5.9.09

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΛΩΡΙΝΙΩΤΗΣ: ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΦΙΡΜΑ; ΠΕΙΡΑΖΕΙ; (HAPPY TIME).

Θα μπορούσε να βρίσκεται κάθε βδομάδα σε τηλεοπτικά πάνελ και «παράθυρα». Αλλά, δεν θέλει. Μετά από ένα χρόνο αποχής από συνεντεύξεις, τηλεοπτικά ρεπορτάζ και φωτογραφήσεις, ο βασιλιάς των στρας, επέστρεψε. Καλύτερος από ποτέ. Στρας, λαμέ, πολύχρωμα σχέδια κεντημένα με λεπτομέρεια στο ρούχο που λαμπιρίζει απ τις πέτρες μέσα από την ντουλάπα του υπνοδωματίου του, συνδυασμός παπουτσιών, παντελονιών και γραβάτας στο ίδιο ακριβώς χρώμα. Ίδιο σχέδιο. Φυσικά, με ειδική παραγγελία. Κανένα παρόμοιό του δεν κυκλοφορεί στην αγορά. Αυτή τη φορά, στις φετινές του εμφανίσεις, δυσκολεύτηκε πολύ ο «κύριος Γιάννης» (έτσι τον λέω πάντα) στις επιλογές των ρούχων του, το Λονδίνο δεν ήταν «η λύση» όπως συνέβαινε συνήθως, μάλλον απογοήτεύτηκε, «άλλαξαν και αυτοί», μου λέει «μα να μην υπάρχει τίποτα το εξτρίμ να αγοράσω;», τα ξεκρεμάει και τα βάζει επάνω στο κρεββάτι να διαλέξω τα καλύτερα για τη φωτογράφηση. Ακριβώς μπροστά από τις φωτογραφίες των τριών παιδιών του (του 30χρονου Σάββα, της 27χρονης Αννούλας και του 22χρονου Νικολάκη), της εγγονής του και ενός ασπρόμαυρου πορτρέτου με ειδική αφιέρωση από κάποιον θαυμαστή του. Δεν έχω ιδέα, όμως, δεν ξέρω του λέω από styling. Θα αποφασίσει ο ίδιος. «Το κοκκινάκι μου πάει τρέλα! Κόκκινο παντελόνι, κόκκινη γραβάτα, κόκκινο παπούτσι, όπως ακριβώς στην πίστα». Τελικά, το μετανιώνει. Κάτι λευκό, το πιο απλό του, αυτό θα ήταν καλύτερη λύση, «για να συνδυάζομαι με τα κορίτσια», να κάνουμε ότι θέλουμε λέει στη φωτογραφηση, «να γκρεμίσουμε το σπίτι», να βγει τέλειο, ένα χρόνο έχει να δώσει συνέντευξη, θέλει να κάνει καλή εντύπωση. Η Αννούλα, την ώρα που «κοκαλώνει» τα ξανθά της μαλλιά με τζελ στη βεράντα, μου λέει πόσο αυστηρός πατέρας ήταν. «Δεν με άφηνε ποτέ να βγω μόνη μου απ το σπίτι, ούτε καν να πάω στη φίλη μου. Όταν ήμουνα μικρή και με πήγαινε στο δημοτικό, με έντυνε σαν μπομπονιέρα. Με φώναζαν τα άλλα παιδάκια “μπομπονιέρα”. Όποτε πήγαινε για εμφανίσεις στην Αμερική, μου έφερνε βαλίτσες με ρούχα, φούξια φουστάνι με φρου φρου, ίδιο βρακί, ίδια κάλτσα, καπέλο, τσαντάκι. Ντρεπόμουνα λίγο να τα βάζω αυτά, αλλά μ άρεσε κιόλας που ξεχώριζα. Και τώρα, το δικό μου παιδί, μέσα στην πούλια είναι και μέσα στο στράς. Το χει!». Στους δρόμους της Πειραϊκής, στο στενό της Ιωάννου Μάνου που βγαίνει προς τη θάλασσα, ξεκινά ένα ιδιόρρυθμο party- απόγευμα Σαββάτου με καύσωνα. Ο κύριος Γιάννης μπροστά, πίσω η Αννούλα με το μωρό, τη δίχρονη Αντζελίνα, και το Γωγουλίνι δίπλα. Αυτός ντυμένος γαμπρός με τα ολόλευκά του, αυτές σαν νύφες, σαν πολύ sexy νύφες που μάλλον δεν θα μπορούσαν να μπουν ποτέ «κανονικά» σε εκκλησία. Κόσμος τους σταματάει, αυτοκίνητα που κορνάρουν, άλλοι παρακαλάνε για φωτογραφία και αυτόγραφο, παιδάκια που χτυπάνε παλαμάκια, μισή ώρα για να κάνουμε μία απόσταση 500 μέτρων. Είναι ο star του Πειραιά. Χωρίς αμφιβολία. Το ίδιο και στη φωτογράφηση. Με κοινό. Με «έκτακτους» βοηθούς, κάποιον Πάρι και κάποιον Γιώργο για παράδειγμα- άγνωστά μας παιδιά- που ήθελαν απλά να κρατάνε τα ρούχα μέχρι να τελειώσουν οι λήψεις, να μας βοηθήσουν, «να ναι τέλειο». Κλικ, άλλη πόζα, ξανά κλικ, η Αντζελίνα (με γονίδια star) δεν έκλαψε ούτε μια στιγμή, όλο χαμόγελα και αγκαλίτσες στον «παππούλη» της, κι άλλο κλικ, υπάκουες φωτογραφικές στάσεις επάνω στα βράχια με τα δωδεκάποντά τους τακούνια να τα κρατάνε στα χέρια. Θεικό, κύριε Γιάννη. Συμφωνεί και γελάει. «Θα ρθεις το βράδυ να μας δεις στο μαγαζί; Δύο η ώρα βγαίνω. Μην μου το χαλάσεις…». Φυσικά! Μα τι λέτε; Φυσικά και θα είμαι εκεί!
Δύο και δέκα. Στο «Elysse» της Αγίας Παρασκευής στριμωγμένοι fans, περίεργοι που ήρθαν «για την εμπειρία», νέοι άνθρωποι ντυμένοι με τζινς και καθημερινά απλά μπλουζάκια, μεσήλικες με σκουρόχρωμα σακάκια και γραβάτες, όλοι μαζί ανακατεμένοι, κάτι μυσταγωγικό και παράξενο. Προηγήθηκαν οι εμφανίσεις της Αννούλας και της Γωγώς με το σουξέ τους «είμαστε ξανθιές, είμαστε θεές», μαζί με επιτυχίες της Έφης Σαρρή, της Άλκηστις Πρωτοψάλτη και της Ρίτας Σακελλαρίου (όλα σουρελιστικά συνδυασμένα), αποθέωση από το κοινό, όλο «ξανά και ξανά» από το βάθος του μπαρ, υποκλίσεις και χαμόγελα. Η είσοδος του κυρίου Γιάννη είναι απλή: Χρυσό παπούτσι, ασημένιο παντελόνι, λευκό πουκάμισο, στρασάκια διάσπαρτα σε όλο το ρούχο, σακάκι ασημένιο. Ευτυχώς, ισορροπεί στη δεύτερη: Κατακόκκινος. Από πάνω μέχρι κάτω. Και με μαύρο γιλέκο «για να το σπάει». «Πειράζει που είμαι μεγάλη φίρμα; Πειράζει;», «Τάκα τάκα να του παίζω παλαμάκια, να τ αγκαλιάζω να του κάνω μάκια μάκια», «μεγάλε είσαι ο πρώτος μεγάλε, μετά από σένα το χάος, μετά απ το χάος εσύ». Χορευτικές φιγούρες με επιτόπιες στροφές, χειραψίες στα τραπέζια, χειροκροτήματα, ξανά χειραψίες, πόζες για φωτογραφίες με το κοινό, το κοινό του, σουξέ δικά του που τραγουδάει μαζί του όλο το μαγαζί. Ζαλισμένος μετά από τρεις ώρες, ύστερα από συνεχή ουίσκι ξανά και ξανά, η Μεσογείων θολή μπροστά μου με αυτοκίνητα που χόρευαν «ας πέθαινες να γλίτωνα»- 5 η ώρα το πρωί. Και τώρα; Τώρα πως θα κάνουμε συνέντευξη μετά το χθεσινό hangover κύριε Γιάννη μου, του λέω την επόμενη μέρα. «Ξεκίνα εσύ, και θα τα βρούμε στο δρόμο».
-Είστε ευτυχισμένος;
-Πολύ! Πέρασα πολύ δύσκολα, αλλά θα ήμουν αχάριστος αν σου έλεγα ότι δεν είμαι ευχαριστημένος. Πέρασα καλά, μου δόθηκαν απλόχερα πάρα πολλά πράγματα: Δόξα, επιτυχίες, λεφτά, έρωτες. Δεν μου λείπει τίποτα. Τη χαρά τη μεγάλη μου τη δίνουν τα παιδιά μου. Τώρα είναι η περίοδος που μου εκμυστηρεύονται για τους έρωτές τους, πως θα αγαπήσουν και πως θα αγαπηθούν. Καταλαβαίνεις. Εγώ αυτά τα έχω ξεχάσει.-Έχετε ξεχάσει τον έρωτα;
-Κουράστηκα! Αγαπήθηκα τόσο πολύ στη ζωή μου που αισθάνομαι ότι χόρτασα από αγάπη. Αγαπήθηκα πολύ από τις σχέσεις μου, πάντα έκανα ό,τι ήθελα. Έκανα τέσσερεις μακροχρονιες σχέσεις, εμένα δεν μου αρέσουν οι περιστασιακές, οι σχέσεις της μιας βραδιάς, εγώ είμαι άνθρωπος που δένομαι. Δεν θέλω να αναλώνομαι δεξιά και αριστερά, θέλω συντροφιά. Θέλω να νιώθω ότι κάποιος μ αγαπάει και να στηρίζομαι πάνω του. Μάλλον είμαι ανασφαλής στην προσωπική μου ζωή. Ακριβώς το αντίθετο από ότι είμαι στην πίστα. Στα προσωπικά μου είμαι πάρα πολύ ανασφαλής.
-Και τώρα είστε μόνος σας.
-Το συνήθισα. Άρχισε να μου αρέσει. Τώρα δεν θέλω σχέση. Έχω μάθει να είμαι ελεύθερος. Μια ζωή ήμουνα κλεισμένος στα ορφανοτροφεία, στα 16 μου βγήκα και αμέσως αρραβωνιάστηκα, μετά από λίγο καιρό χώρισα και αμέσως έκανα μία σχέση που κράτησε 8 χρόνια και στο τέλος παντρεύτηκα τη γυναίκα μου σε ένα γάμο που κράτησε 30 χρόνια, μέχρι που χωρίσαμε. Ποτέ δεν υπήρξα μόνος. Τώρα λέω στον εαυτό μου «τι βλακείες έκανα; Καλύτερα να μην έκανα ποτέ μου σχέση».-Οι πληγές του ορφανοτροφείου σας έκαναν μάλλον να αναζητάτε τόσο πολύ τη συντροφιά.
-Μάλλον. Το ορφανοτροφείο ήταν μια φυλακή, προσπαθούσα μέσα εκεί να προσαρμοστώ. Στενοχωριόμουνα. Άλλαξα τρία ορφανοτροφεία. Μου έλειπαν πάρα πολύ οι γονείς μου. Κάθε Σάββατο είχε επισκεπτήριο και κοιτούσα στις μεγάλες πόρτες μήπως φανεί η μάνα μου ή η γιαγιά μου. Όταν δεν έρχονταν, έσκυβα το κεφάλι και έκλαιγα.
-Ήταν δύσκολη η περίοδος μετά το χωρισμό σας; Είναι πολλά 30 χρόνια γάμου. Μεγάλη απόφαση.
-Για μένα ο χωρισμός μου ήταν ό,τι καλύτερο. Δεν ήταν καθόλου δύσκολη απόφαση. Απλώς με πείραξε που μου είχαν τύχει όλα μαζί. Παντρεύτηκε ο μεγάλος μου γιος, μετά η Αννούλα μου, ύστερα φεύγει η σύζυγος απ το σπίτι και αμέσως μετά φεύγει και ο Νικολάκης για να πάει να μείνει κάπου μόνος του. Ξαφνικά βρέθηκα μέσα σε ένα σπίτι 250 τετραγωνικών μόνος μου. Έφερα να κάνω εξορκισμούς, αγιασμούς, έτρεχα σε μέντιουμ, δεν καταλαβαινα τι γινόταν, δεν μου φαινόταν φυσιολογικό όλο αυτό. Μου έλεγαν ότι είναι μάγια, αλλά μετά στράφηκα στο Θεό, στην εκκλησία. Ξέρεις, είχα στενοχωρηθεί πάρα πολύ, τότε μου έφυγαν όλοι. Εκεί που έλεγα «τώρα παντρεύτηκαν τα παιδιά, θα μείνω με τη σύζυγο, θα βγαίνουμε και θα κάνουμε ταξίδια», έτυχε καπάκι όλο αυτό με το χωρισμό. Καλά έκανε, όμως. Συμβαίνει. Τώρα δεν κρατάμε καν επαφή, αλλά δεν μου λείπει. Καλύτερα. Απελευθερώθηκα.
-Τι εννοείτε;
-Όχι ότι με καταπίεζε η γυναίκα, αλλά τώρα αισθάνομαι πιο ελεύθερος. Άλλωστε της είχα εξηγήσει όταν παντρευτήκαμε ότι δεν θέλω ποτέ να μπερδευτεί στη δουλειά μου, ούτε να με ρωτάει γιατί άργησα, ούτε που ήμουνα. Η αλήθεια είναι ότι το τήρησε, ποτέ δεν μου έκανε παρατηρήσεις. Καμιά φορά μόνο μου γύριζε την πλάτη όταν κοιμόμασταν, αλλά έλεγα «καλύτερα, να κοιμηθώ ήρεμα». Δεν με καταπίεσε ποτέ, απλώς εγώ, επειδή ήθελα να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου, καταπίεζα εμένα. Τώρα δεν δίνω λογαρισμό σε κανέναν! Ακόμη και τα παιδιά μου καμιά φορά με ρωτάνε «που ήσουνα; τι έκανες;», αλλά τους εξηγώ ότι όπως εγώ δεν μπερδεύομαι στην προσωπική τους ζωή, έτσι κι αυτά δεν θέλω να ανακατεύονται στη δική μου. Η μόνη που ξέρει τα πάντα για μένα, είναι η Αννούλα.
-Έχετε πολλούς fans gays. Ποια είναι η γνώμη σας για τους γάμους ομοφυλοφίλων που έγιναν στην Τήλο;
-Όταν αγαπάς κάποιον- είτε άντρας είναι, είτε γυναίκα- αισθάνεσαι ασφαλής μαζί του και σε γεμίζει, εγώ δεν το παρεξηγώ. Αν αισθάνονται ωραία να παντρεύονται, ας το κάνουν. Ο κάθε άνθρωπος έχει διακαίωμα στην ευτυχία, να αγαπήσει και να αγαπηθεί, άσχετα αν είναι αρσενικού ή θηλυκού γένους. Έχω πολλούς φίλους ομοφυλόφιλους που είχαν σχέσεις και ήταν πιο αγαπημένοι από πολλούς ετερόφυλους. Άλλωστε, όταν με κάλεσαν, πήγα και σε gay clubs και τραγούδησα. Με αποθέωσαν! Με ρωτούσαν τα παιδιά με αγωνία «μπορείτε; Σίγουρα;», «πως δεν μπορώ;» τους απαντούσα, «Γουστάρω!». Εμένα με βοήθησαν πάρα πολύ οι gays και οι τραβεστί, μάλλον επειδή είχα αυτό το ξεχωριστό στυλ, τη βρίσκανε με τα τσιφτετέλια μου και με τα φραπαλατζίδικα τραγούδια μου. Έβλεπες ένα μαγαζί γεμάτο τραβεστί και ομοφυλόφιλους, ερχόταν ο κόσμος όχι για μένα, γι αυτούς, για να τους δουν να χορεύουν. Σε δύσκολες στιγμές μου με στήριξαν πολλά από αυτά τα παιδιά.
-Γιατί πιστεύετε ότι έχετε αυτή την επιτυχία;
-Γιατί είμαι αυθεντικός! Όπου πάω έρχονται νέα παιδιά για να με δουν. Τα στέλνουν οι γονείς τους οι οποίοι ήταν δικοί μου fans.
-Αισθάνεστε star;
-Μόνο στην πίστα. Όταν περπατάω στο δρόμο, κυκλοφορώ με σκυμμένο το κεφάλι, ντρέπομαι. Έτσι είμαι από τη φύση μου, ιδιαίτερα από τότε που έγινα γνωστός, ντρεπόμουν ακόμα πιο πολύ. Είμαι πολύ μαζεμένος.-Κλαίτε καμιά φορά;
-Μόνο όταν βλέπω κοινωνικές ταινίες και το «πάμε πακέτο». Μπορεί επειδή τα θέματα της συγκεριμένης εκπομπής έχουν σχέση με δεσμούς και οικογένειες. Για τον εαυτό μου δεν κλαίω ποτέ, κλαίω μόνο όταν ακούω τα προβλήματα των άλλων.
-Έχετε βγάλει λεφτά από αυτή τη δουλειά;
-Έχω βγάλει αρκετά, αλλά μου έχουν φάει κιόλας. Κάτι σε δανεικά, κάτι σε απατεώνες που δήθεν πουλούσαν σπίτια και μου έτρωγαν χρήματα, τα λεφτά έφευγαν. Δεν έχω όμως παράπονο. Ξεκίνησα από το μηδέν, έκανα μία σεβαστή περιουσία και τα παιδιά μου τα έχω τακτοποιήσει όλα. Τώρα τους κτίζω ένα εξοχικό στη Λούτσα. Μετά θέλω να ξεκουραστώ.
-Φροντίζετε τον εαυτό σας;
-Βέβαια. Κάνω Botox, θέλω να είμαι φρέσκος στη δουλειά μου. Συνήθως προτού ξεκινήσω κάπου τις εμφανίσεις μου, κάνω και ένα καλό Botox. Όσο μεγαλώνεις, πρέπει τουλάχιστον να μοιάζεις με τον παλιό σου εαυτό, να μην τον παραμελείς. Άλλωστε, από μικρό παιδί, πρόσεχα τη διατροφή μου, έκανα τη γυμναστική μου, ντυνόμουνα φανταχτερά. Ήμουνα φτωχός, αλλά το λαμεδάκι μου το είχα, δεν γινόταν αν δεν είχε το σακάκι ή το πουκάμισό μου κάτι να λαμπιρίζει, κάτι να αστράφτει. Κατά καιρούς άλλαξα, δεν φορούσα πάντα λαμέ, αλλά πάντοτε επέστρεφα σ αυτά, ο κόσμος δεν με αποδεχόταν χωρίς αυτά τα ρούχα. Μπορεί να είμαι 61 ετών, αλλά εγώ αισθάνομαι παιδάκι, με τους εικοσάχρονους μιλάμε σαν να είμαστε συνομήλικοι. Κάποιοι νομίζουν ότι κάνω μόνο show, εγώ όμως τους λέω ότι είμαι καθαρά λαϊκός τραγουδιστής, ο πρώτος μου δίσκος ήταν με ρεμπέτικα τραγούδια.
-Η εικόνα σας όμως δεν συμβαδίζει με την εικόνα ενός λαϊκού τραγουδιστή, όπως την έχουμε στο μυαλό μας.
-Είναι το στυλ μου. Τότε που βγήκα εγώ υπήρχαν χιλιάδες λαϊκοί τραγουδιστές, αν έβγαινα κι εγώ σαν αυτούς δεν θα ξεχώριζα. Επιβλήθηκα επειδή ήμουνα κάτι διαφορετικό.
-Πειράζει που είστε μεγάλη φίρμα, κύριε Φλωρινιώτη; Πειράζει;
-(γελάει) Όχι μωρέ. Τι να πειράζει; Εγώ, μεγάλη φίρμα, δεν αισθάνθηκα ποτέ. Ούτε όταν έκαναν ουρά οι δημοσιογράφοι έξω από το καμαρίνι μου για να μου πάρουν συνέντευξη. Έλεγα απλά «τι γίνεται εδώ; Γιατί ασχολούνται μαζί μου;». Σκέψου ότι την εκπομπή του Χατζιδάκι δεν την είχα ακούσει ποτέ. Δούλευα μέχρι αργά το προηγούμενο βράδυ, με πήρε ο ύπνος και δεν την άκουσα όταν μεταδόθηκε. Μόλις πρόσφτα μου την έφερε ένα παιδί, θαυμαστής μου, που την είχε βρει από κάποιο αρχείο της ΕΡΤ. Μου την είχε φέρει και ο Χατζιδάκις αργότερα σε μία κασέτα, αλλά δεν είχα προλάβει ποτέ να την ακούσω. Μετά κάπου την έβαλα και την έχασα.
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Ιούνιο του 2008.