1.9.09

ΡΟΖΙΤΑ ΣΩΚΟΥ: ΜΙΑ ΖΩΗ ΡΟΖΙΤΑ

Το ψωμί μυρίζει απ την πόρτα. Φρέσκο, αφράτο, ζεστό ψωμί. «Έλα», μου λέει, «πέρασε μέσα. Για σένα το έφτιαξα, νέα συνταγή, χθες μου την έδωσε μία πιτσιρίκα από τη σχολή όπου διδάσκω. Θα τρελαθείς!». «Μα, κυρία Σώκου μου, δεν ήταν ανάγκη», της απαντάω, «μπήκατε σε τέτοιο κόπο για μένα;». «Σώπα καλέ! Τι κόπο; Χαρά μου δίνεις! Να δεις που σε δέκα λεπτά θα γίνουμε φιλαράκια…». Κι έτσι έγινε. Κάθεται απέναντί μου, στην καφέ της πολυθρόνα, κόβει ένα κομμάτι και το βάζει στο πιάτο μου. Με ένα ποτήρι νερό στο πλάι. Και τσάι. «Οι μέρες μου εξαρτώνται από την περίοδο κρίσεως που περνάω. Τον τελευταίο χρόνο περνάω την κρίση μαγειρικής. Ξυπνάω το πρωί και λέω “έχω δύο κολοκύθια, έχω το λάδι που μου έδωσαν οι φίλοι μου οι χωρικοί από την Επίδαυρο, αυγά που μου χάρισε μία άλλη φίλη μου από το κοτέτσι της, τι θα κάνω μ αυτά;”. Θα φτιάξω κολοκυθόπιτα ή θα δημιουργήσω ένα δικό μου φαγητό, κάτι απ το μυαλό μου. Κατά τη διάρκεια απαντάω σε καμιά πενηνταριά τηλέφωνα και ταυτόχρονα δημιουργώ. Εκείνη την ώρα είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη, όλος ο κόσμος είναι δικός μου». Η συνάντησή μας κράτησε περισσότερο από τρεις ώρες. Στο σπίτι της, στο Παγκράτι. Σχεδόν απνευστί, ιστορίες μιας ζωής. Μια ζωή, Ροζίτα. Χωρίς παρεμβολές. «Γεννήθηκα στο κέντρο της Αθήνας, Μητροπόλεως 3. Ο πατέρας μου, ο εκδότης και δημοσιογράφος Σώκος, πέθανε σε ηλικία 44 ετών, έπασχε για χρόνια από λευχαιμία και εγώ ήμουνα η “νοσοκόμα” του. Ήμουν ίδια εκείνος. Μετακομίσαμε στο Ψυχικό διότι τότε πίστευαν ότι η λευχαιμία μοιάζει με τη φυματίωση και πρέπει να βρίσκεσαι στην εξοχή. Πήγα σχολείο στο Αρσάκειο, τη δεύτερη χρονιά που λειτουργούσε. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα μέσα σε μία βιβλιοθήκη, διάβαζα πάρα πολύ, ό,τι βιβλίο έστελναν στον πατέρα μου το διάβαζα, καλά, κακά, κατάλληλα, ακατάλληλα. Όλα. Αυτό μου έδωσε τη μόρφωση που έχω, όχι το σχολείο. Εντωμεταξύ παρακολουθούσα τα πάντα από κινηματογράφο και από θέατρο, ο παππούς μου με περίμενε Σάββατο μεσημέρι Πανεπιστημίου και Κοραή, στο τέρμα των μπλε λεωφορείων του Ψυχικού, και τα βλέπαμε όλα. Έχω δει τα πάντα από θέατρο- ακόμη και τον Βεάκη να παίζει Οιδίποδα, ενώ ακόμη ήμουνα παιδί- τέσσερα θεατρικά έργα την εβδομάδα. Φοίτησα στη σχολή Καλών Τεχνών και στη Δραματική σχολή του Βασίλη Ρώτα, λογοτεχνία μετά στην Οξφόρδη. Είχα σπουδαίους δασκάλους, αυτοί μου άνοιξαν τους ορίζοντές μου. Εγώ ήθελα να γίνω ζωγράφος, αλλά ο Τσαρούχης υπήρξε ειλικρινής μαζί μου. Όταν του το είπε μου απάντησε: “Η διαφορά ανάμεσα στην αληθινή ζωγραφική και στη δική σου είναι σαν το κέντημα χειρός με το κέντημα μηχανής”. Μετά από αυτό το έκοψα μαχαίρι, αφοσιώθηκα στο γράψιμο. Έγραφα πάρα πολύ εύκολα. Από το 1947 άρχισα να ασχολούμαι επαγγελματικά με την κινηματογραφική κριτική και τη δημοσιογραφία, εντελώς τυχαία, όταν έπεσε στα χέρια μου ένα κείμενο γεμάτο λάθη που το πήρα και το διόρθωσα. Με πήρε τηλέφωνο ο Δημήτρης Γιαννουκάκης, ο άνθρωπος που υπέγραφε με 34 ψευδώνυμα, και μου είπε να πάω εργαστώ μαζί του επειδή “έχεις αυτό που δεν έχει κανένας από όσους έχω δει: Ύφος”. Κάπως έτσι ξεκίνησα. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το επάγγελμα, πάρα πολύ! Με ενδιέφερε η τέχνη, όχι η λαϊκή τέχνη, η υψηλή, η αυστηρή, εκείνη που επιζεί ανά τους αιώνες. Ποτέ δεν με συγκινούσαν οι γλυκούλες ασπρόμαυρες ταινίες, τις βρίσκω χαριτωμένες, αλλά αυτές δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη, ποτέ δεν με αφορούσαν στον κινηματογράφο η Βουγιουκλάκη ή η Καρέζη. Μέσα από αυτή τη δουλειά, γνώρισα όλους τους σπουδαίους ανθρώπους που ήθελα να γνωρίσω- θα χρειαστούμε ένα ολόκληρο βιβλίο για να σας αναφέρω περιστατικά από όλους αυτούς».
ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ, Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ, Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ«Εγώ ερωτευόμουνα μόνο όταν θαύμαζα. Η πιο ερωτογενής ζώνη στη γυναίκα είναι ο θαυμασμός. Ο πρώτος μου έρωτας, την περίοδο της κατοχής, υπήρξε ο Ιάννης Ξενάκης ο οποίος, στη συνέχεια, επειδή τον κυνηγούσαν, έφυγε για το Παρίσι αλλά δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ποτέ δεν μάλωσα με κάποιον άντρα που ερωτεύτηκα, ποτέ δεν έκλαψα για κάποιον άντρα. Όταν έφυγε ο Ιάννης, το αίσθημα μου είχε περάσει».
«Παντρεύτηκα το 1957 σε ηλικία 34 ετών. Εγώ όταν ήμουνα μικρή είχα αποφασίσει ή να παντρευτώ ή να αγιάσω. Τελικά, δεν μου βγήκε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Τον άντρα μου τον γνώρισα στις Κάνες, έκανε την ίδια δουλειά με εμένα, δημοσιογράφος. Αλληλογραφούσαμε για δύο χρόνια, ήρθε στην Αθήνα, έμεινε εδώ για ένα χρόνο και πιστέψαμε ότι ταιριάζαμε. Πήγα μαζί του στη Ρώμη. Χώρισα πολύ γρήγορα, όχι γιατί μάλωσα με τον άντρα μου, αλλά επειδή έπρεπε να κάνω την κυρία και εγώ δεν μπορούσα. Όταν παντρεύτηκα πίστευα ότι ήμουν πανευτυχής, αλλά μόνο διαταγές έδινα: Στη νταντά, στη μαγείρισσα, σε όλους. Κεντούσα από το πρωί μέχρι το βράδυ, και αλίμονο σε όποιον μου έκοβε εκείνη την ώρα το κέντημα. Δεν ήθελα να βάλω καν τα παπούτσια μου και να βγω έξω. Πολλοί φίλοι μου όταν έρχονταν να με δουν, έκλαιγαν φεύγοντας. “Σαν υπνοβάτης ήσουνα”, μου έλεγαν. Ο σύζυγός μου τελείωνε από τη δουλειά του πολύ αργά, το βράδυ, δεν είχα να κάνω τίποτα, δεν είχα τους φίλους μου. Έπιασα δουλειά σε κάποια ιταλικά περιοδικά, ξεκίνησα να γράφω κείμενα, αλλά την άλλη μέρα δεν βρίσκονταν πέντε άνθρωποι να μου κόψουν την καλημέρα. Εκεί είναι το ωραίο της δημοσιογραφίας. Αισθανόμουν σαν να παλεύω με τον τοίχο, δεν ήξερα τις αντιδράσεις όσων έγραφα, αν θα στενοχωριόταν κάποιος ηθοποιός ή εγώ από κάποια άδικη, για παράδειγμα, κριτική. Δεν είχα επαφή με όλους αυτούς, όπως συνέβαινε εδώ στην Ελλάδα. Θυμάμαι όταν είχα πάει να πω στην Ελένη Βλάχου ότι παντρεύομαι, μου είχε πει “ωραία. Παντρεύεσαι και πας στην Ιταλία, ε; Μέχρι να πάρεις διαζύγιο, θα κρατήσω εγώ τη στήλη σου”. Αυτές ήταν οι ευχές της. Και έτσι ακριβώς έγινε. Όταν ήρθα το Καλοκαίρι και τη συνάντησα μου είπε “επειδή λείπουν διάφοροι συντάκτες με άδεια, θέλω να πας στην Επίδαυρο, εκεί που κάνει πρόβες η Μαρία Κάλλας για τη Νόρμα, και κάθε πρωί θα μου τηλεφωνείς και θα μου λες τι έκανε η Μαρία Κάλλας”. Συμφώνησα. Στην Επίδαυρο έμενα σε ένα άδειο καμαράκι, χωρίς παντζούρια, με κατσίκες δίπλα να κοιμούνται στο σανό. Μόλις μπήκα στο θέατρο, είδα τον Τσαρούχη, το φίλο μου, τον άνθρωπο που μου είχε μιλήσει ειλικρινά όταν ήμουν μικρή αποτρέποντάς με να ασχοληθώ με τη ζωγραφική, και τότε- μαγικά- μου πέρασαν όλα. Μου έδωσε ο Τσαρούχης ένα από τα πέπλα του χορού για να ζεσταθώ, μου το έβαλε στους ώμους και αισθάνθηκα καλά. Έφυγαν όλες οι νευρασθένειες. Βρέθηκα στο δικό μου κόσμο, στον κόσμο της τέχνης και του θεάτρου, του Τσαρούχη και του Χατζιδάκι. Αποφάσισα, λοιπόν, να μείνω στην Ελλάδα, γιατί αν γύριζα στην Ιταλία το παιδί μου θα είχε μία τρελή μέσα στο σπίτι. Προσπάθησε να έρθει ο άντρας μου στην Ελλάδα, να συνεργαστεί με την Βλάχου, αλλά όπως εγώ δεν μπορούσα να προσαρμοστώ στην Ιταλία, έτσι και ο άντρας μου δεν μπορούσε να νιώσει καλά στην Ελλάδα».
Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΡΑΝΤΟ«Ο Μάρλον Μπράντο ήταν ο έρωτας της ζωής μου, που μου πέρασε όμως μόλις τον γνώρισα. Τη μέρα που θα ερχόταν με πήγε στο αεροδρόμιο ο Βίκτωρας Μιχαηλίδης της Warner brothers. Όλο το αεροδρόμιο ήταν γεμάτο από θαυμαστές του Μπράντο και δημοσιογράφους. Πλήθος. Εγώ δεν είχα καμία διάθεση να πάω να παλέψω με όλα αυτά, καθόμουν έξω από ένα μικρό σπιτάκι για τους VIPs και περίμενα. Έρχεται μετά από λίγη ώρα το αυτοκίνητο του Μιχαηλίδη, σταματάει μπροστά, και, κυριολεκτικά, με πετάνε μέσα. Στο πίσω κάθισμα ο Μπράντο. Δεκάδες οι άνθρωποι γύρω μας να φωνάζουν ρυθμικά “Μπράντο, Μπράντο”, και εγώ κοίταζα τη θάλασσα γιατί ντρεπόμουνα. Κάποια στιγμή, γυρνάει αυτός το κεφάλι του και μου δίνει το χέρι του “My name is Brando. What’s yours?”. Αυτή ήταν η πρώτη μας κουβέντα με τον Μπράντο. Ανεβήκαμε μετά στο δωμάτιό του και, κάποια στιγμή, έπρεπε να αποχωρήσω για να ανέβουν οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι στο δωμάτιό του να τον δουν. Σηκώνομαι για να φύγω, και εκείνη την ώρα γυρνάει ο Μπράντο στον Μιχαηλίδη και του λέει “The lady stays!”. Από τότε γίναμε φίλοι. Πανέξυπνος άνθρωπος. Θυμάμαι όταν τον ρώτησε την άλλη μέρα ένας συνάδελφός μου “θα θέλατε να παίξετε στην Επίδαυρο;”, ο Μπράντο απάντησε όπως δεν θα απαντούσαν πολλοί “δεν νομίζω ότι έχω την κατάλληλη παιδεία για να κάνω κάτι τέτοιο”».
Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΤΑ ΦΕΣΤΙΒΑΛ«Δεν παρακολουθώ τηλεόραση. Όλοι οι ηθοποιοί στην τηλεόραση παίζουν χάλια. Η τηλεόραση δεν αποτελεί κίνδυνο για ηθοποιούς όπως η Δανδουλάκη ή ο Καζάκος που έχουν φοβερές βάσεις στο θέατρο, οι νέοι όμως μαθαίνουν κάτι φρικτό: Δεν κάνουν πρόβες από τη μία και, από την άλλη, δεν μπορούν να κουμαντάρουν τη φωνή τους λόγω του μικροφώνου, και έτσι καίγονται. Τηλεόραση παρακολουθώ μόνο όταν έχω φάει, καμιά φορά αργά το βράδυ, κάποιο αστυνομικό έργο ή κάποιο θρίλερ που να διαισθάνομαι ότι στο τέλος θα τιμωρηθούν οι κακοί. Όποτε τιμωρούνται οι κακοί, ενθουσιάζομαι. Ποτέ άλλοτε δεν βλέπω τηλεόραση, οι ελληνικές σειρές που υπάρχουν είναι ό,τι γελοιωδέστερο υπάρχει, με ελάχιστες, απειροελάχιστες, εξαιρέσεις. Όλοι παίζουν τόσο υπερβολικά που τα χάνω, δεν ξέρω τι γίνεται, δεν καταλαβαίνω. Κάθε πράγμα έχει τον προορισμό του, ο προορισμός της τηλεόρασης είναι να μας δείχνει τα γεγονότα τη στιγμή που γίνονται. Αυτό το έχουμε ξεχάσει. Εγώ αισθάνομαι πολύ ωραία στο θέατρο. Εκεί. Τους αγαπάω τους ηθοποιούς, με τον κινηματογράφο όμως έχω μπουχτίσει, σκεφτείτε ότι πήγαινα σε έξι φεστιβάλ το χρόνο παρακολουθώντας ταινίες από τις 8 το πρωί. 55 χρόνια να πηγαίνει κάποιος στις Κάνες, δεν είναι και λίγα. Κάθε φορά που γύριζα από ένα φεστιβάλ, άλλαζα γυαλιά, τα μάτια μου μονίμως δάκρυζαν. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, πήγαινα εκεί με δικά μου έξοδα».
Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑ: Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ«Ο άνθρωπος που αγάπησα πιο πολύ στη ζωή μου είναι η κόρη μου, η Ιρένε μου- και τα τελευταία χρόνια τα εγγόνια μου. Εγώ πίστευα ότι δεν είμαι άξια να αγαπήσω τόσο πολύ έναν άνθρωπο, πριν κάνω την κόρη μου δεν ήθελα παιδί, τυχαία ήρθε. Απ την ώρα που μου είπε ο Ιταλός γιατρός “σπρώξτε λίγο”, γύρισε μέσα μου μία στρόφιγγα, κάτι σαν ρουμπινέτο και μου είπε “αυτό το πλάσμα πρέπει να ζήσει γιατί γεννηθήκαμε μόνο και μόνο για να διαιωνίζουμε το είδος”. Άνθρωπος που δεν γέννησε, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να έχεις ένα παιδί. Εγώ, προτού γεννήσω την κόρη μου, ήμουνα ένα στεγνό, ένα ελεεινό πράγμα που λεγόταν “διανοούμενη”. Τι να την κάνεις μία μάνα διανοούμενη; Έμαθα να μαγειρεύω, να είμαι τακτική, να είμαι νοικοκυρά, να εφευρίσκω καινούργια φαγητά. Με τα χρόνια αισθάνομαι ότι το μητρικό μου ένστικτο έχει εξαπλωθεί παντού. Τα παιδιά που διδάσκω στη σχολή της Έλντας Πανοπούλου, έρχονται στο σπίτι μου τις Κυριακές και τρώμε όλοι μαζί. Υπέροχα παιδιά! Είμαι σαν τη μάνα τους, έρχονται στην αγκαλιά μου και μου λένε “μου επιτρέπεται να σας φιλήσω;”»
ΟΙ ΦΙΛΙΕΣ, Η ΤΕΧΝΗ, Η ΧΑΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ«Ποτέ μου δεν πέρασα μελαγχολίες. Η μελαγχολία είναι η πολυτέλεια των πτωχών ψυχών. Στενοχώριες έχω όταν χάνονται οι δικοί μου άνθρωποι. Όταν πέθανε ο Νουρέγιεφ για ενάμιση χρόνο ήμουνα άρρωστη, έπαιρνα ό,τι φάρμακο μου έδιναν για να γίνω καλά. Η υγεία μου εξαρτάται από τέτοια, σοβαρά γεγονότα, όχι από μικροπροβλήματα. Λόγω ηλικίας έχω χάσει πάρα πολύ κόσμο, υπήρξε χρονιά που έχασα οκτώ αγαπημένους φίλους- ο Τσαρούχης μεταξύ αυτών-, αισθανόμουνα κάθε φορά σαν να μου ξεριζώνανε το χέρι. Όταν τα πράγματα γίνονται λογικά, όμορφα και ωραία, εγώ ενθουσιάζομαι. Απ την άλλη, όταν οι άνθρωποι σε προδίδουν, εσύ φταις γι αυτό, εσύ φταις για όλα, κανένας άλλος. Εσύ διάλεξες τον συγκεκριμένο άνθρωπο, έπρεπε να το είχες δει, έπρεπε να το είχες προβλέψει. Για μένα ποτέ δεν φταίνε οι άλλοι, αυτή είναι η στάση μου απέναντι στη ζωή. Λένε κάποιοι “εγώ έχω λίγους φίλους και εκλεκτούς”. Εγώ έχω πάρα πολλούς φίλους και είναι όλοι εκλεκτοί, γιατί δέχομαι τον άλλον όπως είναι, δεν θέλω να τον αλλάξω. Είναι ωραίο να είμαστε αλλιώτικοι μεταξύ μας».
«Δεν είχα ποτέ ταλέντο, είχα πάρα πολλές ευκολίες. Η ευκολία όμως είναι η μεγαλύτερη παγίδα. Σαν το λαγό που ήταν σίγουρος για τη γρηγοράδα του και τον ξεπέρασε εντέλει η χελώνα. Η μεγάλη τέχνη όμως, θέλει και μεγάλη δυσκολία. Εγώ εκτιμώ πάρα πολύ τους ανθρώπους που έχουν ταλέντο. Τα ταλεντάκια που εμφανίζονται σε ένα ρολάκι ή έχουν μία φωνίτσα, δεν με αφορούν καθόλου. Είναι σπάνιο το ταλέντο που φτάνει στη μεγαλοφυΐα. Στην Ελλάδα δεν είχαμε έναν Μότσαρτ ή ένα παιδί που πούλησε το σαλόνι του έκανε μία ταινία 12 λεπτών, υπέγραψε Λούι Μπουνιουέλ και την άλλη μέρα άλλαξε η τέχνη σε όλη την υφήλιο. Η Ελλάδα είχε ποίηση, είχε θέατρο, αλλά στον κινηματογράφο δεν φτάσαμε ποτέ σε υψηλά επίπεδα. Τα βραβεία στα φεστιβάλ είναι σαχλαμάρες, όλοι ξέρουμε τι συμφωνίες κρύβονται σ αυτά».
«Η τέχνη παραμένει το σημαντικότερο αγαθό σήμερα στη ζωή μου. Πολλοί άνθρωποι σήμερα κάθονται, μιλάνε και αναλύουν τα χρήματα που παίρνουν, τη σύνταξή τους, όλα αυτά. Εγώ σας πληροφορώ, όχι μόνο δεν έβγαλα λεφτά από αυτή τη δουλειά, αλλά είμαι μονίμως απένταρη. Ζω από τη σύνταξη που παίρνω κάθε μήνα- και μόνον. Τώρα, στην τράπεζα, μου έχουν απομείνει δέκα ευρώ, τα οποία δεν έκανα ανάληψη επειδή είναι πολύ μικρό το ποσό για να μου τα δώσει η κάρτα».
«Από δω και πέρα επιθυμώ να ζήσω αρκετά ώστε να βοηθήσω την κόρη μου στο μεγάλωμα των παιδιών της. Δεν τον σκέφτομαι το θάνατο, έχω πολλή δουλειά για να σκεφτώ κάτι τέτοιο, τώρα ετοιμάζω το νέο μου βιβλίο. Εγώ δεν μπορώ να συγχωρέσω τους ανθρώπους που πάσχουν από μοναξιά, γιατί τη μοναξιά τους την αγόρασαν. Βλέπω μερικές γυναίκες που χάνουν τον άντρα τους και τρελαίνονται, πεθαίνει και η δική τους η ζωή γιατί είχαν μάθει να ζουν μόνο με έναν άνθρωπο. Αυτές, δεν υπήρχαν. Όλες οι γυναίκες που εξαρτώνται μονίμως από έναν άντρα για να βγουν έξω, είναι δυστυχισμένα πλάσματα. Οι πιο ευτυχισμένοι γάμοι είχαν τραγικό τέλος, αυτό συνέβη με τον παππού και τη γιαγιά μου που κλέφτηκαν, αγαπήθηκαν, αλλά στο τέλος πέθαναν δυστυχισμένα, αυτό συμβαίνει με φίλες μου που μια ζωή εξαρτώνταν από έναν άντρα και σήμερα τρέχουν από δω κι από κει, δεν ξέρουν τι να κάνουν με τη ζωή τους. Σήμερα πάρα πολύς κόσμος με τραβάει από δω, με τραβάει από κει, όλοι θέλουν κάτι- συνήθως κουβέντα, παρηγοριά, συνεννόηση. Τους αγαπάω όλους. Μα, όλους!».
Δημοσίευση στον "Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής", ένθετο ET Weekly, τον Ιούλιο του 2008.