5.9.09

ΑΛΕΚΑ ΚΑΝΕΛΛΙΔΟΥ: "ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ ΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ".

Άσε με να φύγω, Πόσο γλυκά με σκοτώνεις, Δεν είναι έτσι η αγάπη, Μονά Ζυγά, Μη μ αγγίζεις μη, Δίδυμα φεγγάρια, Κανένα πρόβλημα, Χτυπάει η βροχή, Μελαγχολία, Μαγκανοπήγαδο, Αλλιώτικος νόμος. Ελάχιστα τραγούδια από τα δεκάδες που ερμήνευσε μία από τις μεγαλύτερες φωνές της ελληνικής δισκογραφίας. Η Αλέκα Κανελλίδου, επέστρεψε.Την ακούω στα mp3 μου στο δρόμο για τη συνέντευξη, μέσα στο μετρό, στην καινούργια ενορχήστρωση του «Μια περιπέτεια». Φωνή βραχνή, στέρεη, με θλιμμένα σκαμπανεβάσματα που σε ταξιδεύουν αλλού, σ έναν απροσδιόριστο πόνο, ακόμη και αν οι στίχοι λένε «σ αγαπάω». Είναι η jazz φωνή της ελληνικής δισκογραφίας- ίσως από τις σπουδαιότερες. «Αισθάνομαι πολύ άβολα όταν μου λένε όλα αυτά τα καλά λόγια» μου λέει, «νομίζω πως έχω απλά μία καλή φωνή». Τα τελευταία δέκα χρόνια ξυπνάει πρωί, γύρω στις 8, κοιτάει τη θάλασσα μπροστά από το σπίτι της στη Ραφήνα, τα χρώματά της, τις αλλαγές της στον χειμωνιάτικο ή καλοκαιρινό καιρό, πίνει τον καφέ της, μιλάει με τα λουλούδια της, ονειρεύεται την καινούργια μέρα στο ξεκίνημά της. Διαβάζει πολλά βιβλία, δεν παρακολουθεί τηλεοπτικά προγράμματα, μόνο ταινίες από τη δορυφορική τηλεόραση. Κατά τη διάρκεια της μέρας θα κάνει κάποιες δουλειές στο σπίτι, θα δει φίλους, θα ψωνίσει, θα περιποιηθεί το σκυλάκι της, τον Ρόκι της «κάνω δέκα χρόνια διακοπές, με ενδιάμεσα κάποιες δουλειές» μου λέει. «Έχω δουλέψει πάρα πολύ νύχτα, δεν μου λείπει. Δούλευα έξι ή επτά μέρες την εβδομάδα σε καθημερινή βάση. Εγώ, από μικρό παιδί που τραγουδάω, έμαθα να “καθαρίζω” τον εαυτό μου με τη μουσική, να λυτρώνομαι- αυτό, ναι, μου λείπει πολύ. Με το τραγούδι, ξορκίζω πράγματα. Ό,τι και να συνέβαινε όλη τη μέρα, ότι και να με στενοχωρούσε, τη στιγμή που τραγουδούσα όλα εξαφανίζονταν. Λυτρωτικά. Πάντα με λύτρωνε το τραγούδι». Στο σπίτι της δεν τραγουδάει, δεν θέλει. Μπορεί να σιγοψιθυρίσει κάτι, πολύ σπάνια, στο αυτοκίνητο, σε κάποια διαδρομή κοιτώντας εικόνες στο δρόμο, κάτι jazz, κάτι που να κάνει την καρδιά της να αισθάνεται, «σίγουρα όχι κάτι από όλα αυτά τα σκουπίδια που κυκλοφορούν και που σε κάθε εποχή υπήρχαν», μου λέει. «Ποτέ δεν ήμουνα καριερίστα, με την έννοια που το λένε σήμερα οι περισσότεροι. Δεν έχω κάνει θυσίες για το τραγούδι, απλώς έχανα τα πρωινά της ζωής μου, αυτό που βρίσκω τώρα. Γεννήθηκα στην Πλάκα, πλατεία Φιλομούσου εταιρείας, εκεί που είναι σήμερα το Zoom και ο Ζυγός. Εκεί μεγάλωσα. Λόγω του πατέρα μου που ήταν βιολιστής ξεκίνησα από πολύ μικρή με το τραγούδι, σαν φυσική συνέχεια. Τυχαία ξεκίνησα να τραγουδώ. Ο πατέρας μου ήταν η γέφυρα ανάμεσα σε μένα και στη μουσική, με γνώρισε σε μουσικούς και καλλιτέχνες, με πήγαινε σε εκδηλώσεις που έπαιζε, μου γνώριζε κόσμο. Ξεκίνησα για να σπουδάσω ψυχολογία, είχα ντουμπλάρει τη Ζωή Λάσκαρη στο Crazy Girl, εξυπηρέτησα τότε τον Πλέσσα επειδή είχα άνεση στα αγγλικά και κάποιος μουσικός είπε στον πατέρα μου “Θέλουμε μία τραγουδίστρια για την Αθηναία”, και πήγα εγώ, σαν παιχνίδι. Ποτέ δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να μην διαβάζω μουσική, να μην ακούω τραγούδια και μελωδίες, έτσι ζούσα. Δεν είπα “άντε να βγω σε αυτό το επάγγελμα για να βγάλω λεφτά”. Ποτέ. Στην πορεία, το τραγούδι ήτανε καθαρά κάτι βιοποριστικό για μένα, συνδυασμένο όμως με την τέχνη του. Το ένα άλλωστε δεν αποκλείει το άλλο. Σήμερα μπορώ να ζω από το τραγούδι, δεν έγινα πλούσια, αλλά μπορώ να ζω. Ούτως ή άλλως είμαι ολιγαρκής, ζω με λίγα και καλά, με πράγματα που να έχουν ποιότητα».Ο πολύς κόσμος τη γνώρισε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1974 με το Άσε με να φύγω- η φωνή της εξέπληξε, όλοι τότε μίλησαν για την καινούργια, βραχνή και υπέροχη φωνή. Χαμογελάει. «Δεν είμαι από τις τραγουδίστριες που αρέσουν σε όλο τον κόσμο, αρέσω σε κάποιους, δεν είμαι μία τραγουδίστρια που θα πιάσει όλο τον κόσμο, τη μάζα- και ούτε το επεδίωκα. Γι αυτό και πάντα οι χώροι που επέλεγα να δουλέψω ήταν μικροί, υπήρχε ένα κοινό που επέλεγε τι να ακούσει, τι να περιμένει από εμένα. Υπάρχει πολύ τσιφτετέλι στην Ελλάδα- χωρίς να θέλω να το υποτιμήσω- αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Βεβαίως έχω μετανιώσει για επιλογές μου, τι είμαι εγώ; Η αλάνθαστη; Και ρεπερτορίου και χώρου. Κάνω 40 χρόνια αυτή τη δουλειά, δεν μπορεί να μην συμβεί να μετανιώνουμε για κάποιες από τις επιλογές μας, δεν γίνεται. Όταν κάνεις ένα επάγγελμα, είναι μοιραίο να κάνεις και πράγματα για τα οποία δεν τρελαίνεσαι κιόλας. Αυτό συμβαίνει με όλους τους επαγγελματίες, όχι μόνο στη μουσική». Τελευταία, πέρα από πολύ επιλεκτικές εμφανίσεις της, όπως η παρουσίαση jazz τραγουδιών στο Μέγαρο Μουσικής πριν από τρία χρόνια, τότε που εξαντλήθηκαν όλα τα εισιτήρια μέσα σε μία ώρα, είναι πολύ σπάνιες. Απέχει, γιατί λέει πως μεγάλωσε, πως δεν μπορεί πια να κάνει αυτά που έκανε κάποτε, πως θέλει πλέον να κάνει μόνο όσα την ξεκουράζουν και της δίνουν την καθημερινή χαρά που της έλειπε. Σήμερα την ξεκουράζει η καλή παρέα, η καλή συζήτηση, η μπιρίμπα, τα ταξίδια- αξέχαστο θα της μείνει το περσινό της στην Αίγυπτο. Οι πιο πολύτιμοι άνθρωποι στη ζωή της είναι οι φίλοι της, παλιοί και καινούργιοι όπως ο νέος της συνθέτης Στέφανος Κόκκαλης και ο 28χρονος γιος της. «Ο γιος μου ασχολείται με τη μουσική ερασιτεχνικά, είναι επιχειρηματίας. Από μικρός είχε και αυτός μεγάλη αγάπη για τη μουσική, τα τραγούδια και ο κινηματογράφος ήταν η ξεκούρασή του. Μου έμοιασε. Πιθανώς, αν δεν τραγουδούσα, να είχα κάνει κι άλλα παιδιά, κι άλλο γάμο. Ένα γάμο έχω κάνει. Δεν είναι πολύ εύκολες οι σχέσεις των ανθρώπων μέσα από αυτή τη δουλειά. Τώρα θέλω εγγόνια, ελπίζω πως δεν θα αργήσουνε». Λέει πως πάντοτε ήταν πολύ συναισθηματική, συγκινείται εύκολα, η καρδιά της προηγείτο συνεχώς του μυαλού της, το συναίσθημα ήτανε, από τότε που θυμάται τον εαυτό της, το φως στη ζωή της. «Θέλει προσπάθεια να βγάζεις απέξω τον ξινό σου εαυτό, πρέπει να έχεις μπροστά σου τον καλοπροαίρετό σου εαυτό που ακούει τον άλλον, γίνεται φίλος με τον κόσμο και δημιουργεί αγάπη. Δεν μιλάμε μόνο για τον έρωτα, αν και έχω ζήσει μεγάλους έρωτες. Αρκετοί από αυτούς μάλιστα, ήτανε επώδυνοι. Εμείς οι γυναίκες όταν ζήσουμε ένα μεγάλο έρωτα και χωρίσουμε, δεν μπορούμε την άλλη μέρα να βρούμε τον επόμενο, αργούμε λίγο σ αυτό το θέμα σε σχέση με τους άντρες. Δεν αντικαθιστούμε εύκολα. Εγώ ποτέ δεν φώναζα για τη λύπη ή την απώλειά μου, άλλωστε η ζωή είναι ένα σωρό απώλειες. Το τραγούδι με γιάτρευε. Κατά βάση είμαι μοναχικό άτομο, όχι μελαγχολικό, δηλαδή μπορώ να τα βγάλω πέρα με τον εαυτό μου, μπορώ να με κάνω παρέα, μπορώ να ζήσω μόνη μου. Ο γιος μου μεγάλωσε, τώρα ζω μόνη μου. Αυτό είναι η πλήρης ελευθερία. Απολαμβάνω τη μοναξιά μου, μου αρέσει. Τη στιγμή που δεν μου αρέσει, ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω. Η ευτυχία δεν είναι κάτι που το παίρνουμε αγκαλιά και περπατάμε μαζί της, μόνοι μας τη γεννάμε και μόνοι μας τη δημιουργούμε. Απλώς πρέπει να αφεθούμε σ αυτήν». Ανάβει τσιγάρο, πίνει καφέ, βλέπει τα παιδιά που μόλις τελείωσαν από το φροντιστήριό τους στο café της Αγίας Παρασκευής που συναντηθήκαμε. Μισή ώρα φοράει τα μαύρα της γυαλιά, να της καλύπτουν τα πράσινά της μάτια, την πειράζει το φως. «Φοβάμαι το θάνατο, αλλά όταν αρχίζεις να μεγαλώνεις, ακόμη και αυτή την έννοια του θανάτου, την βλέπεις διαφορετικά, δεν εξοικειώνεσαι, αλλά όταν έχουν ήδη φύγει δικοί σου άνθρωποι, δεν σου φαίνεται πολύ τρομερό αυτό το πράγμα. Απολαμβάνω την ηλικία μου, μια χαρά είμαι. Η ηλικία κερδίζεται, δεν χαρίζεται, απολαμβάνω τους κόπους μου. Δεν γυρίζω ποτέ στο παρελθόν και δεν μου αρέσει καθόλου η παρελθοντολογία. Ζω το παρόν. Θέλω να έχω την ησυχία μου και αυτά που αγαπάω. Να είμαι καλά. Τι καλύτερο; Άλλωστε για μένα οι ενδιαφέροντες άνθρωποι είναι αυτοί που ξέρουν τι θέλουν, που πιστεύουν στον εαυτό τους, που δεν στέκονται κάπου και ψάχνουν συνεχώς το καλύτερο. Ένας άνθρωπος ο οποίος ασχολείται με τις τέχνες και τις κυνηγάει, ακόμη και αν δεν είναι ο ίδιος καλλιτέχνης, αποκλείεται να μην είναι ενδιαφέρων». Στην πλατεία, μπροστά από τη μποτιλιαρισμένη λεωφόρο Μεσογείων, μου λέει πως τα τελευταία χρόνια κάνει στον εαυτό της την ερώτηση ποια άλλη δουλειά θα μπορούσε να κάνει στη ζωή της, αν υπήρχε περίπτωση να άλλαζε δρόμο ξαφνικά. Το σκέφτεται και γελάει. «Όταν μου ήρθε αυτό ως σκέψη, είπα στον εαυτό μου “Αλέκα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο. Μόνο να τραγουδάς. Ε, λοιπόν, τραγούδα!”».
Δημοσίευση στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής, ένθετο "ET Weekly", τον Ιούνιο του 2008.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΛΩΡΙΝΙΩΤΗΣ: ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΦΙΡΜΑ; ΠΕΙΡΑΖΕΙ; (HAPPY TIME).

Θα μπορούσε να βρίσκεται κάθε βδομάδα σε τηλεοπτικά πάνελ και «παράθυρα». Αλλά, δεν θέλει. Μετά από ένα χρόνο αποχής από συνεντεύξεις, τηλεοπτικά ρεπορτάζ και φωτογραφήσεις, ο βασιλιάς των στρας, επέστρεψε. Καλύτερος από ποτέ. Στρας, λαμέ, πολύχρωμα σχέδια κεντημένα με λεπτομέρεια στο ρούχο που λαμπιρίζει απ τις πέτρες μέσα από την ντουλάπα του υπνοδωματίου του, συνδυασμός παπουτσιών, παντελονιών και γραβάτας στο ίδιο ακριβώς χρώμα. Ίδιο σχέδιο. Φυσικά, με ειδική παραγγελία. Κανένα παρόμοιό του δεν κυκλοφορεί στην αγορά. Αυτή τη φορά, στις φετινές του εμφανίσεις, δυσκολεύτηκε πολύ ο «κύριος Γιάννης» (έτσι τον λέω πάντα) στις επιλογές των ρούχων του, το Λονδίνο δεν ήταν «η λύση» όπως συνέβαινε συνήθως, μάλλον απογοήτεύτηκε, «άλλαξαν και αυτοί», μου λέει «μα να μην υπάρχει τίποτα το εξτρίμ να αγοράσω;», τα ξεκρεμάει και τα βάζει επάνω στο κρεββάτι να διαλέξω τα καλύτερα για τη φωτογράφηση. Ακριβώς μπροστά από τις φωτογραφίες των τριών παιδιών του (του 30χρονου Σάββα, της 27χρονης Αννούλας και του 22χρονου Νικολάκη), της εγγονής του και ενός ασπρόμαυρου πορτρέτου με ειδική αφιέρωση από κάποιον θαυμαστή του. Δεν έχω ιδέα, όμως, δεν ξέρω του λέω από styling. Θα αποφασίσει ο ίδιος. «Το κοκκινάκι μου πάει τρέλα! Κόκκινο παντελόνι, κόκκινη γραβάτα, κόκκινο παπούτσι, όπως ακριβώς στην πίστα». Τελικά, το μετανιώνει. Κάτι λευκό, το πιο απλό του, αυτό θα ήταν καλύτερη λύση, «για να συνδυάζομαι με τα κορίτσια», να κάνουμε ότι θέλουμε λέει στη φωτογραφηση, «να γκρεμίσουμε το σπίτι», να βγει τέλειο, ένα χρόνο έχει να δώσει συνέντευξη, θέλει να κάνει καλή εντύπωση. Η Αννούλα, την ώρα που «κοκαλώνει» τα ξανθά της μαλλιά με τζελ στη βεράντα, μου λέει πόσο αυστηρός πατέρας ήταν. «Δεν με άφηνε ποτέ να βγω μόνη μου απ το σπίτι, ούτε καν να πάω στη φίλη μου. Όταν ήμουνα μικρή και με πήγαινε στο δημοτικό, με έντυνε σαν μπομπονιέρα. Με φώναζαν τα άλλα παιδάκια “μπομπονιέρα”. Όποτε πήγαινε για εμφανίσεις στην Αμερική, μου έφερνε βαλίτσες με ρούχα, φούξια φουστάνι με φρου φρου, ίδιο βρακί, ίδια κάλτσα, καπέλο, τσαντάκι. Ντρεπόμουνα λίγο να τα βάζω αυτά, αλλά μ άρεσε κιόλας που ξεχώριζα. Και τώρα, το δικό μου παιδί, μέσα στην πούλια είναι και μέσα στο στράς. Το χει!». Στους δρόμους της Πειραϊκής, στο στενό της Ιωάννου Μάνου που βγαίνει προς τη θάλασσα, ξεκινά ένα ιδιόρρυθμο party- απόγευμα Σαββάτου με καύσωνα. Ο κύριος Γιάννης μπροστά, πίσω η Αννούλα με το μωρό, τη δίχρονη Αντζελίνα, και το Γωγουλίνι δίπλα. Αυτός ντυμένος γαμπρός με τα ολόλευκά του, αυτές σαν νύφες, σαν πολύ sexy νύφες που μάλλον δεν θα μπορούσαν να μπουν ποτέ «κανονικά» σε εκκλησία. Κόσμος τους σταματάει, αυτοκίνητα που κορνάρουν, άλλοι παρακαλάνε για φωτογραφία και αυτόγραφο, παιδάκια που χτυπάνε παλαμάκια, μισή ώρα για να κάνουμε μία απόσταση 500 μέτρων. Είναι ο star του Πειραιά. Χωρίς αμφιβολία. Το ίδιο και στη φωτογράφηση. Με κοινό. Με «έκτακτους» βοηθούς, κάποιον Πάρι και κάποιον Γιώργο για παράδειγμα- άγνωστά μας παιδιά- που ήθελαν απλά να κρατάνε τα ρούχα μέχρι να τελειώσουν οι λήψεις, να μας βοηθήσουν, «να ναι τέλειο». Κλικ, άλλη πόζα, ξανά κλικ, η Αντζελίνα (με γονίδια star) δεν έκλαψε ούτε μια στιγμή, όλο χαμόγελα και αγκαλίτσες στον «παππούλη» της, κι άλλο κλικ, υπάκουες φωτογραφικές στάσεις επάνω στα βράχια με τα δωδεκάποντά τους τακούνια να τα κρατάνε στα χέρια. Θεικό, κύριε Γιάννη. Συμφωνεί και γελάει. «Θα ρθεις το βράδυ να μας δεις στο μαγαζί; Δύο η ώρα βγαίνω. Μην μου το χαλάσεις…». Φυσικά! Μα τι λέτε; Φυσικά και θα είμαι εκεί!
Δύο και δέκα. Στο «Elysse» της Αγίας Παρασκευής στριμωγμένοι fans, περίεργοι που ήρθαν «για την εμπειρία», νέοι άνθρωποι ντυμένοι με τζινς και καθημερινά απλά μπλουζάκια, μεσήλικες με σκουρόχρωμα σακάκια και γραβάτες, όλοι μαζί ανακατεμένοι, κάτι μυσταγωγικό και παράξενο. Προηγήθηκαν οι εμφανίσεις της Αννούλας και της Γωγώς με το σουξέ τους «είμαστε ξανθιές, είμαστε θεές», μαζί με επιτυχίες της Έφης Σαρρή, της Άλκηστις Πρωτοψάλτη και της Ρίτας Σακελλαρίου (όλα σουρελιστικά συνδυασμένα), αποθέωση από το κοινό, όλο «ξανά και ξανά» από το βάθος του μπαρ, υποκλίσεις και χαμόγελα. Η είσοδος του κυρίου Γιάννη είναι απλή: Χρυσό παπούτσι, ασημένιο παντελόνι, λευκό πουκάμισο, στρασάκια διάσπαρτα σε όλο το ρούχο, σακάκι ασημένιο. Ευτυχώς, ισορροπεί στη δεύτερη: Κατακόκκινος. Από πάνω μέχρι κάτω. Και με μαύρο γιλέκο «για να το σπάει». «Πειράζει που είμαι μεγάλη φίρμα; Πειράζει;», «Τάκα τάκα να του παίζω παλαμάκια, να τ αγκαλιάζω να του κάνω μάκια μάκια», «μεγάλε είσαι ο πρώτος μεγάλε, μετά από σένα το χάος, μετά απ το χάος εσύ». Χορευτικές φιγούρες με επιτόπιες στροφές, χειραψίες στα τραπέζια, χειροκροτήματα, ξανά χειραψίες, πόζες για φωτογραφίες με το κοινό, το κοινό του, σουξέ δικά του που τραγουδάει μαζί του όλο το μαγαζί. Ζαλισμένος μετά από τρεις ώρες, ύστερα από συνεχή ουίσκι ξανά και ξανά, η Μεσογείων θολή μπροστά μου με αυτοκίνητα που χόρευαν «ας πέθαινες να γλίτωνα»- 5 η ώρα το πρωί. Και τώρα; Τώρα πως θα κάνουμε συνέντευξη μετά το χθεσινό hangover κύριε Γιάννη μου, του λέω την επόμενη μέρα. «Ξεκίνα εσύ, και θα τα βρούμε στο δρόμο».
-Είστε ευτυχισμένος;
-Πολύ! Πέρασα πολύ δύσκολα, αλλά θα ήμουν αχάριστος αν σου έλεγα ότι δεν είμαι ευχαριστημένος. Πέρασα καλά, μου δόθηκαν απλόχερα πάρα πολλά πράγματα: Δόξα, επιτυχίες, λεφτά, έρωτες. Δεν μου λείπει τίποτα. Τη χαρά τη μεγάλη μου τη δίνουν τα παιδιά μου. Τώρα είναι η περίοδος που μου εκμυστηρεύονται για τους έρωτές τους, πως θα αγαπήσουν και πως θα αγαπηθούν. Καταλαβαίνεις. Εγώ αυτά τα έχω ξεχάσει.-Έχετε ξεχάσει τον έρωτα;
-Κουράστηκα! Αγαπήθηκα τόσο πολύ στη ζωή μου που αισθάνομαι ότι χόρτασα από αγάπη. Αγαπήθηκα πολύ από τις σχέσεις μου, πάντα έκανα ό,τι ήθελα. Έκανα τέσσερεις μακροχρονιες σχέσεις, εμένα δεν μου αρέσουν οι περιστασιακές, οι σχέσεις της μιας βραδιάς, εγώ είμαι άνθρωπος που δένομαι. Δεν θέλω να αναλώνομαι δεξιά και αριστερά, θέλω συντροφιά. Θέλω να νιώθω ότι κάποιος μ αγαπάει και να στηρίζομαι πάνω του. Μάλλον είμαι ανασφαλής στην προσωπική μου ζωή. Ακριβώς το αντίθετο από ότι είμαι στην πίστα. Στα προσωπικά μου είμαι πάρα πολύ ανασφαλής.
-Και τώρα είστε μόνος σας.
-Το συνήθισα. Άρχισε να μου αρέσει. Τώρα δεν θέλω σχέση. Έχω μάθει να είμαι ελεύθερος. Μια ζωή ήμουνα κλεισμένος στα ορφανοτροφεία, στα 16 μου βγήκα και αμέσως αρραβωνιάστηκα, μετά από λίγο καιρό χώρισα και αμέσως έκανα μία σχέση που κράτησε 8 χρόνια και στο τέλος παντρεύτηκα τη γυναίκα μου σε ένα γάμο που κράτησε 30 χρόνια, μέχρι που χωρίσαμε. Ποτέ δεν υπήρξα μόνος. Τώρα λέω στον εαυτό μου «τι βλακείες έκανα; Καλύτερα να μην έκανα ποτέ μου σχέση».-Οι πληγές του ορφανοτροφείου σας έκαναν μάλλον να αναζητάτε τόσο πολύ τη συντροφιά.
-Μάλλον. Το ορφανοτροφείο ήταν μια φυλακή, προσπαθούσα μέσα εκεί να προσαρμοστώ. Στενοχωριόμουνα. Άλλαξα τρία ορφανοτροφεία. Μου έλειπαν πάρα πολύ οι γονείς μου. Κάθε Σάββατο είχε επισκεπτήριο και κοιτούσα στις μεγάλες πόρτες μήπως φανεί η μάνα μου ή η γιαγιά μου. Όταν δεν έρχονταν, έσκυβα το κεφάλι και έκλαιγα.
-Ήταν δύσκολη η περίοδος μετά το χωρισμό σας; Είναι πολλά 30 χρόνια γάμου. Μεγάλη απόφαση.
-Για μένα ο χωρισμός μου ήταν ό,τι καλύτερο. Δεν ήταν καθόλου δύσκολη απόφαση. Απλώς με πείραξε που μου είχαν τύχει όλα μαζί. Παντρεύτηκε ο μεγάλος μου γιος, μετά η Αννούλα μου, ύστερα φεύγει η σύζυγος απ το σπίτι και αμέσως μετά φεύγει και ο Νικολάκης για να πάει να μείνει κάπου μόνος του. Ξαφνικά βρέθηκα μέσα σε ένα σπίτι 250 τετραγωνικών μόνος μου. Έφερα να κάνω εξορκισμούς, αγιασμούς, έτρεχα σε μέντιουμ, δεν καταλαβαινα τι γινόταν, δεν μου φαινόταν φυσιολογικό όλο αυτό. Μου έλεγαν ότι είναι μάγια, αλλά μετά στράφηκα στο Θεό, στην εκκλησία. Ξέρεις, είχα στενοχωρηθεί πάρα πολύ, τότε μου έφυγαν όλοι. Εκεί που έλεγα «τώρα παντρεύτηκαν τα παιδιά, θα μείνω με τη σύζυγο, θα βγαίνουμε και θα κάνουμε ταξίδια», έτυχε καπάκι όλο αυτό με το χωρισμό. Καλά έκανε, όμως. Συμβαίνει. Τώρα δεν κρατάμε καν επαφή, αλλά δεν μου λείπει. Καλύτερα. Απελευθερώθηκα.
-Τι εννοείτε;
-Όχι ότι με καταπίεζε η γυναίκα, αλλά τώρα αισθάνομαι πιο ελεύθερος. Άλλωστε της είχα εξηγήσει όταν παντρευτήκαμε ότι δεν θέλω ποτέ να μπερδευτεί στη δουλειά μου, ούτε να με ρωτάει γιατί άργησα, ούτε που ήμουνα. Η αλήθεια είναι ότι το τήρησε, ποτέ δεν μου έκανε παρατηρήσεις. Καμιά φορά μόνο μου γύριζε την πλάτη όταν κοιμόμασταν, αλλά έλεγα «καλύτερα, να κοιμηθώ ήρεμα». Δεν με καταπίεσε ποτέ, απλώς εγώ, επειδή ήθελα να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου, καταπίεζα εμένα. Τώρα δεν δίνω λογαρισμό σε κανέναν! Ακόμη και τα παιδιά μου καμιά φορά με ρωτάνε «που ήσουνα; τι έκανες;», αλλά τους εξηγώ ότι όπως εγώ δεν μπερδεύομαι στην προσωπική τους ζωή, έτσι κι αυτά δεν θέλω να ανακατεύονται στη δική μου. Η μόνη που ξέρει τα πάντα για μένα, είναι η Αννούλα.
-Έχετε πολλούς fans gays. Ποια είναι η γνώμη σας για τους γάμους ομοφυλοφίλων που έγιναν στην Τήλο;
-Όταν αγαπάς κάποιον- είτε άντρας είναι, είτε γυναίκα- αισθάνεσαι ασφαλής μαζί του και σε γεμίζει, εγώ δεν το παρεξηγώ. Αν αισθάνονται ωραία να παντρεύονται, ας το κάνουν. Ο κάθε άνθρωπος έχει διακαίωμα στην ευτυχία, να αγαπήσει και να αγαπηθεί, άσχετα αν είναι αρσενικού ή θηλυκού γένους. Έχω πολλούς φίλους ομοφυλόφιλους που είχαν σχέσεις και ήταν πιο αγαπημένοι από πολλούς ετερόφυλους. Άλλωστε, όταν με κάλεσαν, πήγα και σε gay clubs και τραγούδησα. Με αποθέωσαν! Με ρωτούσαν τα παιδιά με αγωνία «μπορείτε; Σίγουρα;», «πως δεν μπορώ;» τους απαντούσα, «Γουστάρω!». Εμένα με βοήθησαν πάρα πολύ οι gays και οι τραβεστί, μάλλον επειδή είχα αυτό το ξεχωριστό στυλ, τη βρίσκανε με τα τσιφτετέλια μου και με τα φραπαλατζίδικα τραγούδια μου. Έβλεπες ένα μαγαζί γεμάτο τραβεστί και ομοφυλόφιλους, ερχόταν ο κόσμος όχι για μένα, γι αυτούς, για να τους δουν να χορεύουν. Σε δύσκολες στιγμές μου με στήριξαν πολλά από αυτά τα παιδιά.
-Γιατί πιστεύετε ότι έχετε αυτή την επιτυχία;
-Γιατί είμαι αυθεντικός! Όπου πάω έρχονται νέα παιδιά για να με δουν. Τα στέλνουν οι γονείς τους οι οποίοι ήταν δικοί μου fans.
-Αισθάνεστε star;
-Μόνο στην πίστα. Όταν περπατάω στο δρόμο, κυκλοφορώ με σκυμμένο το κεφάλι, ντρέπομαι. Έτσι είμαι από τη φύση μου, ιδιαίτερα από τότε που έγινα γνωστός, ντρεπόμουν ακόμα πιο πολύ. Είμαι πολύ μαζεμένος.-Κλαίτε καμιά φορά;
-Μόνο όταν βλέπω κοινωνικές ταινίες και το «πάμε πακέτο». Μπορεί επειδή τα θέματα της συγκεριμένης εκπομπής έχουν σχέση με δεσμούς και οικογένειες. Για τον εαυτό μου δεν κλαίω ποτέ, κλαίω μόνο όταν ακούω τα προβλήματα των άλλων.
-Έχετε βγάλει λεφτά από αυτή τη δουλειά;
-Έχω βγάλει αρκετά, αλλά μου έχουν φάει κιόλας. Κάτι σε δανεικά, κάτι σε απατεώνες που δήθεν πουλούσαν σπίτια και μου έτρωγαν χρήματα, τα λεφτά έφευγαν. Δεν έχω όμως παράπονο. Ξεκίνησα από το μηδέν, έκανα μία σεβαστή περιουσία και τα παιδιά μου τα έχω τακτοποιήσει όλα. Τώρα τους κτίζω ένα εξοχικό στη Λούτσα. Μετά θέλω να ξεκουραστώ.
-Φροντίζετε τον εαυτό σας;
-Βέβαια. Κάνω Botox, θέλω να είμαι φρέσκος στη δουλειά μου. Συνήθως προτού ξεκινήσω κάπου τις εμφανίσεις μου, κάνω και ένα καλό Botox. Όσο μεγαλώνεις, πρέπει τουλάχιστον να μοιάζεις με τον παλιό σου εαυτό, να μην τον παραμελείς. Άλλωστε, από μικρό παιδί, πρόσεχα τη διατροφή μου, έκανα τη γυμναστική μου, ντυνόμουνα φανταχτερά. Ήμουνα φτωχός, αλλά το λαμεδάκι μου το είχα, δεν γινόταν αν δεν είχε το σακάκι ή το πουκάμισό μου κάτι να λαμπιρίζει, κάτι να αστράφτει. Κατά καιρούς άλλαξα, δεν φορούσα πάντα λαμέ, αλλά πάντοτε επέστρεφα σ αυτά, ο κόσμος δεν με αποδεχόταν χωρίς αυτά τα ρούχα. Μπορεί να είμαι 61 ετών, αλλά εγώ αισθάνομαι παιδάκι, με τους εικοσάχρονους μιλάμε σαν να είμαστε συνομήλικοι. Κάποιοι νομίζουν ότι κάνω μόνο show, εγώ όμως τους λέω ότι είμαι καθαρά λαϊκός τραγουδιστής, ο πρώτος μου δίσκος ήταν με ρεμπέτικα τραγούδια.
-Η εικόνα σας όμως δεν συμβαδίζει με την εικόνα ενός λαϊκού τραγουδιστή, όπως την έχουμε στο μυαλό μας.
-Είναι το στυλ μου. Τότε που βγήκα εγώ υπήρχαν χιλιάδες λαϊκοί τραγουδιστές, αν έβγαινα κι εγώ σαν αυτούς δεν θα ξεχώριζα. Επιβλήθηκα επειδή ήμουνα κάτι διαφορετικό.
-Πειράζει που είστε μεγάλη φίρμα, κύριε Φλωρινιώτη; Πειράζει;
-(γελάει) Όχι μωρέ. Τι να πειράζει; Εγώ, μεγάλη φίρμα, δεν αισθάνθηκα ποτέ. Ούτε όταν έκαναν ουρά οι δημοσιογράφοι έξω από το καμαρίνι μου για να μου πάρουν συνέντευξη. Έλεγα απλά «τι γίνεται εδώ; Γιατί ασχολούνται μαζί μου;». Σκέψου ότι την εκπομπή του Χατζιδάκι δεν την είχα ακούσει ποτέ. Δούλευα μέχρι αργά το προηγούμενο βράδυ, με πήρε ο ύπνος και δεν την άκουσα όταν μεταδόθηκε. Μόλις πρόσφτα μου την έφερε ένα παιδί, θαυμαστής μου, που την είχε βρει από κάποιο αρχείο της ΕΡΤ. Μου την είχε φέρει και ο Χατζιδάκις αργότερα σε μία κασέτα, αλλά δεν είχα προλάβει ποτέ να την ακούσω. Μετά κάπου την έβαλα και την έχασα.
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Ιούνιο του 2008.

ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ: "LIFE IS ALL I GOT".

Οκτώ μυθιστορήματα δεν είναι πολλά. Ούτε και λίγα. Είναι όμως ικανά για να κατατάξουν μία συγγραφέα ανάμεσα στις πιο αγαπητές, ευπώλητες και ποιητικές- χωρίς να χάνει ίχνος από την μεγάλη λογοτεχνική της αξία- Ελληνίδες συγγραφείς. Αυτό, δηλαδή, που συμβαίνει με τη Σώτη Τριανταφύλλου.Η Σώτη μου έμαθε ότι ένα αποτυχημένο Σάββατο βράδυ μπορεί να γίνει η αιτία να συμβούν χιλιάδες θαύματα μέσα στην καρδιά- μικρές στιγμές που δεν θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς ότι είναι τόσο πολύ φωτοβόλες, τόσο ικανές να για να δώσουν χρώμα στο μαύρο- ότι η συγχώρεση είναι το παν (πρώτα για τη γαλήνη των δικών μας κυττάρων και ύστερα των ξένων), ότι η καλοσύνη είναι το υπέρτατο αγαθό, η πυξίδα μας, ακόμη και αν κάποια στιγμή μας πληγώσει θανάσιμα : Σαν μαθηματική πράξη μοιάζει, το καλό επιστρέφει σ εμάς, το κακό στην πηγή του- σε αυτόν που φυσάει εκδικητικά τα κύματα, σε μορφή τσουνάμι. Με τη Σώτη, λοιπόν, δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός, ούτε έχω τη δικαιοδοσία να κρίνω τα βιβλία της- είμαι σαν πολλούς άλλους, φανατικός της αναγνώστης, άρα εκ προοιμίου πάσχω από υποκειμενικότητα- κάθε της καινούργιο βιβλίο, είναι γεγονός γέννησης. Δεν είναι η διάχυτη αγάπη στις σελίδες που γράφει (η ουσιαστική, όχι η αστεία και εμπορική που χρησιμοποιούν πολλοί «συνάδελφοί» της συγγραφείς), δεν είναι ο συνυφασμός της ζωής, της χαράς, της αισιοδοξίας, ενός πικρού χαμόγελου, με τον σπαραγμό, τη μελαγχολία, τη λύπη- ποτέ το ανούσιο κλάμα που θυμώνει ή φωνάζει για το φαιδρό «άδικο»-, είναι κάτι άλλο: Η μαγική στιγμή που ανακαλύπτεις ότι η Σώτη μιλάει για τον εαυτό της στα βιβλία της- εντελώς προσωπικά- χωρίς ίχνος όμως αποκάλυψης, έστω μίας μικρής λεπτομέρειας, της δικής της προσωπικής της ζωής. Σαν κάτι το μαγικό που, τελικά, συμβαίνει. Στο πρόσφατο βιβλίο της, στις τελευταίες σελίδες του, το καταλαβαίνεις: Δεν ανέφερε τίποτα για την ίδια, αλλά, τα είπε όλα. «Πάντα πίστευα ότι η φιλία είναι σπουδαιότερη και πιο ανθεκτική από τον έρωτα` πως η φιλία είναι κατακόρυφη, ενώ ο έρωτας είναι οριζόντιος. Κι αυτό μολονότι “πέφτεις μέσα στον έρωτα” όπως πέφτεις με το κεφάλι σ ένα πηγάδι» («λίγο από το αίμα σου», σελίδα 376), και αλλού: «Η ευτυχία γλίστρησε μέσα από τα χέρια μας` ή σκοντάψαμε πάνω της και την προσπεράσαμε με μια δρασκελιά. Κι όμως, ό,τι κι αν διαδέχτηκε όλα τούτα μου φαίνεται σχεδόν συναρπαστικό: Θα υπάρχουν πάντα ωραίες και τραγικές ιστορίες για να διηγηθεί κανείς` οι περισσότερες απ αυτές θα είναι αληθινές` από μια άποψη, δυστυχώς για μας` δυστυχώς και για όσους δεν βρίσκονται ανάμεσά μας». Η Σώτη είναι κάτι συγγενικό σου, ένας δικός σου άνθρωπος, ένα «αέρινο» πλάσμα με μυστικά καλά κρυμμένα στο συρτάρι που, αν ανοίξει, μπορεί να βγουν τραύματα- ας μην υπάρξει ο κίνδυνος ενός επιδερμικού μελό. Αυτή, ξέρει…
-Αν ο Ευγένιος, ο ήρωας του τελευταίου σου βιβλίου, προσευχόταν για κάτι, θα ζητούσε να μη γίνει ποτέ άνθρωπος χωρίς ερωτηματικά. Το ίδιο θα ζητούσες κι εσύ (σε μια υποθετική «προσευχή»);
-Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να το ζητήσω. Παρόλο που προχωρώ έχοντας ορισμένες βεβαιότητες, αμφιβάλλω για την ορθότητα της κάθε μου πράξης. Μετανιώνω σχεδόν για όλα. Ό,τι κάνουμε εμπεριέχει το αντίθετό του. Ό,τι δημιουργούμε εμπεριέχει την καταστροφή του. Ελάχιστες αποφάσεις μας είναι αναπόφευκτες...Όσο για τις ιδέες μας, είναι όλες διάτρητες. Όσα εκπληρώνουμε παραμένουν ημιτελή. Η ζωή είναι ένα πρόχειρο σχεδίασμα∙ το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν υπάρχει άλλη (ζωή) ώστε να τελειοποιήσουμε αυτό το σχεδίασμα ή για να σκαρώσουμε ένα άλλο.
-Συμφωνείς ότι η νεανική ηλικία είναι η εποχή των μεγάλων ναυαγίων; Ποια ήταν τα δικά σου;
-Τίποτα δεν ήταν όπως θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι. Κανείς δεν με βοήθησε στο παραμικρό∙ αντιθέτως, συνάντησα πολλά εμπόδια και αντιξοότητες. Χρειάστηκε να επινοήσω από την αρχή τον εαυτό μου. Στον σύγχρονο κόσμο η νεανική ηλικία έχει υπερτιμηθεί∙ οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν πώς να ζουν ελεύθεροι και ευτυχισμένοι∙ κι όμως, όταν η νιότη περνάει τη μυθοποιούν. Λένε, νοσταλγικά, «τον παλιό, καλό καιρό...» Παλιός, καλός καιρός δεν υπάρχει: όταν είμαστε νέοι αντιμετωπίζουμε τρομερές απογοητεύσεις και αλλεπάλληλες καταστροφές. Δεν ξέρουμε πού τελειώνει ο εαυτός μας και πού αρχίζει ο κόσμος. Διατελούμε εν συγχύσει, αμήχανοι.-Στην τελευταία μας συνέντευξη μού είχες πει ότι δεν βιαζόσουν καθόλου να «ωριμάσεις» και να «μεγαλώσεις». Παραμένεις «ανώριμη»;
-Ζω όπως ζούσα όταν ήμουν τριάντα ετών...όπως όταν ήμουν τριάντα πέντε...Δηλαδή ως ενήλικη, όχι όμως ως μεσήλικη. Δεν φέρω το βάρος της ηλικίας μου. Οι μεσήλικες με τρομάζουν∙ ο τρόπος της ζωής τους, οι σκέψεις τους, οι επιδιώξεις τους μού είναι ξένα. Δεν καταλαβαίνω τι λένε όπως δεν καταλάβαινα τι έλεγαν οι γονείς μου. Ακούω θόρυβο, όχι λόγια.-Τι έχασες «μεγαλώνοντας»; Τι κέρδισες;
-Είχα ύψος 1,73 και βάρος 52 κιλά. Το ύψος μου παραμένει το ίδιο, έχω όμως κερδίσει δύο κιλά. Κάθε μέρα χάνω κάτι και κερδίζω κάτι άλλο.
-Τι κέρδισες σήμερα;
-Έγραψα περίπου εξακόσιες λέξεις από το βιβλίο που ετοιμάζω....
-Αν έχανες τη μνήμη σου, τι δεν θα ήθελες να ξεχάσεις από όσα έχεις ζήσει;
-Τα συναισθήματα για μερικούς ανθρώπους∙ τις συγκινήσεις με μουσικές και αυτοκίνητα.
-Ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον θέαμα που έχεις δει;
-Έχω παραβρεθεί σε σειρά ροκ συναυλιών... Μερικές απ’ αυτές είναι αξέχαστες...Καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη...συναυλίες στις προκυμαίες...Θεσπέσιες μουσικές...Ο Paul Butterfield, o Van Morrison…οι Quicksilver…o Frank Zappa…ο Leon Russell…
-Αυτή τη διάχυτη καλοσύνη που έχεις στα βιβλία σου από πού την αντλείς; Σαν να μην γεννήθηκε ποτέ για σένα «κακός» άνθρωπος. Ή κακός ήρωας. Σαν να είναι όλοι άξιοι να αγαπηθούν ― κι ας έχουν δεκάδες ελαττώματα...
-Δεν υπάρχουν «κακοί» άνθρωποι, υπάρχουν αδύναμοι άνθρωποι. Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι από τους οποίους λείπει η εξυπνάδα. Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ίσοι∙ θα έπρεπε τουλάχιστον να γεννιούνται με ίσες ευκαιρίες αλλά ούτε αυτό συμβαίνει. Η ανισότητα μπορεί να μας κάνει «κακούς»∙ εγκληματίες όπως τον Λούκας στη «Συγχώρεση»...Η θρησκοληψία μάς κάνει «κακούς»...η εξουσία...το χρήμα...Οι άνθρωποι φθείρονται από την ανατροφή τους...η οικογένεια είναι πηγή δεινών...η πίστη σε μια πατρίδα επίσης...
-Εκνευρίζεσαι ποτέ; Για ποιο λόγο ούρλιαξες τελευταία φορά από θυμό;
-Οι άνθρωποι σαν εμένα ― που εκφράζουν τη γνώμη τους παραβλέποντας τις συνέπειες ― δεν ουρλιάζουν. Δεν συσσωρεύουν οργή, την εξωτερικεύουν σε μικρές δόσεις. Εxpress your anger or you get cancer.-Ο κόσμος είναι τελικά όπως είμαστε εμείς οι ίδιοι; Όπως εμείς τον βλέπουμε; Αυτό, δηλαδή, που οι ίδιοι κουβαλάμε μέσα μας καθρεφτίζεται και στον κόσμο γύρω μας;
-Ο κόσμος είναι μια παγίδα με σκατά, αν έτσι νιώθουμε. Ή μια τσέπη γεμάτη θαύματα, όπου όλα μπορούν να συμβούν. Είναι ζήτημα βλέμματος, επιλογής και, κατά κάποιον τρόπο, και σκληρής προσπάθειας. Τίποτα δεν μας χαρίζεται, όλα πρέπει να τα κερδίσουμε. Όσα κερδίζουμε, τα αξίζουμε.-Σε τι πιστεύεις πολύ σήμερα (ιδέα, οντότητα, άνθρωπο, πράξη);
-Στο Ίντερνετ ως ευκαιρία δημοκρατίας.
-Τι σε κάνει να σηκώνεσαι κάθε πρωί από το κρεβάτι σου;
-Η προοπτική του γραψίματος μιας καλής σελίδας, η προσδοκία ωραίων γεγονότων...
-Ήσουνα πάντα φύση αισιόδοξη;
-Όχι. Ήμουν και είμαι φύση μελαγχολική που αντλεί δύναμη από τη μελαγχολία.-Στον έρωτα πιστεύεις ή έχει- κατά κάποιο τρόπο- απομυθοποιηθεί από το σύμπαν του μυαλού σου;
-Είμαι, θα μπορούσαμε να πούμε, survivor. “Love Will Tear Us Apart” έλεγαν οι Joy Division κι αυτό ενέχει κάποια αλήθεια, αλλά, ας μη δραματοποιούμε τα πράγματα... Οι περισσότεροι από μας, αφού κομματιαστούμε, συγκολλάμε τα κομματάκια και ξαναρχίζουμε...Η κάθε καινούργια συναρμολόγηση ενισχύει το συναισθηματικό μας σύστημα.
-«Έρωτας είναι ό,τι μπορεί να προδοθεί», Σώτη μου;
-Αν το συναίσθημα δεν κινδυνεύει από την «προδοσία», την εγκατάλειψη, την ευτέλεια, πρέπει να το ονομάσουμε διαφορετικά. Ο έρωτας είναι πολύ σπάνιος∙ δεν ταυτίζεται με αυτό που υποτίθεται ότι νιώθουν οι περισσότεροι άνθρωποι και το οποίο συχνά τούς οδηγεί στην αναπαραγωγή του είδους. Ο έρωτας δεν σχετίζεται με τους θεσμούς∙ είναι επαναστατικός.-Έχεις εξαρτηθεί ποτέ συναισθηματικά από ανθρώπους; Να είναι το μυαλό σου συνέχεια σφηνωμένο σε κάποιον άνθρωπο; Να έχεις «παραλύσει» από συναισθηματισμό και αγάπη;
-Εξυπακούεται. Όπως οι περισσότεροι από μας. Ωστόσο, όταν αυτή η στιγμή περνάει, τι ανακούφιση...Αναγέννηση...Συγκρότηση του διαλυμένου εαυτού...Βρίσκεις πάλι την αυτοτέλειά σου, την αξιοπρέπειά σου...
-Έχεις έμμονες ιδέες στα βιβλία σου;
-Μία είναι η έμμονη ιδέα: Πώς να είσαι ελεύθερος. Πώς να γονατίζεις εφτά φορές και να σηκώνεσαι οχτώ.-Γιατί είναι χρήσιμα τα βιβλία στη ζωή σου; Έχεις απορροφηθεί ποτέ τόσο πολύ από αυτά- σε κάποια περίοδο της ζωής σου- ώστε να ξεχάσεις την ίδια τη ζωή;
-Έχει συμβεί να ιδρυματοποιηθώ: να περνάω ολόκληρες εβδομάδες χωρίς καμιά άλλη έγνοια και ασχολία εκτός από τα βιβλία...Όταν αυτό τελειώνει, βγαίνω στο φως, αναζητώ καινούργιες συγκινήσεις...Αλλάζω δέρμα όπως τα ερπετά... Τα βιβλία μάς κάνουν να χάνουμε ανθρώπους∙ οι άνθρωποι είναι πιο σημαντικοί από τα βιβλία...
-Φοβήθηκες ποτέ θανάσιμα; Δείλιασες ποτέ με κάτι;
-Φοβάμαι τις αρρώστιες και τον θάνατο από βασανιστικές αρρώστιες.
-Πιστεύεις στο ταλέντο, ή όλα είναι θέμα παιδείας, καλλιέργειας, και πάρα πολύ μεγάλης δουλειάς;
-Το ταλέντο είναι ίσως γονιδιακό, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζονται και τα υπόλοιπα που αναφέρεις αν θέλουμε να δημιουργήσουμε κάτι που να αξίζει.
-Τι μουσική ακούς αυτή την περίοδο στα I-pod σου, στις βόλτες σου στα Εξάρχεια;
-Amy Winehouse, Duffy, Until June, αλλά και παλιά, όπως πάντα∙ τον καινούργιο δίσκο της Emmylou Harris, Van Morrison…Ακούω πάντα ροκ, οι μουσικές μου προτιμήσεις. είναι σταθερές μέσα στον χρόνο...
-Τι θα κάνεις σήμερα;
-Θα γράψω μια-δυο σελίδες από το βιβλίο που, όπως είπα, ετοιμάζω, θα δω μια φίλη μου, θα κάνω μπάνιο σε μια πισίνα...Θα αντιμετωπίσω μερικές συνέπειες ορισμένων αποφάσεων που έχω αναγκαστεί να πάρω...
-Παραμένεις ευτυχισμένη;
-Παραμένω ευτυχισμένη, αλλά, όπως είπα, έχει χρειαστεί να πάρω οδυνηρές αποφάσεις. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι...Δεν πρέπει να ζούμε «για τη στιγμή», σαν να ζητιανεύουμε «μικρές χαρές»...Η ευτυχία δεν αποτελεί το άθροισμα «μικρών χαρών», όπως το να παίζουμε τάβλι με τον μπατζανάκη μας ή να διαβάζουμε κυριακάτικες εφημερίδες πίνοντας φραπέ. Είμαι πιο φιλόδοξη από τόσο σε ό,τι αφορά τις συνιστώσες της ευτυχίας. Όπως λέει ο Επίκτητος, η ζωή είναι ένας χορός, ένα παιχνίδι∙ ή μια σειρά από παιχνίδια∙ όταν βαριόμαστε το ένα πρέπει να προχωρούμε στο επόμενο. Παραμένω ευτυχισμένη, με τον τρόπο μου, επειδή είμαι ελεύθερο ηλεκτρόνιο μέσα στον κόσμο.-Τι θα έλεγες σε κάποιον που αυτή τη στιγμή διαβάζει αυτή τη συνέντευξη και αισθάνεται πίκρα, λύπη, μούδιασμα στην καρδιά του; Ποιο είναι το «φάρμακο» όταν όλα ξαφνικά γύρω μας «γκριζάρουν»;
-Η φιλία είναι το «φάρμακο», αλλά προϋποθέτει, όπως όλα, σκληρή δουλειά...
-Γιατί χαμογελάς;
-Χαμογελάω κάθε πρωί όταν ξυπνάω μετά από οκτώ ώρες ύπνο. Είμαι έτοιμη για μια ακόμη μέρα. Ο καθένας από μας έχει στη διάθεσή του καμιά 25.000 μέρες (στην καλύτερη περίπτωση), δεν έχει τίποτ’ άλλο. Life is all I got.
Δημοσίευση στο περιοδικό "Omikron" της Κύπρου, τον Αύγουστο του 2008.

ΡΟΥΛΑ ΒΡΟΧΟΠΟΥΛΟΥ: "ΔΕΝ ΞΑΝΑΔΙΝΩ ΛΕΦΤΑ ΓΙΑ ΑΝΤΡΑ!" (HAPPY TIME).

Η Ρούλα δεν κλαίει. Όχι πια. Η ιστορία της με τον Αλβανό σύζυγό της Φραν που είχε απασχολήσει πριν από λίγους μήνες το πανελλήνιο- δεκάδες ώρες τηλεοπτικού χρόνου- οδεύει πλέον στην τελική της ευθεία. Προς το οριστικό της τέλος. Και είναι, για πρώτη φορά, απόλυτα αποφασισμένη γι αυτό.Για να μιλήσει κάποιος με τη Ρούλα στο κινητό της, θα πρέπει να μάθει προηγουμένως απέξω ένα τραγούδι της Θεοδωρίδου, αυτό που έχει βάλει σαν ring tone, σαν μουσική υπόκρουση στις κλήσεις: «Τελικά, δεν αξίζεις τίποτα κι έδωσα πάρα πολλά, σαν συνήθεια παλιά σε ξεπέρασα και τώρα είμαι καλά». Είναι αυτό που εκφράζει τον τελευταίο καιρό τον ψυχισμό της, τον τρόπο που σκέφτεται, τη συνειδητοποίηση στα λάθη του προηγούμενου χρόνου. Είναι όμως αυτά τα λάθη που, τελικά, την έκαναν αναγνωρίσιμη για το προσωπικό της θέμα- τον έρωτά της με τον Αλβανό Φραν- διάσημη, συμπαθή στον πολύ κόσμο, αλλά όχι ευτυχισμένη όπως θα ήθελε. Χάρη στην συχνή τηλεοπτική της παρουσία (με θεαματικότητες που ξεπερνούσαν, τις περισσότερες φορές, πολλά «θέματα επικαιρότητας»), στα κλάματά της, και στην λεπτομερή εξιστόρηση των γεγονότων, όλοι- μα, όλοι- στην παραλία της Γλυφάδας όπου συναντηθήκαμε, την αναγνωρίζουν. Ξέρουν, δηλαδή, ότι είναι «αυτή με τον Αλβανό». Οι περισσότεροι γελούν, αλλά αυτό δεν την ενοχλεί. Καθόλου. Ίσα ίσα που αυτοσαρκάζεται: «Θα δείτε βρε, άμα χάσω λίγα κιλά, τι θεά θα γίνω κι εγώ!». Πλησιάζει κάποιους, τους χαιρετάει, λένε δυο τρεις κουβέντες και επιστρέφει σ εμένα. Μου δείχνει φωτογραφίες του γιου της «που είναι πολύ σοβαρό παιδί, άριστος φοιτητής και ένας κούκλος» και- φυσικά- του Φραν. Απ το πορτοφόλι της. Τις γνωστές: Ως γαμπρό, μαζί της στην Αίγυπτο με φόντο τις πυραμίδες και ημίγυμνο σε πλαστική καρέκλα κρατώντας μία μπίρα στο χέρι. Αυτές που τον έκαναν διάσημο σε όλη την Ελλάδα. Και οι εκδηλώσεις συμπάθειας στο πρόσωπο της Ρούλας, συνεχίζονται: Ο σερβιτόρος την φωνάζει «κυρία Ρούλα μου» παρόλο που είναι η πρώτη φορά που τη συναντά, ο υπεύθυνος του μαγαζιού θέλει να της κεράσει την μακαρονάδα που παρήγγειλε «επειδή είστε εσείς που έχετε υποφέρει τόσα», κάποια νεαρά αγόρια την χαιρετούν από μακριά, της σηκώνουν το χέρι και της χαμογελούν λίγο πριν πέσουν για βουτιά στην πισίνα. «Τα λεφτά σου», της λέω, «αυτό κοιτάνε τα πιτσιρίκια! Έμαθαν κι αυτά ότι τα σκορπάς στους έρωτες». Γελάει. «Άσε με, αγόρι μου! Πάνε αυτά!».
-Σε χάσαμε τον τελευταίο καιρό. Πως είσαι;
-Δεν είμαι πολύ καλά, αλλά ευτυχώς η αυλαία του δράματος έχει πέσει. Έχει παιχτεί η τελευταία πράξη. Κουράστηκα να κυνηγώ για 11 μήνες έναν άντρα, ο οποίος ερχόταν μαζί μου μόνο για τα λεφτά μου. Για τίποτ άλλο. Το απέδειξε περίτρανα με τις πράξεις του και με τη συμπεριφορά του. Σε όλη αυτήν την τραγωδία που ζούσα, βασικοί πρωταγωνιστές ήταν και ορισμένοι από τους συγγενείς του. Κάποιοι θείοι του στην Αλβανία και η μητέρα του που μου έλεγε «θα γυρίσει, υπάρχει ελπίδα». Ο άντρας μου όμως, συνευρίσκετο πάντοτε μαζί μου αποσπώντας χρήματα. Γυρνάει, και τι μου λέει μια μέρα; «Θα μου δίνεις χρήματα και θα σε βλέπω κρυφά, θα σου δίνω αυτό που θες». Εγώ του έλεγα «μα, άντρα μου, δεν θέλω το γεννητικό σου μόριο, εσένα θέλω. Δεν θέλω sex χωρίς να πάω σε ένα ωραίο restaurant να φάω μαζί σου, σε μια κρουαζιέρα».-Πόσα χρήματα του έδινες κάθε φορά;
-Την μέρα του Αγίου Βαλεντίνου του έδωσα πέντε χιλιάδες ευρώ, πριν από την ερωτική επαφή. Τα πήρε, τα μέτρησε, ήρθε στην πράξη επί δύο λεπτά και μετά μου είπε «δεν γίνεται αυτή η κατάσταση, δεν οδηγεί πουθενά». Εγώ τον λάτρευα. Τότε. Και πενήντα χιλιάδες να μου έλεγε να του δώσω, εγώ θα τα δινα. Τόσο πολύ τον αγαπούσα.
-Είναι εξωφρενικό αυτό που μου λες.
-Ακούγεται ως τέτοιο, αλλά το έκανα. Το αποτέλεσμα ήταν να πληγωθώ βαθύτατα και να φτάσω στο σημείο να λέω σήμερα «μέχρις εδώ και μη παρέκει».
-Αυτό το έχεις πει πολλές φορές.
-Πάντα υποχωρούσα διότι πίστευα μήπως υπάρχει κάποια ελπίδα, μήπως επέστρεφε. Χρησιμοποίησα λοιπόν και τον τελευταίο άσσο που είχα στο μανίκι μου: Πήρα το αυτοκίνητό μου, το γέμισα δώρα και πήγα στην Αλβανία να δω τι συμβαίνει, τι παίζεται. Εκεί, με μεγάλη μου έκπληξη, διαπίστωσα ότι ο κόσμος μ αγαπάει, στο Αργυρόκαστρο με ψήφισαν ως «γυναίκα της χρονιάς» διότι θυσιάστηκα για έναν έρωτα ενώ κάποιο περιοδικό θέλησε να με βραβεύσει για την αγάπη μου προς τον αλβανικό λαό, αλλά- απ την άλλη- είδα ότι δεν συνέβαινε το ίδιο με κάποια μέλη της οικογένειάς του συζύγου μου. Όταν έφτασα στην Αλβανία, είχα μαζί μου πολλά χρήματα και πάρα πολλά χρυσαφικά. Στο θείο του Φραν, εγώ είχα δώσει έξι χιλιάδες ευρώ τα Χριστούγεννα, άλλες δέκα στη συνέχεια και κάποια άλλα πιο μετά, σύνολο τριάντα χιλιάδες ευρώ. Κάθε φορά που πήγαινα εκεί, έδινα λεφτά. Αυτή τη φορά όμως, είπα να μην δώσω τίποτα. Για δοκιμή. Έδωσα μόνο 600 ευρώ στο θείο και ένα κινητό- καινούργιο μοντέλο- που το πήρα 550 ευρώ.
-Και τι έγινε;
-Την πλάκα μου την έπαθα όταν έφτασα στο σπίτι του Φραν και το αντίκρισα. Είδα ότι, με τα λεφτά μου, υπήρχε ένα τελειοποιημένο σπίτι εκεί, του οποίου έμειναν μόνο τα πλακάκια και τα αλουμίνια για να κατοικηθεί. Με τα δικά μου χρήματα! Και δεν έφτανε αυτό. Τον πήραν τηλέφωνο οι συγγενείς του το απόγευμα για να του πουν ότι πήγα και η απάντηση του ξέρεις ποια ήταν; «Να φύγει γρήγορα από εκεί!». Στις 5 το απόγευμα, πήρα τα πράγματά μου και έφυγα. Έπρεπε να μαζέψω την αξιοπρέπειά μου. Ο θείος του λοιπόν, με πάει στα Τίρανα και τι μου λέει; «Θα μου δώσεις τα χρυσαφικά;». Θύμωσα! Είχα σκοπό να του δώσω αυτά (ανοίγει την τσάντα της και μου δείχνει χρυσά ρολόγια και κοσμήματα), αλλά τελικά δεν του έδωσα τίποτα. Δεν ήθελα! Όλοι για τα λεφτά; Σηκώθηκε τότε αυτός και έφυγε, αφήνοντάς με μόνη στα βουνά να κλαίω. Γύρισε ο διακόπτης και γι αυτούς!-Το καταλαβαίνεις ότι είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς κουβαλώντας μαζί σου πράγματα μεγάλης αξίας; Δεν φοβάσαι;
-Τι να φοβηθώ; Όλοι με αγαπάνε! Δεν το βλέπεις και εδώ τι έχει γίνει; Παντού αυτά συμβαίνουν, όλοι με προσέχουν, όλοι με λατρεύουν. Δεν νομίζω να έρθει κάποιος και να μου πάρει την τσάντα.
-Είσαι αφελής;
-Με την ίδια λογική μπορεί να μπουν στο σπίτι μου και να το διαρρήξουν. Γιατί να μην τα κουβαλάω μαζί μου; Ήδη μπήκαν στο σπίτι μου πρόσφατα, το διέρρηξαν και πήραν 1400 ευρώ. Από τότε ο χώρος φυλάσσεται.
-Και, τελικά, ξέγραψες τον Φραν;
-Του έστειλα ένα μήνυμα, ότι όσο είσαι ο σύζυγός μου δεν θα επιτρέψω άλλος άντρας να με αγγίξει, θα κυκλοφορώ το ταλαίπωρο και γέρικο κορμί μου σ αυτή τη γη μέχρι να σε ξεχάσω- αλλά θα σε ξεχάσω! Του είπα «ανήκεις στο παρελθόν».-Αποφασισμένη!
-Δεν αξίζει, αγόρι μου. Είναι πλέον παρελθόν.
-Έχετε πάρει διαζύγιο;
-Όχι. Εκείνος έχει υποβάλει αίτηση διαζυγίου και εγώ προχωρώ σε αντιδικία. Πριν χωρίσουμε, είχε πάει στο δικηγόρο μου και του ζήτησε να του γράψω τον Πόρο, το τζιπ και την Κεφαλονιά αλλά, ευτυχώς, ο δικηγόρος μου αρνήθηκε να το πράξει, διότι εγώ ήμουνα έτοιμη να το κάνω. Ο δικηγόρος μου του είχε προτείνει μάλιστα να ανοίξουμε μαζί μία επιχείρηση ή ένα μαγαζί, μισό στο όνομά μου, μισό στο όνομα του γιου μου και αυτός να εργάζεται μαζί μου. Η εμμονή του αυτή να γραφτούν περιουσιακά μου στοιχεία στο όνομά του είχαν απώτερο σκοπό την υφαρπαγή της περιουσίας μου.
-Αυτό το ήξερες. Ο άνθρωπος δεν σου είχε πει καν ότι σ αγαπάει.
-Μου είπε ότι κοντά μου ήθελε μία καλύτερη ζωή, να βιώσει καλύτερες μέρες και, σε αντάλλαγμα, θα θυσίαζε τα νιάτα του. Πόσο τα θυσίασε όμως τα νιάτα του; Δέκα μήνες. Για να φας ψάρι, πρέπει να βρέξεις και το μαγιό, όχι να τα θέλεις όλα δικά σου.-Τι μέρος της περιουσίας σου έδωσες στον Φραν;
-Αρκετά υψηλό ποσό. Είναι μάλιστα τόσα πολλά που αυτός δεν χρειάζεται πλέον να γυρίσει πίσω, αυτό που ήθελε το πέτυχε. Είναι πάνω από 200 χιλιάδες. Δεν θα πάρει όμως άλλα χρήματα. Τέλος!
-Τι του ζητούσες εσύ;
-Να κάνουμε ένα παιδάκι με τη μέθοδο της εξωσωματικής πριν μπω σε κλιμακτήριο, διότι είμαι ήδη 57 ετών. Εκείνος το απέφευγε, μου έλεγε «δεν ήρθε ακόμη η ώρα», απέφευγε να εκτελέσει την ερωτική πράξη ολοκληρωμένη με σκοπό να επιτευχθεί η τεκνοποίηση. Ο πρώην σύζυγός μου ήθελε να πάρει την περιουσία και να φύγει, δεν ήθελε τη Ρούλα. Πέρσι το Καλοκαίρι δεν κάναμε μαζί ούτε ένα μπάνιο στη θάλασσα, φέτος είναι όλη μέρα στο Φάληρο και στον Άλιμο με τη μητέρα και τα ξαδέλφια του παίζοντας ρακέτες.
-Γιατί νομίζεις ο κόσμος ασχολείται τόσο πολύ με την περίπτωσή σου;
-Ο κόσμος με συμπονά. Δεν άρεσε στον κόσμο η κοροϊδία και ταυτιζόταν μαζί μου. Τόσα κλάματα και τόσα παρακαλετά για ένα τίποτα. Πήρε μία μεγάλη γυναίκα, της υποσχέθηκε λαγούς με πετραχήλια και, στο τέλος, την εγκατέλειψε. Τι ήταν; Νταβατζής με στεφάνι; Παντρευτήκαμε και θα σου παίρνουμε λεφτά για να εκτελέσουμε το συζυγικό μας καθήκον;
-Εσύ γιατί τον άφηνες;
-Εγώ και τη ζωή μου θα έδινα γι αυτόν. Την τιμή που του έχω κάνει να τον παντρευτώ, ούτε από δεκαπέντε πιτσιρίκες δεν θα την έχει. Αυτός, τώρα με μισεί. Δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του: Να αποσπάσει τα χρήματα και τα περιουσιακά στοιχεία που ήθελε να αποσπάσει. Επίσης, ανακάλυψα ότι είχε ερωμένη η οποία μάλιστα μπαινόβγαινε στο σπίτι μας, υπό τη δικαιολογία της «φίλης». Με στοιχεία.
-Ξέρεις ποιο είναι το θετικό όλης αυτής της αλλαγής; Δεν κλαις πια στις συνεντεύξεις σου!
-(χαμογελά) Δεν θα ξανακλάψω! Ποτέ! Και για κανέναν! Μόνο για το γιο μου, τον μονάκριβό μου. Δεν αξίζει κανείς το δάκρυ μου. Τι κατάλαβα που χτυπιόμουν κάτω σαν χταπόδι;-Η σχέση σου με τους δύο προηγούμενους συζύγους σου, πως είναι;
-Άριστη και με τους δύο. Ο δεύτερος σύζυγός μου περιμένει τώρα αγοράκι και έτσι ο γιος μου θα αποκτήσει ένα μικρό αδελφάκι. Η μεγαλύτερη αμαρτία σε αυτή τη γη είναι η αγνωμοσύνη. Πιο αχάριστό και πιο σκληρό άντρα από τον σύζυγό μου δεν έχω ξανασυναντήσει.
-Η ευγνωμοσύνη του συζύγου σου θα εκφραζόταν με το να είναι μαζί σου δίνοντάς του χρήματα; Πληρώνοντάς τον;
-Όχι. Αυτός ο άντρας, αν ήταν άντρας, δεν θα έπρεπε να πάρει καν χρήματα από εμένα και να μου πει απλά «δεν σε θέλω». Να μου πει «δεν θα πουλάω άλλο το κορμί μου»- για δέκα, δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ, όσα ζητούσε κάθε φορά- αλλά «θα μένω μαζί σου μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα».
-Εσύ γιατί έδινες τέτοια λεφτά;
-Πίστευα ότι τον βοηθώ- επειδή δεν είχε εργασία- και πως θα γυρνούσε, θα έλεγε «τόσα λεφτά μου δίνει, γυναίκα μου είναι».
-Συγνώμη, αλλά θα μπορούσες να πας και με ένα escort boy. Λιγότερα θα σου στοίχιζε, αν είναι έτσι όπως τα λες.
-Έχεις δίκαιο. Ακούγεται σκληρό, αλλά θα μπορούσα να πάω στον αγοραίο έρωτα. Με δέκα χιλιάδες, θα είχα δέκα διαφορετικούς. Εγώ όμως δεν έδινα τα λεφτά για να αγοράσω τον έρωτά του, ήθελα απλά την αγάπη του. Αυτό ζητούσα. Αγάπη! Δεν μπορώ να κάνω έρωτα αν δεν αγαπάω! Με τα χρήματα αγοράζουμε κρέας και εγώ τώρα το κατάλαβα. Προηγουμένως δεν το ήξερα.-Στην προηγούμενή μας συνέντευξη, πριν από επτά μήνες, μου έλεγες ότι ο γιος σου δεν σου μιλάει πια. Τώρα πως είναι οι σχέσεις σας;
-Έχουν αποκατασταθεί πλήρως. Με συγχώρεσε, έρχεται σπίτι και μιλάμε με πολλή αγάπη. Είναι άριστος φοιτητής, θα τελειώσει τη φιλοσοφική και μετά θα μπει στη νομική. Και είναι και πολύ όμορφος, όπως είδες στη φωτογραφία του. Έχει μεγάλη καρδιά και υψηλό ήθος που βρήκε το κουράγιο να με συγχωρέσει. Μου λέει «μάνα, κάπου αρέσκεσαι μ αυτό που γινόταν. Βαυκαλίζεσαι ότι δεν σου αρέσει, αλλά είσαι “βαράτε με κι ας κλαίω”. Σου αρέσει που σε συναντάνε οι νέοι για να σε τραβήξουν στο κινητό τους, να σε καλούν σε clubs και συγκεντρώσεις. Την έχεις καταβρεί».
-Δίκιο έχει.
-Ουδέν κακό αμιγές καλού. Όλη αυτή η αγάπη του κόσμου μου έχει γεμίσει τις μπαταρίες. Δεν ξανακλαίω. Γυρίζω σελίδα. Δεν ξαναδίνω λεφτά για άντρα. Όποιος με θέλει, θα με θέλει για την καρδιά μου και την προσωπικότητά μου.-Τι διαφορά ηλικίας είχες με τους πρώην συζύγους σου;
-Δεκαέξι χρόνια με τον πρώτο μου σύζυγο, και εικοσιένα με τον δεύτερο. Μου αρέσουν οι μικρότεροι γιατί θέλω να είμαι μαμά και σύζυγος μαζί. Τον άντρα τον βλέπω σαν μωρό. Μου βγάζουν το μητρικό ένστικτο που έχω μέσα μου. Αυτό προκύπτει από βιώματα που είχα με τον πατέρα μου, ο οποίος εγκατέλειψε τη μητέρα μου. Το πρότυπο του μεγάλου άντρα που θυμίζει τον πατέρα, δεν το ήθελα στη ζωή μου. Το απεχθάνομαι.
-Έχεις φίλους;
-Ναι. Απέκτησα. Συνέχεια με καλούν: Στη Ρόδο, στο Πόρτο Χέλι, στην Κέρκυρα, στη Μύκονο, στη Θάσο. Παλιά δεν είχα φίλες, τώρα απέκτησα. Εκεί που ήμουνα μόνη, ξαφνικά συγκεντρώθηκε κόσμος γύρω μου. Τώρα δεν βγαίνω πια στην τηλεόραση όπως παλιά, δεν έχω λόγο, έχω ανθρώπους στο πλάι μου και είμαι καλά. Τι να βγω στην τηλεόραση πάλι; Θα πάρω μία φίλη μου και θα της πω αυτά που έχω στην ψυχή μου.
-Αυτή είναι πολύ ωραία αλλαγή.
-The game is over. Με βοήθησε πολύ και η συνέντευξη που είχαμε κάνει τότε στο down town, εκεί κατάλαβα ότι τα αληθινά μου προβλήματα ήταν στη μοναξιά μου και στην παιδική μου ηλικία. Με έκανε να το συνειδητοποιήσω και να θελήσω να το αλλάξω. Υπάρχει κάτι που δεν σου είχα πει την προηγούμενη φορά γιατί ντρεπόμουνα: Ήμουνα παιδί και έψαχνα στα σκουπίδια για να φάω, εγώ και η μαμά μου. Από πέντε έως δέκα ετών έτρωγα μόνο από σκουπίδια, από αυτά που πετούσαν οι άλλοι. Μόνο! Σε μια παράγκα, στο κάτω Ελληνικό μέναμε, πλάι στο ρέμα. Και, όπως ξέρεις, ως καλή παίκτρια στο καζίνο, ξέρω πλέον και να χάνω. Διδάσκομαι και από την ήττα. Έπαιξα λοιπόν τώρα, και έχασα. Στο καζίνο πρέπει να έχω κερδίσει πάνω από δύο εκατομμύρια δολάρια και, πάρα πολλά, στο λόττο. Είμαι τυχερή στο χρήμα, ό,τι πιάνω γίνεται χρυσάφι. Τι να τα κάνεις όμως; Στον έρωτα είμαι ατυχής.
-Που έχεις επενδύσει τα χρήματά σου;
-Είναι όλα σε ακίνητα: Σε οικόπεδα και σε σπίτια. Στην Αθήνα και σε νησιά. Αλλά, ευτυχία δεν έχω βρει ακόμα. Ελπίζω ότι θα έρθει. Και μάλιστα ως σύζυγος, ως ο τέταρτος σύζυγος, ο πρώτος με πολιτικό γάμο. Οι προσφορές είναι πάρα πολλές, έχω ανοίξει και ιστοσελίδα στο internet και μιλάω με αρκετούς, από όλη τη γη. Όλων των ηλικιών.
-Πιστεύεις ότι τους αρέσεις;
-Όχι σαν εμφάνιση. Αρέσει η καρδιά μου, η ηθική μου και τα λεφτά μου. Με τα λεφτά μου πάμε πακέτο: Money talks and bullshits walks. Στις μέρες μας η κινητήριος δύναμη είναι το χρήμα.
-Αδιόρθωτη!
-Αφού επουλωθούν οι πληγές μου, είμαι ανοιχτή να ξαναερωτευτώ, να δημιουργήσω μία καινούργια σχέση η οποία, το καταλαβαίνω, θα έχει το χρήμα σαν βάση- μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας-, αλλά θα είναι αυτή που θα μου δώσει άλλον αέρα.
-Είσαι ευτυχισμένη τώρα;
-Είμαι πλέον ήρεμη. Και ευχαριστώ το Θεό που δεν είμαι πια όπως ήμουν στην πρώτη συνέντευξη μαζί σου.
-Αν σε πάρει τώρα τηλέφωνο ο Φραν, πως θα λειτουργήσεις;
-Πιστεύω πως δεν θα με ξαναπάρει ποτέ πια. Έχει τελειώσει η ιστορία.
Δημοσίευση στο περιοδικο "Down Town", τον Αύγουστο του 2008.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ: "ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΥΠΗΡΞΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΜΕΤΑ".

Έγραψαν γι αυτόν ότι «η λογοτεχνία του ανήκει στο είδος της “σκοτεινής πόλης”», μία ανεξέλεγκτη πορεία ηρώων προς το άγνωστο. Παράξενο. Γιατί ο ίδιος είναι πολύ φωτεινός. Εκτός και αν προσπαθεί πολύ γι αυτό. Ή να ξέρει πια να το κρύβει πολύ καλά.
Κυριακή μεσημέρι, μετά από επικοινωνία στο σταθερό του τηλέφωνο (ο Θανάσης δεν έχει κινητό τηλέφωνο) με μαύρο παντελόνι και μαύρο φανελάκι, σταμπαρισμένο με κόκκινα γράμματα: West side story. Λίγο ντροπαλός, λίγο κουμπωμένος. Αλλά, υπερβολικά ευγενικός.
-Γιατί δεν έχεις κινητό;
-Μα, έχω κινητό εδώ και ενάμιση χρόνο, δεν είμαι εναντίον του κινητού, όμως δεν το χρησιμοποιώ. Απλώς παλιότερα, δεν είχα. Αγόρασα επειδή, σαν οικογένεια, είχαμε κάποιο πρόβλημα και έπρεπε να το αντιμετωπίσουμε. Δεν μου λείπει αυτός ο τρόπος επικοινωνίας, το γεγονός ότι κάποιος- ανά πάσα στιγμή- θα με βρει στο τηλέφωνο, δεν μου αρέσει. Πως ζούσαμε πριν από τα κινητά;
-Τι κάνεις συνήθως τις Κυριακές;
-Η αλήθεια είναι ότι, η δουλειά που κάνω, δεν ξεχωρίζει τις Κυριακές από τις αργίες. Εγώ, πέρα από συγγραφέας, επειδή δεν μπορώ να επιβιώσω μόνο απ αυτό, γράφω ερωτήσεις για τηλεπαιχνίδια στην τηλεόραση. Ή μπορεί να πάω να παίξω πιγκ πογκ που μου αρέσει. Τα βράδια μου αρέσει να βγαίνω στο Κολονάκι, εδώ που μένω. Δεν οδηγώ και αυτό με βολεύει πολύ. Πήρα δίπλωμα πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά δεν οδήγησα ποτέ. Συνήθως τις καθημερινές δεν ξυπνάω πολύ νωρίς, πάω και παίζω πιγκ πογκ ή θα κάτσω σπίτι να γράψω ερωτήσεις. Ή θα ακούσω μουσική ή θα διαβάσω κάποιο βιβλίο, θα πάω σινεμά ή για κάποιο ποτό. Γράφω τα βράδια, δεν μπορώ να γράψω τη μέρα, μόνο να κάνω κάποιες διορθώσεις.
-Τα τηλεπαιχνίδια τα κάνεις για βιοποριστικούς λόγους;
-Μου αρέσει σαν δουλειά. Έχει πλάκα να κάνουν τη δική σου ερώτηση στους παίκτες.
-Τι μουσική ακούς;
-Δεκαετίες του 70, 80 και 90. Ξένη μουσική. Με ένα φίλο μου έχουμε κάνει και ένα συγκρότημα τώρα. Είναι ένα τραγούδι που παίζει και στον τηλεφωνητή μου. Τώρα προσπαθούμε να βγάλουμε δίσκο, να βρούμε μία μικρή εταιρεία να «επενδύσει» σ εμάς.
-Πως λέγεται το συγκρότημα;
-«Snob».
-Μου δίνεις την εικόνα ενός ανθρώπου που δεν έχει καμία σχέση με τους συγγραφείς που έχουμε στο μυαλό μας. Δηλαδή, κανονικά πράγματα.
-Δεν είμαι ο μόνος. Δεν ισχύει η εικόνα που ίσως έχουν πολλοί στο μυαλό τους: Του μονόχνοτου συγγραφέα, με γυαλιά, που είναι όλη μέρα μπροστά από έναν υπολογιστή. Αυτό είναι ένα στερεότυπο που δεν υπάρχει. Οι συγγραφείς είναι «κανονικοί» άνθρωποι.-Είναι δουλειά να είναι κάποιος συγγραφέας;
-Είναι hobby. Δεν πληρώνεται σαν δουλειά, δεν μπορείς να επιβιώσεις απ αυτό. Ακόμη και best seller να κάνεις, θα βγάλεις χρήματα για ένα χρονικό διάστημα, αλλά δεν θα ζεις για πάντα έτσι. Εκτός αν το ψάξεις λίγο με περιοδικά αλλά πάλι δεν θα κάνεις τη δουλειά του συγγραφέα, θα είσαι κάτι μεταξύ συγγραφέα και δημοσιογράφου. Παλιά, όταν με ρωτούσαν, έλεγα ότι είμαι δημοσιογράφος. Μετά δεν μου άρεσε να λέω «γράφω ερωτήσεις για τηλεπαιχνίδια», αλλά είναι καλύτερο από το να λες «είμαι ποιητής». Όταν λες «είμαι συγγραφέας» σε θεωρούν ψώνιο. Πάντως δεν έχω το σύνδρομο της λευκής σελίδας, αν μου έρθει να γράψω θα γράψω. Δεν με αγχώνει το «επόμενο βιβλίο».
-Η δουλειά του δημοσιογράφου που έκανες παλιά, δεν σε βοήθησε στη συγγραφή;
-Όχι. Εργαζόμουν στα «Νέα», αργότερα σε κάποια περιοδικά μέχρι το 2004. Από τότε δεν ξαναδούλεψα. Κανείς, όμως, δεν με ξέρει ως αθλητικό συντάκτη. Γινόταν το ανάποδο. Όποτε πήγαινα σε εφημερίδες για να γράψω τα αθλητικά, μου έλεγαν «γράψε κανένα διήγημα» διότι με ήξεραν ως συγγραφέα, όχι ως αθλητικό συντάκτη.
-Γιατί παράτησες τη δημοσιογραφία;
-Δεν ήταν καλά τα χρήματα. Επίσης, με τρόμαζε λίγο η ρουτίνα. Το ότι κάθε μέρα θα πήγαινα σε μία δουλειά που θα έβλεπα τους ίδιους ανθρώπους, με φόβιζε. Νομίζω ότι η μοναδική επιτυχία που είχα ως αθλητικός συντάκτης- η οποία νομίζω πέρασε απαρατήρητη- ήταν μία συνέντευξη με τον Τάκη Τσουκαλά, τον «άντε γεια» του Ολυμπιακού. Το ότι κανείς δεν πήρε είδηση αυτή τη συνέντευξη είναι ενδεικτικό του ότι δεν είχα πολύ μέλλον ως αθλητικός συντάκτης.
-Που μεγάλωσες;
-Στην Κυψέλη, σε ένα μικρό δρομάκι που ενώνει την Σπετσών με την οδό Κυψέλης. Είναι μία γειτονιά που αγαπάω ακόμη και στην οποία πηγαίνω κατά καιρούς. Μία χρονιά είχαμε ζήσει στο Παρίσι, επί Χούντας, όταν ήμουνα πολύ μικρός. Μετά ξαναγυρίσαμε στην Κυψέλη και, από το 1980, ζούσαμε στο Κολονάκι.
-Μοναχοπαίδι;
-Ναι. Έζησα ωραία παιδικά χρόνια, δεν έχω παράπονο. Δεν μου άρεσε το σχολείο, δεν μου άρεσε να ξυπνάω πρωί, δεν ήθελα να διαβάζω.-Τι ήθελες να γίνεις μεγαλώνοντας;
-Ήθελα να γίνω κλέφτης. Μετά ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, αλλά ύστερα κατάλαβα ότι είμαι πολύ κακός στο ποδόσφαιρο και γι αυτό έγινα αθλητικός συντάκτης. Σε ένα ταξίδι μου στη Φλωρεντία, αποφάσισα να γράψω. Λόγω μίας ερωτικής απογοήτευσης, που ολοκληρώθηκε στη Φλωρεντία. Αυτή ήταν η αφορμή.
-Δεν το είχες σκεφτεί προηγουμένως;
-Καθόλου. Ούτε διάβαζα ιδιαίτερα. Απλώς έκανα σπουδές φιλολογίας.
-Αν και είχες το «μικρόβιο» από τον πατέρα σου, το Γιώργο Χειμωνά και τη μητέρα σου, τη Λούλα Αναγνωστάκη.
-Συμβαίνει όμως και σε άλλες οικογένειες, να κάνουν τελείως διαφορετικά πράγματα τα παιδιά από τους γονείς τους. Ο γιος του Μουσολίνι ήταν πιανίστας, για παράδειγμα. Μία εποχή, γύρω στο 1990, είχα προσπαθήσει να γράψω ένα θρίλερ αλλά το σταμάτησα. Αν μου έλεγαν το 1996 «εσύ θα γίνεις συγγραφέας», θα γέλαγα.-Δεν είναι βασανιστικό για ένα παιδί να μεγαλώνει με δύο γονείς που ασχολούνται με τα γράμματα;
-Όπως ακούγεται είναι, αλλά δεν ήταν για μένα. Στο σπίτι δεν υπήρχε «λογοτεχνική ατμόσφαιρα», όλα ήταν πολύ χαλαρά. Οι γονείς μου δεν με πίεζαν να διαβάζω ή να πηγαίνω σε τραγωδίες. Πολλοί νομίζουν ότι ο πατέρας μου, ο Γιώργος Χειμωνάς, θα μου διάβαζε Προυστ για να κοιμηθώ, αλλά δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο. Όταν ήμουν σχολείο, στο δημοτικό, με είχαν ρωτήσει «τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;». Συνήθως έλεγα «είναι γιατρός», αλλά για κάποιο λόγο, εκείνη τη μέρα, απάντησα «συγγραφέας». Μου λέει ο συμμαθητής μου «έχει γράψει τον “Τομ Σόγερ”;», λέω «όχι», «μήπως έχει γράψει το “20 χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα”;», απαντάω πάλι «όχι», «ε, τότε» μου λέει «τι συγγραφέας είναι;».-Πως μπορεί ένα παιδί να θέλει να γίνει κλέφτης μεγαλώνοντας;
-Μα και τώρα θέλω να γίνω, δεν το χω εγκαταλείψει ακόμη. Μία καλή δουλειά πρέπει να την ευχαριστιέσαι και να έχεις καλές απολαβές από αυτήν με ελεύθερο ωράριο. Η δουλειά του κλέφτη συνδυάζει όλα αυτά και είναι ιδανική. Είναι μεγάλη ικανοποίηση να έχεις κλέψει μία τράπεζα και να λες «τα κατάφερα, τα πήρα τα λεφτά».
-Έκλεβες όταν ήσουν μικρός;
-Ναι. Μπαταρίες, όχι τσίχλες όπως έκαναν άλλα παιδάκια. Με βόλευαν οι μπαταρίες επειδή τις είχαν πιο μπροστά.
-Η «μπλε ώρα» ποια είναι;
-Η ώρα που σουρουπώνει, το χρώμα που παίρνει εκείνη την ώρα ο ουρανός. Είναι η ώρα που έχει απόλυτη ησυχία.
-Είναι σημειολογικό αυτό;
-Έχει μεταφυσικές προεκτάσεις, σε βάζει μέσα σε μία ατμόσφαιρα. Μου άρεσε ως τίτλος. Είναι και μία ώρα φύσει μελαγχολική.
-Πως αντιμετωπίζεις τις μελαγχολίες σου;
-Γράφω. Έτσι ξεκίνησα να γράφω. Τώρα μελαγχολώ λιγότερο από ότι παλιότερα. Μερικές φορές είναι ωραίο να είσαι μελαγχολικός.-Γιατί;
-Έχει μια γλύκα. Όταν βέβαια είναι ελαφρύ και μπορείς να το ελέγχεις. Μπορεί να σου δώσει και έμπνευση γιατί, όπως ξέρεις, η τέχνη από τη μελαγχολία ξεκίνησε.
-Την ελέγχεις;
-Τώρα πια, ναι. Όταν όμως είχα ξεκινήσει να γράφω, δεν μπορούσα να ελέγξω την μελαγχολία μου. Με βοήθησε όμως να την αντιμετωπίσω.
-Πως σε βοήθησε σ αυτό το γράψιμο;
-Είναι μία εκτόνωση. Η μελαγχολία είναι μία κατάσταση που απαιτεί μία εκτόνωση για να μπορέσεις να αντιδράσεις. Όταν, ξαφνικά, μέσα από το κεφάλι σου δημιουργείς κάτι, κάποια πρόσωπα ή κάποιες καταστάσεις, αυτό σε βοηθάει να περάσεις σε έναν άλλον κόσμο. Όλοι οι ήρωες μου έχουν μία δόση μελαγχολίας, διοχετεύω την μελαγχολία μου σ αυτούς. Γι αυτό και οι ήρωές μου είναι πάρα πολύ συναισθηματικοί, ενώ εγώ νομίζω είμαι πάρα πολύ κυνικός.-Οι απογοητεύσεις σου παλιά, αφορούσαν κυρίως ερωτικά θέματα;
-Κυρίως. Ας πούμε, τότε που γράφτηκε ο «Ραμόν», λόγω ενός περιστατικού που έζησα στη Φλωρεντία -μίας ερωτικής απογοήτευσης, είχε μπει κάποιος άλλος στη μέση- αφορούσε αυτό το θέμα. Τώρα είμαι 37 χρόνων, στα 26 μου δεν είχα αντίληψη για αυτά τα θέματα. Τότε δεν ήξερα που είμαι ή που βρίσκομαι. Ήμουν ένα παιδί που απλώς σπούδαζε.
-Τι έγινε χθες που σου έδωσε χαρά;
-Χθες έπαιξα «στοίχημα» και έχασα… Επίσης, βγαίνω με μία κοπέλα αυτό τον καιρό και μου δίνει χαρά.-Ο έρωτας μπορεί να διαχωρίσει τη ζωή σου σε στιγμές που είσαι καλά και σε στιγμές που δεν αισθάνεσαι πολύ καλά;
-Ναι. Ακόμη όμως και οι δύσκολες στιγμές του έρωτα, έχουν μία γλύκα. Ο έρωτας έχει ένα στοιχείο μαζοχισμού. Το να υποφέρεις στον έρωτα, σε τσιγκλάει. Σαν να είσαι αδικημένος.-Έχει διαφορά η χαρά από την ευτυχία;
-Όλοι οι άνθρωποι έχουν χαρεί στη ζωή τους. Την ευτυχία δεν ξέρω αν έχει υπάρξει άνθρωπος που να την έχει βιώσει με την απόλυτη έννοια της λέξης. Κάποιες φορές υπήρξα ευτυχισμένος, αλλά το κατάλαβα μετά. Την ευτυχία, όταν συμβαίνει, δεν την καταλαβαίνεις. Την συνειδητοποιείς μετά, όταν περνάει ο χρόνος. Εγώ νοσταλγώ ακόμη και κακές στιγμές στη ζωή μου. Ίσως επειδή αφορούσαν άλλες εποχές που είχαν άλλες ομορφιές. Στην εφηβεία μου είχα διάφορα προβλήματα, ήμουνα μοναχικός για παράδειγμα, με μηδαμινή επιτυχία στις γυναίκες.-Μου κάνει εντύπωση αυτό. Έχεις πολύ ωραία χαρακτηριστικά.
-Τότε ήμουνα αλλιώς, ήμουν ατημέλητος, κακοντυμένος, με χαμηλή αυτοπεποίθηση. Νοσταλγώ συνθήκες και ιδέες, όχι τα ίδια τα γεγονότα. Κάποιες λεπτομέρειες που δεν υπάρχουν πια. Νοσταλγώ το 1985 που ήταν μία κακή χρονιά για μένα, διότι ακολούθησε μία πολύ καλή χρονιά, το 1986. Τώρα, δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο.
-Πως απέκτησες την αυτοπεποίθηση που έχεις τώρα;
-Νομίζω, έπαιξαν ρόλο τα βιβλία που έγραψα. Όταν άρχισα να γράφω και είχα μία καλή αντιμετώπιση κατάλαβα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ότι μπορούσα να κάνω κάτι καλά. Μέχρι τότε, αυτό δεν το ήξερα, δεν είχα καταφέρει κάτι ουσιαστικό. Και ξαφνικά, κατάφερα κάτι που να έχει διάρκεια. Όταν αισθανόμουν άσχημα κλεινόμουν στον εαυτό μου, δεν πήγαινα να το συζητήσω με άλλους.-Έχεις πάρει ποτέ αντικαταθλιπτικά;
-Όχι. Βρέθηκα πολύ κοντά, αλλά δεν ήθελε ο πατέρας μου να παίρνω, οπότε δεν το έκανα. Ξέφευγα με άλλους τρόπους, κάνοντας κάποια πράγματα ουσιαστικά.
-Οι ήρωες σου έχουν πάντα μία απώλεια. Για ποιο λόγο;
-Η λογοτεχνία πρέπει να είναι σκοτεινή, να υπάρχουν απώλειες, απογοητεύσεις, αναζητήσεις χωρίς αποτέλεσμα. Δεν μου αρέσουν τα βιβλία που έχουν happy end, όλα αυτά που μιλάνε για την «θετική ενέργεια».-Τα Κοελικά.
-Ακριβώς. «Το σύμπαν που συνωμοτεί για να πετύχει αυτό που θες». Όλο αυτό δεν είναι λογοτεχνία, η λογοτεχνία πρέπει να αγγίξει το βαθύ είναι του αναγνώστη, να του θυμίσει κάποια πράγματα, να ταυτιστεί με τον ήρωα. Όλοι έχουμε ζήσει απώλειες, όλοι έχουμε ζήσει άσχημες στιγμές στη ζωή μας και η λογοτεχνία αυτό θα μας το βγάλει. Θα μας δημιουργήσει πιο έντονα συναισθήματα.
-Οι απώλειες σου τι σου έμαθαν;
-Τελικά ισχύει αυτό που λένε: Ό,τι δεν σε σκοτώνει- μέχρι ενός ορίου- σε κάνει πιο δυνατό, πιο ρεαλιστή, πιο κυνικό.-Άλλαξαν πολλά από τον τρόπο που έβλέπες τον κόσμο;
-Αρκετά. Τώρα πια με στενοχωρούν περισσότερο πράγματα από το παρελθόν, παρά από το παρόν. Τώρα στενοχωριέμαι όταν χάνω στο «στοίχημα» ή στο πιγκ πογκ.-Ποιο είναι εκείνο το κομβικό σημείο που σε άλλαξε;
-Όλη εκείνη η εποχή, η ερωτική απογοήτευση, το ξεκίνημα της συγγραφής. Η μεγάλη αλλαγή μου έγινε στο διάστημα από το 1997 μέχρι το 2000. Είδα διαφορετικά τα πράγματα, συνέβησαν πολλά πράγματα μαζί: Πλησίασα στα 30, έπαψα να είμαι φοιτητής, ξεκίνησα να δουλεύω, πέθανε ο πατέρας μου. Εκείνη, ήταν πολύ δύσκολη εποχή. Μετά, άρχισα να βλέπω διαφορετικά τα πράγματα. Από το 2004 και μετά, άλλαξα τελείως.
-Είναι κακό να είσαι ευαίσθητος;
-Γενικά, δεν είναι πολύ καλό. Αλλά μπορείς να γίνεις συγγραφέας, οπότε έχεις κάποια πλεονεκτήματα. Απ την άλλη, πρέπει να είσαι και ευαίσθητος, δεν μπορείς να είσαι ένα γαϊδούρι.
-Ποιο είναι το μεγαλύτερο σου ελάττωμα;
-Αν μου το πει κάποιος, δεν του ξαναμιλάω. Αυτά που μου λένε συνήθως εγώ δεν τα θεωρώ ελαττώματα: Ότι είμαι νάρκισσος, ότι είμαι εγωιστής. Εγώ θεωρώ ότι το μεγαλύτερό μου ελάττωμα είναι το ότι είμαι τεμπέλης. Θα μπορούσα να κάνω πολύ περισσότερα πράγματα, αλλά δεν τα κάνω εύκολα, πρέπει να ζοριστώ πολύ. Αν το έψαχνα περισσότερο ως αθλητικός συντάκτης θα μπορούσα να κάνω περισσότερα πράγματα, αλλά βαριόμουνα. Τα βιβλία δεν τα βαριέμαι γιατί είναι μία ανάγκη. Είναι σαν να λέω «πεινάω, θέλω να φάω», είναι κάτι που πρέπει να γίνει.
-Τι κάνεις όταν τεμπελιάζεις;
-Ακούω μουσική, χαζεύω τηλεόραση, διαβάζω εφημερίδα.
-Τι παρακολουθείς στην τηλεόραση;
-Trash εκπομπές. Από Ανίτα Πάνια μέχρι πιο hard εκπομπές. Κάτι εκπομπές στο Extra με τον Εθνικό Σταρ, κάτι reality. Τα big brother τα έβλεπα πολύ φανατικά.
Επίσης, παρακολουθώ ποδόσφαιρο, αλλά όχι όπως παλιά που παρακολουθούσα τα πάντα.
-Γιατί σου αρέσουν τα trash;
-Με κάνουν να γελάω. Με τον Ευαγγελόπουλο θα γελάσω, με τον Καπουτζίδη δεν θα γελάσω. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, μέσα στη λόξα τους, έχουν ένα μεγαλείο, έχουν κάτι παράξενο και ασυνήθιστο, μία προσωπικότητα. Δεν είναι άτομα άβουλα, είναι παράξενοι, είναι ψώνια, αλλά έχουν κάτι που ξεχωρίζει. Από αυτούς θα ακούσεις μία τρομερή ατάκα που δεν θα την ακούσεις σε κανένα σήριαλ.
-Τι σε ενοχλεί στην πόλη;
-Κάτι κυράτζες που μπαίνουν στα λεωφορεία και σπρώχνουν. Χρησιμοποιώ πολύ τα λεωφορεία και τα μετρό. Αντίθετα με τον ήρωα της «ραγδαίας επιδείνωσης» που κάθεται και σημειώνει- όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου- εγώ δεν σημειώνω τίποτα.
-Σκέφτεσαι το μέλλον σου;
-Είμαι άνθρωπος που – μέχρι τώρα- ζούσα πιο πολύ στο παρελθόν παρά στο μέλλον. Όχι τόσο στο παρόν. Είναι λάθος, αλλά ζεις περισσότερο γιατί είναι πάντα και τα δύο πολύ μεγαλύτερα: Το παρελθόν είναι πάντοτε μεγάλο, το μέλλον- αν όλα πάνε καλά- είναι επίσης μεγάλο, το παρόν περικλείει ένα πολύ μικρό διάστημα. Εκτός κι αν έχεις μία ευρύτερη ζωή.
-Τι φοβάσαι;
-Τις κατσαρίδες. Πάρα πολύ! Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό που μου συμβαίνει με τις κατσαρίδες, δεν μπορώ να δώσω κάποια λογική εξήγηση σ αυτό. Και το χρόνο που περνάει φοβάμαι. Που με μεγαλώνει.
Δημοσίευση στον Φιλελεύθερο της Κύπρου, ένθετο "Υστερόγραφο", τον Σεπτέμβριο του 2008.

ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ: ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΥΣΤ.

1.Η απόλυτη ευτυχία, για σας, ποια είναι;
Υπαίθρια συναυλία του Van Morrison με πανσέληνο. Ή του Leonard Cohen... Κάτι που να συνδυάζει νύχτα, μουσική, ένα διθέσιο αυτοκίνητο, έναν ανοιχτό δρόμο...
2. Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;
Κοιμάμαι τον ύπνο των δικαίων. Κάποτε πρέπει να ξυπνήσω. Αλλιώς θα πέσω σε κώμα.
3. Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;
Ι laugh to death, όπως θα λέγαμε. Καμιά φορά νομίζω, πράγματι, ότι θα πεθάνω από τα γέλια. Χθες το βράδυ, μού είπαν ένα ανέκδοτο το οποίο θυμάμαι τώρα και γελάω μόνη μου.
4 .Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας ποιο είναι;
Είμαι άνθρωπος που επιζεί against all odds. Είμαι πολύ δυναμική, έχω περίσσεια ενέργειας. Επίσης είμαι εργατική, «φιλόπονη»...turbo…
5. Το βασικό ελάττωμά σας;
Όταν θυμώνω μαζεύουμε μπάζα...Θυμώνω μάλλον σπάνια (δείχνω υπομονή!) αλλά όταν θυμώνω γίνομαι τρομακτική. Έτσι, χάνω το δίκιο μου και δημιουργώ εχθρούς. Επίσης, είμαι θρασυτάτη...έτσι ήμουν από μικρή...
6. Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;
Σε όλα τα λάθη δείχνω επιείκεια. Δεν είμαι δικαστής...
7. Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;
Με καμιά. Ταυτίζομαι με λογοτεχνικούς ήρωες: με τον Oliver Twist, τον David Copperfield, τον Tom Sawyer, τον Ηuck Finn…Με παιδιά που δεν τα βοήθησε ποτέ κανείς.
8. Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;
Οι φτωχοί άνθρωποι που δεν βαρυγκωμούν.
9. Το αγαπημένο σας ταξίδι;
Oνειρεύομαι πάντα παραλίες σε ωκεανούς.
11. Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;
Το να επιζητεί και να εκτιμά αυτά που επιζητούν και εκτιμούν οι γυναίκες. Το χιούμορ...η ψυχραιμία...το να τα καταφέρνει με τα κατσαβίδια...Δεν μ’ αρέσουν οι καλοπερασάκηδες, οι τσιγκούνηδες και οι γκρινιάρηδες.12. ... και σε μια γυναίκα;
Το να επιζητεί και να εκτιμά αυτά που επιζητούν και εκτιμούν οι άνδρες. Και πάλι το χιούμορ...η ψυχραιμία...το να τα καταφέρνει με τα κατσαβίδια...Δεν μ’ αρέσουν οι κακομαθημένες δεσποινίδες, όσες περιμένουν να τους ανοίξουν την πόρτα του αυτοκινήτου για να βγουν, και στη συνέχεια να τους πληρώσουν τα ποτά. Όσο για τη γκρίνια, η γυναικεία γκρίνια μού φαίνεται πιο δικαιολογημένη από την ανδρική. Οι άνδρες κάνουν τις γυναίκες υστερικές.
13. Ο αγαπημένος σας συνθέτης;
Ο Paul McCartney, ο John Lennon, o Willie Dixon, o Elmore James…ο Μίκης Θεοδωράκης...(Τον λατρεύω ως συνθέτη, πιστεύω ότι πρέπει να τον ανακαλύψουμε ξανά).
14. Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;
To “Rocky Raccoon” των Beatles, το “Innocent When You Dream” του Tom Waits, το «Όταν σημάνει η ώρα» του Άκη Πάνου...
15. Η ταινία που σας σημάδεψε;
To «Τραγουδώντας στη βροχή» του Gene Kelly: τα μιούζικαλ της παιδικής μου ηλικίας...Οι χαζές ταινίες με τον Elvis Presley…O Εlvis ήταν ο πρώτος μου έρωτας. (Ορίστε, προβαίνω σε προσωπικές αποκαλύψεις...)
15. Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
To «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» όταν ήμουν παιδί∙ ο «Φύλακας στη σίκαλη» όταν ήμουν έφηβη. Αργότερα ανακάλυψα την κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία και όλα άλλαξαν...
17. Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;
Ο Βελάσκεθ. Ο Καντίνσκι.
18. Το αγαπημένο σας χρώμα;
Το κόκκινο.
19. Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;
Το ότι έχω παραμείνει ζωντανή και υγιής.
20. Το αγαπημένο σας ποτό;
Παγωμένη μαργαρίτα-φράουλα... Μοχίτο με πολλά φύλλα δυόσμου τα οποία μασάω σαν πρόβατο...
21. Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;
Μετανιώνω σχεδόν για όλα όσα έχω κάνει, καθώς και για όσα δεν έχω κάνει. Ό,τι κάνουμε μού φαίνεται λάθος. Ακόμα κι όταν κάνουμε το αντίθετο του λάθους, κάνουμε λάθος.22. Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ’ όλα;
Την υποκρισία. Επίσης, έχω δυσανεξία στη βλακεία, στην κουτοπονηριά, στον φθόνο, στη μικροψυχία, στην τσιγκουνιά. Επίσης, απεχθάνομαι τις τσιμεντουπόλεις, τα σκυλάδικα, την τηλεόραση...τα κομπολόγια...τα σουβλάκια...τα μουστάκια...
23. Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
Βγαίνω και χαζολογάω με τους φίλους μου, πίνω διάφορα ποτά, καπνίζω πουράκια με έξαλλους ρυθμούς, γελάω μέχρι τελικής πτώσεως. Επίσης, ασχολούμαι με την κηπουρική: όταν αποτύχω σε όλα θα γίνω κηπουρός.
24. Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Οι αρρώστιες που μας κάνουν δυστυχισμένους.
25. Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;
Όταν πιέζομαι πολύ, λέω ψέματα για να γλιτώσω.
26. Ποιο είναι το μότο σας;
Τίποτα δεν αξίζει τόσο ώστε να το νοσταλγείς. Οι καλύτερες μέρες είναι μπροστά μας. Κανείς δεν φταίει για τη δυστυχία μας, εμείς φταίμε για τη δυστυχία μας. Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους που όταν τους ρωτάς τι κάνουν απαντούν «Αγωνίζομαι!» ή «Τρέχω!» ή «Ας τα λέμε καλά!».27. Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;
Όταν ήμουν νεότερη πίστευα ότι θα σκοτωθώ σε αυτοκινητικό δυστύχημα (υπήρχε λόγος που το πίστευα). Τώρα (που οδηγώ με σύνεση) σκέφτομαι ότι θα ήταν ωραία να πεθάνω σε προχωρημένη ηλικία χωρίς να χάσω τις πνευματικές μου δυνάμεις. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, νομίζω ότι θα αυτοκτονήσω. Με χημικό τρόπο. Θα καταπιώ διάφορα σε μνημειακές ποσότητες και γεια σας.
28. Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;
Δεν υπάρχει θεός, άρα δεν υπάρχει πιθανότητα να τον συναντήσω.
29. Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
I work hard and play hard.30. Τι σας λείπει περισσότερο;
Είχα σοβαρές απώλειες στη ζωή. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι.
Δημοσίευση στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής, ένθετο "ET Weekly", τον Φεβρουάριο του 2009.

ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΕΡΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΖΩΗ.

«Το πιο ανεκτίμητο στη ζωή μου- όσο κοινότυπο κι αν ακουστεί- είναι ο γιος μου ο Πέτρος. Τον λατρεύω γιατί έχει χιούμορ και είναι κυνικός. Περισσότερο κυνικός από εμένα. Επίσης μαλώνουμε πολύ συχνά και αυτό μου αρέσει, είναι ζωντανός- πάρα πολύ ξύπνιος».
Μανίνα Ζουμπουλάκη- συγγραφέας, δημοσιογράφος.

«Οι άνθρωποί μου. Η μητέρα μου, οι φίλοι μου, ο σκύλος μου ο Μπόμπος που είναι υπέροχος, πανέμορφος και θέλει συνέχεια παιχνίδια και βόλτες. Επίσης, η μουσική είναι κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο στη ζωή μου. Ξέρεις, όμως, τελικά το πιο ανεκτίμητό μου είναι η αυτονομία μου. Αυτό ήταν κάτι που πάντα επεδίωκα, κάτι που πάντοτε ήθελα να έχω- με αυτό να πορεύομαι. Και είμαι υπερήφανη που τα έχω καταφέρει στη ζωή- τουλάχιστον γι αυτήν, για την κατάκτησή της».
Μυρτώ Κοντοβά- στιχουργός, συγγραφέας, δημοσιογράφος.

«Καλό είναι να μη δραματοποιούμε τα πράγματα. Όλα ― σχεδόν όλα ― διορθώνονται: λίγα είναι τα σημαντικά στη ζωή μας. Ακόμα λιγότερα είναι τα ανεκτίμητα: η υγεία μας, η αξιοπρέπειά μας. Δυσκολεύομαι να βρω κάτι ακόμη. Οι άνθρωποι που αποδίδουν βαρύτητα σε περισσότερα, δεν έχουν ζήσει αρκετά ώστε να κατανοήσουν και να αποδεχθούν την ασημαντότητα των γεγονότων».Σώτη Τριανταφύλλου- συγγραφέας.

«Κοίτα. Κανείς δεν μπορεί να σώσει κανέναν- κι αν δεν θέλει ο ίδιος ο άνθρωπος να σωθεί, ξέχνα το. Μπορεί, όμως, να προσφέρει αγάπη στον διπλανό του, μπορεί να προσφέρει ελπίδα, θαλπωρή, ψωμί…Και να θυμηθώ πάλι το σύνθημα “ψωμί, παιδεία, ελευθερία”, δηλαδή πολιτισμό, σεβασμό στο περιβάλλον, σεβασμό στον οποιονδήποτε πολίτη, σε οποιονδήποτε άνθρωπο- γιατί όλοι είμαστε ίσοι. Όταν μιλάω γι αυτά τα τελευταία χρόνια ακούγομαι γραφικός, καθώς βλέπω γύρω μου ότι μόνο η μαλακία, η ημιμάθεια και η τηλεόραση έχουν δίκαιο. Πιστεύω πως είμαι αυτό που επιλέγω, είμαι οι επιλογές μου, είμαι οι πράξεις μου. Αυτό κι αν είναι ανεκτίμητο! Δεν ξέρω, σου λέω αυτά που αισθάνομαι. Δεν μπορεί ο ήλιος να προσφέρει τόσο φως και εμείς να θέλουμε να μένουμε κάτω από το χώμα- το έκανα τόσα χρόνια…Ας κλείσω τώρα τα μάτια λίγο να σκεφτώ. Πως πίσω από αυτό που είμαι, πίσω από την καρδιά, υπάρχει η ψυχή μου. Ας κάνω μία προσπάθεια να δω αν την ακούω. Αν αυτή με ακούει…»
Κωνσταντίνος Βήτα- μουσικός, ποιητής.
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου, ένθετο "Υστερόγραφο", τον Δεκέμβριο του 2008.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ: "ΟΙ ΤΙΜΩΡΙΕΣ ΠΟΥ ΕΧΩ ΥΠΟΣΤΕΙ, ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ".


Φέτος, μετά την κυκλοφορία του καινούργιου του βιβλίου «Λόγια φτερά», αποφάσισε να δώσει μόνο τρεις συνεντεύξεις: Στα «Νέα», στη «Lifo» και στο «Υστερόγραφο». Αν και όλοι ήθελαν να μιλήσουν «με τον πιο γνωστό συγγραφέα των τελευταίων 15 χρόνων», ο ίδιος παρέμενε αρνητικός και πιστός στο «να μιλήσει ελάχιστο». Η πρόθεσή του πάντως, αυτή τη φορά, δεν ήταν να δώσει μία τόσο προσωπική συνέντευξη. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Αλλά, προέκυψε. Και είναι η πιο αληθινή από όλες όσες έχει δώσει μέχρι σήμερα, το πιο σοφό παιδί της ελληνικής πεζογραφίας.Του είχα ξαναμιλήσει τον προηγούμενο Νοέμβριο, όταν ετοιμάζαμε το τεύχος του «Υστερόγραφου» για τις «ωραίες οικογενειακές στιγμές». Στην αρχή δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, του άφησα μήνυμα, επέμεινα γιατί «θέλουμε οπωσδήποτε τον Χωμενίδη, επειδή πριν από λίγο καιρό απέκτησε παιδί- θα ήταν πολύ όμορφο να μας μιλούσε γι αυτό», αλλά παρέμενε «εξαφανισμένος». Όταν τελικά τον βρήκα και του εξήγησα το concept, έμεινε για λίγο σιωπηλός, σαν περίεργος βόμβος στο ακουστικό που δεν ακουγόταν καλά, σαν πυροτέχνημα που δεν εκπυρσοκρότησε, ή σαν χειροβομβίδα που δεν είχε απασφαλίσει ακόμη την περόνη: «Ξέρετε, πριν από μία εβδομάδα πέθανε το παιδί μου. Νομίζω πως δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω στις “όμορφες οικογενειακές στιγμές”». Και μου έκλεισε το ακουστικό. Είχα πάθει σοκ. Φαινόταν σαν φάρσα- αλλά δεν ήταν. Μόνο η πραγματικότητά του. Στη συνάντησή μας, στο σπίτι του στην Κυψέλη, πίσω από τα δικαστήρια- αρχές Αυγούστου-, του ζήτησα «συγνώμη» για όλο αυτό που συνέβη- άθελά μου. «Δεν φταίτε εσείς» μου είπε και ξεκίνησε να με ρωτάει για την Κύπρο, την πολιτική κατάσταση, τη νοοτροπία, μου έλεγε ότι έβρισκε συναρπαστικό όλο αυτό που συμβαίνει στο νησί, ότι δεν το καταλάβαινε πολύ καλά- αν και είχε προσπαθήσει. Ζήτησα τη γνώμη του. «Δεν θεωρώ ότι ένας καλαμάρας μπορεί να εκφράσει μία άποψη με βεβαιότητα και επιμονή για την Κύπρο, εκτός αν έχει ζήσει εκεί για πολλά χρόνια. Δεν ξέρω τι σας συμβαίνει εσάς, γι αυτό μου κινείτε τόσο πολύ το ενδιαφέρον ως λαός και ως χώρα. Ο Χριστόφιας μου δίνει την αίσθηση ενός πολύ καλοπροαίρετου αρκούδου, αλλά είναι μία αίσθηση πολύ επιφανειακή. Μια χαρά είναι. Μου έκανε δε εντύπωση που, όταν εξελέγη ο Χριστόφιας, υπήρχαν- εκεί που θα μιλούσε- σημαίες κυπριακές και φωτογραφίες του Τσε Γκεβάρα. Αυτό είναι πολύ παράξενο. Νομίζω ότι είστε η πλουσιότερη αριστερή κοινωνία. Ξέρετε για ποιον διάβασα τελευταία στο internet και μου φάνηκε συναρπαστική προσωπικότητα; Για τον Πλουτή Σέρβα. Αυτός δεν είναι γνωστός στην Ελλάδα, ενώ θα πρεπε». Καθίσαμε απέναντι στο μικρό του σαλόνι- το γεμάτο από βιβλία, περιοδικά, cds, πεταμένα τσιγάρα (δύο πακέτα τσιγάρα τη μέρα καπνίζει, μου είπε). «Βρίσκω πολύ αστείο, που συνεχίζετε να μου μιλάτε στον πληθυντικό» του είπα κάποια στιγμή και χαμογέλασε. «Ο πληθυντικός είναι ένας δεύτερος βαθμός οικειότητας και γι αυτό μου αρέσει», μου απάντησε και άναψε τσιγάρο.
-Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να σκηνοθετήσετε τον ίδιο τον εαυτό σας;
-Όλοι σκηνοθετούμε τον εαυτό μας, χιλιάδες φορές. Νομίζω όμως ότι, για να σκηνοθετήσεις επιτυχώς τον εαυτό σου ώστε να πείσεις τους άλλους ανθρώπους ότι είσαι το αποτέλεσμα της σκηνοθεσίας και όχι ότι υπάρχει κάτι άλλο πίσω από το σκηνοθετημένο, πρέπει να είσαι πάρα πολύ καλός μάστορας- και ελάχιστοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ταλαντούχοι, ώστε το προσωπείο το οποίο φτιάχνουν να είναι πειστικό. Συνήθως οι άνθρωποι προδίδονται και είναι και θλιβερό.-Πάντοτε είστε αληθινός στις σχέσεις σας με τους ανθρώπους;
-Ακόμη και όταν λέω ψέματα, αφήνω στον άλλο το περιθώριο να καταλάβει ότι λέω ψέματα. Το ψεύδος το χρησιμοποιώ, αλλά κατά συνθήκη. Τα εγκλήματά μου δεν είναι τέλεια και δεν θέλω να είναι τέτοια, δεν θέλω να είμαι κάποιος που να λέει πλήρη και τέλεια ψέματα τα οποία να μην έχουν καμία τρύπα.
-Τι τρύπες έχει η ζωή σας; Τι εγκλήματα έχετε κάνει;
-Οι τιμωρίες που έχω υποστεί, είναι πολύ μεγαλύτερες από τα εγκλήματα που έχω κάνει. Είμαι τόσο προφανής, ώστε – ακόμη κι αν είχα κάνει κάποιο έγκλημα- θα με είχαν πιάσει.-Δεν είστε όμως τόσο αφελής, ώστε να παραδοθείτε.
-Κανένας άνθρωπος, στην ηλικία μου, δεν είναι αφελής. Αν είσαι αφελής στα 42 σου, την έχεις άσχημα. Όλοι, ακόμη και οι λιγότερο υψηλής νοημοσύνης, αναπτύσσουν μηχανισμούς οι οποίοι τους προφυλάσσουν από μεγάλες κακοτοπιές. Εκτός από αυτούς που δεν προσέχουν και τους βλέπουμε τελικά στις ειδήσεις.
-Συνεχίζετε ακόμη να γράφετε για την πλάκα σας;
-Απολαμβάνω πάρα πολύ το γράψιμο- αλλιώς δεν θα το κανα-, αλλά είναι ταυτόχρονα και μία εξαιρετικά κοπιώδης διαδικασία, την οποία ποτέ δεν θα σταματούσα. Δεν νομίζω ότι εγώ- από όσο μπορώ να δω τον εαυτό μου στο μέλλον- θα είμαι ο άνθρωπος που κάποια στιγμή, σε μία ορισμένη ηλικία, θα πει «ό,τι είχα να γράψω το γραψα, και κατεβάζω το μολύβι». Αυτό το είχε πει ο Αναγνωστάκης και το κάνε. Το θαυμάζω.
-Ποτέ δεν σας κούρασε το γράψιμο;
-Μου αρέσει πάρα πολύ. Αναμετρώμενος με τη λευκή σελίδα νιώθω ακόμη σαν ένα παιδάκι το οποίο βρίσκει ένα λευκό καμβά ή ένα άσπρο τοίχο και θέλει επάνω σ αυτό να ζωγραφίσει τα πάντα. Είναι βέβαια μία κοπιώδης διαδικασία.
-Είναι και μοναχική;
-Δεν θα το λεγα. Είσαι μονάχος σου, αλλά όχι μόνος σου. Εγώ δεν γράφω ιδιαίτερα γρήγορα, κάθε φράση που γράφω την αναθεωρώ δέκα φορές μέχρι να καταλάβω ότι μπορώ να προχωρήσω στην επόμενη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαι πολύ συγκεντρωμένος, ενώ ταυτόχρονα μπαίνω σε δύο γήπεδα: Το ένα γήπεδο είναι η δράση και το άλλο η γλώσσα, το πώς περιγράφεις. Παίζεις με τα συναισθήματα, τις πράξεις, τις συγκρούσεις των ηρώων σου, αλλά και με τη διατύπωση όλων αυτών- με τον τρόπο που εσύ μπορείς να το κάνεις καλύτερα και σου αρέσει περισσότερο. Τα βιβλία μου ποτέ δεν τα γράφω μία φορά, μετά δεύτερη, να το πετάξω και να ξαναγράψω τρίτη. Εγώ τη δουλειά την κάνω λέξη λέξη, φράση φράση, τα έχω όλα μέσα στο μυαλό μου, δεν κρατάω καν σημειώσεις. Έχω στο μυαλό μου το που πάει το πράγμα, προφανώς το σκέφτομαι συνέχεια- και στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου. Πάρα πολλή δουλειά γίνεται την ώρα που περπατάω στο δρόμο, κάνω μπάνιο ή είμαι σε ένα ταξί και πάω κάπου- εκείνη την ώρα είμαι συγκεντρωμένος. Δεν κάθομαι μπροστά από ένα κομπιούτερ, αρχίζω να γράφω και, όταν διακόψω για τη συγκεκριμένη μέρα, τα βάζω στην άκρη. Τα πιπιλάω συνέχεια σαν καραμέλα.-Η μεγαλύτερη δουλειά, γίνεται παρατηρώντας ανθρώπους;
-Κυρίως, ζώντας. Η τέχνη είναι το απόσταγμα της ζωής, δεν μπορεί να είναι το υποκατάστατο. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι ζουν μέσα από την τέχνη. Εγώ αυτό θεωρώ ότι ούτε το να ζεις σαν άνθρωπος είναι δυνατόν, ούτε να παραγάγεις κάτι της προκοπής. Δεν γίνεται. Πρώτα ζεις και -αυτό που ζεις- το διυλίζεις, το ανακατεύεις, το επεξεργάζεσαι, το κάνεις ό,τι σκατά θέλεις, και το δίνεις στο τέλος με τη μορφή τέχνης. Άρα πρώτα, πρέπει να έχεις το υλικό.
-Και τι; Πρέπει να ζήσουμε όλοι τις τρομερές περιπέτειες για να έχουμε την αξίωση να γράφουμε;
-Όχι. Σημαίνει ότι θα βλέπεις σαν τρομερή περιπέτεια αυτό το οποίο σου συμβαίνει εσένα και το οποίο εξελίσσεται και σε κάποιους ανθρώπους με ελαφρές παραλλαγές.
-Ο 8ος αιώνας π. Χ στον οποίο εξελίσσεται το τελευταίο σας βιβλίο, γιατί θα πρέπει να μας αφορά;
-Μα δεν μας αφορά ο 8ος αιώνας π.Χ , αυτό που μας αφορά είναι ο Τήνελλος, ο οποίος καταξιώνει τη ζωή του αφηγούμενός την. Με ενδιαφέρει η αφήγηση, όχι με την έννοια του να λέμε κάτι για να περάσει η ώρα, αλλά η αφήγηση η οποία δίνει σχήμα στη ζωή η οποία καταρχήν είναι κατακερματισμένη. Η αφήγηση δίνει στη ζωή το νόημά της. Έπρεπε λοιπόν να βρω έναν ήρωα ο οποίος να είναι ο αρχικός αφηγητής. Αυτός ο ήρωας δεν μπορούσε παρά να είναι ένας αοιδός.
-Που στο τέλος καταλήγει να είναι και πρόγονος του Ομήρου.
-Αυτό είναι ένα εφεύρημα, είναι μία συγγραφική τσαχπινιά. Μου αρέσει πολύ το σχήμα ότι εγώ σας λέω μία ιστορία μέσα στο βιβλίο. Αυτό το είχα εφαρμόσει και στο «σπίτι και το κελί», μόνο που εκεί απαντούσε ο ένας στον άλλον, ενώ εδώ δεν μιλάει το παιδάκι. Και αυτό ξεκίνησε ενώ ήμουνα με ένα κολλητό μου φίλο στη Σίφνο, 4 η ώρα το πρωί, βλέπαμε μία πλαγιά, ένα ακρωτήρι βραχώδες, κάτι που μάλλον δεν είχε αλλάξει τις τελευταίες χιλιάδες χρόνια και του είχα πει «ρε μαλάκα, αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ακριβώς το ίδιο που θα είχαν αντικρίσει και οι πρώτοι άνθρωποι που ήρθαν σε αυτό το νησί. Δεν είναι συγκλονιστικό;». Ξαφνικά με ενδιέφερε πως ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε το πόδι του στη Σίφνο, τι είδε γύρω του και τι είπε. Αυτό είναι ένα παραμύθι που μου αρέσει. Ο φίλος μου λοιπόν, μου είπε την εξής μεγάλη κουβέντα: «Το θέμα δεν είναι πως το έζησαν, αλλά πώς το διηγούνταν στους εαυτούς τους την ώρα που το έζησαν και πώς εκ των υστέρων». Εκεί ξεκίνησε να δουλεύεται μέσα μου η ιδέα ότι η ιστορία μας είναι η αφήγηση της ιστορίας μας.
-Δεν ήταν πολύ δύσκολη η περίοδος εκείνη που γράφατε αυτό βιβλίο, για την ίδια τη ζωή σας;
-Μου συνέβαιναν διάφορα γεγονότα. Καταρχήν, αρρώστησε η μάνα μου. Η μάνα μου αρρώστησε το Καλοκαίρι του 2007 και πέθανε το Καλοκαίρι του 2008. Πριν από το χαμό του παιδιού μου τον Νοέμβριο, πέρασα και όλο αυτό το ζόρι με τη μάνα μου. Ήμουνα πάρα πολύ δεμένος με τη μητέρα μου, την αγαπούσα πάρα πολύ και της χρωστάω πάρα πολλά πράγματα, μεταξύ των οποίων και το ότι μου έδωσε την αγάπη η οποία μετουσιώθηκε σε φυσική θωράκιση ώστε να είμαι σήμερα εδώ πέρα και να μου επιτρέπει να σας μιλάω- αλλιώς νομίζω ότι θα τα είχα παίξει τελείως. Το μεγαλύτερο δώρο σε έναν άνθρωπο, είναι να έχει αγαπηθεί μικρός. Και εγώ το είχα. Αυτό λοιπόν, μου έδωσε το κουράγιο ώστε να μπορέσω να αντεπεξέλθω σε αυτές τις φοβερές καταστάσεις που μου συνέβησαν αργότερα.
-Σε νοσοκομείο βρισκόταν η μητέρας σας ή στο σπίτι σας;
-Και σε νοσοκομείο και στο σπίτι. Πέρασα επτά μήνες στο νοσοκομείο, είχε εμφανιστεί καρκίνος στο χέρι της, ένας όγκος που εμφανίστηκε κάποια στιγμή σαν καρούμπαλος λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα και ο οποίος, μέσα σε πέντε μήνες, είχε γίνει σαν πεπονάκι. Οι γιατροί της είπαν «η πιο ασφαλής θεραπεία είναι να σου κόψουμε το χέρι» και η μάνα μου -η οποία ήταν 70 χρόνων τότε- απάντησε «εγώ δεν διανοούμαι τη ζωή μου χωρίς το χέρι μου». Ευτυχώς, βρέθηκε ένας εξαιρετικός γιατρός ο οποίος της έκανε μία εγχείρηση για 11 ώρες και της έσωσε τελικά το χέρι.
-Ήρθατε πιο κοντά με τη μητέρα σας μετά από όλο αυτό που της συνέβη; Ύστερα από αυτή τη μεγάλη περιπέτεια της υγείας της;
-Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου, όσο κι αν ταλαιπωρήθηκε, μου έλεγε σε διάφορες φάσεις «ποτέ δεν περίμενα ότι θα μου συμπαρασταθείς τόσο πολύ» και της απαντούσα «μα είσαι καλά;».
-Δηλαδή; Τι εντύπωση της δίνατε πιο πριν;
-Δεν νομίζω ότι με θεωρούσε γαϊδούρι, αλλά όταν αρρωσταίνουν οι γονείς σου, σου δίνεται η ευκαιρία εφόσον αισθάνεσαι ότι τους αγαπάς, να τους το ανταποδώσεις. Αν η μάνα μου πήρε κάποιο δώρο κατά τη διάρκεια της αρρώστιας της ήταν αυτό: Κατάλαβε ότι εγώ, είμαι εκεί. Στο νοσοκομείο είχα ιδρυματοποιηθεί κατά κάποιο τρόπο, γνώρισα γιατρούς, ασθενείς, είδα εικόνες. Όσο παράξενο κι αν σας φανεί, δεν είναι μία εντελώς μαύρη ανάμνηση. Όλο αυτό εγώ δεν το βίωσα σαν να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μου. Και δεν ξέρω πως έγινε αυτό. Την ώρα που πέθανε η μητέρα μου ήμουνα μπροστά, της κρατούσα το χέρι… Ίσως επειδή την αγαπούσα τόσο πολύ και είχαμε έναν πολύ ισχυρό σύνδεσμο μεταξύ μας: Η μαμά μου ήταν πιο σημαντική για μένα από το θάνατο που της συνέβη. Κοιτώντας την έβλεπα τη μαμά μου, όχι το θάνατο. Και αυτή ήταν μία δουλειά που είχε κάνει η ίδια. Το να πιάσεις το χέρι ενός ανθρώπου που πεθαίνει είναι σοκαριστικό, αλλά εμένα μου ήταν πολύ οικείο όλο αυτό, πολύ «δικό μου». Σκεφτείτε ότι την επομένη μέρα που πέθανε, πήγαμε με τους ανθρώπους από το γραφείο κηδειών να πάρουμε κάποιες διατυπώσεις, εκεί που είναι τα μεγάλα ψυγεία. Μου είπαν «είμαστε εντάξει, εμείς τώρα θα πάρουμε τη μητέρα σου να την ετοιμάσουμε», «όχι», τους απάντησα, «θέλω να έρθω μαζί σας να τη δω». Την είδα στο ψυγείο αλλά όχι σε στυλ κλαίγοντας και λέγοντας «να σε αποχαιρετήσω μανούλα». Πήγα για να τη δω ακόμη μία φορά. Ύστερα γεννήθηκε το παιδί μου και μετά πέθανε και το παιδί.
-Κι αυτό το αντέξατε;
-Όχι, αυτό δεν το άντεξα. Εκεί διαλύθηκα. Που να ξερα; Ήμουνα πολύ χαρούμενος που θα γεννιόταν το παιδί μου μετά το θάνατο της μητέρας μου, αλλά δεν ήξερα τι μου μελλόταν.-Από τι πέθανε το παιδί σας;
-Έγινε ένα ατύχημα.
-Στην αφιέρωση του βιβλίου σας γράφετε «στο παιδί που θα επιστρέψει». Γιατί;
-Όταν πέθανε το παιδί μου ήταν τριών μηνών, ένας άνθρωπος που ήρθε στη ζωή, που σου δίνει την εικόνα του, την αφή του, που δεν ξέρω αν με αναγνώριζε- αλλά σίγουρα αναγνώριζε τη μαμά του- και εγώ του είχα μία πολύ μεγάλη αγάπη. Αυτή η αγάπη λοιπόν, πρέπει να διοχετευθεί ξανά. Όταν ξαναδιοχετευθεί αυτή η αγάπη θα είναι σαν να έχει επιστρέψει το παιδάκι, οφείλεις- απέναντι σ αυτό το παιδάκι- αυτή την αγάπη να την ξαναδώσεις. Αυτός είναι ο τρόπος μου να το αντιμετωπίσω, δεν γίνεται αλλιώς.
-Δεν σκεφτήκατε ποτέ αυτούς τους μήνες «εγώ δεν θα κάνω άλλα παιδιά»;
-Όχι βέβαια! Θα σκεφτόμουν ότι εγώ δεν θα κάνω άλλα παιδιά, μόνο αν αισθανόμουν ότι απέτυχα. Εγώ δεν νιώθω ότι απέτυχα. Η ύπαρξη του παιδιού με έκανε πάρα πολύ ευτυχισμένο, μου έκανε και πολύ μεγάλο καλό υπαρξιακά. Με έκανε να βλέπω το ουσιώδες από το μη ουσιώδες. Εγώ παλιά, για παράδειγμα, μπορούσα να διαβάσω μία κακή κριτική για ένα βιβλίο μου και να πάω να δείρω τον κριτικό, η πραγματική ζωή όμως δεν είναι αυτά. Η πραγματική ζωή είναι οι άνθρωποι που αγαπάς- μωρά ή γέροι. Το παιδί είναι το πρόσωπο που σε έχει απόλυτη ανάγκη οπότε, έχοντάς σε απόλυτη ανάγκη, ξυπνάει μέσα σου και ενεργοποιεί μηχανισμούς πάρα πολύ ευγενείς. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει να τεμπελιάζει, να καπνίζει και να πίνει και ήμουνα σε θέση- με αυτό το παιδί, επανειλημμένα- να περνάω τρεις ώρες με το μωρό στην αγκαλιά μου, να πηγαίνω πάνω κάτω μέσα στο σπίτι μέχρι να νανουριστεί. Βγήκε από μέσα μου κάτι πολύ παλιό και βαθιά ριζωμένο, που είναι ό,τι καλύτερο έχω. Εγώ, αυτή την αρχέγονη αγάπη, δεν είμαι διατεθειμένος να τη στερηθώ στη ζωή μου...
-Από πού πήρατε κουράγιο, μετά από το θάνατο του παιδιού σας;
-Από τους φίλους μου. Απεδείχθη ότι οι φίλοι μου είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω. Από τους φίλους μου πήρα κουράγιο. Οι φίλοι μου δεν είναι του χώρου, τους ξέρω από δέκα χρονών. Αυτοί ήταν οι φύλακες άγγελοί μου (συγκινείται). Ήταν συνέχεια εδώ, σε βάρδιες, και ήταν σαφές ότι αυτοί οι άνθρωποι με είχανε πάρει στην πλάτη τους. Οι φίλοι είναι η πιο μεγάλη περιουσία στη ζωή μας και για αυτό μην έχετε καμία αμφιβολία.
-Τότε είχατε και την ευθύνη της μητέρας του παιδιού. Έτσι δεν είναι;
-Και αυτή είχε τη δική μου. Αν μου ερχόταν να αυτοκτονήσω δεν θα μπορούσα να το κάνω, γιατί θα ήταν σαν να παίρνω έναν άνθρωπο στο λαιμό μου. Εκείνη την μαύρη περίοδο δεν μου έδινε τίποτα χαρά παρόλο που, γενικώς, μου δίνουν σχεδόν όλα. Είμαι προσανατολισμένος προς τη χαρά, είμαι ένα ηλιοτρόπιο χαράς, γουστάρω, περνώ καλά, είμαι φτιαγμένος για να περνάω καλά και είμαι φιλικός και προς το χρήστη. Νομίζω ότι οι απολαύσεις είναι πολύ απλές και οφείλουμε αυτό να μην το ξεχνάμε Υπάρχει ένας ευθύς δρόμος προς τη χαρά και δεν χρειάζεται να παίρνουμε μπερδεμένους παράδρομους προς αυτήν.
-Στον έρωτα έχετε πάρει όση χαρά θα θέλατε;
-Πολύ μεγάλη χαρά! Αλλά το έχω διεκδικήσει κιόλας. Γενικότερα, πρέπει να διεκδικείς στη ζωή σου. Δεν έχω κανένα παράπονο. Είμαστε πολύ τυχεροί, σκεφτείτε πόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι- δίπλα μας- αντιμετωπίζουν κάποιο ανίατο πρόβλημα υγείας. Είμαστε αχάριστοι αν δεν τα συνυπολογίζουμε όλα αυτά, πρέπει να έχεις και κάποια συναίσθηση της τύχης σου.
-Από παιδί είχατε αυτή τη συναίσθηση;
-Όταν είσαι στην εφηβεία σου φταίνε όλα, αλλά γενικά την είχα. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος. Εσείς, για παράδειγμα, είστε πάρα πολύ τυχερός.
-Γιατί;
-Γιατί δεν έχετε ξεκινήσει να χάνετε τα μαλλιά σας.
-Έχετε πάει ποτέ στα μπουζούκια;
-Για τουλάχιστον πέντε χρόνια, πήγαινα τρεις φορές την εβδομάδα. Έχω πάει πάρα πολλές φορές στα μπουζούκια, θεωρούσα ότι είναι παραδείσια τα μπουζούκια, ότι στον προσωπικό μου παράδεισο υπάρχουνε μπουζούκια. Το χω σκίσει. Έπαιρνα το «Αθηνόραμα», κοίταζα τις «πίστες» και διαπίστωνα ότι -για τρεις σεζόν- είχα πάει σε όλες. Απορώ τι έβρισκα. Εκεί ερωτεύτηκα και μία λαϊκή τραγουδίστρια, είχαμε μία πολύ θυελλώδη σχέση.-Γνωστή τραγουδίστρια;
-Δεν θα σας πω. Πάνε δέκα χρόνια τώρα. Γενικώς, έχω πολλές αναμνήσεις. Αλλά τις κυνηγούσα, δεν μου έρχονταν εύκολα τα πράγματα. Τα επεδίωκα.
-Βρίσκετε νόημα ακόμη και στις καταχρήσεις που έχετε κάνει στη ζωή σας;
-Πως δεν βρίσκω; Είμαι βέβαιος ότι, αν είχα σιδερένιο συκώτι και σιδερένιους πνεύμονες, θα κάπνιζα και θα έπινα όλη τη μέρα. Μου αρέσει πολύ και το να πίνω και το να καπνίζω, αλλά και το να τρώω. Δεν έχω φτάσει όμως ποτέ σε επίπεδο να χαθώ μέσα σ αυτά, δεν είχα σχέση εξάρτησης. Αν μια μέρα δεν πιω, δεν με πειράζει. Απλώς, την τέταρτη μέρα, θα πω «πάμε μωρέ, να πιούμε ένα κρασί». Τα ναρκωτικά δεν μου αρέσουν καθόλου. Δοκίμασα, αλλά δεν μου αρέσουν, τα βαριέμαι. Δεν είναι κοινωνική διασκέδαση, ενώ με το αλκοόλ λύνονται, για παράδειγμα, οι γλώσσες.
-Υπάρχει κάτι που σας λείπει;
-Αυτή τη στιγμή, το παιδί. Τρελά. Κατά τα άλλα, δεν μου λείπει τίποτ άλλο. Δεν μου λείπουν περισσότερα λεφτά από αυτά τα οποία έχω. Αν εξαιρέσουμε την ιστορία με το παιδί, αυτά τα οποία έχω είναι πολύ περισσότερα από αυτά τα οποία μου λείπουν, κάτι που ισχύει και για τους περισσότερους ανθρώπους- και αυτό είναι θέμα οπτικής γωνίας. Οφείλουμε να είμαστε αισιόδοξοι.
-Νιώθετε ενοχές για το θάνατο του παιδιού σας; Για αυτό που σας συνέβη;
-Δεν νιώθω καμία ενοχή. Όχι.
-Πιστεύετε στο Θεό;
-Όχι. Τυχόν ύπαρξη του Θεού θα δημιουργούσε- σε ζητήματα ερμηνείας του σύμπαντος- μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά τα οποία θα έλυνε. Ο άνθρωπος, το σύμπαν, η πορεία των πραγμάτων, εξηγείται μια χαρά χωρίς την ύπαρξη του Θεού. Άρα, δεν χρειάζεται ο Θεός. Την ιστορία του Χριστού τη γούσταρα πάρα πολύ, ως κάτι το οποίο παραδίδεται από τη θρησκεία. Και πολλά πράγματα από αυτά τα οποία γράφονται στα ιερά βιβλία, μου αρέσουν πάρα πολύ. Όπως και πολλοί ιερείς- εξαιρετικά δείγματα πραότητας και καλοσύνης. Δεν ξέρω όμως, εάν βρισκόμουν προς το τέλος της ζωής μου, αν θα ήθελα να πιστεύω ότι θα πάω κάπου. Βασικά, δεν πιστεύω γιατί είμαι και πολύ θυμωμένος με αυτό που μου συνέβη. Εγώ το θεωρώ πολύ άδικο. Και να υπάρχει ο Θεός, είναι λίγο φαρσέρ. Αυτό που μου έκανε εμένα, ήταν πολύ άσχημη φάρσα.-Το βιβλίο πότε το τελειώσατε;
-Τον Απρίλιο.
-Λειτουργούσε και σαν εργασιοθεραπεία η συγγραφή αυτού του βιβλίου, μετά από τα γεγονότα;
-Εγώ το βιβλίο έπρεπε να το τελειώσω, εγώ τη δουλειά έπρεπε να την κάνω. Το χω αυτό. Μπορεί να είναι κατάλοιπο ή κληρονομιά της κομμουνιστικής μου καταγωγής, δεν ξέρω.
-Τι ωραίο σας συνέβη σήμερα;
-Πριν έρθετε εσείς και μου γεμίστε τη μέρα μου από «χαρά»;
-Ναι. Και με συγχωρείτε.
-Έκανε παιδί ένας από τους πιο αγαπημένους μου φίλους. Σήμερα.
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου, ένθετο "Υστερόγραφο", τον Σεπτέμβριο του 2009.

1.9.09

ΡΟΖΙΤΑ ΣΩΚΟΥ: ΜΙΑ ΖΩΗ ΡΟΖΙΤΑ

Το ψωμί μυρίζει απ την πόρτα. Φρέσκο, αφράτο, ζεστό ψωμί. «Έλα», μου λέει, «πέρασε μέσα. Για σένα το έφτιαξα, νέα συνταγή, χθες μου την έδωσε μία πιτσιρίκα από τη σχολή όπου διδάσκω. Θα τρελαθείς!». «Μα, κυρία Σώκου μου, δεν ήταν ανάγκη», της απαντάω, «μπήκατε σε τέτοιο κόπο για μένα;». «Σώπα καλέ! Τι κόπο; Χαρά μου δίνεις! Να δεις που σε δέκα λεπτά θα γίνουμε φιλαράκια…». Κι έτσι έγινε. Κάθεται απέναντί μου, στην καφέ της πολυθρόνα, κόβει ένα κομμάτι και το βάζει στο πιάτο μου. Με ένα ποτήρι νερό στο πλάι. Και τσάι. «Οι μέρες μου εξαρτώνται από την περίοδο κρίσεως που περνάω. Τον τελευταίο χρόνο περνάω την κρίση μαγειρικής. Ξυπνάω το πρωί και λέω “έχω δύο κολοκύθια, έχω το λάδι που μου έδωσαν οι φίλοι μου οι χωρικοί από την Επίδαυρο, αυγά που μου χάρισε μία άλλη φίλη μου από το κοτέτσι της, τι θα κάνω μ αυτά;”. Θα φτιάξω κολοκυθόπιτα ή θα δημιουργήσω ένα δικό μου φαγητό, κάτι απ το μυαλό μου. Κατά τη διάρκεια απαντάω σε καμιά πενηνταριά τηλέφωνα και ταυτόχρονα δημιουργώ. Εκείνη την ώρα είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη, όλος ο κόσμος είναι δικός μου». Η συνάντησή μας κράτησε περισσότερο από τρεις ώρες. Στο σπίτι της, στο Παγκράτι. Σχεδόν απνευστί, ιστορίες μιας ζωής. Μια ζωή, Ροζίτα. Χωρίς παρεμβολές. «Γεννήθηκα στο κέντρο της Αθήνας, Μητροπόλεως 3. Ο πατέρας μου, ο εκδότης και δημοσιογράφος Σώκος, πέθανε σε ηλικία 44 ετών, έπασχε για χρόνια από λευχαιμία και εγώ ήμουνα η “νοσοκόμα” του. Ήμουν ίδια εκείνος. Μετακομίσαμε στο Ψυχικό διότι τότε πίστευαν ότι η λευχαιμία μοιάζει με τη φυματίωση και πρέπει να βρίσκεσαι στην εξοχή. Πήγα σχολείο στο Αρσάκειο, τη δεύτερη χρονιά που λειτουργούσε. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα μέσα σε μία βιβλιοθήκη, διάβαζα πάρα πολύ, ό,τι βιβλίο έστελναν στον πατέρα μου το διάβαζα, καλά, κακά, κατάλληλα, ακατάλληλα. Όλα. Αυτό μου έδωσε τη μόρφωση που έχω, όχι το σχολείο. Εντωμεταξύ παρακολουθούσα τα πάντα από κινηματογράφο και από θέατρο, ο παππούς μου με περίμενε Σάββατο μεσημέρι Πανεπιστημίου και Κοραή, στο τέρμα των μπλε λεωφορείων του Ψυχικού, και τα βλέπαμε όλα. Έχω δει τα πάντα από θέατρο- ακόμη και τον Βεάκη να παίζει Οιδίποδα, ενώ ακόμη ήμουνα παιδί- τέσσερα θεατρικά έργα την εβδομάδα. Φοίτησα στη σχολή Καλών Τεχνών και στη Δραματική σχολή του Βασίλη Ρώτα, λογοτεχνία μετά στην Οξφόρδη. Είχα σπουδαίους δασκάλους, αυτοί μου άνοιξαν τους ορίζοντές μου. Εγώ ήθελα να γίνω ζωγράφος, αλλά ο Τσαρούχης υπήρξε ειλικρινής μαζί μου. Όταν του το είπε μου απάντησε: “Η διαφορά ανάμεσα στην αληθινή ζωγραφική και στη δική σου είναι σαν το κέντημα χειρός με το κέντημα μηχανής”. Μετά από αυτό το έκοψα μαχαίρι, αφοσιώθηκα στο γράψιμο. Έγραφα πάρα πολύ εύκολα. Από το 1947 άρχισα να ασχολούμαι επαγγελματικά με την κινηματογραφική κριτική και τη δημοσιογραφία, εντελώς τυχαία, όταν έπεσε στα χέρια μου ένα κείμενο γεμάτο λάθη που το πήρα και το διόρθωσα. Με πήρε τηλέφωνο ο Δημήτρης Γιαννουκάκης, ο άνθρωπος που υπέγραφε με 34 ψευδώνυμα, και μου είπε να πάω εργαστώ μαζί του επειδή “έχεις αυτό που δεν έχει κανένας από όσους έχω δει: Ύφος”. Κάπως έτσι ξεκίνησα. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το επάγγελμα, πάρα πολύ! Με ενδιέφερε η τέχνη, όχι η λαϊκή τέχνη, η υψηλή, η αυστηρή, εκείνη που επιζεί ανά τους αιώνες. Ποτέ δεν με συγκινούσαν οι γλυκούλες ασπρόμαυρες ταινίες, τις βρίσκω χαριτωμένες, αλλά αυτές δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη, ποτέ δεν με αφορούσαν στον κινηματογράφο η Βουγιουκλάκη ή η Καρέζη. Μέσα από αυτή τη δουλειά, γνώρισα όλους τους σπουδαίους ανθρώπους που ήθελα να γνωρίσω- θα χρειαστούμε ένα ολόκληρο βιβλίο για να σας αναφέρω περιστατικά από όλους αυτούς».
ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ, Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ, Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ«Εγώ ερωτευόμουνα μόνο όταν θαύμαζα. Η πιο ερωτογενής ζώνη στη γυναίκα είναι ο θαυμασμός. Ο πρώτος μου έρωτας, την περίοδο της κατοχής, υπήρξε ο Ιάννης Ξενάκης ο οποίος, στη συνέχεια, επειδή τον κυνηγούσαν, έφυγε για το Παρίσι αλλά δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ποτέ δεν μάλωσα με κάποιον άντρα που ερωτεύτηκα, ποτέ δεν έκλαψα για κάποιον άντρα. Όταν έφυγε ο Ιάννης, το αίσθημα μου είχε περάσει».
«Παντρεύτηκα το 1957 σε ηλικία 34 ετών. Εγώ όταν ήμουνα μικρή είχα αποφασίσει ή να παντρευτώ ή να αγιάσω. Τελικά, δεν μου βγήκε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Τον άντρα μου τον γνώρισα στις Κάνες, έκανε την ίδια δουλειά με εμένα, δημοσιογράφος. Αλληλογραφούσαμε για δύο χρόνια, ήρθε στην Αθήνα, έμεινε εδώ για ένα χρόνο και πιστέψαμε ότι ταιριάζαμε. Πήγα μαζί του στη Ρώμη. Χώρισα πολύ γρήγορα, όχι γιατί μάλωσα με τον άντρα μου, αλλά επειδή έπρεπε να κάνω την κυρία και εγώ δεν μπορούσα. Όταν παντρεύτηκα πίστευα ότι ήμουν πανευτυχής, αλλά μόνο διαταγές έδινα: Στη νταντά, στη μαγείρισσα, σε όλους. Κεντούσα από το πρωί μέχρι το βράδυ, και αλίμονο σε όποιον μου έκοβε εκείνη την ώρα το κέντημα. Δεν ήθελα να βάλω καν τα παπούτσια μου και να βγω έξω. Πολλοί φίλοι μου όταν έρχονταν να με δουν, έκλαιγαν φεύγοντας. “Σαν υπνοβάτης ήσουνα”, μου έλεγαν. Ο σύζυγός μου τελείωνε από τη δουλειά του πολύ αργά, το βράδυ, δεν είχα να κάνω τίποτα, δεν είχα τους φίλους μου. Έπιασα δουλειά σε κάποια ιταλικά περιοδικά, ξεκίνησα να γράφω κείμενα, αλλά την άλλη μέρα δεν βρίσκονταν πέντε άνθρωποι να μου κόψουν την καλημέρα. Εκεί είναι το ωραίο της δημοσιογραφίας. Αισθανόμουν σαν να παλεύω με τον τοίχο, δεν ήξερα τις αντιδράσεις όσων έγραφα, αν θα στενοχωριόταν κάποιος ηθοποιός ή εγώ από κάποια άδικη, για παράδειγμα, κριτική. Δεν είχα επαφή με όλους αυτούς, όπως συνέβαινε εδώ στην Ελλάδα. Θυμάμαι όταν είχα πάει να πω στην Ελένη Βλάχου ότι παντρεύομαι, μου είχε πει “ωραία. Παντρεύεσαι και πας στην Ιταλία, ε; Μέχρι να πάρεις διαζύγιο, θα κρατήσω εγώ τη στήλη σου”. Αυτές ήταν οι ευχές της. Και έτσι ακριβώς έγινε. Όταν ήρθα το Καλοκαίρι και τη συνάντησα μου είπε “επειδή λείπουν διάφοροι συντάκτες με άδεια, θέλω να πας στην Επίδαυρο, εκεί που κάνει πρόβες η Μαρία Κάλλας για τη Νόρμα, και κάθε πρωί θα μου τηλεφωνείς και θα μου λες τι έκανε η Μαρία Κάλλας”. Συμφώνησα. Στην Επίδαυρο έμενα σε ένα άδειο καμαράκι, χωρίς παντζούρια, με κατσίκες δίπλα να κοιμούνται στο σανό. Μόλις μπήκα στο θέατρο, είδα τον Τσαρούχη, το φίλο μου, τον άνθρωπο που μου είχε μιλήσει ειλικρινά όταν ήμουν μικρή αποτρέποντάς με να ασχοληθώ με τη ζωγραφική, και τότε- μαγικά- μου πέρασαν όλα. Μου έδωσε ο Τσαρούχης ένα από τα πέπλα του χορού για να ζεσταθώ, μου το έβαλε στους ώμους και αισθάνθηκα καλά. Έφυγαν όλες οι νευρασθένειες. Βρέθηκα στο δικό μου κόσμο, στον κόσμο της τέχνης και του θεάτρου, του Τσαρούχη και του Χατζιδάκι. Αποφάσισα, λοιπόν, να μείνω στην Ελλάδα, γιατί αν γύριζα στην Ιταλία το παιδί μου θα είχε μία τρελή μέσα στο σπίτι. Προσπάθησε να έρθει ο άντρας μου στην Ελλάδα, να συνεργαστεί με την Βλάχου, αλλά όπως εγώ δεν μπορούσα να προσαρμοστώ στην Ιταλία, έτσι και ο άντρας μου δεν μπορούσε να νιώσει καλά στην Ελλάδα».
Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΡΑΝΤΟ«Ο Μάρλον Μπράντο ήταν ο έρωτας της ζωής μου, που μου πέρασε όμως μόλις τον γνώρισα. Τη μέρα που θα ερχόταν με πήγε στο αεροδρόμιο ο Βίκτωρας Μιχαηλίδης της Warner brothers. Όλο το αεροδρόμιο ήταν γεμάτο από θαυμαστές του Μπράντο και δημοσιογράφους. Πλήθος. Εγώ δεν είχα καμία διάθεση να πάω να παλέψω με όλα αυτά, καθόμουν έξω από ένα μικρό σπιτάκι για τους VIPs και περίμενα. Έρχεται μετά από λίγη ώρα το αυτοκίνητο του Μιχαηλίδη, σταματάει μπροστά, και, κυριολεκτικά, με πετάνε μέσα. Στο πίσω κάθισμα ο Μπράντο. Δεκάδες οι άνθρωποι γύρω μας να φωνάζουν ρυθμικά “Μπράντο, Μπράντο”, και εγώ κοίταζα τη θάλασσα γιατί ντρεπόμουνα. Κάποια στιγμή, γυρνάει αυτός το κεφάλι του και μου δίνει το χέρι του “My name is Brando. What’s yours?”. Αυτή ήταν η πρώτη μας κουβέντα με τον Μπράντο. Ανεβήκαμε μετά στο δωμάτιό του και, κάποια στιγμή, έπρεπε να αποχωρήσω για να ανέβουν οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι στο δωμάτιό του να τον δουν. Σηκώνομαι για να φύγω, και εκείνη την ώρα γυρνάει ο Μπράντο στον Μιχαηλίδη και του λέει “The lady stays!”. Από τότε γίναμε φίλοι. Πανέξυπνος άνθρωπος. Θυμάμαι όταν τον ρώτησε την άλλη μέρα ένας συνάδελφός μου “θα θέλατε να παίξετε στην Επίδαυρο;”, ο Μπράντο απάντησε όπως δεν θα απαντούσαν πολλοί “δεν νομίζω ότι έχω την κατάλληλη παιδεία για να κάνω κάτι τέτοιο”».
Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΤΑ ΦΕΣΤΙΒΑΛ«Δεν παρακολουθώ τηλεόραση. Όλοι οι ηθοποιοί στην τηλεόραση παίζουν χάλια. Η τηλεόραση δεν αποτελεί κίνδυνο για ηθοποιούς όπως η Δανδουλάκη ή ο Καζάκος που έχουν φοβερές βάσεις στο θέατρο, οι νέοι όμως μαθαίνουν κάτι φρικτό: Δεν κάνουν πρόβες από τη μία και, από την άλλη, δεν μπορούν να κουμαντάρουν τη φωνή τους λόγω του μικροφώνου, και έτσι καίγονται. Τηλεόραση παρακολουθώ μόνο όταν έχω φάει, καμιά φορά αργά το βράδυ, κάποιο αστυνομικό έργο ή κάποιο θρίλερ που να διαισθάνομαι ότι στο τέλος θα τιμωρηθούν οι κακοί. Όποτε τιμωρούνται οι κακοί, ενθουσιάζομαι. Ποτέ άλλοτε δεν βλέπω τηλεόραση, οι ελληνικές σειρές που υπάρχουν είναι ό,τι γελοιωδέστερο υπάρχει, με ελάχιστες, απειροελάχιστες, εξαιρέσεις. Όλοι παίζουν τόσο υπερβολικά που τα χάνω, δεν ξέρω τι γίνεται, δεν καταλαβαίνω. Κάθε πράγμα έχει τον προορισμό του, ο προορισμός της τηλεόρασης είναι να μας δείχνει τα γεγονότα τη στιγμή που γίνονται. Αυτό το έχουμε ξεχάσει. Εγώ αισθάνομαι πολύ ωραία στο θέατρο. Εκεί. Τους αγαπάω τους ηθοποιούς, με τον κινηματογράφο όμως έχω μπουχτίσει, σκεφτείτε ότι πήγαινα σε έξι φεστιβάλ το χρόνο παρακολουθώντας ταινίες από τις 8 το πρωί. 55 χρόνια να πηγαίνει κάποιος στις Κάνες, δεν είναι και λίγα. Κάθε φορά που γύριζα από ένα φεστιβάλ, άλλαζα γυαλιά, τα μάτια μου μονίμως δάκρυζαν. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, πήγαινα εκεί με δικά μου έξοδα».
Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑ: Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ«Ο άνθρωπος που αγάπησα πιο πολύ στη ζωή μου είναι η κόρη μου, η Ιρένε μου- και τα τελευταία χρόνια τα εγγόνια μου. Εγώ πίστευα ότι δεν είμαι άξια να αγαπήσω τόσο πολύ έναν άνθρωπο, πριν κάνω την κόρη μου δεν ήθελα παιδί, τυχαία ήρθε. Απ την ώρα που μου είπε ο Ιταλός γιατρός “σπρώξτε λίγο”, γύρισε μέσα μου μία στρόφιγγα, κάτι σαν ρουμπινέτο και μου είπε “αυτό το πλάσμα πρέπει να ζήσει γιατί γεννηθήκαμε μόνο και μόνο για να διαιωνίζουμε το είδος”. Άνθρωπος που δεν γέννησε, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να έχεις ένα παιδί. Εγώ, προτού γεννήσω την κόρη μου, ήμουνα ένα στεγνό, ένα ελεεινό πράγμα που λεγόταν “διανοούμενη”. Τι να την κάνεις μία μάνα διανοούμενη; Έμαθα να μαγειρεύω, να είμαι τακτική, να είμαι νοικοκυρά, να εφευρίσκω καινούργια φαγητά. Με τα χρόνια αισθάνομαι ότι το μητρικό μου ένστικτο έχει εξαπλωθεί παντού. Τα παιδιά που διδάσκω στη σχολή της Έλντας Πανοπούλου, έρχονται στο σπίτι μου τις Κυριακές και τρώμε όλοι μαζί. Υπέροχα παιδιά! Είμαι σαν τη μάνα τους, έρχονται στην αγκαλιά μου και μου λένε “μου επιτρέπεται να σας φιλήσω;”»
ΟΙ ΦΙΛΙΕΣ, Η ΤΕΧΝΗ, Η ΧΑΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ«Ποτέ μου δεν πέρασα μελαγχολίες. Η μελαγχολία είναι η πολυτέλεια των πτωχών ψυχών. Στενοχώριες έχω όταν χάνονται οι δικοί μου άνθρωποι. Όταν πέθανε ο Νουρέγιεφ για ενάμιση χρόνο ήμουνα άρρωστη, έπαιρνα ό,τι φάρμακο μου έδιναν για να γίνω καλά. Η υγεία μου εξαρτάται από τέτοια, σοβαρά γεγονότα, όχι από μικροπροβλήματα. Λόγω ηλικίας έχω χάσει πάρα πολύ κόσμο, υπήρξε χρονιά που έχασα οκτώ αγαπημένους φίλους- ο Τσαρούχης μεταξύ αυτών-, αισθανόμουνα κάθε φορά σαν να μου ξεριζώνανε το χέρι. Όταν τα πράγματα γίνονται λογικά, όμορφα και ωραία, εγώ ενθουσιάζομαι. Απ την άλλη, όταν οι άνθρωποι σε προδίδουν, εσύ φταις γι αυτό, εσύ φταις για όλα, κανένας άλλος. Εσύ διάλεξες τον συγκεκριμένο άνθρωπο, έπρεπε να το είχες δει, έπρεπε να το είχες προβλέψει. Για μένα ποτέ δεν φταίνε οι άλλοι, αυτή είναι η στάση μου απέναντι στη ζωή. Λένε κάποιοι “εγώ έχω λίγους φίλους και εκλεκτούς”. Εγώ έχω πάρα πολλούς φίλους και είναι όλοι εκλεκτοί, γιατί δέχομαι τον άλλον όπως είναι, δεν θέλω να τον αλλάξω. Είναι ωραίο να είμαστε αλλιώτικοι μεταξύ μας».
«Δεν είχα ποτέ ταλέντο, είχα πάρα πολλές ευκολίες. Η ευκολία όμως είναι η μεγαλύτερη παγίδα. Σαν το λαγό που ήταν σίγουρος για τη γρηγοράδα του και τον ξεπέρασε εντέλει η χελώνα. Η μεγάλη τέχνη όμως, θέλει και μεγάλη δυσκολία. Εγώ εκτιμώ πάρα πολύ τους ανθρώπους που έχουν ταλέντο. Τα ταλεντάκια που εμφανίζονται σε ένα ρολάκι ή έχουν μία φωνίτσα, δεν με αφορούν καθόλου. Είναι σπάνιο το ταλέντο που φτάνει στη μεγαλοφυΐα. Στην Ελλάδα δεν είχαμε έναν Μότσαρτ ή ένα παιδί που πούλησε το σαλόνι του έκανε μία ταινία 12 λεπτών, υπέγραψε Λούι Μπουνιουέλ και την άλλη μέρα άλλαξε η τέχνη σε όλη την υφήλιο. Η Ελλάδα είχε ποίηση, είχε θέατρο, αλλά στον κινηματογράφο δεν φτάσαμε ποτέ σε υψηλά επίπεδα. Τα βραβεία στα φεστιβάλ είναι σαχλαμάρες, όλοι ξέρουμε τι συμφωνίες κρύβονται σ αυτά».
«Η τέχνη παραμένει το σημαντικότερο αγαθό σήμερα στη ζωή μου. Πολλοί άνθρωποι σήμερα κάθονται, μιλάνε και αναλύουν τα χρήματα που παίρνουν, τη σύνταξή τους, όλα αυτά. Εγώ σας πληροφορώ, όχι μόνο δεν έβγαλα λεφτά από αυτή τη δουλειά, αλλά είμαι μονίμως απένταρη. Ζω από τη σύνταξη που παίρνω κάθε μήνα- και μόνον. Τώρα, στην τράπεζα, μου έχουν απομείνει δέκα ευρώ, τα οποία δεν έκανα ανάληψη επειδή είναι πολύ μικρό το ποσό για να μου τα δώσει η κάρτα».
«Από δω και πέρα επιθυμώ να ζήσω αρκετά ώστε να βοηθήσω την κόρη μου στο μεγάλωμα των παιδιών της. Δεν τον σκέφτομαι το θάνατο, έχω πολλή δουλειά για να σκεφτώ κάτι τέτοιο, τώρα ετοιμάζω το νέο μου βιβλίο. Εγώ δεν μπορώ να συγχωρέσω τους ανθρώπους που πάσχουν από μοναξιά, γιατί τη μοναξιά τους την αγόρασαν. Βλέπω μερικές γυναίκες που χάνουν τον άντρα τους και τρελαίνονται, πεθαίνει και η δική τους η ζωή γιατί είχαν μάθει να ζουν μόνο με έναν άνθρωπο. Αυτές, δεν υπήρχαν. Όλες οι γυναίκες που εξαρτώνται μονίμως από έναν άντρα για να βγουν έξω, είναι δυστυχισμένα πλάσματα. Οι πιο ευτυχισμένοι γάμοι είχαν τραγικό τέλος, αυτό συνέβη με τον παππού και τη γιαγιά μου που κλέφτηκαν, αγαπήθηκαν, αλλά στο τέλος πέθαναν δυστυχισμένα, αυτό συμβαίνει με φίλες μου που μια ζωή εξαρτώνταν από έναν άντρα και σήμερα τρέχουν από δω κι από κει, δεν ξέρουν τι να κάνουν με τη ζωή τους. Σήμερα πάρα πολύς κόσμος με τραβάει από δω, με τραβάει από κει, όλοι θέλουν κάτι- συνήθως κουβέντα, παρηγοριά, συνεννόηση. Τους αγαπάω όλους. Μα, όλους!».
Δημοσίευση στον "Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής", ένθετο ET Weekly, τον Ιούλιο του 2008.