27.3.16

ΦΥΣΗΞΕ Ο ΒΑΡΔΑΡΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΣΕ


«Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: χίλιοι τη χαίρονται - ένας την πληρώνει», Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Τη θυμάμαι συχνά αυτή την πόλη. Με οποιαδήποτε αφορμή. Μου τηλεφώνησε ο Πάνος τις προάλλες για να μου πει πως είχε περάσει από τη Μανωλάκη Κυριακού στον Άγιο Δημήτριο και το χωριό της γιαγιάς του, την Κερασία Νέας Μηχανιώνας, για να πάρει κάτι καλύμματα καναπέδων late ‘60s, πως δεν μπορούσε να παρκάρει το νοικιασμένο του αυτοκίνητο κάπου -«πώς έγινε έτσι το κυκλοφορικό κι εδώ!»- πως έκανε βόλτες στο κέντρο – κυρίως στη Νέα παραλία, γύρω από το Λευκό Πύργο, τα Λαδάδικα και τη Διεθνή Έκθεση. Πως δεν γινόταν να σταματήσει κάπου για να μου πάρει τσουρέκια και τρίγωνα Πανοράματος – έστω δυο τρία απ’ αυτά τα κουλουράκια που κάνουν κρίτσι κρίτσι στο στόμα και τα πουλάνε στην Αριστοτέλους. Τις εικόνες, όμως, τις είχα ήδη σχηματίσει στο μυαλό μου.

Σα να έπινα μέτριο προς γλυκύ στη Νίκης με ομίχλη και θέα στους γλάρους να ανεβοκατεβαίνουν διψασμένοι στο νερό…

Αχ, η Θεσσαλονίκη!

Κάποτε υπήρχε ένα μπαρ, μπροστά από κάποιο μικρό πάρκο, νομίζω πολύ κοντά στο κτήριο της ΕΤ3, που μάζευε κάθε Σάββατο δεκάδες παράταιρα πλάσματα του καιρού και του κόσμου, περιθωριακά, λίγο εξεζητημένα, πολύ ευαίσθητα και μόνα. Γυναίκες, άνδρες, μα κυρίως άνδρες που ντύνονταν γυναίκες. Λεγόταν «Ahu». Δεν θα ξεπερνούσε τα 100 τετραγωνικά, ήταν πάντα ημιφωτισμένο, έπαιζε Βίσση και Σακελλαρίου (κυρίως) και έβαζε στα ποτήρια μπόμπες. Ήταν φτηνό – δωρεάν η είσοδος, πλήρωνες μόνο το αλκοόλ -κάπου στις χίλιες δραχμές-, αλλά αν σε συμπαθούσε πολύ ο Στέλιος κι έκανες κέφι ή του θύμιζες πως κι αυτός κάποτε υπήρξε ένα λαϊκό αγόρι που δούλευε ως ελαιοχρωματιστής και υφαντής, μπορεί και να σου κέρναγε όλα τα τζιν τόνικ.
Εκείνη την εποχή έμενα στο σπίτι του φίλου μου του Γιώργου, στη Δοϊράνης, που είχε θέα στο Πανεπιστήμιο με φιλοξενούμενους, κατά καιρούς, κανά δυο αμερικανούς, τη Μαρκέλλα, έναν φαντάρο ανασφαλή και κάποιον ιδιοκτήτη μαγαζιού ηλεκτρικών συσκευών με μπαμπά απ’ τη Χαλκιδική και εξοχικό στην Ουρανούπουλη.

Αλλά η Εγνατία, ο Βαρδάρης – τι ποίηση, τι βόλτες!

Το ξενοδοχείο «Αλεξάνδρεια», κοντά στους τρύπιους δρόμους του οβελιστηρίου «Ο Θανάσης» με τις πράσινες πλάκες επάνω στις οποίες έπρεπε να κάνεις μεγάλα άλματα για να περάσεις στο απέναντι πεζοδρόμιο, ήταν το στόμα των σκουπιδιών. Τη μέρα δεν καταλάβαινες πολλά από όσα θα συνέβαιναν το βράδυ: επιβάτες των ΚΤΕΛ πηγαινοέρχονταν στα τραπεζάκια πίνοντας φραπέ, μανάδες τσακώνονταν με τα παιδιά τους τραβώντας τα απ’ το γιακά, βούλγαροι παζάρευαν τις τιμές στις φόρμες γυμναστικής και στα σορτσάκια, κανά δυο άνδρες, κάπως μελαμψοί, πηγαινοέρχονταν άσκοπα ή περιμένοντας στις στάσεις κάποιο λεωφορείο χωρίς ακριβή κατεύθυνση και ρωτώντας τους περαστικούς για το «Διοικητήριο» ή την «Καλαμαριά». Αλλά η νύχτα…

«Όταν τις νύχτες τριγυρνώ στη μοναξιά μου / ψάχνω μες σε χιλιάδες πρόσωπα να βρω / εκείνο το τρεμούλιασμα στην άκρη του ματιού σου».

Τα τριανταφυλλένια χαμόγελα μετατρέπονταν σε κάκτους, τα λευκά φανάρια των δρόμων έσπαγαν από κόκκινες αποχρώσεις που δημιουργούσαν λαμπτήρες, όλα φαίνονταν φυσιολογικά και η αμαρτία ήταν προσευχή σε νεόκοπο άγιο. Η Εγνατία, στις αρχές της, ήταν η Σατωβριάνδου της Αθήνας – τόσες καίριες αντιθέσεις μεταξύ τους μαζεμένες δεν θα ‘βρισκες πουθενά αλλού στην Ελλάδα.

Στην είσοδο του ξενοδοχείου συναντούσα συνήθως χαρούμενους μα σοβαρούς ανθρώπους, απενοχοποιημένους στα γούστα, στις χάρες και στα ντέρτια του σώματος. Γεννημένοι για ανάγκες βαθιές και εκ φύσεως γονυπετείς.

Ένα πρωινό, παίρνοντας ταξί για να βρεθώ στην οδό Σκεπαστού της Άνω Πόλης, προσκυνητής και ταματοφόρος του μεγίστου ποιητή της πόλης, είχα καθίσει για λίγο έξω από ένα σπίτι με θέα στο Θερμαϊκό και σκεφτόμουν όλες εκείνες τις διαβαθμίσεις των ερώτων και των καταστροφών τους, όλα αυτά που είχαν κάνει ακόμη και το προηγούμενο βράδυ τις πόρνες του Βαρδάρη να ερωτεύονται – ξαπλωμένες πλάι σε άγνωστα κορμιά, μονογαμικές πάντα στην καρδιά τους, τη σχεδόν παρθένα.

«Φοβάμαι πως οι μεγαλύτεροι έρωτες της ζωής μας θα είναι πάντα οι ανεκπλήρωτοι», θα μου έλεγε αργότερα ο κύριος Ντίνος, ο προφήτης. Που σπούδασε την πραγματικότητα με τον τρόπο που κάποιοι κοιτάνε Πικάσο έχοντας αχρωματοψία παιδιόθεν. 

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 27 Μαρτίου. Φωτογραφία: Γιάννης Χατζηγεωργίου.

20.3.16

ΖΩΖΩ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ: "ΕΝΙΩΘΑ ΘΕΑ! ΝΙΩΘΩ ΘΕΑ!"


«Τα χρόνια δεν τα μέτρησα με την ταυτότητά μου / γιατί είχα εγώ ταυτότητα τη σθεναρή μου οντότητα / το σκήπτρο, την κορώνα μου και τα διαμαντικά μου. / Γράφτε Ζωζώ κι εφόσον ζω άλλα δεν επιτρέπω / σ’ αυτό τον κόσμο το χαζό που όλα τα παραβλέπω / μεθάει η κολόνια μου, κουτό, γι’ αυτό και διαπρέπω».  

Το σπίτι της πιο θρυλικής και αειθαλούς show woman, ηθοποιού και τραγουδίστριας της Ελλάδας στην Αθήνα είναι ένα ισόγειο διαμέρισμα, πίσω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός, στην περιοχή της Ακρόπολης. Γεμάτο από φωτογραφίες της -στους τοίχους, κορνιζαρισμένες επάνω σε μικρά τραπεζάκια, σε άλμπουμ και πολυσέλιδα λευκώματα-, από πίνακες, μεγάλους και μικρότερους, με τη φιγούρα της, μικρά δώρα, ενθύμια από θαυμαστές – δεκάδες αναμνήσεις μιας καριέρας δεκαετιών. Στο ραδιόφωνο ακούγεται Adele – «μ’ αρέσουν ωραίες φωνές και μουσικές που με χαλαρώνουν», μου εξηγεί όταν καταλαβαίνει την έκπληξή μου. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας θα σταματήσει την προσωπική της αφήγηση και θα μου τραγουδήσει a capella το «Η Αθήνα τη νύχτα», σε στίχους Γιάννη Ξανθούλη που ερμηνεύει και στις φετινές της εμφανίσεις στην «Αθηναΐδα», στο Βοτανικό, αλλά και το «πόσο λυπάμαι, τα χρόνια που πήγαν χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα που πρόσμενα καιρό» – ναι, η φωνή της Ζωζώς παραμένει ίδια, αναλλοίωτη, σαν απόσπασμα από τις ελληνικές ταινίες, ασπρόμαυρες αλλά και έγχρωμες, στις οποίες πρωταγωνίστησε («Ο ξυπόλητος πρίγκηψ», «Ο ψεύτης», «Ο Άνθρωπος της καρπαζιάς», «Ο Πατούχας» κ.α). «Άσε το κασετοφωνάκι να γράψει τη φωνή μου, εγώ δεν τα φοβάμαι αυτά, ξέρω πολύ καλά ποια είμαι. Να μ’ έχεις ενθύμιο». Καθόμαστε στο σαλόνι. Επιμένει να δοκιμάσω τα σοκολατάκια της με γεύση πορτοκάλι.

«Όταν ξυπνάω μου αρέσει να κινούμαι λιγάκι, να περπατάω μέχρι την Ακρόπολη, να τρέχω και να κάνω γυμναστική. Αυτά με αναζωογονούν. Εδώ, πριν 10 μέρες, έξω από το Μουσείο, βρισκόταν ένας μουσικός ο οποίος έπαιζε με το βιολί του μία πολύ ωραία μελωδία. Είχα κάτι ψιλά μαζί μου, του τα έβαλα μέσα στο κουτάκι του, του χαμογέλασα και πήγα να απομακρυνθώ. Γύρω μου, όμως, μαζεύτηκαν ξαφνικά άνθρωποι πολλοί – “Ζωζώ”, “Ζωζώ, σ αγαπάμε” άρχισαν να μου λένε, να μου δίνουν συγχαρητήρια, φιλιά, αυτά που συναντώ συνεχώς στο διάβα μου από θαυμαστές και όχι μόνο. Σχηματίστηκε ένας κλοιός γύρω από μένα. Κοίταξα τον κόσμο, πήγα κοντά στο μικρόφωνο, χειροκρότησαν και τραγουδήσαμε μαζί. Τι όμορφη στιγμή! Είμαι αυθόρμητος άνθρωπος. Ακόμη κι όταν δεν εμφανίζομαι κάπου, έρχεται το κοινό και μου λέει: “πού θα εμφανιστείς Ζωζώ;”. Τότε αισθάνομαι υποχρεωμένη να βρεθώ σε κάποια σκηνή, να με παρακολουθήσουν, έστω και για λίγο. Δεν δύναμαι να τους το στερήσω αυτό».

«Έχω συνηθίσει πια να με λένε “βασίλισσα της νύχτας”, δεν είναι τίποτα για μένα, τόσα χρόνια μου το λένε, από 16 ετών. Μου κάνει εντύπωση πάντως που έχω τόσους θαυμαστές νεαρούς σε ηλικία – με χαϊδεύουν, μου λένε όμορφα λόγια, έχουμε καταπληκτική σχέση. Αυτό με αναπτερώνει, μου δίνει δύναμη, με κάνει να λέω στον εαυτό μου: “Ζωζώ, τώρα η καριέρα σου έχει περάσει και σε μία άλλη γενιά”. Κι αυτό σημαίνει διαχρονικότητα. Δε λέω, και παλιότερα με θαυμάζανε, αλλά όχι τόσο πολύ. Αυτό που βιώνω τα τελευταία χρόνια έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Το απολαμβάνω! Γίνεται χαμός. Να, πριν λίγο καιρό, στην “Αθηναΐδα” όπου εμφανίζομαι, η νεολαία έλεγε μαζί μου όλα μου τα τραγούδια, τα κινηματογραφικά κυρίως -στο “είμαι κορίτσι ζόρικο” τι πανικός που επικρατεί!-, όλα αυτά που εγώ τα έχω ψιλοβαρεθεί κιόλας. Πριν από 3-4 χρόνια που εμφανιζόμουν στο “Αγγέλων Βήμα” είχε έρθει ένας νεαρός, γύρω στα 30, γονάτισε στα πόδια μου, και μου είπε πως όταν τον ρωτούσαν όσο ήταν μικρός “τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;” εκείνος απαντούσε: “το μόνο που θέλω είναι να παντρευτώ τη Ζωζώ!”. “Και τώρα”, συνέχισε εκείνος γονατισμένος μπροστά μου, “έχω την ίδια επιθυμία!”. Μου ‘χουν συμβεί πολλά τέτοια περιστατικά στην καριέρα μου».  

19.3.16

ΣΤΕΛΙΟΣ ΛΕΓΑΚΗΣ: ΕΙΔΩΛΟ ΕΤΩΝ 18


Ανάμεσα στους νέους τραγουδιστές, ο 18χρονος Στέλιος Λεγάκης έχει ίσως το πιο φανατικό κοινό. Ποιο είναι το μυστικό του; 

Μπορεί να μην το έχει συνειδητοποιήσει ακόμη, αλλά η στιγμή εκείνη της προηγούμενης Τετάρτης που ο Στέλιος Λεγάκης έκανε το άλμα από τον κόσμο των ανηλίκων σε αυτό των ενηλίκων, καταλάβαινε στο βάθος πως είναι η πιο σημαντική των 18 του -πια- χρόνων. Εκείνη τη μέρα διοργανώθηκε από την δισκογραφική του εταιρεία, την Panik Records, ένα μεγάλο πάρτυ σε κάποιο εμπορικό κέντρο, μαζεύτηκαν γύρω στα 500 άτομα και ο Στέλιος έσβησε με μια εκπνοή τα κεράκια της τούρτας του που είχε γεύση σοκολάτα. «Η αλήθεια είναι πως η μεγαλύτερη αλλαγή που μου συνέβη στην διαδικασία της ενηλικίωσής μου ήταν το γεγονός ότι τέλειωσα το σχολείο μου, στην Καστέλλα. Γιατί έτσι θα έχω περισσότερο χρόνο τώρα ώστε να κάνω πολύ περισσότερα πράγματα στη μουσική, να γράψω τραγούδια, να εμπνευστώ!», ξεκινά να μου λέει πίνοντας ένα ποτήρι φρέσκο χυμό πορτοκάλι, αφού, όπως μου εξηγεί, προσέχει πολύ τη διατροφή του γιατί θέλει να έχει αντοχές στην καθημερινή γυμναστική που κάνει – άλλο ένα από τα πάθη του. «Τώρα πέρασα σε ένα δημόσιο ΙΕΚ, σπουδάζω ηχοληψία, αλλά αυτό δεν έχει το τρέξιμο και το άγχος που είχα στο Λύκειο. Αν και δεν σου κρύβω ότι μου λείπει κάποιες μέρες το σχολείο, τα πειράγματα με τους συμμαθητές μου, κάποιοι καθηγητές μου, η καθημερινότητά μου σ’ αυτό. Τον τελευταίο καιρό που οι υποχρεώσεις μου στο τραγούδι ήταν πολύ περισσότερες προσπαθούσα να είμαι όσο πιο τυπικός γίνεται. Ήμουν, αν θες, το παιδί για το οποίο πάντα έλεγαν οι δάσκαλοί μου στους γονείς μου: “έχει δυνατότητες, μπορεί να γίνει καλύτερος, αλλά δεν διαβάζει”. Σκέψου ότι τα τελευταία χρόνια δούλευα Παρασκευές και Σάββατα, κοιμόμουνα ξημερώματα, αλλά τις Δευτέρες έπρεπε να αλλάξω το ωράριό μου και να ξαναμπώ σε αυτό του σχολείου, πράγμα που με δυσκόλευε».
Ο Στέλιος δεν ήθελε πάντα να γίνει τραγουδιστής, του είχε καρφωθεί η ιδέα από το δημοτικό πως θα ήταν ένας πολύ καλός μικροβιολόγος -άγνωστο γιατί- αν και είχε μεγαλώσει μέσα στη μουσική αφού ο πατέρας του είχε το μουσικό μαγαζί «Αρμενάκι» κι έτσι ο Στέλιος, πολλές φορές, καθόταν πλάι στους μουσικούς, παίζοντας με τα τύμπανα, τα ντραμς και το λαούτο. «Πάντα έδειχνε ότι κάτι πάει να γίνει με τη μουσική, αλλά ποτέ δεν το είχα πάρει στα σοβαρά, παρόλο που οι γονείς μου ήταν αντίθετοι σε μία τέτοια προοπτική. Ακόμη και όταν πηγαίναμε τα Καλοκαίρια στη Νάξο, στο Ακρωτήρι, 20 λεπτά από τη Χώρα, με την οικογένειά μου, πάντοτε θυμάμαι να τραγουδάμε και να χορεύουμε με τα ξαδέλφια και τους θείους μου, παράλληλα με τα μπάνια μας. Ήταν οι τέλειες διακοπές!».

ΧΡΥΣΑ ΡΩΠΑ: "ΕΓΩ ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΚΙΣΣΟΣ, ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΠΛΑΤΑΝΟΣ"


Φορούσε καπέλο, έπινε καφέ, κάπνιζε, διάβαζε και κρατούσε σημειώσεις σ’ ένα χαρτί όταν την είδα εκείνο το Σαββατιάτικο απόγευμα στου Ψυρρή. Αιτία της συνάντησής μας ήταν όλα εκείνα τα κενά που φαίνεται να αφήνει στις συνεντεύξεις της και που, με ένα μαγικό τρόπο, πάντοτε απαντιούνται νοητικά αν και αφορούν το πιο βαθύ συναίσθημα.

-Ένας κωμικός ηθοποιός δεν δικαιούνται να έχει λυπημένες στιγμές απέναντι στο κοινό του; 
-Όταν είναι επάνω στη σκηνή δεν έχει δικαίωμα έκφρασης ιδιωτικών και προσωπικών προβλημάτων. Εξάλλου, δεν είναι αυτός, είναι ένας άλλος. Στις ιδιωτικές του στιγμές που μοιράζεται σε δημόσιους χώρους, είναι πολύ ανθρώπινο κάποιος άγνωστος να σου σφίξει το χέρι και να σε φιλήσει και, καμιά φορά, αυτό στέκεται αφορμή να ξεφύγεις και από αυτό που σε απασχολεί και σε σκοτίζει. Κι έτσι περνάς από την λύπη στη χαρά. Έτσι ειν’ η ζωή: ένα νόμισμα με δύο όψεις.
-Η σκοτεινή σου όψη πώς είναι;
-Κοιτάζομαι στον «καθρέφτη», αλλά εκεί δεν βλέπω κάποια σκοτεινή όψη – μπορεί και να κρύβεται τόσα χρόνια. Αλλά επειδή πάντα κρατάω φακό, όταν την ανακαλύψω θα τη φωτίσω.
-Ποιος βγάζει τον καλό σου εαυτό;
-Η αγάπη! Η εμπιστοσύνη, η αξιοπρέπεια, η εντιμότητα, το ήθος, η συνέπεια, η ευγένεια, τα τραγούδια που αγαπώ.
-Αγαπιέσαι εύκολα;
-Ναι. Νομίζω, ναι. Άλλωστε, αυτός είναι ο στόχος μου. Αυτό είναι το ζητούμενό μου: το να μ’ αγαπάς! Όχι άμεσα, αλλά αυτό επιζητώ.
-Εσύ αγαπάς εύκολα;
-Βέβαια! Ακόμη και τώρα, μετά από μισό αιώνα, σκέφτομαι μερικές φορές από καρδιάς για πολλούς ανθρώπους που συναντώ: «αχ, πόσο θα ‘θελα αυτό τον άνθρωπο να τον έχω φίλο!».
-Πάντα λειτουργούσε καλά το ένστικτό σου;
-Ναι, πολύ καλά. Και πάντα χωρίς να ξέρω πού οφείλεται αυτό. Αλλά ήμουν ανυπάκουη, δεν του έδινα την πρέπουσα σημασία. Ήθελα να έχει άδικο πάντα. Ήθελα οι άλλοι να ‘χουν δίκιο. Δεν το σεβάστηκα. Αλλά, ευτυχώς, χάρη σ’ αυτή την ξεροκεφαλιά μου, τις ψευδαισθήσεις μου και τις αυταπάτες μου, βρήκα και θησαυρούς. Τώρα νομίζω ότι έχει αποκατασταθεί πολύ η σχέση μας και με το ένστικτο -κι ας έχει άδικο- και με την διαίσθηση μου που την είχα κλειδωμένη στο υπόγειο. Κάλλιο αργά πάρα ποτέ. 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΚΑΛΙΑΤΗΣ: "ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ"



Με τη νέα του ταινία «Ένας άλλος κόσμος» ο έλληνας σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός -μα, κυρίως σταρ- αναμετριέται σκληρά με τον καλύτερό του εαυτό, την τέχνη του και τις πιο δημιουργικές του στιγμές.

-Ένας άλλος κόσμος… Τι είναι αυτός ο κόσμος; Γιατί «άλλος»;
-Καταρχήν, γιατί ο κόσμος γύρω μας αλλάζει, κι ίσως πάντα να συνέβαινε αυτό, όμως πια, τα γεγονότα είναι τόσο ακραία, που δεν γίνεται να μην παρατηρήσουμε αυτή την αλλαγή. Κατά δεύτερον, πιστεύω πως όταν οι άνθρωποι ερωτεύονται, είναι σα να ζουν σε έναν άλλο κόσμο, όπου όλα είναι εφικτά. Κατά τρίτον, οι ήρωες της ιστορίας είναι από διαφορετικές χώρες, διαφορετικούς κόσμους. Ήθελα για την ταινία έναν τίτλο που να περιλαμβάνει όλα όσα συμβαίνουν σε αυτήν, αλλά παράλληλα να έχει και μια δεύτερη ανάγνωση. 
-Από πότε σκεφτόσουν αυτή την ταινία; Λίγο μετά αφού τελείωσε το «Αν…» ή έδωσες ένα χρονικό περιθώριο στον εαυτό σου για να αποφορτιστεί καταρχήν απ’ αυτό;
-Την είχα σαν μια γενικότερη ιδέα στο μυαλό μου από τότε που τελείωνε το «Αν..», όμως πήρε πολύ καιρό, αρκετές αλλαγές και μεταποιήσεις, μέχρι να ολοκληρωθεί στο χαρτί. Γενικά, το συγκεκριμένο σενάριο πέρασε από πολλά στάδια έως ότου πάρει μια τελική μορφή.
-Πολλοί μίλησαν για ένα άνοιγμά σου και στη διεθνή αγορά με αυτή την ταινία, ίσως και λόγω του cast των ηθοποιών…
-Όταν φτιάχνεις μια ταινία, ποτέ δεν ξέρεις πραγματικά ποιο θα είναι το μέλλον της. Προσωπικά, ήθελα να γράψω μια ιστορία που να εξελίσσεται στη χώρα μου, μια ιστορία ερωτική ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους πολίτες, με φόντο την πραγματικότητα που λίγο-πολύ, κατά κάποιον τρόπο, όλοι βιώνουμε. Είναι η θεματολογία της ταινίας τέτοια, που δεν θα μπορούσε να μην είναι μεικτό το cast. Το αν αυτή η ιδιαιτερότητα της ιστορίας αποτελέσει και όχημα ώστε να έχει μια μεγαλύτερη απήχηση και εκτός συνόρων, είναι κάτι που δεν προγραμματίζεται, ούτε ελέγχεται. 
-Υπάρχει αυτή η προοπτική; Είναι κάτι που σε ενδιαφέρει μελλοντικά; 
-Κάθε δημιουργός θέλει το καλύτερο για το έργο του. Έτσι κι εγώ. Αυτή η ταινία είναι μια δουλειά, στην οποία δύο χρόνια τώρα, πάρα πολλοί άνθρωποι έχουμε επενδύσει και κοπιάσει. 
-Ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετώπισες ως Έλληνας δημιουργός, μέχρι να καταφέρεις να εξασφαλίσεις την συμμετοχή του J.Κ. Simmons, ενός οσκαρικού ηθοποιού, στη νέα σου ταινία; Και, γιατί το επιδίωξες;
-Δεν υπήρχαν τόσες δυσκολίες όσες φαντάζεσαι. Ήταν μια καταπληκτική συνεργασία, πολύ βατή. Περισσότερη αγωνία είχα πριν συναντηθούμε, για το ποιος ηθοποιός θα παίξει αυτόν τον ρόλο, παρά όταν τελικά δουλέψαμε μαζί. Η αγωνία υπήρχε, λόγω του ότι έπρεπε να είναι ξένος ο ηθοποιός, μοιραία λοιπόν, αυτό ανέβαζε τον βαθμό δυσκολίας σε όποια πρόσβαση μπορεί να είχα σε ξένους ηθοποιούς. Όμως, ευτυχώς, είχα εξαιρετικούς συνεργάτες από πλευράς παραγωγής στο εξωτερικό, γεγονός που συνέβαλε καταλυτικά. 

ΧΑΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ: Ο ΕΣΤΕΜΜΕΝΟΣ




Είναι 25 χρόνων και πριν από λίγες μέρες ανακηρύχθηκε ως ο ωραιότερος άνδρας της Κύπρου σε ένα αμφιβόλου ποιότητας τηλεοπτικό show.

Ο Χάρης Ιωάννου έκανε πολλές θυσίες κατά τη διάρκεια του show «MrCyprus 2015-Ανδρικά καλλιστεία» που προβαλλόταν από το κυπριακό κανάλι Sigma -σημειώνοντας, ομολογουμένως, πολύ χαμηλά νούμερα τηλεθέασης σε σχέση με τoαντίστοιχο, των γυναικείων καλλιστείων, που μεταδιδόταν από το Mega Κύπρου - προκειμένου να στεφθεί τελικά ως «ο ωραιότερος άνδρας της Κύπρου». Οι δοκιμασίες, άλλωστε, που διεκπεραίωσε με επιτυχία ήταν πολλές και πολυποίκιλες: έκανε καταδύσεις, crossfit, μέσα σε ενάμιση λεπτό αντικατέστησε μία φόρμα που φορούσε με ένα κοστούμι, έτρεξε μέσα σε χωράφια, έκανε κανό μέσα σε λίμνη, άλλαξε λάστιχο σε αυτοκίνητο, τραγούδησε, χόρεψε, υποδύθηκε ως κομμάτι θεατρικού ρόλου κάποιον ήρωα από την ταινία «κορίτσια για φίλημα», μέχρι και μία κατσίκα αναγκάστηκε να αρμέξει. «Το να αρμέγεις σε τί θα βοηθούσε την καριέρα σου ως μοντέλου;», τον ρωτάω έκπληκτος. «Αυτό δεν το ξέρω. Αυτό μας έλεγε η παραγωγή, αυτό κάναμε. Ό,τι μου έλεγαν το έκανα! Δεν πιστεύω πάντως πως σκόπευαν κάπου συγκεκριμένα ως προς την καριέρα μας στο modeling αυτές οι δοκιμασίες, αλλά νομίζω πως γίνονταν περισσότερο για το show, ώστε να υπάρξει τηλεθέαση. Κοίτα, τα αγαπημένα μας πρόσωπα πάντοτε μας στήριζαν σ’ όλα αυτά αλλά πολλές φορές ο κόσμος μας περιγελούσε βλέποντας εκείνα που κάναμε, ίσως και να εκνευριζόταν. Κάποια πράγματα θα μπορούσαν να είναι πιο οργανωμένα, ώστε να έβγαινε και κάτι καλύτερο προς τα έξω. Παρόλα αυτά θα λάμβανα ξανά μέρος στο show γιατί γνώρισα πολύ κόσμο, έγινα αναγνωρίσιμος, δέχτηκα καλές επαγγελματικές προτάσεις τις οποίες εξετάζω σήμερα προσεκτικά με τη βοήθεια των ανθρώπων που έχω δίπλα μου και εμπιστεύομαι. Ωστόσο, θέλω να κρατάω χαμηλούς τόνους, όλα θα γίνουν στο σωστό timing», λέει. «Και τη φωτογραφία σου μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, στην οποία φαίνεται να ποζάρεις γυμνός, γιατί την ανέβασες στα social media; Δεν το έκανες για να προκαλέσεις;», συνεχίζω. «Όχι!», μου απαντά. «Θεώρησα πως θα ήταν μια καλή ιδέα. Εξάλλου, δεν ποζάρω εντελώς γυμνός, δεν φαίνεται κάτι. Ήταν κάτι γλυκό, αστείο και καθόλου προκλητικό. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν θα έλεγα “όχι” σε μία γυμνή φωτογράφιση στο μέλλον αν αυτή πληρούσε τα κριτήρια που θα έθετα ο ίδιος ή το πρακτορείο μου. Γιατί και αυτό είναι μέρος της δουλειάς μου!».
Ο λόγος πάντως που πιστεύει πως κέρδισε τελικά το πολυπόθητο ανδρικό «στέμμα» δεν ήταν μόνο το γεγονός πως πληρούσε όλα τα υποκειμενικά κριτήρια για την εξωτερική του εμφάνιση αλλά και ό,τι αφορούσε στον χαρακτήρα του: ήταν πάντοτε συνεργάσιμος με την παραγωγή και τους άλλους «ωραίους» ανταγωνιστές του, δεν μπλεκόταν σε ίντριγκες, δεν τσακωνόταν ποτέ, δεν είχε ιδιοτροπίες. «Τότε ποιο είναι το μεγαλύτερό σου ελάττωμα;», τον ρωτώ σαν σε διαδικασία αυτοκριτικής. Δεν το σκέφτεται πολύ. «Κανένας δεν είναι τέλειος! Θα σου πω ένα: το γεγονός πως όταν πεινάω γκρινιάζω. Αυτό πιστεύω πως είναι ένα μεγάλο μου ελάττωμα!»

Η ΠΕΡΒΙΝΗ ΠΟΥΛΑΕΙ ΧΑΛΛΟΥΜΙΑ ΣΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ


«… Εγώ φονιάς δεν είμαι / Μονιάστε μαζί μου της γλάστρας τα λουλούδια / καλύμματα των κρεβατιών, καρέκλες / κι εσείς φωτογραφίες μες στο άλμπουμ / Εγώ φονιάς δεν είμαι…», Mehmet Yiashin.

Δεν έχει τελικά μεγάλη διαφορά το χαλλούμι με πολύ αλάτι από εκείνο με λιγότερο. Ίσως μόνο στην ποσότητα του νερού που θα χρειαστείς έπειτα από λίγη ώρα, για να κατευνάσεις τη δίψα σου. Με κοίταξε καλά καλά που κοντοστάθηκα κοιτώντας την, έκοψε με το μαχαίρι που κρατούσε ένα μικρό κομματάκι και από τα δύο μεγάλα πλαστικά μπολ τοποθετώντας τα, με μία γρήγορη κίνηση, επάνω στον αυτοσχέδιο, σχεδόν ετοιμόρροπο της πάγκο, και μου τα έβαλε μέσα στην παλάμη. «Φάε. Τούτα είναι μούχτιν. Αν δεν σ’ αρέσουν δεν αγοράζεις». «Μιλάς ελληνικά;». «Είμαι Κυπραία». «Τουρκοκύπρια;». «Ναι. Στην Κρήτου Τέρρα γεννηθείσα».

Πέντε χρόνων, το 1963, έφυγε από την Κρήτου για να πάει να ζήσει με την οικογένεια της στην Τέρρα – «ήταν καλά χρόνια», λέει, ελληνικά έμαθε στο δρόμο, τούρκικα στο μειονοτικό, στην Πάφο. Από το ’74 ζει στον Λάρνακα της Λαπήθου. Προσαρμόζεται, λέει. «Εμείς ανακατωνούμαστε πάντα. Εφοήθηκα, άφησα το χωρκό μου και ήρτα ποδά. Να πούμε τες αλήθκειες. Όπως έγινε και μ’ εσάς». Θέλει να λυθεί το κυπριακό. «Να βρουν τον τρόπο». Αχ, αχ λέει κι αναστενάζει. Αχ, αχ. «Τόσα χρόνια…».

Πατρίδα της Περβίνης είναι η γη ολόκληρη, όχι τα κομματιασμένα της μέλη.

Χαλλούμια πουλούσε πάντα – στην Κερύνεια, στο Κιόνελλι, στο νέο της χωριό. «Έχει μυστικά το καλό χαλλούμι. Πρέπει να είναι καλό το γάλα, καταρχήν. Είχα δικά μου κτηνά στο χωρικό αλλά τωρά που τα επούλησα έφαα τον κόσμο να έβρω έναν καλό και φτηνό που να μου πουλά το καλλύττερο γάλα. Τωρά είμαι ευχαριστημένη – είναι ένας που γαλέφκει στη Λάπηθο, ασύγκριτος. Αλλά πρέπει να ξέρεις κι εσύ να ψήσεις το χαλλούμι μετά για να έχει τούτη την γεύση, να το βράσεις αργά αργά, να το πιάνεις στα δάχτυλά σου και να ανοίγει φύλλα φύλλα – αλλιώς είναι παττάλικο. Είναι τέχνη το καλό κυπριακό χαλούμι. Η γιαγιά μου μού το έμαθε -και εκείνην την έλεγαν Περβίνη- που το εδιδάχτηκε και η ίδια από τους προτινούς. Μεν με αρωτάς αν ήταν έλληνες ή Τούρτζιοι – τι σημασία έχει; Αφού μαζί εζούσαν ούλλα τα χρόνια».

Στη Μόρφου τη συνάντησα. Το προηγούμενο Σάββατο. Πέντε λεπτά απόσταση από την εκκλησία του Αγίου Μάμα, μέσα σε ένα χωράφι που μάλλον παλιά ήταν γήπεδο ποδοσφαίρου – μια ξεχαρβαλωμένη μπάρα και κάτι κιτρινισμένα δίχτυα μαρτυρούσαν τα αυτογκόλ της κυπριακής ιστορίας που είχε προηγηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες.

Η Περβίνη επίσης πουλάει αναρή. Φρέσκια και ξερή. Και τραχανά – άλλος αυτός που τον έχει βάλει να στεγνώσει και άλλος εκείνος που θα μου δώσει για να πάρω μαζί μου στη Λευκωσία. Ζυμώνει επίσης δικό της ψωμί. Κάνει και το καλύτερο παστέλι – «πιάσε, πιάσε να δεις αν σπάει». Έχει λάδι η πραμάτεια της, γλυκό ρόδι, κρασί κόκκινο, γιαούρτι με πέτσα ολόπαχο. Και αυγά έχει μπροστά της «με κρόκους -να, δες!- δικές μου ένει οι κότες, θέλει τεχνική το τάισμά τους για να φκουν οι κρόκοι μελάτοι και ολόκληροι». «Θα μου βάλεις δυο δωδεκάδες;». «6 ευρώ και βάλε στη σακούλα κι ένα αβγό που μένα, χαλάλι σου». 

Έχει μία κόρη 40 χρόνων, ένα γιο 38, άλλον ένα 32, και μια κόρη 27. Κι έναν εγγονό που στεκόταν δίπλα της. Του χαϊδεύει το κεφάλι. «Πόσων χρόνων είσαι, Περβίνι;». «Δε λέω». «Είστε όλες οι γυναίκες ίδιες. Παντού». Γελάει. «Έχω δαμέ μιαν ομπρέλα. Πάρτην μαζί σου και μου τη φέρνεις το άλλο Σάββατο». 

Θα βρέξει, λέει. Θα γίνει το χώμα λάσπη. Κι η λάσπη λερωμένα πέλματα που θα αφήσουν αποτύπωμα στα πλακάκια.

«Να σου βάλω και ελιές τσακιστές για να φάεις πόψε;».  

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 20 Μαρτίου. Φωτογραφία: Γιάννης Χατζηγεωργίου. 

ΠΟΜΑΚΑ


Στα χωριά Κένταυρος, Γλάυκη, Ωραίο, Κοτύλη, Σάτρες, Θέρμες, μία άλλη Ελλάδα σηκώνει σταυρό προσκυνώντας σε τζαμιά και διαβάζοντας το κοράνι.

Γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Κοιτούσα μόνο τις χειρονομίες, τις αγκαλιές, τα φιλιά που της έδιναν οι άνθρωποί της στη Σμίνθη, το μεγαλύτερο χωριό της ορεινής περιοχής της Ξάνθης, τρία χιλιόμετρα έξω από τη Γλαύκη. Σήκωνε τα χέρια, τους έδειχνε το βουνό απέναντι, το δάσος με τα πεύκα, και τους ξαναγκάλιαζε. Στο «Merhaba!» που είχε πει στη γυναίκα με την μαντίλα επάνω σε ένα μηχανάκι, της μετέφραζα το «καλημέρα». Γέλασε. «Γεια σου», να λες.

Απ’ το πρωί, εκείνη τη μέρα που την είχα συναντήσει σ’ ένα μαγικό ταξίδι μου στον τόπο της, απαντούσε στα τηλεφωνήματα του άντρα της, Ριτβάν, τον ρωτούσε τι κάνει ο 4χρονος γιος τους, Κεβίν, και προσπαθούσε να προλάβει να πάει να δει τη μητέρα της στο χωριό μετά από την εγχείρηση που είχε κάνει λίγες μέρες πριν στην Καβάλα.

Μια άλλη Ελλάδα μέσα στην Ελλάδα.  

Λίγα μέτρα πριν απ’ το Χρυσό, ένα μικρό σπίτι ιδιοκτησίας του δήμου Μήκης, και τα απομεινάρια από τις μπάρες, τα «σύνορα» των πομακοχωρίων από την ευρύτερη περιοχή του νομού. «Μέχρι πριν από 20 χρόνια που υπήρχε η μπάρα και έπρεπε να δείξεις ταυτότητα για να πας στο χωριό σου, ένα αιώνιο “γιατί;” υπήρχε στο μυαλό μας», θα μου πει αργότερα. «Γιατί να μας κάνουν να αισθανόμαστε σα να ζούμε σαν καραντίνα; Αφού κι εμείς Έλληνες είμαστε. Ελληνικά διδασκόμαστε στο σχολείο, φορολογούμαστε, τα παιδιά μας τα στέλνουμε στο στρατό όπως κάνουν όλοι οι Έλληνες. Δεν καταλαβαίνω αυτό το διαχωρισμό».

«Είσαι Τουρκάλα ή Ελληνίδα;», τη ρώτησα. Σχεδόν προσβλήθηκε. «Είναι σα να με ρωτάς αν το γάλα είναι λευκό ή άσπρο».

Όπου κι αν κυκλοφορούσε, θυμήθηκε, έπρεπε συνεχώς να αποδεικνύει ότι είναι Ελληνίδα, να απαντάει σε ερωτήσεις για τους Πόντιους, τους Αρμένιους, τις σφαγές, τον Πατριάρχη, τους Τζιχαντιστές – τελευταία τη ρώτησαν για τους κουβαλητές των προσφύγων και τη θέση της Τουρκίας για τη Συρία. Υπόλογη. «Πόσα λεφτά θέλει η Τουρκία για να σταματήσει τις ροές; Τι ανταλλάγματα; Πάλι παζαρεύεται η Κύπρος;».

«Όταν εσένα σε ρωτάνε “πως σε λένε;”, εμένα μου λένε: «αισθάνεσαι Ελληνίδα;». Αναστεναγμός. «Είμαι 27 χρόνων, έχω μεγαλώσει στην Ελλάδα, έχω σηκώσει την ελληνική σημαία, έχω σπουδάσει σε ελληνικό πανεπιστήμιο, εργάζομαι στην Ελλάδα, το παιδί μου πάει σε ελληνικό Γυμνάσιο, έχω φίλους έλληνες. Κάποιοι από αυτούς είναι έλληνες μουσουλμάνοι και κάποιοι έλληνες χριστιανοί. Τι σημασία έχει αυτό; Όλοι έλληνες είμαστε…».

Δεν είμαστε.

Η κοινωνία στη Γλαύκη κλειστή, απομονωμένη, ο σύγχρονος τρόπος σκέψης δεν είχε, για πολλά χρόνια, καμία θέση σε ένα κόσμο που κάθε Φθινόπωρο μάζευε τα σπαρτά του -αγρότες που έφευγαν απ’ τα σπίτια τους για να πάνε στα χωράφια απ’ τις 4:30 το πρωί- και έκρυβε το πρόσωπο στο δρόμο που οδηγούσε στο τζαμί. Στο δημοτικό σχολείο η διδασκαλεία γίνεται στην ελληνική και στην τουρκική γλώσσα ενώ, σε αντιστοιχία με αυτή των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία της Ξάνθης, στα μειονοτικά σχολεία της Γλαύκης μαθαίνουν το κοράνι. Αδιανόητο για τα κορίτσια να σπουδάσουν. Οι κοπέλες έπρεπε να μαγειρεύουν, να προσέχουν τα παιδιά, και να βοηθάνε τους άντρες στα αγρούς. «Γιατί να χάνεις τις ώρες σου;», της έλεγε η μάνα της. «Αφού έτσι κι αλλιώς θα παντρευτείς, θα κάνεις παιδιά, και θα καθίσεις στο σπίτι σου να τα μεγαλώσεις. Τη μόρφωση τι την θέλεις; Θα σε χαντακώσει». Τι την ήθελε;

Στα Πομακοχώρια της Ελλάδας μπορείς να φας το καλύτερο ιμάμ μπαιλντί της ζωής σου. Να δεις μια άλλη χώρα και να αναπνεύσεις φρέσκο αέρα, καθισμένος στα παγκάκια. Να μιλήσεις με κατοίκους και να σκεφτείς λιγάκι την ιστορία. Μπορεί και να ερωτευτείς – τι μάτια έχουν αυτοί οι άνθρωποι, τι πρόσμιξη έχει γίνει!

Τις μπάρες, όχι, δεν πρόκειται ποτέ να τις συναντήσεις αν δεν τις κουβαλάς ήδη μέσα σου. 

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 13 Μαρτίου. 

THOMAS GABRIEL: ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΣΑΡΕΛΕΣ



Το 23χρονο μοντέλο προσπαθεί να ισορροπεί την ήδη γεμάτη αντιφάσεις ζωή του.

Αν και μένει ήδη τρία χρόνια στην Αθήνα, ο Thomas δεν έχει μάθει να κοιμάται στις 8 το πρωί. Προσπαθεί τουλάχιστον να ξυπνάει όσο γίνεται πιο νωρίς για να μην χάνει τη μέρα και να κάνει πράγματα που του αρέσουν όπως το να παίζει ένα παιχνίδι γνώσεων στον υπολογιστή του, να μπαίνει σε ενημερωτικά sites γιατί τον απασχολεί ιδιαίτερα η πολιτική κατάσταση -την οποία συγκρίνει με τις ιστορικές πληροφορίες που έχει αποκτήσει τελευταία και αφορούν στις τακτικές της Αυστροουγγαρίας αλλά και της Γερμανίας, τις οποίες μου αναλύει με λεπτομέρεια-, ενώ το πιο σημαντικό είναι πως δεν θέλει να χάνει ούτε ένα μάθημα από τις παραδόσεις οικονομίας και επιχειρήσεων στο Hellenic American Univeristy όπου σπουδάζει. «Τα βράδια εργάζομαι στο gay club Sodade, στο Γκάζι. Είμαι μπάρμαν. Αυτή είναι η δουλειά μου και χαίρομαι πάρα πολύ που την κάνω, γιατί είναι πολύ ωραίο να πηγαίνεις στη δουλειά σου με κέφι! Παράλληλα ασχολούμαι με το μόντελινγκ το οποίο μου έχει δώσει πολύ καλές ευκαιρίες μέχρι σήμερα, με αποκορύφωμα τη βράβευσή μου ως ωραιότερος άνδρας της Ελλάδας στα Manhunt που έγιναν πριν από τρία χρόνια, εκπροσωπώντας μετά τη χώρα μας στα αντίστοιχα διεθνή, που είχαν γίνει στην Μπαγκόνγκ. Ωστόσο, αν και μου γίνονται κάποιες προτάσεις για να δοκιμαστώ πια και στο εξωτερικό λόγω του φυζίκ μου, δεν ξεχνώ το στόχο μου, τις σπουδές μου, γιατί στο μέλλον θα ήθελα να ασχοληθώ κυρίως με τις επιχειρήσεις – και ίσως εκτός Ελλάδας».
Καθώς μου μιλάει οι λέξεις του μπερδεύονται, εκστομίζει κάποιες γαλλικές προτάσεις και προσπαθεί να κάνει μία γρήγορη παραπομπή τους στην ελληνική γλώσσα. «Γιατί “Thomas” και όχι Θωμάς;», τον ρωτάω το προφανές. «Ο μπαμπάς μου είναι Βέλγος και η μητέρα μου ελληνίδα, η οποία είχε φύγει από την Ελλάδα για να ζήσει στις Βρυξέλλες. Στο σπίτι μας, στη βόρεια Εύβοια όπου μεγάλωσα, έμαθα να καταλαβαίνω και να μιλάω καλά και τις δύο γλώσσες, κάτι που είναι πολύ ωραίο γιατί ταυτόχρονα αφομοίωνα δύο διαφορετικές κουλτούρες», μου εξηγεί.

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ: "ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΖΩΗ ΘΑ ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ ΦΟΒΕΡΑ ΜΟΝΟΤΟΝΟ"



Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος επιμένει στα 86 του χρόνια να μιλάει για «τύχη» και όχι για «ευτυχία».

Του είπα για τα ποιήματα στον «Λυσιμελή Πόθο». Τα τόσο ερωτικά. Χαμογέλασε. Και κοίταξε από το μπαλκόνι του σπιτιού του, στην οδό Σπύρου Μερκούρη, τον καταπράσινο, από τις πρώτες βροχές, λόφο του Λυκαβηττού. Φορούσε κόκκινο πουλόβερ, εκείνο το κυριακάτικο πρωινό. Και του χρωμάτιζε το πρόσωπο. Ίδια φωτεινό, όταν μετά μιλήσαμε για την έμπνευση, την αλήθεια, την ευαισθησία, τον έρωτα, τη νεκρή του γυναίκα, τον καρκίνο που νίκησε, την ήττα της κατάθλιψης.
-Είναι ζήτημα έμπνευσης το να γράφει κανείς ποιήματα;
-Επί χρόνια πίστευα ότι είναι θέμα δουλειάς - και μόνο. Και θεωρούσα ότι οι ιδέες περί έμπνευσης είναι αφηρημένες, πως απ’ την ώρα που δουλεύεις θα βγάλεις αποτέλεσμα - εφόσον βέβαια αυτό γίνεται συστηματικά και αφοσιωμένα. Είναι, όμως, κάποια χρόνια που άρχισα να καταλαβαίνω ότι και η έμπνευση παίζει ρόλο.
-Τι εννοείτε όταν λέτε «έμπνευση»;
-Εκείνη την στιγμιαία λάμψη που σου φωτίζει κάτι, το οποίο ως τότε δεν είχες δει. Ή δεν το είχες προσέξει.
-Σαν κάτι το μεταφυσικό;
-Όχι. Αλλά όλοι έχουμε κάποια ώρα μεγαλύτερης διαύγειας. Το ζήτημα είναι να την αντιληφθούμε και να την καταγράψουμε, ώστε να μην την αφήσουμε να χαθεί.
-Την ίδια λάμψη μπορεί να έχει ένας οικοδόμος, ένας εργάτης;
-Ναι. Βεβαίως, το κυνήγι του ψωμιού, που ιδιαίτερα τώρα με την κρίση έχει γίνει εξοντωτικό και απάνθρωπο, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τέτοιες ανατάσεις. Πέρα, λοιπόν, από την αντίληψη και την καταγραφή, υπάρχει μία ακόμα, πιο δύσκολη προϋπόθεση: ένα μίνιμουμ ευνοϊκών συνθηκών. Διότι εάν εκείνη τη στιγμή δεν έχεις πού να κοιμηθείς, δεν έχεις να φέρεις φαγητό στα παιδιά και στον εαυτό σου ή είσαι κυνηγημένος, βασανισμένος ή σε μία φυλακή, τότε είναι δύσκολο να έχεις εμπνεύσεις. Αλλά ακόμη και αν τις έχεις, είναι δύσκολο να τις καταγράψεις.
-Νιώσατε ποτέ να σας εγκαταλείπει η διαύγεια, απαραίτητη για να γραφούν ωραία ποιήματα;
-Την ώρα που με εγκαταλείπει η διαύγεια, ευτυχώς υπάρχει μία δεύτερη διαύγεια που εποπτεύει, η οποία μου λέει «πρόσεχε!». Και μου χτυπάει τον κώδωνα του κινδύνου.
-Πανικοβάλλεστε;
-Όχι. Ανησυχώ. Ο πανικός έχει ένα μεγάλο κακό: καταργεί το λογικό και σε κάνει να κάνεις σπασμωδικές κινήσεις, οι οποίες μπορεί να γίνουν καταστρεπτικές.
-Ενώ ο φόβος;
-Ο φόβος είναι πολύτιμος! Ο φόβος σε προειδοποιεί για έναν κίνδυνο που έρχεται. Ο πανικός σε αφοπλίζει.
-Σε τι είστε δειλός;
-Απέναντι στον εαυτό μου. Στο να λέω πλήρως αυτό που πρέπει να πω. Αλλά ελπίζω πως δεν είμαι δειλός απέναντι στους άλλους. Με τον εαυτό μου έχω δειλίες. Και η μεγαλύτερή μου δειλία-και μην σας φανεί υπερβολικό-είναι ο φόβος μην πω κάτι και βλάψω ή προσβάλω τον άλλον.

STEVE MILATOS: INTERNATIONAL TOP MODEL




Πριν από δύο περίπου βδομάδες ο Steve είχε τα γενέθλιά του. Η κολλητή του τον προσκάλεσε στην Ίο, οι φίλοι του τού έκαναν εκεί ένα μικρό πάρτυ, έσβησε τα 23 κεράκια της τούρτας του («μεγάλωσα πια!», ισχυρίζεται και δείχνει να το εννοεί) και διασκέδασε μαζί τους μέχρι τα ξημερώματα στη Χώρα του νησιού – δεν θυμάται, λέει, πολλά από εκείνη τη βραδιά «παρόλο που στις δουλειές μου είμαι ακριβώς το αντίθετο, ένα control freak». Αν δεν μου έλεγε απ’ την αρχή της κουβέντας μας την ηλικία του, θα στοιχημάτιζα πως είναι κάπως μεγαλύτερος – ίσως λόγω ύψους (είναι 1.90 με βάρος 85 κιλά), του τρόπου που μιλάει, των μαύρων του ρούχων -μαύρα παπούτσια, μαύρο παντελόνι, μαύρο μπλουζάκι- των παράξενων βραχιολιών και των 8 δαχτυλιδιών που φορούσε στη συνάντησή μας, στην πλατεία Γαρδένια – κάπως ιδιαίτερα και υπερμεγέθη σε σχέση με το σχήμα των δαχτύλων του, αλλά «ανάμνησης», αναφέρει, «από πόλεις του κόσμου στις οποίες ταξίδεψα για τη δουλειά μου».
Πίνοντας την παγωμένη του μπύρα μου εξηγεί και τη σημασία κάποιων από τα τατουάζ που παρατηρώ στα χέρια του, αλλά και όσων φαίνονται από τις φωτογραφίες του με το ημίγυμνό του σώμα να ποζάρει στους 100 χιλιάδες followers του στο instagram (τους περισσότερους από κάθε άλλο μοντέλο στην Ελλάδα), και θυμάται πως το πρώτο του το «χτύπησε» λίγο πιο κάτω από την κοιλιά: ένα μικρό κινέζικο γράμμα που σημαίνει «δύναμη» και έναν άγγελο επάνω σε έναν βράχο με μεγάλα φτερά και την ημερομηνία της γέννησής του, 26 Αυγούστου 1992. Συμβολίζει, μου εξηγεί, τον ίδιο ενώ τα μεγάλα φτερά τα όνειρά του. «Είμαι ονειροπόλος!», μου λέει. «Αυτό το είχα από μικρός. Αλλά η μητέρα μου -και ευτυχώς- δεν με απέτρεπε απ’ το να φανταζόμουν το αύριό μου όπως εγώ το επιθυμούσα. Κι αυτό ήταν η ελευθερία μου!».

ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΚΑΣ: "ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΣΤΑ 42 ΜΟΥ ΓΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ;"



Είναι από τους ελάχιστους έλληνες άντρες-μοντέλα που δικαιωματικά ονομάζονται «διεθνείς». Ο Παρασκευάς Μπουμπουράκας, όμως, ξέρει πως η ζωή δεν περιορίζεται στις φωτογραφήσεις, στις πασαρέλες, στις μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες παγκόσμιας προβολής που αποτελεί κομμάτι τους.

Οι αστυνομικοί που είχαν σταματήσει τον Παρασκευά εκείνο το απόγευμα για «αναγνώριση στοιχείων», έξω από το σπίτι του, κοντά στην Γ’ Σεπτεμβρίου, δεν ήξεραν πως αυτός ο αξύριστος ψηλός τύπος με τα μαλλιά που έφταναν μέχρι τους ώμους καλύπτοντας λιγάκι το πρόσωπό του, τα λίγο ατημέλητα, τα λίγο σγουρά, είναι φίλος με τη Laetitia Casta και τη Ζιζέλ, πόζαρε πριν λίγες μέρες στον Jaume of laiguana για το Ισπανικό Horse, στον Thomas Nutzl για το ρωσικό Elle και στον Sergi Pons για το GQ, πως έχει συνεργαστεί με όλους τους διεθνείς οίκους μόδας, με όλους τους γνωστούς φωτογράφους και στυλίστες του πλανήτη και θεωρείται ένα από τα πιο γνωστά μοντέλα στο εξωτερικό. Ίσως γιατί δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη δημοσιότητα για τους λάθος λόγους, αλλά το πρόσωπο του, το σώμα και το βλέμμα του, εξυπηρετούσαν πάντα την εκάστοτε δουλειά του. «Γιατί να το κάνω;», με ρωτάει. «Κάποτε μου είχαν προτείνει να συμμετάσχω στο ιταλικό Dancing With The Stars. Αντίστοιχη πρόταση μου έχει γίνει και για το ελληνικό show. Δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν με ενδιαφέρει η τηλεόραση, η προβολή, η άνευ λόγου δημοσιότητα, δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου. Δεν κάνω ποτέ πράγματα που δεν μ’ αρέσουν».
Θα μου το εξηγήσει λίγο αργότερα, καθώς δοκιμάζει τον ελληνικό καφέ σκέτο που μόλις έχει παραγγείλει. «Άλλο η δουλειά και άλλο ο Παρασκευάς. Η δουλειά μου αρχίζει και τελειώνει στο studio, στο εκάστοτε location», μου εξηγεί. «Στη δουλειά μου είμαι επαγγελματίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να το κουβαλάω, να ταυτίζομαι μ’ αυτό όλη την ώρα και να το σέρνω μαζί μου. Ο κάθε ένας έχει τον χαρακτήρα του, τις ανησυχίες του, τον τρόπο ζωής του, την κοσμοθεωρία του. Το γεγονός ότι κάνω αυτή τη δουλειά δεν δηλώνει ότι θα πρέπει να έχω συγκεκριμένο life style ή διαφορετικό τρόπο ζωής από αυτόν που εγώ θέλω. Αυτή τη δουλειά την ξεκίνησα στα 28 μου. Κι’ ήταν απλά ο πιο γρήγορος τρόπος για να κάνω τα ταξίδια που επιθυμούσα. Αλλά ήξερα ήδη τι ήθελα, τι αποζητούσα».

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ: "ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΩ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ"



Η διασημότερη εν ζωή ποιήτρια της Ελλάδας στη συνέντευξή της επιλέγει να μας χαρίσει με τις απαντήσεις της, καινούργια, μικρά, απείραχτα, πολύτιμα ποιήματά της.  

Σήκω μέρα.
Νίψου έτοιμο το πρωινό σου
σερβιρισμένος ο κόσμος
φρέσκος μόλις τον έκοψαν
από το δέντρο του ύπνου.

Πάρε μαζί σου και τ' όνειρό του
για μεσημεριανό σου.

Κράτα λίγο και για το σούρουπο
θα πεινάσεις
θα 'ναι τα τρόφιμα
κλειστά.

Μόνο συγκράτησε όσο μπορείς
την επιδεικτική φιλάρεσκη εξάπλωσή σου.
Αφού ξέρεις
η πίσω μεριά ενός βουνού
ένα φού να σου κάνει
έσβησες πας.

(«Και όμως κινείται». Το πρώτο ποίημα από την ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά «Δημόσιος Καιρός», που κυκλοφορεί από τις «εκδόσεις Ίκαρος»).

Δεν θέλει να μιλάει πολύ και αναίτια. Δεν επιθυμεί το πολύ του κόσμου, την πολλή συνάφεια, τις πολλές κινήσεις-που έλεγε και ο Αλεξανδρινός. Στις απαντήσεις της μου ζήτησε καταρχήν να σκεφτεί - κι’ ας χρειαζόταν λίγες παραπάνω ημέρες. Να επεξεργαστεί καλά τις λέξεις - αυτό το τόσο πολύτιμο της καθημερινότητας, της ζωής, του εαυτού της. Να βάλει η ίδια, στη σωστή σειρά, τις προτάσεις, τα ρήματα, τα ουσιαστικά, το νόημά τους - έτσι όπως εκείνη το αντιλαμβανόταν. Με το πιο βαθύ του μυαλού της. Συναντηθήκαμε μετά, ένα Δευτεριάτικο πρωινό του Σεπτέμβρη, στο «Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη» της Ακαδημίας Αθηνών, στην οδό Όθωνος της Αθήνας - τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην έδρα της ποίησης, εκείνη. Μιλήσαμε για την Κύπρο, για την εργασία της στην Ακαδημία, κάποια μπες βγες στο νοσοκομείο, το βηματοδότη, για κάτι σίδερα που πρέπει να βάλει στα χέρια της, το χαλασμένο ασανσέρ της πολυκατοικίας. Κουβέντες απλές. Μετά ήρθε η ποίηση. Και ήταν τότε σα να άνοιξαν οι ουρανοί όλης της πόλης! Με τις φράσεις της, τα κόμματα και τις ανέλπιστες τελείες, την αγάπη της στο απλησίαστο, το πάθος για το άφθαρτο. Αναβόσβηνε τα Philip Morris της μπροστά μου και διακινδύνευε την ψυχή της σε ένα άψυχο κασεττοφωνάκι που τοποθετήθηκε ξαφνικά μπροστά της - με την αθωότητα, όμως, ενός μικρού παιδιού που ξαναβάζει στη σειρά τα στρατιωτάκια του στον κήπο. Κάποια στιγμή, πήρα στα χέρια μου το κινητό μου και της ζήτησα να φωτογραφίσω τα δάχτυλά της. «Έχουν σημασία», της είπα. Δεν ρώτησε κάτι, απλώς έδειξε εμπιστοσύνη. Χαμογελώντας και ανοίγοντάς τα επάνω στο τραπέζι. Κάτι θέλησε να μου αναφέρει μετά. Να το μεταφέρω κι’ αυτό: «Προηγείται των όποιων απαντήσεων μου, να σας ευχαριστήσω που θελήσατε να φιλοξενηθώ τιμητικά στη Φιλελεύθερη εφημερίδα της δέσμιας Κύπρου, και να δηλώσω ότι μέσω της φιλοξενίας αυτής, εκπληρώνεται ως ένα βαθμό και κατά κάποιο τρόπο η ανεκπλήρωτη χρόνια επιθυμία μου να επισκεφθώ την πατρίδα σας, που είναι άλλωστε και δική μου εμποδισμένη πατρίδα. Νοερά ελεύθερη. Κι’ ας μην ξεχνάμε ότι μέσω της νοερότητας και της ελπίδας πολλά χαμένα εδάφη μας επαναποκτήσαμε».
-Τι είναι για σας σήμερα ποίημα; Τι συμβολίζει;
-Είναι ένα «σήμερα». Ένα σήμερα, που ελπίζει ότι θα είναι κι’ ένα «αύριο», με αναγνωρισμένες τις αγαθές παρεμβάσεις του, ώστε να μην είναι όλα μονόδρομος… Συμβολίζει επίσης, έναν ακόμα άνθρωπο μέσα στους τόσους, με μια πιο ευδιάκριτη ιδιαιτερότητα απ’ αυτές που διαθέτει ο κάθε άνθρωπος που προορίζεται να κοινοποιείται και να περνάει τη δοκιμασία του μετεωρισμού της, πάνω από το αν έχει νόημα ή όχι η ύπαρξή της. Πιο συγκεκριμένα, χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο που μάχεται να δώσει στα πράγματα διαστάσεις που δεν έχουν, ή και να ξεκαθαρίσει τη θολή μορφή τους, εφαρμόζοντας μια άλλη, επίσης θολή μέθοδο, όπως είναι αυτή του ποιητικού λόγου, ίσως πιο παρήγορη ως βραδύτερα θνητή.
-Διαφοροποιείται από την ποίηση;
-Δεν είμαι βέβαιη αν κατανοώ την ερώτηση, και έτσι στην τύχη, με τη βοήθεια της αοριστίας απαντώ, ότι η ποίηση είναι τα νερά μιας λίμνης και το ποίημα είναι ο Νάρκισσος που καθρεφτίζεται.
-Θα προτιμούσατε μόνο να ζείτε ποιητικά παρά να γράφετε ποιήματα;
-Ποιητική ζωή δεν υπάρχει. Κι’ αυτό ακριβώς είναι μια από τις αμέτρητες ελλείψεις που προσπαθεί να θεραπεύσει, να συγκαλύψει η ποίηση.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ - ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ




Μπορεί να ακούγεται και λίγο σαν φετίχ-φαντασίωση ο συνδυασμός άντρας-ωραίος-Κρητικός-μοντέλο-αστυνομικός. Αλλά να που συμβαίνει και στην πραγματικότητα! Ο 24χρονος Γιάννης Παπαδάκης μας κάνει να δούμε με άλλη ματιά τα σώματα ασφαλείας.

Συναντιόμαστε στην πλατεία Μαβίλη. Σταματάει τη μηχανή του στη γωνία των οδών Σούτσου και Δορυλαίου, κατεβαίνει, φοράει μαύρα γυαλιά και κρατάει γκρίζο σκουφάκι στο δεξί του χέρι. Φαίνεται αρκετά ψηλότερος από τις φωτογραφίες του που είχα ήδη δει. Κάθεται απέναντί μου και παραγγέλνει χυμό πορτοκάλι. «Θες ένα τσιγάρο;», του λέω. «Δεν καπνίζω!», μου απαντά. «Το σημάδι κάτω από το αριστερό σου μάτι που μοιάζει με χτύπημα, τι είναι;», τον ρωτώ. «Το ‘χω από μικρός. Είχα ένα τραυματισμό καθώς έπαιζα μπάλα και μου ‘καναν ραφές». Και τα τατουάζ που είδα στις φωτογραφίες σου, τι συμβολίζουν;», συνεχίζω. «Ο σταυρός συνδυάζεται με κάτι που είχε πει ο Μπρους Λι: “μην προσεύχεσαι για μια εύκολη ζωή, να προσεύχεσαι για τη δύναμη να αντεπεξέλθεις σε μία δύσκολη ζωή”. Στο δεξί μου ώμο έχω τα αρχικά της οικογένειάς μου και στο αριστερό μου στήθος ένα φτερό αετού και μια φράση που είδα κάπου και μου είχε αρέσει: “πάρε το χρόνο σου, πάρε μια ανάσα, δυνάμωσε τα φτερά σου και αναζωογονήσου». «Θα μπορούσες πάντως να ασχολείσαι μόνο με το μόντελινγκ!», του επισημαίνω φέρνοντας του ως παράδειγμα τα βλέμματα που αμέσως καρφώθηκαν γύρω μας. «Μπα. Από hobby γίνεται όλο αυτό», μου εξηγεί. «Άλλωστε, η δουλειά του αστυνομικού είναι κάτι που μου αρέσει πολύ, την αγαπώ και δεν θα την άλλαζα με τίποτα! Από μικρός πάντα ήθελα να προσφέρω και να βοηθώ τον κόσμο. Και δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα από το να ακούς “ευχαριστώ” απ’ τους ανθρώπους. Αυτό θεωρώ ότι είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή!».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΙΡΗΝΑΚΗΣ: "ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΑΘΛΗΤΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ"


Ο επιχειρηματίας που έμαθε στους Έλληνες την παραγωγή ελληνικών ερωτικών ταινιών και κατάφερε να βάλει τη Sirina ανάμεσα στις 10 καλύτερες εταιρίες ανάμεσα στις 3.500 χιλιάδες από όλο τον κόσμο στα βραβεία AVN του Las Vegas, μιλάει στο Thema People σε μία σπάνιά του συνέντευξη.

Στην είσοδο του γραφείου του, κλειδωμένο μέσα σε ένα μεγάλο κλουβί, βρίσκεται ένα κουλουριασμένο φίδι. Η διαδικασία για τη λήψη της τροφής του, μετά την επεξήγηση για την αλλαγή του δέρματός του, μου ακούγεται κάπως περίεργη. «Είχα βρει ετοιμοθάνατο τον πύθωνα, σε ένα σπίτι κάποιου γνωστού μου και το έσωσα. Από τότε αυτό είναι η μασκότ της εταιρείας», μου λέει ο Δημήτρης, καθισμένος στο γραφείο του, με φόντο ανάμεσα στα χαρτιά του το εξώφυλλο από την τελευταία του ταινία «Mykonos. Αυτή είναι η μητριά μου», με πρωταγωνίστριες την Κατερίνα, την Αθηνά, τη Στέλλα και τη Βάσια.
-Είναι απενοχοποιημένοι πια οι Έλληνες σε σχέση με το πορνό;
-Ναι. Καταρχήν έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο σ’ αυτό το γεγονός ότι ενημερώνεται πλέον ο κόσμος από το εξωτερικό μέσω internet, αλλά και η παραγωγή που είχαμε κάνει με τη Τζούλια. Από εκεί κι έπειτα στο μυαλό κάθε ανθρώπου υπάρχουν κάποια standards. Εγώ ποτέ δεν κατάλαβα, από μικρό παιδί, γιατί κάτι που κάνει ο καθένας το βράδυ στο κρεβάτι του αν το γυρίσει σε ταινία είναι «κακό» και θεωρείται «πορνογραφία», ενώ αν πάρουμε ένα πριόνι κόβοντας ένα στήθος και ονομάζοντάς το «θρίλερ» είναι για Όσκαρ. Μας έχουν περάσει στο μυαλό ότι είναι νορμάλ να βλέπουμε μία δολοφονία στις ειδήσεις των 8 τρώγοντας μακαρονάδα, ενώ το να δεις μια ερωτική ταινία μόνος σου ή με τη σύντροφο σου είναι κατακριτέο.
-Λόγω της κρίσης έχει μειωθεί πια η πώληση ερωτικών ταινιών;
-Το ερωτικό δεν πεθαίνει ποτέ! Αλλάζει, όμως, το Μέσο. Όποιος επιχειρηματίας ή έμπορος ακολουθήσει το Μέσο σωστά και στο timing που πρέπει δεν χάνεται ποτέ από την αγορά. Μετά την βιντεοκασέτα ακολούθησε το dvd και τώρα παράλληλα το internet και το pay tv με το κανάλι της Sirina στον ΟΤΕ tv.
-Ούτε η ασταθής πολιτική κατάσταση επηρέασε την αγορά στις ερωτικές ταινίες;
-Θα σου απαντήσω με ένα παράδειγμα: μετά το δημοψήφισμα, περιμένοντας την κατάληξη των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, είχαμε βγάλει για ένα 48ωρο δωρεάν μια ερωτική ταινία μέσα από το site μας. 500 χιλιάδες Έλληνες, μοναδικοί χρήστες, εκείνες τις μέρες, μπήκαν για να την παρακολουθήσουν. Υπό κανονικές συνθήκες, κάθε μέρα, μπαίνουν στο site μας 50 χιλιάδες μοναδικοί χρήστες!
-Αυτό πώς το εξηγείς;
-Σαν λαός είμαστε ο πιο σεξουαλικός στο τι βλέπουμε. Και δεν μας επηρεάζει τίποτε σε σχέση μ’ αυτό. Ασχέτως του τι κάνουμε τελικά. Γιατί έχει μεγάλη διαφορά το ένα απ’ το άλλο. Κι η θεωρία απέχει πάντα πολύ απ’ την πράξη. Οι Έλληνες είμαστε πολύ του φραπέ, του «θα» και της συμβουλής, αλλά στην πράξη λίγοι το κάνουν.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΥΛΙΚΑΚΟΣ: "ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΤΗΝ ΚΛΑΨΟΜΟΥΝΙΑ"


Ο έλληνας «γερόλυκος της ροκ» και ένας από τους γνησιότερους εκφραστές του ελληνικού ροκ, υποδύεται έναν τηλεοπτικό «δράκουλα» και ακονίζει καλά τα δόντια του προτού δαγκώσει με όσα έχει να πει, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.

Γνωστός και ως «Πουλίκα», «Mr. Badbird» ή «Dr. Polykarpov», επέμενε, από το πρώτο μας τηλεφώνημα, να μιλάμε στον ενικό. «Μα, κύριε Πουλικάκο…», «Δημήτρης! Άσε τα “κύριε”!». Λόγω φιλίας, το όνομά του συνδέεται, όχι άδικα, με τον Πάνο Κουτρουμπούση, τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το Μάνο Χατζιδάκι, τον Κώστα Ταχτσή, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, το Βλάση Μπονάτσο, το Νάνο Βαλαωρίτη, ακόμη και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή-ο οποίος υπήρξε, για κάποιο διάστημα, ξάδελφός του-, με τα Μάταλα, με ιστορίες για drugs, με κάποιους μήνες που πέρασε στη φυλακή, με το «Μεταφοραί εκδρομαί ο Μήτσος», το «Θείο Νώντα», το «Crazy love στου Ζωγράφου», τον τηλεοπτικό «Αυθαίρετο» και-φυσικά-με δεκάδες ροκ συναυλίες και αμέτρητες ώρες μουσικής.
-Δεν έχεις τίποτα δικό σου, ώστε να μην χρειάζεται να συνεχίζεις να δουλεύεις;
-Έχω τα τρία μου και ένα τριάρι στην Γ’ Σεπτεμβρίου and thats it. Κατά τ’ άλλα, παίζω μουσική και ζω απ’ τη δουλειά μου. Ούτε σύνταξη έχω, ούτε επιδοτήσεις, ούτε επιχορηγήσεις, ούτε είμαι «συνημμένος» σε κόμματα.
-Είσαι ευχαριστημένος από την καθημερινότητά σου;
-Κοίτα, η ζωή είναι ούτως ή άλλως μία τραγωδία. Για όλους ισχύει αυτό. Αν, όμως, αφήσεις κάποιες μικρές ευτυχισμένες στιγμές να σε καθορίζουν, μπορεί να είσαι και κατά κάποιο τρόπο ευτυχισμένος άνθρωπος.
-Σε τι αφορούν οι δικές σου ευτυχισμένες στιγμές;
-Στον έρωτα και στη μουσική κυρίως. Και βέβαια σε κάποιες ανθρώπινες σχέσεις φιλίας και συντροφικότητας.
-Συνεχίζεις να ερωτεύεσαι στα 71 σου;
-Ζορίζει ο έρωτας, αλλά χωρίς έρωτα δεν υπάρχει ζωή.
-Σε συγκινεί βλέπω το θέμα…
-Είμαι ευσυγκίνητο παιδί. Δεν έχω μάθει την αποστασιοποίηση, όπως σας την μαθαίνουν στις σχολές δημοσιογραφίας. Κι’ άμα δεν βουτήξεις στον έρωτα, πού θα βουτήξεις; Έρως ανήκατε μάχαν. Είναι το μόνο πράγμα που το να το πολεμήσεις είναι άσκοπο, μάταιο. Ο έρωτας σε παίρνει και σε σηκώνει. Και όχι ο διάολος, όπως μας λένε οι παπάδες.
-Μετάνιωσες ποτέ για κάτι που έκανες στη ζωή σου;
-Όχι. Είναι ούτως ή άλλως τόσο ενοχική η εκπαίδευση μας-δεν θα πω παιδεία-, οπότε γιατί να προσθέσουμε κι άλλες ενοχές σε αυτές που μας έχουν ήδη φορτώσει εξ απαλών ονύχων; Αν είναι να μετανιώσεις, μην το κάνεις.
-Ούτε για τα drugs μετάνιωσες;
-Όχι. Ήλθον, είδον, απήλθον.
-Δεν έχεις καπνίσει πάντως ούτε ένα τσιγάρο, εδώ και μισή ώρα που βρεθήκαμε…
-Το ‘χω κόψει. Μόνο καμιά φούντα που και που! (γέλια).

7.3.16

ΓΑΛΑΚΤΟΜΠΟΥΡΕΚΟ


«Ξέρεις τι είναι τα συναισθήματα; Έχεις δει ποτέ πώς είναι ένα συναίσθημα;». Γ. Χειμωνάς.

Είναι μέρες που είσαι άκεφος. Και δεν μπορείς. Ένα βαρίδι στην καρδιά, στο λαιμό, στα δάχτυλα των ποδιών σου – δεν μπορείς ούτε να περπατήσεις. Παράλυση. Ένα σκοτεινό δωμάτιο μπες-βγες σαν σε escape room χωρίς κλειδί δραπέτευσης, χαμένος σε κάτι απροσδιόριστο που μόνο θέτει ερωτήσεις αλλά δεν έχει καμία τύχη στις απαντήσεις σε κάτι που μετακινείται αν και παραμένει σταθερό, με κατεύθυνση προς τα κάτω. Είναι όλα μέσα στη ζωή βέβαια. Αν και έξω από αυτήν.

Καταλαβαίνω πολύ καλά τη χαρά του Θανάση με την Αθήνα – είναι πράγματι γοητευτική όταν ανακαλύπτεις τους μικρούς της θησαυρούς πλάι στην καγκελοστολισμένη άκρη των γραμμών του τρένου Θησείο-Μοναστηράκι, σαν ένα χρωματιστό μπουκαλάκι που να έχει εισχωρήσει σ’ αυτό το πιο νόστιμο γλυκό καρπούζι. Αλλά εγώ βλέπω και τις λακκούβες της. Τις τρύπες της – στην καρδιά και στο πληγωμένο της σώμα. Χώματα που έγιναν μπετά αλλά πάντα θα γεμίζουν τους δρόμους με σκόνη. Μυρωδιές από μπαχαρικά στην Αιόλου και κοντά στη Σωκράτους, αλλά και πεζοδρόμια γεμάτα από ανθρώπους-κουτιά σκεπασμένα σε κουβέρτες στην πλατεία Θεάτρου. Κάποιοι από αυτούς απλώνουν το χέρι και λένε «βοήθεια», άλλοι κάνουν το σταυρό τους, λοξοκοιτάνε σε ένα καντηλάκι που έχουν αφήσει επάνω σε κάποιο λευκό χαρτόνι στο πλάι ψιθυρίζοντας «έχει ο θεός». Που, συνήθως, ούτε αυτός έχει τίποτα.

Τα ίδια και στην πλατεία Βικτωρίας που γέμισε Σύρους πρόσφυγες, εθελοντικές οργανώσεις και τηλεοπτικές κάμερες. Να πάνε αλλού θέλουν οι άνθρωποι. Όχι να μας γίνουν πρόβλημα. Στο ήδη υπάρχον.

Ακεφιά και ένα κόμπιασμα. «Θα ξαναρθούν οι φωτεινές μέρες» λες, μα έχεις εκ προοιμίου πει ψέματα σε σένα και στο ένστικτό σου, σ’ ένα μέλλον ήδη μαυρισμένο. Ποια ελπίδα;

Αχ, Αλέξη. Ούτε τσίπουρο δεν θα μείνει τελικά.

Στην πρεμιέρα του «Victor Victoria» του Pantheon της οδού Πειραιώς κόσμος πολύς. Υπερ-ανθισμένοι άνθρωποι, κάπως χαρούμενοι, όχι ιδιαίτερα κολακευμένοι από τα φλας των φωτογράφων, μα λαμπεροί στο πέρασμά τους και στα καινούργια τους κοστούμια. Μιλούσα με κάποια ρεπόρτερ, τη Νάντια. Μου ανέφερε πως θέλει να δει το «σ’ εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη. «Της γυναίκας που στις φωτογραφίες φοράει πάντοτε μαύρα γυαλιά», είπε. Θα το κανονίσει η Μαργαρίτα, που είναι θεία της η σημαντικότερη γυναίκα θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, και παίζει με την κόρη της τα μεσημέρια του Σαββάτου στο σπίτι που κάποτε κατοίκησε ο «εχθρός του ποιητή». Εκείνη, τα βιβλία, οι φωτογραφίες, οι αντίκες κι ο Γιώργος Χειμωνάς – ο υπέρτατος. «Πάντα οι άλλοι μας αναγκάζουν να αισθανθούμε. Με τη βία μας αναγκάζουν να αισθανθούμε. Και την άρνησή μου, να την θυμάστε σαν μια απόλυτη σιωπή». 

Διπλώνω αργά τα ρούχα μου και παίρνω ένα χάπι διπλής όψης -μπλε με άσπρο- για να μου περάσει η ημικρανία. Συνήθως σιδερώνω κάτι τέτοιες στιγμές και δυναμώνω την ένταση του mp3 στον Pepper που ηρεμεί τα εγκεφαλικά μου κύτταρα τα ξεχαρβαλωμένα. Παίζει Monophonics κι έπειτα Casey Abrams. Εξαίσιος κι ο αυστραλός Unkle Ho. Το «Lime Juice» του θαυμάσιο – Βαλκάνια και Μπρέγκοβιτς μαζί, υπερθαλάσσιος. Τι μουσικές!

Θυμήθηκα τη Χαρούλα στο «Χειρόγραφό» της που με πήγε ο Θανάσης το Σάββατο, αυτή την καθαρή αξία, την γεμάτη κηλίδες μα απείραχτη και πάντοτε προσεκτική στο φως που τη λούζει τόσα χρόνια μη αφήνοντας να διαστρεβλωθεί καμία της αχτίδα. «Τι ζούγκλα που είσαι εσύ, βρε παιδί μου! Όποιος μπει μέσα σου χάνεται…». Χάνεται;

Σημασία έχει να ‘χεις φίλους. Ο Αντώνης ξεκίνησε πριν από μία ώρα από την πλατεία Αμερικής, πήρε το λεωφορείο, κατέβηκε την Παπαδιαμαντοπούλου και μου τηλεφώνησε ήδη καθισμένος σε κάποιο Προ-Ποτζίδικο. «Έκπληξη! Κρατάω κάτι γαλακτομπούρεκα που σ’ αρέσουν απ’ το “Κοσμικόν”. Θα περάσω. Να μου ανοίξεις».

Άνοιξα. Άνοιξα και φωτίστηκαν τα σύμπαντα του κόσμου.  

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 6 Μαρτίου. Φωτογραφία: Γιάννης Χατζηγεωργίου.