγκινηθεί;
-…Εγώ δεν μπορώ να διαβάσω τα ποιήματα μου σε εκδήλωση αν δεν πιω λίγο ποτό, λίγο ουίσκι.
-Γιατί;
-Γιατί κλαίω. Παρόλο που έχω καλό νευρικό σύστημα.
-Για ποιο πράγμα μετανιώνετε στη ζωή σας;
-Για τίποτα. Ό,τι έκανα στη ζωή μου ήταν να γίνει και έγινε. Έτσι έχω γεννηθεί, δεν μπορώ να αλλάξω. Η ζωή που ζω είναι η ζωή μου, δεν έχω άλλη. Αυτό είναι το λάθος των ανθρώπων: Πιστεύουν ότι μετά από αυτή τη ζωή υπάρχει άλλη ζωή και δεν προσπαθούν αυτή που ζουν να τη ζήσουν όσο γίνεται καλύτερα και πιο ουσιαστικά.
-Τι έχει η ζωή μετά το θάνατο;
-Ό,τι είχε και αυτή που ζήσαμε εδώ.
-Θάνατο;
-Η ζωή είναι μία μορφή εισαγωγής στο θάνατο.
-Αυτό δεν είναι μάταιο;
-Μα, έχουμε γεννηθεί για να πεθάνουμε. Η διαδρομή λέγεται ζωή και η ζωή δεν τελειώνει με το θάνατο. Εγώ στα 19 μου ήμουνα νεκρός και μετά αναστήθηκα.
-Σε ποια ηλικία αναστηθήκατε;
-Δύο ή τρία χρόνια μετά. Μέχρι να πάρω το πτυχίο μου.
-Τι πτυχίο;
-Δίπλα στις μαϊμούδες με σοβαρούς ανθρώπους που κανείς δεν τους αγαπούσε, κανείς δεν τους ήθελε, από περιβάλλοντα φτωχά.
-Ποιοι είναι οι όμορφοι άνθρωποι;
-Αυτοί που δεν τους κοιτάει κανείς και τους κοιτάω εγώ. Πολλοί φίλοι στην παρέα μου μου λένε «ήμουνα με έναν καλλονό χτες», τους λέω «τέρας». Γνώρισα έναν Αλβανό να κοιμάται σε ένα πάρκο στα Χανιά, γιατί δεν είχε που να κοιμηθεί. Εγώ είχα πάει εκεί για να μιλήσω για τον Παζολίνι. Τον άνθρωπο αυτό τον βοήθησα να έχει ένα σπίτι και να μείνει, και είδα με την άδολη αγάπη που του έδειξα- αγάπη από άνθρωπο προς άνθρωπο- να μεταμορφώνεται το σώμα και η όψη του. Αυτό το ισχνό και «ελεεινό» αγόρι μεταμορφώθηκε σε έναν καλλονό, σε ένα λουλούδι. Είδα τη μεταμόρφωση του σώματος του από τα νύχια μέχρι την κορυφή. Έγινε το πιο όμορφο αγόρι της πόλης, ένας χορευτής από το West Side Story…Φοβάμαι πως θα σας απολύσουν με όλα αυτά που σας έχω πει.
-Είναι τρομακτικά αληθινά όλα αυτά, κύριε Χρονά. Τι θα κάνετε το βράδυ;
-Θα πάω στο Χρήστο Γιανναρά, γιατί του ζήτησα μία συνέντευξη. Μετά θα βρεθώ με έναν Αλβανό φίλο μου και ίσως πιούμε ένα ποτήρι κρασί.
-Ποια θα είναι η πρώτη ερώτηση που θα κάνετε στο Γιανναρά;
-Εάν τα κείμενα που γράφει στην «Καθημερινή» τα διαβάζει ο Πατριάρχης.
-Και μόλις συναντήστε τον Αλβανό φίλο σας τι θα του πείτε;
-Εάν το πουκάμισο που του έφερα απ τη Θεσσαλονίκη άρεσε στην παρέα του.
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου - ένθετο "Υστερόγραφο", τον Μάιο του 2007. Η φωτογραφία είναι του Σπύρου Στάβερη και πρωτοδημοσιεύθηκε στο "Symbol" του "Επενδυτή". 

18.8.09

ΠΕΤΡΟΣ ΖΛΑΤΚΟΣ: Ο ΩΡΑΙΟΣ ΤΟΥ "SO YOU THINK YOU CAN DANCE"

























Στα 22 του χρόνια έγινε γνωστός απ τη συμμετοχή του στο «so you think you can dance» του Mega, απ τον ενθουσιασμό που προκαλούσε στο κοινό και στην επιτροπή, απ την επιτυχία που είχε στα κορίτσια που τον παρακολουθούσαν μέσα στο παιχνίδι. Ο Πέτρος Ζλάτκος αφηγείται τη συναρπαστική ζωή του, όλους τους λόγους που τον κάνουν τόσο ευσυγκίνητο με ό,τι του συμβαίνει.
Φοράει τα αγαπημένα του καφέ αθλητικά παπούτσια με τις κίτρινες ρίγες στο πλάι (αυτά που «“άνοιξαν” ήδη δύο φορές, τα έραψε πολύ καλά- φοβάται λίγο μην ξανανοίξουν- αλλά τώρα μοιάζουν με καινούργια»), τα λυγίζει, γέρνει το κορμί του προς εμένα και- ξαφνικά- ισιώνει απότομα (σαν ελατήριο) το σώμα του προσπαθώντας να συντονίσει τις κινήσεις του στην μουσική της Christina Aguilera που παίζει στο φαστφουντάδικο μπροστά από το μετρό του «Φιξ» που συναντιόμαστε. Ο Πέτρος αδιαφορεί για τον κόσμο που μας κοιτάει περίεργα, για την μικρούλα που στέκεται δίπλα του και του χαμογελάει, για την ταμία που θέλει να του κεράσει τον χυμό καρότο που παραγγέλνει, το μόνο που τον απασχολεί είναι σε κάθε αλλαγή ρυθμού στο τραγούδι να καταφέρνει να λυγίζει τους ώμους του δεξιά και αριστερά κάνοντας τις σωστές κινήσεις και «πατώντας» στις κατάλληλες νότες. Όσο μου αφηγείται τη ζωή του, χαμογελάει, και μου εξηγεί πως «όλα έγιναν για το καλό»: Η απότομη αλλαγή περιβάλλοντος (από την Αμερική που ζούσε στην Κατερίνη), η έλλειψη φίλων «επειδή ήταν ο ξένος», η δύσκολη προσαρμογή στις νέες συνθήκες ζωής, το ότι σταμάτησε το σχολείο στα 16 του, οι χειρονακτικές εργασίες που έκανε για να καταφέρνει να βγάζει περισσότερα χρήματα από όσα του έδινε ο πατέρας του (που σήμερα -μου λέει- λατρεύει, και μάλιστα έβαλε τα κλάματα όταν τον είδε στο live του «so you think you can dance» να κρατάει ένα μεγάλο πανό με το όνομά του και να φωνάζει στον κόσμο «Είναι ο γιος μου! Ο γιος μου!»), η απόρριψη από τα κορίτσια- τότε που ακόμη δεν χόρευε- όταν ζητούσε «μόνο ένα φιλί» και αυτές δεν του το έδιναν. «Αυτοί που με συναντούν στο δρόμο συνήθως με ρωτάνε “Γιατί κλαις τόσο πολύ Πέτρο;”. Δεν ξέρω τι να τους απαντήσω, τους λέω μόνο “ναι, ok, κλαίω. Ε, και;”, το μόνο που καταφέρνω να σκεφτώ γι αυτό, είναι πως ό,τι κάνω το κάνω με την καρδιά μου, σπάνια λειτουργώ μόνο με το μυαλό. Γελάω πολύ, κλαίω πολύ, νευριάζω πολύ, ερωτεύομαι πολύ, αγαπάω πολύ. Όλα στο “πολύ” τους, γιατί ό,τι κάνω του δίνομαι ολοκληρωτικά. Δεν με αφορά αν με λένε “αθώο”».
«Μέχρι τα 12 μου χρόνια ζούσα με τους γονείς μου στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Λόγω της μεγάλης επικινδυνότητας που είχε η περιοχή, οι γονείς μου δεν με άφηναν να απομακρύνομαι από εκεί που ήταν το σπίτι μας σε απόσταση μεγαλύτερη των 30 μέτρων, φοβόντουσαν μήπως γίνει κάτι κακό. Τα Καλοκαίρια αντί να πηγαίνουμε διακοπές, ο μπαμπάς μας είχε όλη μέρα στο σπίτι για να μάθουμε ελληνικά. Άλλωστε από πολύ μικρός, παράλληλα με το αγγλικό σχολείο, πήγαινα και σε ελληνικό. Μικρός ήμουν πολύ ατίθασος, ήθελα να γίνεται πάντα το δικό μου, να μην μου λένε οι άλλοι τι να κάνω. Μου έλεγε η μάνα μου “Πέτρο, μην το κάνεις αυτό” και ήταν το μόνο πράγμα που δεν έκανα. Περνούσα με το ποδήλατο μου μέσα από τζάμια, έπαιζα και έσπαγα τις πόρτες των αυτοκινήτων, μία φορά κυκλοφορούσα με γυμνά πόδια και πάτησα ένα καρφί. Τους βασάνιζα πολύ τους γονείς μου, γι αυτό τώρα που καταλαβαίνω τι τους έκανα τους αγαπάω ακόμα πιο πολύ! Όταν ήρθαμε για να εγκατασταθούμε μόνιμα στην Κατερίνη τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα για μένα. Ήμουν πολύ αθώος και αφελής, δεν ήξερα πως λειτουργούν τα πράγματα με τους Έλληνες συμμαθητές μου. Όταν πρωτοήρθαμε μου είχε πει κάποιο παιδί “τι κάνεις ρε μαλάκα;”, και του λέω “Γιατί με λες μαλάκα; Γιατί με βρίζεις;”. Αυτός για να καταλάβω μου απαντάει: “Όχι μην το παίρνεις έτσι! Εσύ είσαι καλός μαλάκας!”. Πήγα στο σπίτι ενθουσιασμένος: “Μαμά, μαμά, είμαι καλός μαλάκας εγώ!”. Η προσαρμογή μου ήταν πολύ δύσκολη στην Κατερίνη. Στην αρχή, έτρωγα ξύλο από τους συμμαθητές μου για πολύ ασήμαντα πράγματα, με αντιμετώπιζαν ως το “αμερικανάκι”, ως τον “ξένο”. Ποτέ δεν μπορούσα να στεριώσω σε μια παρέα, δεν έφταιγαν όμως οι άλλοι, εγώ έφταιγα γιατί φαίνεται ότι δεν κατάφερνα να έρθω στα δικά τους νερά, να γίνω φίλος τους και να με αποδεχτούν όπως είμαι. Εγώ ήμουν ένας συνδυασμός αφέλειας και καλοσύνης, έπρεπε να είχα μεγαλύτερο τσαμπουκά, να μην δέχομαι χαζά ό,τι μου έλεγε ο καθένας. Τύχαινε ας πούμε να θέλω να πάω να πάρω ένα γύρο, αν αργούσα ένα λεπτό, αυτοί σηκώνονταν, έφευγαν και με παρατούσαν. Έπρεπε να τρέχω για να τους προλάβω, μην μείνω μόνος μου, δεν με υπολογίζανε. Ήμουνα ο ήσυχος της παρέας, δεν ήμουνα ούτε ο γκομενιάρης, ούτε αυτός που έδερνε, δεχόμουν ό,τι γινόταν χωρίς αντιρρήσεις. Αυτό σιγά σιγά μ έκανε να δυναμώσω». «Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα ο πατέρας μου συνέχιζε να είναι αυστηρός μαζί μου σε όλα. Ακόμα και στα οικονομικά- παρόλο που δεν είχαμε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα- μου έδινε ένα συγκεκριμένο ποσό κάθε εβδομάδα και εγώ έπρεπε να περάσω μόνο μ αυτά. Καλά έκανε τώρα που το σκέφτομαι, αλλά τότε δεν το καταλάβαινα, νόμιζα πως δεν με αγαπούσε τόσο όσο η μάνα μου. Από τα 13 μου ξεκίνησα να δουλεύω για να βγάζω περισσότερα χρήματα. Πήγαινα το πρωί στο σχολείο μου και το απόγευμα έκανα οποιαδήποτε δουλειά φανταστείς: Σερβιτόρος, ψήστης, υπάλληλος σε ανθοπωλείο, πακετάς, τεχνίτης στα γύψινα, πλακατζής, οικοδόμος. Το σχολείο το σταμάτησα στα 16 μου- δύο χρόνια πριν τελειώσω- γιατί δεν μπορούσα να κάτσω συγκεντρωμένος να διαβάσω, είχα απίστευτη ενέργεια και έπρεπε να τη διοχετεύσω κάπου. Βιβλία δεν διάβαζα, δεν μ άρεσε, πολύ πρόσφατα διάβασα το πρώτο μου μυθιστόρημα. 16 χρόνων έπιασα δουλειά σε μία πιτσαρία. Ξεκίνησα κουβαλώντας πακέτα, μετά είχα ένα πρόβλημα στη σπλήνα μου, τα παράτησα για λίγο, και στη συνέχεια επανήλθα δουλεύοντας στο φούρνο της πιτσαρίας. Το αφεντικό μου ήταν ο μόνος άνθρωπος που με γέμιζε με ελπίδα, που μου έλεγε ότι κάτι αξίζω κι εγώ και δεν έπρεπε να κάνω αυτή τη δουλειά γιατί δεν μου ταίριαζε, μου έλεγε “δεν είσαι εσύ για να είσαι εδώ μέσα!”. Ήταν σαν να έτρωγα κάθε μέρα ένα μεγάλο χαστούκι γιατί καταλάβαινα ότι αυτός ο άνθρωπος είχε δίκαιο».
«Ξεκίνησα να χορεύω στα 17 μου μαζί με ένα φίλο μου στην παραλία της Κατερίνης. Ο φίλος μου χόρευε για να έχει επιτυχία στις γυναίκες, αλλά εγώ ήμουνα ο ντροπαλός και δεν ήξερα απ αυτά, απλά κοιτούσα, και κουνούσα το πόδι μου. Μέχρι τότε δεν είχα καμία επιτυχία στα κορίτσια, έτρωγα συνεχώς χυλόπιτες, δεν μ ένοιαζε- τότε- το sex και οι σχέσεις, ήθελα να δώσω μόνο ένα φιλί σε κάποια γιατί δεν είχα φιλήσει καμία μέχρι τότε. Σιγά σιγά ξεθάρρεψα και άρχισα να χορεύω κι εγώ. Από τότε ξεκίνησαν να με κοιτάνε οι κοπέλες, πήγαινα και χόρευα δίπλα τους, ξεθάρρεψα που με κοιτούσαν περίεργα, τις κοιτούσα κι εγώ, και έτσι είχα τις πρώτες μου επιτυχίες. Πήγαινα και χόρευα 6 ώρες ατελείωτα, σε clubs, στο δρόμο, παντού. Δεν ξέρω αν έχω ταλέντο στο χορό, το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι έχω αντίληψη και μαθαίνω εύκολα, αυτό μου λένε και οι δάσκαλοί μου. Από τότε αυτό έκανα. Τα κορίτσια ήταν απλά η αφορμή για να αγαπήσω το χορό, για να έχω μεγαλύτερες επιτυχίες. Για λίγο καιρό με ενθουσίαζε αυτό το καινούργιο που ζούσα, αλλά – από μία εποχή και μετά- άρχισε να με πνίγει αυτή η πόλη, ήθελα να φύγω, να αλλάξω περιβάλλον. Το μόνο που ήθελα εκείνη την εποχή ήταν να έρθει το χαρτί του στρατού μου και να πάω να καταταγώ ώστε να γνωρίσω καινούργια πράγματα στη ζωή μου. Μπορεί και να ήμουν ο μόνος 18χρονος στην Ελλάδα που περίμενε με ανυπομονησία και χαρά να πάει στρατό. 19 χρόνων- όταν απολύθηκα- πήγα στη Θεσσαλονίκη, έμενα σε ένα φίλο μου και εκεί ξεκίνησα μπαλέτο. Ο πατέρας μου διαφωνούσε, μου έλεγε αυτά που λένε συνήθως στα αγόρια που θέλουν να ασχοληθούν με το χορό, αλλά εγώ αυτό ήθελα να κάνω, αυτό αγαπούσα, δεν άκουγα κανέναν. Στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησα να κάνω και τις πρώτες μου μικρές σχέσεις. Τα κορίτσια τα κέρδιζα συνήθως όταν έβγαινα τα βράδια στα clubs και ξεκινούσα να χορεύω, έρχονταν κοντά μου, χόρευαν κι αυτές, τις κοιτούσα στα μάτια και τις φλέρταρα, τις κέρδιζα με το χορό μου. Η μεγαλύτερη μου σχέση τελείωσε λίγο καιρό αφότου μπήκα στο παιχνίδι, αυτή με χώρισε γιατί δεν άντεχε να είναι μακριά μου όσο θα βρισκόμουν στην Αθήνα. Την αγαπάω ακόμα και νομίζω πως μπορούμε να είμαστε δύο πολύ καλοί φίλοι, άλλωστε με όλα τα κορίτσια μπορώ να είμαι φίλος και δεν συμφωνώ με αυτούς που λένε ότι με τις γυναίκες δεν γίνεται να είσαι φίλος. Γιατί; Αφού και αυτές μπορεί να σου μάθουν πράγματα, δεν γίνεται να τις κοιτάς μόνο σαν να θέλεις να κάνεις έρωτα μαζί τους. Όταν βγήκα απ το παιχνίδι έρχονταν στο δρόμο μερικά κορίτσια, μου μιλούσαν, μου έλεγαν πόσο ωραία χόρευα, και πόσο τους ενθουσίαζε ο τρόπος μου μέσα στο παιχνίδι. Χαιρόμουνα! Όχι γιατί μου έλεγαν όλα αυτά, αλλά- κυρίως- γιατί έρχονταν αυτές και μου μιλούσαν, αυτές έκαναν το πρώτο βήμα και με προσέγγιζαν, με έκαναν να νιώθω πολύ όμορφα μέσα μου. Με τις γυναίκες που είμαι μαζί τους δένομαι πάρα πολύ, είμαι πολύ τρυφερός μαζί τους, θέλω να τις προστατεύω και να τις βοηθάω σε ό,τι χρειαστούν, δεν με νοιάζει να πάω με κάποια απλά για να κάνω sex, θέλω να γνωρίσω τον άνθρωπο που είμαι μαζί του».
«Ο πραγματικός στόχος της ζωής μου δεν έχει σχέση με το χορό. Το μόνο που ζητάω απ το μέλλον μου είναι να βρω μία κοπέλα να μοιραστώ μαζί της όλη μου τη ζωή, να κάνουμε πολλά παιδιά, να τους λέω ιστορίες απ αυτά που έζησα, και να μην κωλώνω πουθενά. Πάρτο αλλιώς αν θες, δες τη ζωή σαν μία- λίγο δυσκολούτσικη- χορευτική φιγούρα. Δεν πρέπει να την κάνουμε με τον καλύτερό μας τρόπο, δεν πρέπει να “πιάσουμε” τα σωστότερά μας βήματα;».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Μάιο του 2007.

ΡΙΚΑ ΒΑΓΙΑΝΝΗ: "ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΝΑ ΓΙΝΩ ΝΟΡΜΑΛ".


Λένε ότι η ευφυία ενός ανθρώπου μετριέται στην ποιότητα του χιούμορ του, στον αυτοσαρκασμό του, στη λεπτή γραμμή μεταξύ αστείου και σοβαρού που ισορροπεί, στη μαεστρία που χειρίζεται τους ανθρώπους και το λόγο. Η Ρίκα τα έχει όλα αυτά, αλλά και κάτι σπουδαιότερο: την αληθινή αγάπη που αισθάνεται για το συνομιλητή της (όποιος και αν είναι αυτός), και την ιδιότυπη υποχρέωση που νιώθει απέναντί του για να περάσει καλά μαζί της, όσο χρόνο κι αν του αφιερώνει-να μην πλήξει ούτε στιγμή.
Δεν θέλω να ψάξω στα cds που έχει στο αυτοκίνητό της, αλλά-είμαι σίγουρος-θα βρω αυτά που αγαπάει, αυτά που οι άλλοι-όσοι δεν ξέρουν τη Ρίκα-θα ονόμαζαν «σουρρεαλισμό», «ένα μπερδεμένο μυαλό ατάκτως εριμμένο». Σαν στοίχημα μεταξύ μας, λοιπόν. Ανοίγω το πορτάκι στη θέση του συνοδηγού: Τσαϊκόφσκι, Χατζηνάσιος, Χατζιδάκις, Μάκης Χριστοδουλόπουλος, Ζαφείρης Μελάς, Ραχμάνινοφ, μία σπάνια ηχογράφηση του Χόροβιτς, τα best of του Στράτου Διονυσίου. Όλα μαζί ανακατεμένα, υλικά για έναν εύπλαστο εγκέφαλο, συστατικά μίας ροκ προσωπικότητας. «Ροκ είναι η αντίθεση του νορμάλ. Αν είχα ποτέ ένα όνειρο στη ζωή μου ήταν να γίνω νορμάλ», μου λέει στα φανάρια. «Σχεδόν το 'χω, είμαι πολύ κοντά πια. Δυστυχώς, όμως, γεννήθηκα abnormal. Αλλά-ευτυχώς-στη μουσική, δεν είμαι μόνο εγώ η μουρλή. Πολλές φορές, έχει τύχει να δω τους ίδιους που πήγαν σε μία εμφάνιση της Καμεράτα στο Μέγαρο, να πετάνε το βράδυ λουλούδια στην Πέγκυ Ζήνα. Στο σπίτι ακούω τα Ζουζούνια-αυτόν τον Μπαρμπά Μαθιό απέξω τον έχω μάθει- αλλά ακούμε με το παιδί μου και συναυλιακά. Και το Δικό μου το δρόμο του Τερζή, και λίγο από Τα στέφανα. Ζω ένα δράμα! Μήπως μεγαλώνω ένα τέρας;». Στο Ψυχικό την ξέρουν, εκεί μένει. Γελάει πηγαία, κάνει σοβαρές κουβέντες με τρόπο αστείο, κάνει χιούμορ με την υπεύθυνη του video club χωρίς καν την υποψία χαμόγελου στο πρόσωπό της. Κουβέντες απλές. «Ποτέ δεν χρειαζόμουνα πολλά για να γίνω ευτυχισμένη. Το 'χα! Δεν χρειαζόταν να κερδίσω την τάδε δουλειά, να αγαπήσω τον τάδε άντρα, ή να πάρω κάποιο συγκεκριμένο ρόλο για να είμαι καλά. Ευτυχισμένη γίνομαι με το πρωινό ξύπνημα, με το ότι ξεκινάει μία καινούργια μέρα. Δεν έχω καλύτερο από τον καφέ μου το πρωί. Σαν βλαμμένο είμαι». Οι κουβέντες με τη Ρίκα είναι σαν μικρές αταξίες, μία μη politically correct συνέντευξη, μία αλητεία. Η αλητεία των 40 (και κάτι) χρόνων της. «Στην προϊστορική εποχή που εγώ υπήρξα έφηβη, αλητεία ήταν να τελειώσει η ταινία που έβλεπα στο σινεμά και να δω καπάκι και την μεταμεσονύχτια χωρίς να ειδοποιήσω το σπίτι μου. Αλητεία ήταν επίσης να μην πάω στο μάθημα την πρώτη ώρα για να κάνω ένα τσιγάρο στο πάρκο. Εννοείται ότι έχω φάει πολύ ξύλο σε διαδηλώσεις, τις οποίες- φυσικά- αποκαλούσα στους γονείς μου “πτώση από ποδήλατο”. Έτσι δικαιολογούσα τα γδαρσίματα στο σώμα μου, τις πληγές. Δεν υφίσταται η ερώτηση σε τι είδους διαδηλώσεις πήγαινα. Είναι σαν να με ρωτάς “σε τι club πήγαινες Ρίκα;”. Πήγαινα σε όλες! Μεγάλωσα σε μία ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη δεκαετία. Ούφο ήσουνα όταν δεν σε αφορούσε αυτή η κατάσταση, όταν ήσουν κλεισμένος σε ένα καβούκι και δεν σε ένοιαζαν τα “κοσμοϊστορικά γεγονότα”. Aν και, καμιά φορά, μου το έλεγε η μάνα μου: “κοριτσάκι μου, είναι δυνατόν να χαλάς το λαρυγγάκι σου για τη Νικαράγουα;”». H Ρίκα σπούδασε ηθοποιός, εργάστηκε για 7 χρόνια με παραστάσεις στο Εθνικό, στο Ηρώδειο, στο Θεσσαλικό Θέατρο, σε κρατικά και ιδιωτικά επιχορηγούμενα θέατρα, ενώ παράλληλα έκανε μεταφράσεις, έγραφε κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες, έκανε οποιαδήποτε δουλειά μπορούσε να της αποφέρει ένα καλό εισόδημα: από υποτιτλισμούς σε ταινίες μέχρι δημόσιες σχέσεις μεγάλων εταιριών. Απ' τα 18 της συντηρείται μόνη της, ποτέ δεν ήθελε να εξαρτιέται οικονομικά από την οικογένειά της-ενώ θα μπορούσε. Έτσι αντιλαμβανόταν, η Ρίκα, την ανεξαρτησία: σαν το πρώτο βήμα προσωπικής ελευθερίας. «Ήμουνα η πιο πλούσια φοιτήτρια. Η πιο πλούσια! Τους κερνούσα όλους απ τις δουλειές μου. Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα να στέκεσαι από νωρίς στα πόδια σου οικονομικά. Κάναμε θυμάμαι, πρόβες στο Εθνικό Θέατρο. Πήγαινα στο φουαγιέ για να πιω καμιά βανίλια, να λουφάρω. Σπανίως, συναντούσα εκεί μία κοπέλα από άλλο χορό, πιάναμε την κουβέντα και της γκρίνιαζα για τα λεφτά, ότι είναι λίγα, ότι κοπιάζουμε τόσο πολύ και δεν αμειβόμαστε όσο θα πρεπε, ότι δεν άντεχα αυτή τη μιζέρια. Εκείνη μου έλεγε “μόνο αυτό θέλω στη ζωή μου! Να δουλεύω στο θέατρο κι ας μην έχω να φάω”. Αυτό το κοριτσάκι λεγόταν Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Να η διαφορά μας! Εγώ ήμουνα-από τότε-αλλού. Σαν ηθοποιός ήμουνα χάλια. Χάλια!». Από 17 ετών ήταν το «παιδί για όλες τις δουλειές» δίπλα στην Κατερίνα Δασκαλάκη, διευθύντρια του «Cosmopolitan», μέντορά της. Αρχικά μαθητευόμενη στο «Cosmopolitan», μετά συντάκτρια και ύστερα διευθύντριά του (από τα 26 της χρόνια), συντάκτρια στο-καινούργιο τότε-«Ένα», στο περιοδικό «Colt», ραδιόφωνο στο «Κανάλι 1», στον «Αθήνα 9,84», στον «Top Fm», στον «Kiss», 12 χρόνια συντάκτρια στην «Απογευματινή» και μετά στο «Έθνος» με καθημερινή στήλη. Πρώτη συνέντευξη-τότε, στο «Cosmopolitan»-από τη Μάρω Λεονάρδου, 15 χρόνων τότε η Μάρω, νέα μπαλαρίνα. Η Ρίκα ήταν 18. «Η δημοσιογραφία μου αρέσει γιατί δεν θα άντεχα ποτέ το αυστηρό ωράριο και την επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, είναι απρόβλεπτη και σπάνια πλήττεις σ αυτήν. Είσαι συνέχεια σε εγρήγορση για όλα, αλλά έχει και το τίμημά της: την ανασφάλεια. Έχεις και πολλές εκπλήξεις σ' αυτή η δουλειά, όχι κατ' ανάγκη ευχάριστες. Μια φορά θυμάμαι, ένας πολύ γνωστός Έλληνας, μου είπε σε συνέντευξη ότι του αρέσουν τα αγόρια. Εγώ προσπάθησα να το ξεπεράσω και μου λέει “όχι, δεν κατάλαβες. Τα ανήλικα αγόρια μου αρέσουν”. Έφυγε όλο το αίμα από το πρόσωπό μου, πάγωσα. Ευτυχώς που η εκπομπή ήταν μαγνητοσκοπημένη και-φυσικά-η συνέντευξη κόπηκε στο μοντάζ. Εννοείται ότι με είχαν στα όπα όπα στη δουλειά, λόγω του Γιάννη Διακογιάννη. Και ακόμα με έχουν. Αλλά δεν είμαι αθλητικογράφος για να κουβαλάω στους ώμους μου το “βάρος του ονόματος”. Κάνουμε διαφορετικές δουλειές. Απ' την άλλη είμαι και φυσικό παιδί του πατέρα μου, του Οδυσσέα Ζούλα, με εξίσου βαρύ όνομα στη δημοσιογραφία. Ποτέ όμως δεν είχα ενοχές γι αυτό που είχα ως προίκα. Το μόνο που είχα στο νου μου ήταν να μην τους ξεφτιλίσω. Ήμουνα λίγο τρελή, αλλά είχα και φιλότιμο. Δεν ήθελα να είμαι σε μία δουλειά και να λένε ότι εδώ έχουμε την κόρη του τάδε ή την ανιψιά του δείνα. Γκάζωνα παραπάνω. Τα παιδικά χρόνια με τρεις γονείς ήταν παράδεισος! Όταν χώρισαν οι γονείς μου ήταν νέοι, ιδιαίτερα προοδευτικοί άνθρωποι, ταξιδεμένοι, άνετοι, παιδιά της δεκαετίας του '60. Άνθρωποι που θα ευχόταν κάθε παιδί να τους έχει δίπλα του. Δεν τραβούσαν κανένα ζόρι επειδή έκαναν ένα παιδί-και όταν αυτό έγινε 2 ετών, πήραν διαζύγιο. Οι μεταβάσεις όλες έγιναν πολύ γλυκά. Μεγάλωσα με πολλή αγάπη, με πολύ χιούμορ, με πολλή τρυφερότητα. Όλα στο “πολύ” τους». Και κουβέντες για την τηλεοπτική πραγματικότητα-την μη κρατική-αυτήν που η ίδια αποφεύγει εδώ και λίγα χρόνια, προστασία από την «αξιοπρεπή ΕΡΤ» στην οποία ετοιμάζει τώρα οικολογική εκπομπή. «Ξέρεις, στενοχωριέμαι πολύ μ αυτά τα παιδιά που πάνε στην Πάνια. Καταλαβαίνω, βέβαια, πως αυτά είναι ευτυχισμένα, αλλά εγώ στενοχωριέμαι. Δεν είναι ότι διαφωνώ με τέτοιες εκπομπές-αυτά τα “διαφωνώ” και τα “ανεπίτρεπτα” που λένε κάποιοι, είναι βλακείες. Άμα δεν μας αρέσει κάτι, δεν το βλέπουμε. Μου λένε κάποιοι για τη Ρούλα Βροχοπούλου που βγαίνει στα κανάλια και κλαίει. Μα είναι σοβαροί; Εγώ να εκνευριστώ με τη Ρούλα; Το αποκούμπι μου, την ανάσα μου, το είδωλό μου; Τα πράγματα είναι πολύ απλά, και δεν μου αρέσουν οι απαγορεύσεις. Ποτέ δεν μου άρεσαν. Θέλω να έχουμε την πολυτέλεια να βλέπουμε ό,τι γουστάρουμε. Αν έπρεπε να παρέμβει κάπου το ΕΣΡ θα έπρεπε να το είχε κάνει στο να μάθουν τα παιδιά γλώσσα, ιστορία, μουσική και τι γίνεται γύρω τους έτσι ώστε όταν ωριμάσουν κάποια στιγμή να μπορούν να χειρίζονται το τηλεχειριστήριο, να μπορούν να επιλέγουν, και να αναγνωρίζουν ποια είναι η πλάκα, ποιο το αστείο, ποιο το σοβαρό». Και ο Οδυσσέας, το μωρό της. Η «καψούρα» της. Μεγαλύτερη κι απ τα (αυθεντικά) σουξέ του Χριστοδουλόπουλου που λατρεύει. «Με το μωρό άλλαξε ο τρόπος που διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου, μ' έχει κάνει πιο “τσιγκούνα”. Επίσης, ενώ παλιά μου άρεσε το ξενύχτι, το σούρσιμο, το να μην έχεις πρόγραμμα καθόλου, τώρα θα πρέπει να αξίζει πολύ τον κόπο για να ξενυχτίσω ή να σέρνομαι ματαίως σε μέρη με χαλασμένες μούρες που ο ένας κοιτάει τι ρούχα φοράει ο άλλος. Ο Οδυσσέας με έκανε να μην σπαταλώ το χρόνο μου. Πάντα ήθελα να κάνω παιδί. Ένα. Δεν θέλω άλλο, ένα παιδί μου είναι αρκετό, ένας και καλός. Δεν άλλαξε τίποτα στην κοσμοθεωρία μου το παιδί, το μόνο που θέλω είναι να έχω πάντα επαφή με την πραγματικότητά για να μην ζητάω από το παιδί μου ανεφάρμοστα πράγματα. Και, όχι, δεν κάνω όνειρα για το παιδί μου, το παιδί μου θέλω να γίνει μπασίστας. Δεν μου αρέσουν οι μπροστά, θέλω να είναι η κρυφή δύναμη. Κλαίω και μόνο που το σκέφτομαι τώρα. Τι επιστήμονας και δημοσιογράφος; Να είναι σοβαρός και μπασίστας». Γελάμε. Και η κουβέντα πάει στις μελαγχολίες. Αυτές που υποθέτω πως-αυτό το ευφυές πλάσμα-έχει ζήσει. Στο “πολύ” τους. «Ναι. Υπήρξα πολύ μελαγχολικό παιδί, πολύ σκεφτικό. Ο πατέρας μου, μου έλεγε “κοριτσάκι έκανα, τραγούδησέ μου λίγο”. Ήμουνα πολύ του βασανίσματος και του υπαρξιακού. Τελικά το ξεπέρασα. Η μοναξιά, όμως, είναι μία φάση στη ζωή μας που πρέπει να την περάσουμε, αλίμονο αν δεν είμαστε και λίγο προετοιμασμένοι γι αυτό, αν την φοβόμαστε. Μία θέα απ το μπαλκόνι όμως, μπορεί να τη μηδενίσει-που το είδες γραμμένο ότι πρέπει πάντοτε να είμαστε ενταγμένοι σε αγέλες ή σε κοπάδια; Εγώ την προσωπική μου μελαγχολία την ξεπερνάω πολιτικά πια. Κοιτάω λίγο τι γίνεται παραέξω, στον γείτονά μου, στους φίλους μου, στη δίπλα χώρα, στο δίπλα χωριό και αμέσως μου περνάνε όλα. Όλα! Πώς να έχω εγώ μελαγχολία όταν αντικρίζω το πρόσωπο ενός φίλου, που στα 45 του έχασε τη δουλειά του και κυκλοφορεί στους δρόμους με ένα βαρύ βιογραφικό και μία βαρβάτη προϋπηρεσία; Εκτός του ότι με θυμώνει αυτό το πράγμα, με κάνει να λέω “ Ρικάκι, άσε τις πολλές γκρίνιες και κλάψες, και συγκεντρώσου στα βασικά”. Παλιά είχα σπαταλήσει πολύ τον εαυτό μου, αλλά τώρα αισθάνομαι πολύ ευτυχισμένη γι αυτό». Θυμάμαι την παλιά στήλη που είχε στο «Symbol», εκεί που έγραφε για έρωτα, για σχέσεις, για sex. Μόλις είχε παντρευτεί. Απενεχοποιημένη. Από τότε, με όλα. «Παλιά, για μένα, έρωτας ίσον βασανιστήριο, κομμάτια, μαχαίρι, απόρριψη, λυγμός, μοναξιά, συντριβή, αυτοσιχασιά. Χάλια! Μια μέρα λοιπόν, στα 35 μου, ξυπνάω και λέω “καλά, μαλάκας είσαι;”. Και συνήλθα! Με συνοπτικές διαδικασίες, μέσα σε 5 λεπτά. Τέλος τα παλιά, το είχα πάρει πια τελείως αλλιώς. Ό,τι έζησα, έζησα. Τέλος μ' αυτό». Τελευταία 10 λεπτά, λίγο προσούτο, τελευταία ατάκα. Και μετά στο supermarket, κρέμες για το μωρό. «Θέλω να γίνω μοντέλο! Έχεις δει κάτι γριές που περπατάνε στις πασαρέλες με άσπρα μαλλιά; Κάτι τέτοιο θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Άλλωστε παλιά υπήρξα και κουνελάκι του “Playboy”. Περιττό να σου πω, πόσα πολλαπλά εγκεφαλικά έπαθαν οι γονείς μου, τα πέταξα όλα μπροστά στον Διαμαντόπουλο και του είπα “τράβα φωτογραφίες!”. Τυχαία έγινε επειδή εκείνο το μήνα δεν είχαν κουνέλι στο εξώφυλλο, ήταν φίλος μου ο διευθυντής και μου λένε “δεν έρχεσαι να κουνελίσουμε εσένα;”. Και το έκανα. Αν αύριο όμως γίνω γιαγιά, ξέρεις τι θα λέει ο εγγονός μου; “Ξέρετε τι γιαγιά έχω εγώ; Κουνέλι!”. Θα σαρώνει όλα τα άλλα παιδάκια στο νηπιαγωγείο! Επίσης, υπουργός τουρισμού θα ήθελα να γίνω, για να μπορώ να ταξιδεύω συνέχεια. Άκου άλλη μία ωραία ιστορία: μία φορά ταξίδεψα στο Μπαλί με το σύντροφό μου σε μία πολύ κρυφή παραλία, για να κάνουμε κατάδυση και να δούμε τα ψάρια. Ένα φοβερά μεγάλο και άσκημο ψάρι πλησίασε απειλητικά το φίλο μου ανοίγοντας το στόμα μου. Ακούμπησε τη μύτη του σχεδόν πάνω στη δική του και άνοιξε τα απαίσια σουβλερά του δόντια, έτοιμο να τον κάνει μια χαψιά. Εγώ τρόμαξα! Ο φίλος μου έμεινε εντελώς ακίνητος κοιτώντας το ψάρι μες στα μάτια, μέχρι που-στο τέλος-ψάρωσε ο ίδιος το ψάρι. Τότε κατάλαβα ότι αυτόν τον άντρα εγώ θα τον παντρευτώ. Και τον παντρεύτηκα!».
Δημοσίευση στον "Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής"- ET Weekly, τον Νοέμβριο του 2007.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΧΡΑΚΗΣ: Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ




























Μερικοί άνθρωποι δεν συνηθίζουν να φιλοσοφούν τη ζωή, την υπολογίζουν και την εκτιμούν μέσα από τις πολύ ακραίες της εκφάνσεις, μέσα από βέβαιους (για τους περισσότερους, τους «λογικούς» από εμάς) κινδύνους. Ο Γιάννης Μπεχράκης (ένας από τους πιο γνωστούς φωτορεπόρτερ- πολεμικούς ανταποκριτές παγκοσμίως) μας εξηγεί πως είναι να ζεις τη ζωή σου σαν να είσαι- το επόμενο λεπτό- υποψήφιος «ήρωας».

Η εικόνα του Γιάννη στα γραφεία του Reuters στη Σταδίου, είναι «κανονική» - είναι η εικόνα ενός ανθρώπου με καθαρά πράσινα μάτια (που σε «σκανάρουν» από το πρώτο λεπτό, σαν ήχος απ' τα κλικ της μηχανής του), ο οποίος -πολύ εύκολα- θα μπορούσε να είναι υπάλληλος σε κάποιο γραφείο, να ζούσε από μία «απλή καθημερινή δουλειά», να γευμάτιζε κάθε μεσημέρι με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Υπάρχουν, όμως, δύο ράμματα στο πρόσωπό του (τα οποία δεν φαίνονται πολύ καλά με την πρώτη ματιά) που «προδίδουν» ότι ίσως κάτι και να του συνέβη. Κάτι κακό. Μπορεί «μια ατυχία», ένα απλό πέσιμο στο μέτωπο και στο πηγούνι. Πάντως -σίγουρα- όχι ένα ακόμη αποτέλεσμα πολέμου (κάποιος από τους δεκάδες που έχει καλύψει), ένας μεγάλος κίνδυνος που «πέρασε» στη φωτογραφική του μηχανή, ένα θαυματουργό άλμα πριν περάσει ξυστά και -παραλίγο- κόψει το νήμα της δικής του ζωής. Όχι ότι ο ίδιος τα θεωρεί όλα αυτά τα «χτυπήματα» σοβαρά. Το πιο πιθανόν να τα σκέφτεται σαν ένα ακόμη «περιστατικό» απ τη ρουτίνα του, σαν άλλο ένα επαγγελματικό συμβάν -μπορεί και εντελώς ανώδυνο- από τα δεκάδες που είχαν προηγηθεί. «Για να κάνεις μία τέτοια δουλειά πρέπει να το θέλει η ψυχή σου, αλλιώς υπάρχουν χιλιάδες άλλα πράγματα που μπορείς να κάνεις για να επιβιώσεις. Έχω μείνει ακόμη και τέσσερα 24ωρα άυπνος όταν πήγα για να καλύψω το δεύτερο πόλεμο στο Ιράκ, στη Σομαλία τρεφόμουν με γκρέιπφρουτ για 8 μέρες επειδή είχα αποκλειστεί από εμπόλεμες πλευρές και δεν είχα τί να φάω, στην έρημο του Ιράκ προσπαθούσα να κοιμηθώ κάτω από το τζιπ μου για μία εβδομάδα και σκεφτόμουν “τώρα θα με βρουν και θα με σκοτώσουν, όπου να ναι θα πεθάνω”, έκανα μέρες να μιλήσω με τους δικούς μου ανθρώπους, με τη γυναίκα μου και το παιδί μου, επειδή αυτό δεν ήταν εφικτό από τις τηλεπικοινωνίες. Δεν είναι αστεία πράγματα να καλύπτεις μία σύρραξη. Όταν ξεκίνησα αυτή τη δουλειά την έκανα γιατί με ενθουσίαζε η περιπέτεια, επειδή δεν ήθελα να φοράω κουστούμια, και γιατί δεν ήθελα να ξυπνώ πολύ πρωί. Το τελευταίο δεν το κατάφερα, αλλά -τουλάχιστον- υπήρξα τυχερός στα δύο πρώτα».


ΠΑΥΛΙΝΑ ΝΑΣΙΟΥΤΖΙΚ: Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ

Η Παυλίνα των λαμπερών φωτογραφήσεων, των κοσμικών γνωστών, της καλής οικογενείας, των life style συνεντεύξεων, των βιβλίων της που γίνονται-όλα-best seller. Και η άλλη Παυλίνα. Των δικαστηρίων, των φυλακών, του πατέρα που κατηγορήθηκε για φόνο, η Παυλίνα των καταθλίψεων. Η αληθινή. Το τελευταίο βιβλίο της Παυλίνας Νάσιουτζικ «Τόση λίγη αλήθεια» (εκδόσεις Μελάνι) το είχα ανακαλύψει, εντελώς τυχαία, επάνω στον πάγκο ενός βιβλιοπωλείου στο κέντρο της Αθήνας. Μόλις είχε κυκλοφορήσει και βρισκόταν σε περίοπτη θέση. Άλλο ένα ευπώλητό της. Γνώριζα ήδη τη λογοτεχνική της ύπαρξη ως κάτι «επιδερμικό», «ροζ» και «εύκολο», ως κάτι «γυναικείο» ή ως κάποια που γράφει βιβλία «για την παραλία». Αυτό άλλωστε καταλάβαινα και από κάποιες συνεντεύξεις που έδινε πέρσι για το προηγούμενό της βιβλίο «Μύκονος Μπλουζ» ή τις «μαμάδες βορείων προαστίων»-το φανταχτερό εξώφυλλο του νέου της μυθιστορήματος επιβεβαίωνε, μάλλον, ότι το «έγκλημα» θα επαναλαμβανόταν. Έτσι νόμιζα. Αυθαίρετα. Κι όμως. Είχα λάθος. Πολύ μεγάλο λάθος. Διάβασα το οπισθόφυλλο, γύρισα σε μία τυχαία σελίδα και έπεσα πάνω σε σκόρπια δικά της λόγια, λόγια της ηρωίδας της. Αυτοβιογραφικά. Μάλλον-δεν ήξερα. «Η αλήθεια που διάλεξα να πιστέψω εγώ, ήταν το πρόσωπο του πατέρα μου όταν μου διάβαζε τον Όλιβερ Τουίστ ενώ ήμουν άρρωστη στο κρεβάτι, ήταν το πρόσωπο του πατέρα μου όταν μου έφερνε ζάχαρη και σοκολάτα όταν ξυπνούσα από εφιάλτη που με βασάνιζε παιδί, ήταν το πρόσωπο του πατέρα μου που περίμενε όλο αγωνία στο παράθυρο να γυρίσω από το φροντιστήριο με αχνιστή, από τα χέρια του την καρμπονάρα. Ήταν το πρόσωπο της αγάπης. Αυτό αποφάσισα να πιστέψω. Αυτό αποφάσισα να μην προδώσω. Έπρεπε να υπερασπιστώ την οικογένειά μου, την εικόνα του πατέρα, όχι μόνο απέναντι στον κόσμο, αλλά και απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Ίσως αυτό να είναι το δυσκολότερο απ όλα». Το ίδιο βράδυ έψαξα να μάθω για την πραγματική ιστορία της Παυλίνας Νάσιουτζικ-αυτήν που δεν γνώριζε κανένας μέχρι τότε, αυτήν που δεν είχε αφηγηθεί ποτέ. Search. Ήταν, λοιπόν, η κόρη του Θανάση Νάσιουτζικ, πρώην προέδρου της εταιρίας Ελλήνων λογοτεχνών, ο οποίος κατηγορήθηκε για την άγρια δολοφονία του συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου μέσα στο σπίτι του στο Κολωνάκι, τον Σεπτέμβριο του 1984. Ο Νάσιουτζικ-ο πατέρας της Παυλίνας-αρνείτο συνεχώς, σε όλες τις δίκες που ακολούθησαν, ότι είναι αυτός ο δράστης της δολοφονίας. Είναι ίσως ο μοναδικός κατηγορούμενος στα δικαστικά χρονικά της Ελλάδας που έχει δικαστεί τέσσερις φορές για το ίδιο αδίκημα και έχουν εκδοθεί τόσο διαφορετικές αποφάσεις γι αυτόν: Ισόβια κάθειρξη την πρώτη φορά, δύο φορές κρίθηκε αθώος κατά πλειοψηφία και την τέταρτη-και τελευταία-του επιβλήθηκε ποινή «πρόσκαιρου καθείρξεως». Τελικά, «αθώος». Για δέκα περίπου χρόνια, η «υπόθεση Νάσιουτζικ» ήταν το αγαπημένο δικαστικό θρίλερ των εφημερίδων (μαζί με την υπόθεση Κοσκωτά). Δύο τηλεφωνήματα μου επιβεβαίωσαν όσα βρήκα στο internet. Και κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο της που διάβασα το ίδιο βράδυ και που, τελικά, αφορούσαν την ίδια. Βιωματικά. «Ο πατέρας μου, ο μόνος άνθρωπος που είχα πραγματικά αγαπήσει ως τότε στη ζωή μου, δικάστηκε για το φόνο ενός φίλου του. Ήταν ένας φόνος που συνεπήρε όλη την Αθήνα. Για μένα τίποτε από όλα αυτά δεν είχε σημασία. Θα τον αγαπούσα το ίδιο, ακόμη και αν ήταν σκουπιδιάρης. Από τον πατέρα μου είχα μάθει ότι η αγάπη είναι μεγάλες χειρονομίες και όχι γελοίες, μικρές λέξεις». Η συνάντησή μου με την Παυλίνα Νάσιουτζικ εμπεριείχε το ρίσκο του αν θα μιλούσε για την αλήθεια της, αν ήταν τώρα έτοιμη γι αυτό, αν θα είχε τη διάθεση να μην επαναλάβει άλλη μία επιδερμική συνέντευξη-από αυτές που δίνουν οι μπεστσελλερίστριες στα life style περιοδικά με τις λαμπερές φωτογραφήσεις. Και, τελικά, δεν με διέψευσε.
-Είναι λύτρωση το χιούμορ που χρησιμοποιείτε στα βιβλία σας;
-Μα το χρησιμοποιώ και στην προσωπική μου ζωή. Μου αρέσει, έτσι μου βγαίνει. Αυτό ξεκίνησε από την οικογένειά μου, από τη μαμά μου που έκανε τρομακτικό χιούμορ, ακόμη και σε δύσκολες στιγμές. Έχουμε ένα οικογενειακό black χιούμορ.
-Ήταν σημαντική η καλοσύνη στη ζωή σας;
-Πολύ. Σε αυτό που θεώρησα εγώ ως την πιο δύσκολη περιπέτεια της ζωής μου, η δίκη και οι κατηγορίες για τον πατέρα μου, με έσωσε η καλοσύνη κάποιων ανθρώπων. Η απέραντη καλοσύνη του Γιώργου Χειμωνά, της Λούλας Αναγνωστάκη. Η καλοσύνη με διέσωσε. Ήμουνα ασθενής του Γιώργου Χειμωνά, με γνώριζε από μικρή-αν και αυτό θεωρείται ιατρικά αντιδεοντολογικό.
-Τι άλλο σας διέσωσε από την δύσκολη περίοδο με την καταδίκη, τις αναιρέσεις, τις συνεχείς δίκες του πατέρα σας;
-Το ότι δεν θέλησα να αφήσω τον εαυτό μου να περάσει στην άλλη όψη. Υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή μας που μπαίνουν για να μας κάνουν πράγματα που είναι χυδαία, ευτελή. Είναι πάρα πολύ εύκολο να εξοικειωθείς με τη συμπεριφορά τους, να θελήσεις να τους το ανταποδώσεις. Τελικά όμως, αν πέσεις σε αυτή την παγίδα, φθείρεσαι. Αν κρατήσεις την καλοσύνη σου, είναι η καλύτερη τιμωρία. Διασώζεις τον αληθινό σου εαυτό.
-Αυτό είναι πολύ δύσκολο.
-Είναι. Κάνω ένα κόλπο με το μυαλό μου: Επαναφέρω στη μνήμη μου τον εαυτό μου όταν έκανε πατίνια, όταν έπαιζα στην παιδική χαρά, όταν έκανα κούνια, όταν έπαιζα με τις φίλες μου. Δεν θέλω ποτέ στη ζωή μου να προδώσω αυτό το παιδί, αυτό το παιδί που υπήρξα.
-Με αυτό τον τρόπο γίνεστε ευάλωτη.
-Μα είμαι ευάλωτη.
-Τότε ποια είναι η ασπίδα σας;
-Δεν έχω καμία ασπίδα, πληγώνομαι εύκολα.
-Τι θυμάστε από εκείνη την περίοδο; Την περίοδο της περιπέτειας του πατέρα σας;
-Την οδύνη. Ήταν μία περίοδος με δικαστήρια που κράτησαν 10 χρόνια, είχε προφυλακιστεί, είχαν γίνει τέσσερις δίκες- η μία ήταν καταδικαστική, οι άλλες αθωωτικές- ο εισαγγελέας αναιρούσε διαρκώς αθωωτικές αποφάσεις και θεωρητικά θα μπορούσε αυτό να το κάνει επ άπειρον. Με αυτό τον τρόπο μπορεί ο κατηγορούμενος να προφυλακίζεται ξανά και ξανά. Τρομακτικό επώδυνο, τρομακτικά εξοντωτικό. Όποιος όμως πέρασε μέσα από τέτοια πράγματα, ενδυναμώνει ως χαρακτήρας. Μπορεί μετέπειτα να είναι ευαίσθητος και ευάλωτος μόνο με δικούς του ανθρώπους, όχι με άλλους.
-Είναι ο ήρωας της ζωής σας ο πατέρας σας;
-Δεν έχω ήρωες. Είναι ένας άνθρωπος, όμως, που αγαπάω τρομερά. Θεωρώ ότι διασύρθηκε πολύ άδικα, μου έχει σταθεί και μου στέκεται ακόμη απίστευτα. Τα βράδια δεν κοιμάται αν δεν ακούσει το ασανσέρ, αν δεν είναι βέβαιος ότι γύρισε ο γιος μου.
-Αμφιβάλλατε ποτέ για την αθωότητα του πατέρα σας;
-Ποτέ! Ποτέ δεν αμφέβαλα. Όχι επειδή είναι ο πατέρας μου και υπάρχει συναισθηματικός δεσμός, αλλά επειδή αυτό είναι η αλήθεια. Εγώ μεγάλωσα με το πνεύμα της κλασσικής λογοτεχνίας, η κλασσική λογοτεχνία είναι ο πιο οξυδερκής κριτής του εαυτού της. Μου έμαθε να κρίνω τον εαυτό μου, τους άλλους, το παιδί μου. Δεν καλύπτω τα πράγματα. Επίσης, έχω έναν πολύ ισχυρό κώδικα αξιών-δικό μου. Όχι το τι θα πει ο γείτονας. Είχα διαβάσει όλα τα στοιχεία, όλες τις δικογραφίες. Αν είχα την ελάχιστη αμφιβολία δεν θα τον είχα υπερασπιστεί. Κι ας ήταν πατέρας μου. Τον υπερασπίστηκα επειδή υπερασπιζόμουνα έναν αθώο, δευτερευόντως επειδή ήταν ο πατέρας μου. Το ίδιο θα έκανα και για ένα φίλο μου ή για κάποιον ξένο.
-Υπήρξατε ένα «παιδί- φάντασμα»; Είναι κάτι με το οποίο χαρακτηρίζετε την ηρωίδα στο βιβλίο σας.
-Έτσι νιώθω (συγκινείται). Ξέρετε, πολύ ξαφνικά, έπρεπε να παίξω το ρόλο του ενήλικα. Και αυτό το ρόλο έπρεπε να τον παίξω απολύτως γιατί η μαμά μου είχε καταρρεύσει σε έναν καναπέ. Ζούσα ένα ανελέητο καθημερινό σφυροκόπημα, μία χώρα παιδικών ονείρων γεμάτη δάκρυ. Αυτή τη χώρα δεν μπορώ να την ξαναβρώ. Κατέρρευσε ένας κόσμος- όχι μόνο από οικονομικής πλευράς. Εγώ μπορεί να πήγαινα στη σχολή Μωραίτη, να συναγελαζόμουνα τους κοσμικούς και τους εύπορους αλλά, μέσα μου, είχα απόσταση από όλα αυτά. Έκανα πράγματα που δεν έκανε κανένα παιδί της σχολής Μωραίτη: Κολλητοί μου ήταν τα παιδιά των σχολείων της Γκράβας-φτωχά παιδιά. Οι γονείς μου μπορεί να είχαν μία σεβαστή περιουσία, αλλά ήταν κυρίως διανοούμενοι. Ποτέ δεν μου είπαν οι γονείς μου «πως είναι αυτά παιδιά;» ή «που είναι το Γαλάτσι;».
-Τι σας πείραξε πιο πολύ σε όλη αυτή την ιστορία που ζήσατε;
-Τα επισκεπτήρια στις φυλακές. Να βλέπεις ένα πρόσωπο κομματιασμένο πίσω από τα κάγκελα (συγκινείται). Οι άνθρωποι γύρω μου, εκεί στις φυλακές, ήταν πολύ συμπαθητικοί, ήταν όλοι αυτοί που περίμεναν να δουν τους δικούς τους ανθρώπους. Το σοκ μου δεν ήταν πως βρέθηκα εγώ εδώ με αυτούς τους ανθρώπους, το σοκ μου ήταν οι ιστορίες τους. Οι ποινικοί κρατούμενοι είναι οι επαναστάτες του αύριο.
-Τι εννοείτε;
-Ότι αυτοί που ήταν μέσα στη φυλακή δεν είχαν τις οικονομικές δυνατότητες για να βγουν, να στηρίξουν τον εαυτό τους. Όλοι όσοι πληρώνουν τη νύφη, δεν είναι πάντοτε οι αίτιοι των εγκλημάτων. Όλοι ξέρουν ότι το σύστημα είναι σάπιο. Ξέρετε όμως τι μου έκανε τρομερή εντύπωση στα επισκεπτήρια; Η αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων. Έρχονταν οι γυναίκες για να δουν τους συζύγους τους μέσα στις φυλακές με τα παιδιά τους καλοντυμένα. Φοβερά αξιοπρεπείς!
-Πως ήταν ο πατέρας σας εκείνη την περίοδο;
-Τα αντιμετώπισε όλα με τρομερή αξιοπρέπεια. Τρομερά διακριτικός. Μας έλεγε ο Λυκουρέζος «δεν έχω ξαναδεί πιο αδέξιο κατηγορούμενο. Άλλοι στη θέση του θα χτυπιούνταν, θα έσκιζαν τα ρούχα τους. Αυτός δεν μιλάει». Ο πατέρας μου ήταν πάντα εσωστρεφής και πολύ αξιοπρεπής. Έτσι είναι ο χαρακτήρας του. Ακόμη και τώρα. Δεν υπήρξε ποτέ ο άνθρωπος που θα σήκωνε το δάχτυλο και θα έλεγε «ο τάδε μου έκανε κακό, ο τάδε με έβλαψε». Η ιστορία του πατέρα μου με έμαθε ότι δεν πρέπει ποτέ να βυθιζόμαστε στη σιωπή. Ξέρω ότι οι άνθρωποι προτιμούν τη σιωπή, αλλά εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Η σιωπή είναι θάνατος. Αυτό λέω και στο γιο μου. Μέχρι τότε ούτε εγώ πολυμιλούσα, ίσως έτσι να ήταν οι αρχές της οικογένειάς μας: Δεν μιλάμε, τα ανεχόμαστε όλα σιωπηλά, τα υπομένουμε, δεν επαναστατούμε. Σαφώς διαφοροποιήθηκα.
-Οι φίλοι σας πως αντιδρούσαν με την περιπέτειά σας; Τα άλλα παιδιά, οι συμμαθητές σας;
-Όλοι ήταν εξαιρετικοί, όλοι στάθηκαν στο πλευρό μου. Εξαιρετικά διακριτικοί-όσο ήθελα εγώ να μιλήσω. Όλοι πίστευαν στην αθωότητα του πατέρα μου.
-Περάσατε εύκολα από την κατάθλιψη στην αντίπερα όχθη; Έστω μέσα από την επαφή σας με τον Γιώργο Χειμωνά;
-Ήταν τόσο τρομακτικές τότε οι συνθήκες που κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για ευτυχία. Δεν πέθανα, δεν αυτοκτόνησα, βγήκα από την κατάθλιψη και απέκτησα έναν οδηγό ζωής. Είχα κάτι στο οποίο μπορούσα να καταφύγω. Στο τέλος, ο Γιώργος, με έπεισε να κάνω ένα παιδί και έτσι έμεινα έγκυος στο γιο μου. Εκεί αποκαταστάθηκαν πολλές ισορροπίες, πολλά πράγματα ανατράπηκαν.
-Ένα παιδί ισορροπεί έναν άνθρωπο που πάσχει από κατάθλιψη;
-Μακροπρόθεσμα όχι. Αλλά όταν είναι ένα οξύ ατομικό γεγονός όπως εκείνο που ζούσα εγώ, ναι. Βέβαια ένα παιδί, μελλοντικά, μπορεί να σε ξαναρίξει στην κατάθλιψη, μπορεί και να σε ξεκάνει. Μέχρι τα πρώτα 10 χρόνια του παιδιού έχεις τη χαρά ότι διαμορφώνεις έναν άνθρωπο, ότι του δίνεις αρχές που μπορεί να είναι και ενάντια σε ό,τι προηγήθηκε, να είναι κάτι καινούργιο. Μία φορά, για παράδειγμα, που έγραφε ο γιος μου διαγώνισμα στην ιστορία, μου λέει «έλα μαμά να διαβάσουμε ιστορία» και του απαντάω «χέσε την ιστορία, θα διαβάσουμε Μάριο Χάκκα». Μου λέει «μαμά, είσαι τρελή;». Εγώ ήξερα ότι την ιστορία θα την ξεχάσει, το κείμενο του Χάκκα όμως δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Ο Χάκκας θα του μείνει.
-Υπέροχη!
-Μα το πιστεύω αυτό. Και ο ίδιος το θυμάται ακόμα. Μερικά βιβλία είναι πολύ μεγάλο δώρο στη ζωή μας.
-Τι ωραίο θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
-Να πηγαίνω με τη μαμά μου «μαγικό περίπατο». Πηγαίναμε περιπάτους κάθε απόγευμα και μιλούσαμε για συγγραφείς. Για τη ζωή και τα βιβλία τους. Όλα αυτά από την πρώτη δημοτικού. Μου άρεσαν πάρα πολύ! Πολλές φορές με ρωτούσε η δασκάλα μου «πως εσύ ξέφυγες από τη μοίρα των παιδιών που έχουν διάσημους γονείς και βρίσκονται στη σκιά τους;». Τότε δεν ήξερα. Τώρα καταλαβαίνω ότι η βαριά σκιά των γονιών μου δεν υπήρχε ποτέ μέσα στο σπίτι. Ποτέ δεν έλεγαν «τα βιβλία μας» ή «κοίτα το άρθρο μου». Οι φίλοι τους, ο Τερζάκης, ο Σαμαράκης, ο Πεντζίκης, ήταν άνθρωποι φυσιολογικοί. Τρώγαμε μαζί κεφτεδάκια. Έπαιζα με τον Χειμωνά και με το γιο του στην παιδική χαρά. Σκεφτείτε ότι στο δημοτικό είχα βάλει τον μπαμπά μου να μου λύσει κάποιες ασκήσεις μαθηματικών, μου τις έλυσε λάθος και δεν καταλάβαινα γιατί. Είχα θυμώσει. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι το έκανε επίτηδες για να μου δείξει ότι ο ίδιος δεν είναι τίποτα σπουδαίο.
-Οι δυσκολίες μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους;
-Εγώ νομίζω είναι το τι είμαστε από πριν, σαν DNA. Οι άνθρωποι που είναι καλοί γίνονται καλύτεροι και οι άνθρωποι που είναι κακοί, γίνονται χειρότεροι. Δεν ισχύει ότι όλους μας εξαγνίζει η δυστυχία. Δυστυχώς, οι άνθρωποι που έχουν κάποια στοιχεία κακού χαρακτήρα, με το πέρασμα των χρόνων όλα αυτά γίνονται πολύ πιο έντονα.
-Η δυσκολία μας τσεκάρει;  
-Αυτό ακριβώς. Είναι πως αντεπεξέρχεται ο καθένας. Σε άλλον του βγαίνει η καλή του πλευρά, σε άλλον το να επιβιώσει ο ίδιος, να γίνει πιο καλοπερασάκιας, πιο καθίκι.
-Έχετε έναν παράξενο συνδυασμό ψυχοσύνθεσης. Ταυτόχρονα υπερευαίσθητη, αλλά και σκληρή.
-Αυτό μου το είχε πει κάποτε και η Λούλα Αναγνωστάκη. Ότι είμαι πολύ ευαίσθητη, ότι βυθίζομαι στην ευαισθησία, αλλά ταυτόχρονα έχω τρομερή δύναμη μέσα μου. Μακάρι να ισχύει. Εγώ ξέρω που να διοχετεύω την ευαισθησία μου. Ίσως να είχα πάντοτε δύναμη μέσα μου, απλώς να μην το γνώριζα. Μέχρι που ξεπήδησε η ιστορία του πατέρα μου.
-Ο πόνος αναγνωρίζει τον πόνο;
-Ναι. Πάρα πολύ. Μπορεί να έχω συναντήσει έναν άνθρωπο για πέντε λεπτά και να τον καταλαβαίνω από την έκφραση των ματιών του. Κατευθείαν. Δεν χρειάζεται να μιλήσει. Και σ εσάς το καταλαβαίνω. Σας καταλαβαίνω κι ας γελάτε. Απ την αρχή, μόλις μπήκα στο cafe σας κατάλαβα.
-Τι εννοείτε;
-Βρίσκεται στην έκφραση των ματιών σας. Δεν είναι γυάλινα, μοιάζουν με πληγωμένου ελαφιού. Έτσι δεν είναι;
-Τι σας έδωσε χαρά σήμερα;
-Το προσωπάκι του Νικολάκη, του γιου μου, την ώρα που κοιμόταν. Αυτό είναι ευτυχία.
-Μόνο μία φορά περνάει το λεωφορείο της ευτυχίας;  
-Εγώ θέλω να πιστεύω ότι περνάει πολλές φορές, ότι δεν περνάει μόνο μία. Απλώς, πρέπει να είμαστε σε εγγρήγορση, δεν φτάνει να στεκόμαστε στη στάση, πρέπει να απλώνουμε και τα χέρια. Επίσης πρέπει να είμαστε σε θέση να το αναγνωρίσουμε και να το κυνηγήσουμε. Σίγουρα δεν περνάει μόνο μία φορά. Βέβαια, όταν είμαστε πολύ ερωτευμένοι αισθανόμαστε ότι αυτό είναι, ότι δεν θα ξαναπεράσει. Αλλά σίγουρα-να είστε βέβαιος γι αυτό-ξαναπερνάει. Μπορεί να μην είναι κεραυνοβόλο, αλλά να έχει άλλη μορφή, πολύ πιο ουσιαστική. Να είναι κάτι διαφορετικό και να μην είναι το στερεότυπο που έχουμε στο μυαλό μας. Με τα τάδε κιλά, την τάδε οικονομική κατάσταση, την τάδε δουλειά.
-Ευτυχήσατε στον έρωτα;
-Ναι. Πιστεύω ότι είμαι γεμάτη.
-Τι είναι κόλαση;
-Να μην μπορείς πια να αγαπάς. Το να σε αγαπούν οι άλλοι δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το να αγαπάς εσύ.
-Δεν είναι επώδυνο να δίνεις εσύ αγάπη και να εισπράττεις ένα τίποτα;
-Όταν δίνεις αγάπη πάντοτε θα εισπράξεις!
-Πάντα;
-Πάντα! Κάποια στιγμή θα την εισπράξεις.
-Πάγωσαν ποτέ τα συναισθήματά σας;
-Δυστυχώς ποτέ. Αν πάγωναν θα υπέφερα λιγότερο. Η ψυχοθεραπεία με βοήθησε στο να επιβιώσω- και ο Γιώργος Χειμωνάς αποκλειστικά. Οι περισσότεροι ψυχίατροι βλέπουν τους ασθενείς τους σαν εξωτικές διακοπές ή σαν ακριβές γόβες. Ο Χειμωνάς, όμως, ήταν κατά της ψυχανάλυσης και των μακρόχρονων θεραπειών, ήταν υπέρ του πώς να σε βοηθήσουμε, πως θα φτιάξουμε τη ζωή σου τώρα. Έκανε κάτι μαγικό.
-Η αυτοκτονία είναι λύση σε μια θλιβερή ζωή;
-Εξαρτάται πόσο θλιβερή είναι αυτή η ζωή. Μπορεί σε κάποιο σημείο να είναι τόσο θλιβερή που ένας άνθρωπος να την εκλαμβάνει σαν λύση. Έτσι κι αλλιώς, όμως, λύση δεν υπάρχει.
-Τι χρώμα έχει σήμερα η μέρα σας;
-Πράσινο. Παναθηναϊκός, όπως είναι ο γιος μου.
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου, ένθετο "Υστερόγραφο", τον Ιούλιο του 2008.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΝΙΑΚΑΡΗΣ: JUST 19

























Είναι μόλις 19 ετών, αθλητής πόλο, φοιτητής στο πανεπιστήμιο, μοντέλο και, σύντομα ηθοποιός. Ο Στέλιος θέλει να είναι το νέο πρόσωπο που θα μας απασχολήσει την επόμενη σεζόν και να τον παρακολουθούμε σε σήριαλ μαζί με τη Βάνα Μπάρμπα. Θα τα καταφέρει;

Δεν θέλει, μου λέει, καφέ. Δεν πίνει ποτέ. Το πρωί προγευματίζει με ένα ποτήρι φρέσκο γάλα και ένα μπολ δημητριακά. Αυτή είναι η ρουτίνα στη διατροφή του και δεν θα ήθελε να ξεφεύγει απ αυτήν για κανένα λόγο, αυτό του λέει ο προπονητής του και δεν υπάρχει περίπτωση να τον απογοητεύσει γιατί χρωστάει πολλά στην ομάδα του και στον ίδιο. Την Πέμπτη που συναντηθήκαμε, τον ξύπνησα από τις 7:30 το πρωί για να κάνουμε το ραντεβού μας στις 9:00, λίγο προτού φύγει για διακοπές με τον συνομήλικο κολλητό του, το Γιώργο, στην Ανάφη. Είναι όμως ακόμη πολύ νυσταγμένος, γιατί το προηγούμενο βράδυ διασκέδαζε μέχρι τις 4:00 τα ξημερώματα σε κάποιο club της παραλιακής χορεύοντας με κορίτσια αφού «τώρα που τέλειωσαν τα πρωταθλήματα είναι ευκαιρία να ξεδώσω λίγο, να ξεφύγω από την στρατιωτική πειθαρχία των προπονήσεων», φοράει κοντομάνικο κολλητό φανελάκι, αθλητικά παπούτσια, τζιν ξεβαμμένο παντελόνι, ένα σταυρό και ένα μπλε ματάκι στο λαιμό. Μου ζητάει συγνώμη για την καθυστέρηση των 20 λεπτών αλλά «είχε πορεία στο Σύνταγμα», παραγγέλλει στη σερβιτόρα που τον βλέπει κάπως περίεργα το γάλα του και ένα παγωτό βανίλια με cookies. Παίρνει το κουταλάκι και το βουτάει αμέσως μέσα για να το δοκιμάσει. «Μμμμ, είναι πολύ νόστιμο!» της λέει, «υπάρχει μεγαλύτερο μέγεθος;». Τον κοιτάω παράξενα. Είναι επιτηδευμένο τώρα όλο αυτό το μωρουδιακό που βγάζεις, Στέλιο; «Δεν θέλω να με λένε μωρό! Ίσα ίσα που για την ηλικία μου αισθάνομαι μεγάλος. Δουλεύω από τα 14 μου χρόνια παράλληλα με το σχολείο και τις προπονήσεις μου στο πόλο. Έχω εργαστεί σε βουλκανιζατέρ, σε ειδικές βελτιώσεις αυτοκινήτων, σε café, bars και clubs. Σε ό,τι δουλειά μου έλεγαν ότι έψαχναν άτομα, εγώ πήγαινα. Δεν έχω πρόβλημα με καμία δουλειά. Δεν είμαι κάποιος καλομαθημένος. Από μικρός ένιωθα τη ανάγκη να είμαι ανεξάρτητος, να αποφασίζω εγώ για το μέλλον μου και να μπορώ να βγάζω τα δικά μου λεφτά. Τα “παιδιά του μπαμπά” τα μισώ, ούτε στην παρέα μου δεν τα θέλω». Ο Στέλιος μεγάλωσε στην Ηλιούπολη, εκεί μένει με την οικογένειά του και τον μικρότερο αδελφό του, σπουδάζει στη γυμναστική ακαδημία (τον Σεπτέμβριο θα πάει στο δεύτερο έτος), είναι αθλητής στην ομάδα πόλο της Γλυφάδας (πέρσι έπαιζε για ένα χρόνο στο Βόλο, «πληρωνόμουνα μάλιστα 8000 ευρώ το εξάμηνο» λέει, αλλά φέτος επανήλθε στην ομάδα από την οποία ξεκίνησε, από τα 5 του χρόνια που βράχηκε για πρώτη φορά μέσα στο χλωριωμένο νερό) ενώ παράλληλα κάνει modeling. «Μία από τις πολλές δουλειές που έχω κάνει ήταν και βοηθός σε κομμωτήριο. Εκεί, με είδε κάποιος κύριος, μου έδωσε την κάρτα ενός πρακτορείου μοντέλων και μου είπε να πάω να το δοκιμάσω. Ότι έχω όλα τα προσόντα και θα μπορούσα να βγάλω καλά λεφτά. Δεν είχα τίποτα να χάσω. Πήγα, τους άρεσα και κάπως έτσι ξεκίνησα και με αυτό. Πλάκα έχει. Καταλαβαίνω βέβαια πως όλα τα χρωστάω στο πόλο, γι αυτό έχω αυτό το καλό σώμα και με επιλέγουν». Και με τις γυναίκες τι γινόταν σε όλες αυτές τις δουλειές; Στα κομμωτήρια ήταν το καλύτερό σου. Ε, Στέλιο; Γελάει, κάνει λακκάκια στα μάγουλα, τρώει άλλη μία κουταλιά από το παγωτό του και σκέφτεται. «Έβγαζα παραπάνω tips. Δεν νομίζω να με αντιμετώπιζαν σεξουαλικά. Κάποιες συνομήλικές μου μπορεί, αλλά οι μεγαλύτερες δεν με έβλεπαν πονηρά, παρόλο που αυτές είναι που μου αρέσουν. Έχει τύχει να πάω με γυναίκα 35 ετών, αλλά αυτό νομίζω πως ήταν εξαίρεση. Η μεγαλύτερη γυναίκα μου αρέσει διότι θα σου δώσει κάτι παραπάνω, θα σου μάθει περισσότερα πράγματα- και δεν εννοώ σεξουαλικά. Ο διαφορετικός τρόπος σκέψης ενός ανθρώπου και η ωριμότητα με εξιτάρουν πολύ». Ο Στέλιος έχει κάνει δύο σχέσεις στη ζωή του, η μία κράτησε οκτώ και η άλλη έξι μήνες («τώρα τι σόι σχέσεις ήταν αυτές σε τόσο μικρή ηλικία δεν καταλαβαίνω» του λέω, αλλά αυτός επιμένει να τις αποκαλεί «σχέσεις» διότι ήταν πιστός σ αυτές- αυτό είναι το κριτήριό του) και ελπίζει κάποια στιγμή να βρει τη γυναίκα εκείνη που θα τον κερδίσει με μία ματιά της, η οποία, εκτός από το πολύ ωραίο πρόσωπο θα ήθελε να έχει και ωραία οπίσθια. Ξαναγελάει. Ξανά τα λακκάκια στο πρόσωπο. «Τον τελευταίο καιρό κάνω πολλά one night stands, άσε έχω μπλέξει. Το πιο δύσκολό μου είναι να μην θέλω εγώ να συνεχίσω μία κατάσταση, να το θεωρήσω ως sex της μίας βραδιάς και να με παίρνει η άλλη όλη μέρα στα τηλέφωνα σαν να έχουμε κάτι παραπάνω από αυτό που έτυχε. Αυτό δεν το αντέχω. Και δεν μπορώ να τις στενοχωρώ κιόλας, δεν μου πάει. Όπως επίσης δεν μπορώ να ανεχτώ και τη ζήλια. Με την αρρωστημένη ζήλια τρελαίνομαι. Μία κοπέλα με την οποία βγαίναμε μαζί, ερχόταν στο κολυμβητήριο καθημερινά, έβγαινα από την πισίνα, κυκλοφορούσα κανονικά με το μαγιό μου, και είχε την απαίτηση να βάζω αμέσως το μπουρνούζι μου στο κορμί μου μόλις έβγαινα από το νερό για να μην με βλέπουν όσες άλλες κάθονταν στις κερκίδες. Τρελές καταστάσεις. Νομίζω στα ερωτικά μου είμαι αρκετά ώριμος και έχω αρκετές εμπειρίες. Σκέψου ότι έκανα για πρώτη φορά sex στα 13 μου χρόνια, στις τουαλέτες του σχολείου, με μία μεγαλύτερη μου. Από τότε έχουν γίνει διάφορα».
Τα λέει όλα όπως του έρχονται στο μυαλό, χωρίς να πολυσκεφτεί αν εκτίθεται περισσότερο από όσο πρέπει αλλά, λέει, πως έτσι είναι και στην καθημερινότητα του: Αυθόρμητος. «Μπορεί να “φταίει” το ζώδιό μου, τοξότης» λέει και παραγγέλνει και δεύτερο παγωτό. Βανίλια με cookies, φυσικά. Δεν σκέφτεται πονηρά για όσους τον πλησιάζουν, δεν βάζει δεύτερες σκέψεις στο μυαλό του, κανείς μέχρι τώρα δεν του έχει φερθεί άσχημα. Ίσως, λέει, να είναι τυχερός γιατί «πάντοτε πέφτω σε καλούς ανθρώπους». Τύχη επίσης θεωρεί την γνωριμία του με τη Βάνα Μπάρμπα. «Μου αρέσει η ηθοποιία. Μέσω κάποιων γνωστών μου που ασχολούνται με τα καλλιτεχνικά πήγα πριν από ένα μήνα στο σπίτι της Βάνας Μπάρμπα, στα γενέθλια της κόρης της, με είδε και με ρώτησε αν θα ήθελα να παίξω μαζί της σε ένα καινούργιο σήριαλ που ετοιμάζει. Δεν ήξερα τι να πω. Τα έχασα διότι, από την άλλη, η Βάνα είναι για μένα κάτι σαν πρότυπο γυναίκας με τον τσαμπουκά και με τον δυναμισμό που βγάζει. Είναι σύμβολο θηλυκού. Ήταν πολύ ξαφνικό για μένα. Φυσικά είπα ναι, διότι είναι κάτι που θα ήθελα να δοκιμάσω, να δω πως φτιάχνεται ένα σήριαλ για την τηλεόραση, έχω πολύ μεγάλη περιέργεια να μάθω πως γίνεται αυτή η δουλειά. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα παρατήσω τα μαθήματά μου και το πόλο. Ούτε πως, ξαφνικά, θα δηλώνω ηθοποιός. Θα τα συνδυάσω όλα και θα τα καταφέρω. Όπως έκανα τόσα χρόνια». Σωστά. «Άλλωστε είσαι τόσο μικρός που όλο το μέλλον είναι μπροστά σου» του απαντώ. Τελειώνει το παγωτό του, γέρνει το κεφάλι του στα δεξιά και με κοιτάει λες και είπα κάτι τρομερά κακό για το δικό του το μυαλό. «Τι μικρός; 19 χρονών είμαι!». Ουπς, την ξέχασα αυτή τη λεπτομέρεια. Με συγχωρείς, Στέλιο.
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town" τον Αύγουστο του 2008.

ΜΠΑΜΠΗΣ ΣΤΟΚΑΣ: STILL ROCK

Από την εποχή που δημιουργούσε με τους Πυξ Λαξ, τότε που διαφοροποιούσε τις εποχές και τον τρόπο σκέψης μας μέσα από τη μουσική, άλλαξαν όλα. Ο τρόπος ζωής του, τα θέλω του, οι άνθρωποι που τον αφορούν. Όχι, όμως, η σκέψη του, η κοσμοθεωρία του.
-Υπήρξατε ζόρικο παιδί;
-Πολύ. Δεν ήμουνα ήσυχος. Έκανα συνέχεια αταξίες, η μάνα μου με κυνηγούσε σε τραίνα, σε λεωφορεία, σε θάλασσες, χανόμουνα. Ελπίζω η κόρη μου, που θα γεννηθεί σε δύο εβδομάδες, να μην είναι σαν κι εμένα, αλλιώς αλίμονό μου. Γεννήθηκα στη Γερμανία, μετά πήγαμε στην Καλαμάτα και, στην τετάρτη δημοτικού, ήρθαμε στην Αθήνα. Στου Ζωγράφου πρώτα κι έπειτα στο Μενίδι. Η οικογένειά μου δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική, ο παππούς μου μόνο έπαιζε βιολί. Δεν ξέρω πως μου μπήκε το «μικρόβιο», μάλλον κάτι με τράβηξε. Το πρώτο cd που αγόρασα ήταν ένα των Rolling Stones και κόλλησα. Ακολούθησαν οι μπάντες στο σχολείο, τα συγκροτήματα, οι παρέες που «ψαχνόμασταν» με τη μουσική.
-Λαϊκά τραγούδια ακούγατε;
-Στα κρυφά. Ενώ μου άρεσαν, η επανάστασή μου μου έλεγε να μην το λέω. Το «πάρε τα χνάρια μου» για παράδειγμα, είναι τραγούδι αναφοράς για μένα. Τα άκουγε ο πατέρας μου σε ένα μπομπινόφωνο που είχε και μάλλον, όλα αυτά, μπήκαν στο υποσυνείδητο μου. Από πιτσιρικάς έπαιρνα παραγγελιές και τραγουδούσα για την οικογένεια, έτσι έμαθα να τραγουδάω. Το ξένο ρεπερτόριο και ο Dylan, ήρθαν μετά.
-Τι σας έκανε να επαναστατείτε στην εφηβεία σας;
-Όλα. Η κάθε άρνηση ήταν επανάσταση. Πολλές φορές έκανα πράγματα που δεν ήθελα να τα κάνω μόνο και μόνο επειδή μου τα αρνηθήκανε, άνευ λόγου. Βέβαια υπήρχε λόγος, βαθύς. Από μικρός ένιωθα πολύ ελεύθερο παιδί, ασυμβίβαστο, μυστήριο και πολύ μοναχικό. Πάντα είχα φίλους, πάντα είχα παρέες, αλλά εγώ την έβρισκα μόνο όταν έμενα μόνος μου. Ήταν η στιγμή που συγκεντρωνόμουνα σε μένα και παρατηρούσα. Και τώρα το κάνω. Έχω ακόμη στο μυαλό μου εικόνες που έζησα, παρατηρώντας πράγματα: Τη φύση, τη γιαγιά μου που με έπαιρνε στα χωράφια, τα γαιδουράκια, τον κόσμο που χόρευε και γλεντούσε στα πανηγύρια. Από τότε ξεκίνησα να ασχολούμαι και με τη φωτογραφία- που παραμένει μία από τις αγαπημένες μου ασχολίες- ίσως γιατί πάντα ήθελα να αποτυπώνω εικόνες. Η παρατήρηση με έκανε να γράψω τραγούδια. Έχω γράψει ερωτικά τραγούδια που δεν είναι δικά μου, που μπορεί να είναι ο έρωτας του διπλανού μου. Εγώ, για παράδειγμα, δεν ερωτεύτηκα ποτέ καμία «Άννα». Απλώς, σε μία τέτοια περίπτωση, ήθελα να τραγουδήσω έναν έρωτα με αξιοπρέπεια γιατί τέτοιοι έρωτες μου αρέσουν.
-Ποιος έρωτας δεν έχει αξιοπρέπεια;
-Ο πραγματικός έρωτας έχει πάντοτε αξιοπρέπεια και πάντα δίνει χωρίς να ζητάει πολλά. Η αγάπη με τον έρωτα είναι δύο ξέχωρα πράγματα, η αγάπη είναι ένα κατασκεύασμα γι αυτό και κανείς δεν ασχολήθηκε μ αυτήν. Όσα από τα χαρακτηριστικά δίνουν κάποιοι στην αγάπη δεν είναι δικά της, είναι χαρακτηριστικά του έρωτα. Η αγάπη είναι η φροντίδα στον άλλον, χωρίς να θεωρείς ότι είναι δικός σου ή ιδιοκτησία σου. Στον έρωτα, ούτε το φαΐ δεν σκέφτεσαι, είναι το πιο ολοκληρωμένο συναίσθημα. Ο αποσυντονισμός που συμβαίνει όποτε ερωτευόμαστε, είναι η πιο συντονισμένη περίοδος της ζωής μας. Ανεβαίνουν όλα: Βλέπεις τα πάντα πιο όμορφα, βλέπεις πράγματα που άλλοτε δεν τους έδινες καμία σημασία. Ο έρωτας, είναι μία γερή ντόπα. Ύστερα συνήθως επεμβαίνει το μυαλό και εκεί καταστρέφονται όλα. Ο έρωτας όμως, σαν πρώτη ύλη, δεν έχει καμία καταστροφή.
-Η καταστροφή πότε έρχεται;
-Όταν εισβάλλει το μυαλό μέσα σε όλα αυτά και προσπαθείς να κοντρολάρεις τα συναισθήματά σου, να ελέγξεις τον άνθρωπο που αγαπάς. Και σε μένα έχει συμβεί αυτό και σε όλους μας, όλοι μας το έχουμε πάθει. Γι αυτό και, όταν το κατάλαβα, απέρριψα το μυαλό μέσα στον έρωτα. Το μυαλό χρειάζεται για να κάνεις τη ζωή σου καλύτερη, για τις δουλειές. Όσοι έχουν χρησιμοποιήσει το μυαλό στον έρωτα, το πλήρωσαν.
-Με τι επαναστατείτε σήμερα;
-Αλίμονό μας αν σήμερα δεν επαναστατούμε. Αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας είναι φοβερό. Ο καθένας μας, μέσα από τη θλιβερή μοναξιά που ζει χωρίς να το παραδεχθεί, απομονώνεται στον εαυτό του, κλείνεται στο καβούκι του, με αποτέλεσμα να μην θέλει να δώσει πράγματα στον άλλον και να αφεθεί. Η έλλειψη δημιουργικότητας και συναισθημάτων, οδηγεί τους ανθρώπους σε λάθη. Γι αυτό και βλέπουμε ξαφνικά να σκοτώνονται παιδιά, να καίγονται κτήρια, ο κόσμος να βγαίνει έξω από τα σπίτια του, να χρωστάει, να ανεβαίνει η εγκληματικότητα. Μπορεί ένας φυσιολογικός άνθρωπος να κάνει κακό σε ένα παιδί;
-Τι μπορεί να τα σταματήσει όλα αυτά;
-Να μην φοβόμαστε να κλαίμε, να μην φοβόμαστε να ανοίξουμε την πόρτα στο διπλανό μας που έχει ανάγκη. Εγώ πάντα ήμουνα ανοιχτός- και στο να κλαίω και στο να γελάω.
-Ποτέ δεν είχατε άμυνες;
-Όλοι νόμιζαν ότι είμαι σκληρός, ότι δεν μπορούν να με πλησιάσουν, αλλά αυτό βγαίνει από άμυνα που αναγκαστικά πρέπει να βγάλεις κάποια στιγμή, για να μην σε ισοπεδώσουν. Οι άμυνες οι δικές μου βγήκαν όταν ξεκίνησαν όλα αυτά τα «φώτα της δημοσιότητας». Περισσότερο τότε. Ευτυχώς, όλα αυτά τα χρόνια, τα Μέσα με αντιμετώπιζαν πάντα με σεβασμό και είμαι ευγνώμων γι αυτό, αλλά δεν έδωσα κι εγώ το δικαίωμα, ήταν όλοι τους πολύ ευγενικοί απέναντι μου, ακόμη και όταν με πετύχαιναν σε φάσεις θλιβερές που θα ήταν σίγουρα πρωτοσέλιδα.
-Ποιες ήταν αυτές οι φάσεις;
-Διάφορες, αυτές που κάνει κάθε ανήσυχος νέος. Τη δημοσιότητα που όλοι λένε ότι είχαμε τότε ως Πυξ Λαξ, εμείς δεν την είχαμε καταλάβει, συνεχίζαμε να είμαστε οι άνθρωποι που ήμασταν και πριν από την επιτυχία. Δεν πηγαίναμε στα πάρτυ, δεν πηγαίναμε στα κοσμικά, παίζαμε τάβλι με τους φίλους μας, γυρνούσαμε στις γειτονιές μας, στο Μενίδι και στους Αγίους Αναργύρους. Μπορεί οι δικοί μας να μας έκαναν πλάκα και να βγάζαμε πιο εύκολα μία γκόμενα, αλλά μέχρι εκεί. Ποτέ δεν εκμεταλλευτήκαμε τη φήμη μας, γι αυτό και τα πρώτα 5-6 χρόνια λίγοι ήξεραν ποιοι είναι πραγματικά οι Πυξ Λαξ. Μόνο όταν «ξέφυγε» η κατάσταση γίναμε γνωστοί ως φιγούρες, ως ονόματα.
-Αυτό έκανε κακό στην ομάδα;
-Εγώ είμαι την άποψης, όταν βλέπεις την επιτυχία να φεύγεις και όταν βλέπεις την αποτυχία να γυρνάς. Η περίοδος της αποτυχίας, είναι η περίοδος της αλήθειας. Εκεί θα δεις ποιοι σε αγαπάνε και ποιοι σου χτυπάνε την πλάτη. Τις αποτυχίες μου, όποτε συνέβαιναν, αν και δύσκολες, τις αγαπάω. Όταν είσαι happy και φορτωμένος στα λεφτά, δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Το πολύ πολύ να έχεις περισσότερες γυναίκες στο πλευρό σου ή να κάνεις περισσότερες βόλτες, αλλά αυτή δεν είναι μία περίοδος που πραγματικά θα πάρεις κάτι. Και αυτό δεν σε βοηθάει ούτε στο τραγούδι, ούτε στην τέχνη. Μέσα από τη θλίψη, βγαίνει η ομορφιά. Εμένα με τρομάζει η επιτυχία και ευτυχώς η δική μας, τότε με τους Πυξ Λαξ, δεν έγινε ξαφνικά. Είμαστε χύμα τώρα, δεν θα ήμασταν χύμα τότε;
-Δυσαρεστήσατε κάποιους;
-Κοιμάμαι ήσυχος, δεν νομίζω να έχω κάνει κακό σε κάποιον με τη θέλησή μου. Αν έχω κάνει κάτι άθελά μου, ζητάω συγνώμη.
-Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε τελευταία ένα τραγούδι;
-Όλα αυτά που έβλεπα γύρω μου, η απώλεια. Δεν κάθομαι κάθε μέρα να πιάσω την κιθάρα και να ξεκινήσω να γράφω. Παλιά το έκανα λόγω της παρέας. Τώρα, μπορεί για ένα χρόνο να μην ακουμπήσω την κιθάρα και για 15 μέρες να κλειστώ σε ένα δωμάτιο και να μην θέλω να μου μιλήσει κανείς, ούτε καν η γυναίκα μου. Όταν γράφω θέλω να είμαι μόνος μου, δεν θέλω να βρίσκεται κανένας δίπλα μου. Δεν γράφω αριστουργήματα, είμαι ένα κασεττοφωνάκι που καταγράφει αυτά που ζω και διαβάζω.
-Παραμένετε μοναχικός;
-Όσο γίνεται. Και τώρα είμαι μοναχικός σχετικά, αν και τώρα έχω οικογένεια και πρέπει να φροντίζω και άλλους ανθρώπους. Πάντα φρόντιζα ανθρώπους γύρω μου, αλλά τώρα είναι πολύ πιο ουσιαστική η φροντίδα.
-Στο «Κέντρο Αθηνών» που τραγουδάτε φέτος, λέτε τα λαϊκά τραγούδια που έχετε στο τελευταίο σας cd;
-Όχι. Εμένα μου αρέσει να πηγαίνω ανάποδα. Εμένα, αυτοί χώροι, δεν μου ταιριάζουν πολύ. Εδώ ήρθα επειδή γούσταρα πάρα πολύ τον Δημήτρη Μητροπάνο- τον μεγαλύτερο εν ζωή λαϊκό μας τραγουδιστή αυτή τη στιγμή- και τον Μανόλη Λιδάκη, ήθελα να τραγουδήσω μαζί τους. Αλλά, δεν νομίζω να το ξανακάνω, δεν τη βρίσκω εγώ σ αυτούς τους χώρους. Αν ήμουνα σε άλλο χώρο χωρίς όλα αυτά τα «παραπάνω» που εμένα με ενοχλούν, θα ήμουνα πολύ καλύτερα.
-Τα λουλούδια στην πίστα σας ενοχλούν;
-Δεν τα έχω επιτρέψει σ εμένα. Ήταν από τους όρους μου, όσο ελέγχεται. Ο άλλος βέβαια το κάνει από αγάπη, αλλά εγώ νιώθω άβολα. Δεν το κάνω όμως για να σνομπάρω τον κόσμο, είναι δικό μου θέμα.
-Αισθάνεστε άβολα με το κοινό;
-Δεν αισθάνομαι άβολα με κανένα κοινό, απλώς δεν μου αρέσουν όλα αυτά και προσπαθώ να το ξεχνάω όταν ανεβαίνω επάνω στη σκηνή. Η υποχρέωσή μου όμως, είναι να περάσω πρώτα εγώ καλά και μετά να περάσουν καλά και οι άνθρωποι που έρχονται για να μας δουν και να μας χειροκροτήσουν. Τώρα είμαι συνεπής σε αυτό που κάνω και το κάνω με αγάπη. Δεν θα δώσω λογαριασμό σε κακοπροαίρετους που θα μου πουν «εσύ;». Με το Μητροπάνο ήρθα να τραγουδήσω, όχι με την Πέγκυ Ζήνα. Αυτό ήταν κάτι που ήθελα να το κάνω από μικρός, το «αλίμονο» ήταν ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια, μου χει κάνει πολλά βράδια συντροφιά και είχα ηθική υποχρέωση να το κάνω. Εμένα αυτό που δεν μ αρέσει, ούτε εικαστικά, ούτε αισθητικά, είναι το λαικοποπ και η λαικοξεφτίλα με τα μπαλέτα.
-Σας λείπουν οι Πυξ Λαξ;
-Όχι ιδιαίτερα. Με τους Πυξ Λαξ, τα κάναμε όλα. Είναι σαν να έχεις πάρει 50 φορές το Champions League, μετά δεν το χαίρεσαι τόσο πολύ. Με τα παιδιά κάναμε πράγματα που ούτε οι ίδιοι δεν τα πιστεύαμε. Αυτή τη στιγμή έχω ανάγκη να τραγουδήσω άλλους ανθρώπους που δεν θα μπορούσα να το κάνω με την μπάντα, να κάνω δικά μου πράγματα, μυστήρια, χωρίς να πρέπει να δώσω αναφορά σε κάποιον. Είναι λίγο πιο προσωπική κατάσταση τώρα, μου είχε λείψει. Με τους Πυξ Λαξ είχαμε την ασφάλεια της ομάδας: Έγραφα εγώ κάτι, το παιρνε ο Φίλιππος το κανε λίγο καλύτερο, το παιρνε ο Μάνος το συμπλήρωνε, η ευθύνη δεν ήταν μόνο δικιά σου. Δεν έλεγες «μάπα το τραγούδι του Στόκα», έλεγες «δεν μ άρεσε το τραγούδι των Πυξ Λαξ».
-Αισθάνεστε ακόμη ροκ;
-Ροκ, τι σημαίνει; Να έχω μακριά μαλλιά και σκουλαρίκια; Αυτά τα χω και μπορεί να τα ξυρίσω αύριο ή να βγάλω τα σκουλαρίκια και να είμαι πιο ροκ, αυτό δεν λέει κάτι. Ροκ είναι η καταγραφή της ανθρωπιάς, και γι αυτό αισθάνομαι βαθιά ροκ. Ροκ ήταν και ο Ζαμπέτας, ο οποίος είχε άλλο όργανο στα χέρια του. Όσο μεγαλώνω, τα ψάχνω τα πράγματα πιο πολύ.
Δημοσίευση στον "Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής"- ET Weekly, τον Φεβρουάριο του 2009.