5.9.09

ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ: "ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΥΠΗΡΞΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΜΕΤΑ".

Έγραψαν γι αυτόν ότι «η λογοτεχνία του ανήκει στο είδος της “σκοτεινής πόλης”», μία ανεξέλεγκτη πορεία ηρώων προς το άγνωστο. Παράξενο. Γιατί ο ίδιος είναι πολύ φωτεινός. Εκτός και αν προσπαθεί πολύ γι αυτό. Ή να ξέρει πια να το κρύβει πολύ καλά.
Κυριακή μεσημέρι, μετά από επικοινωνία στο σταθερό του τηλέφωνο (ο Θανάσης δεν έχει κινητό τηλέφωνο) με μαύρο παντελόνι και μαύρο φανελάκι, σταμπαρισμένο με κόκκινα γράμματα: West side story. Λίγο ντροπαλός, λίγο κουμπωμένος. Αλλά, υπερβολικά ευγενικός.
-Γιατί δεν έχεις κινητό;
-Μα, έχω κινητό εδώ και ενάμιση χρόνο, δεν είμαι εναντίον του κινητού, όμως δεν το χρησιμοποιώ. Απλώς παλιότερα, δεν είχα. Αγόρασα επειδή, σαν οικογένεια, είχαμε κάποιο πρόβλημα και έπρεπε να το αντιμετωπίσουμε. Δεν μου λείπει αυτός ο τρόπος επικοινωνίας, το γεγονός ότι κάποιος- ανά πάσα στιγμή- θα με βρει στο τηλέφωνο, δεν μου αρέσει. Πως ζούσαμε πριν από τα κινητά;
-Τι κάνεις συνήθως τις Κυριακές;
-Η αλήθεια είναι ότι, η δουλειά που κάνω, δεν ξεχωρίζει τις Κυριακές από τις αργίες. Εγώ, πέρα από συγγραφέας, επειδή δεν μπορώ να επιβιώσω μόνο απ αυτό, γράφω ερωτήσεις για τηλεπαιχνίδια στην τηλεόραση. Ή μπορεί να πάω να παίξω πιγκ πογκ που μου αρέσει. Τα βράδια μου αρέσει να βγαίνω στο Κολονάκι, εδώ που μένω. Δεν οδηγώ και αυτό με βολεύει πολύ. Πήρα δίπλωμα πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά δεν οδήγησα ποτέ. Συνήθως τις καθημερινές δεν ξυπνάω πολύ νωρίς, πάω και παίζω πιγκ πογκ ή θα κάτσω σπίτι να γράψω ερωτήσεις. Ή θα ακούσω μουσική ή θα διαβάσω κάποιο βιβλίο, θα πάω σινεμά ή για κάποιο ποτό. Γράφω τα βράδια, δεν μπορώ να γράψω τη μέρα, μόνο να κάνω κάποιες διορθώσεις.
-Τα τηλεπαιχνίδια τα κάνεις για βιοποριστικούς λόγους;
-Μου αρέσει σαν δουλειά. Έχει πλάκα να κάνουν τη δική σου ερώτηση στους παίκτες.
-Τι μουσική ακούς;
-Δεκαετίες του 70, 80 και 90. Ξένη μουσική. Με ένα φίλο μου έχουμε κάνει και ένα συγκρότημα τώρα. Είναι ένα τραγούδι που παίζει και στον τηλεφωνητή μου. Τώρα προσπαθούμε να βγάλουμε δίσκο, να βρούμε μία μικρή εταιρεία να «επενδύσει» σ εμάς.
-Πως λέγεται το συγκρότημα;
-«Snob».
-Μου δίνεις την εικόνα ενός ανθρώπου που δεν έχει καμία σχέση με τους συγγραφείς που έχουμε στο μυαλό μας. Δηλαδή, κανονικά πράγματα.
-Δεν είμαι ο μόνος. Δεν ισχύει η εικόνα που ίσως έχουν πολλοί στο μυαλό τους: Του μονόχνοτου συγγραφέα, με γυαλιά, που είναι όλη μέρα μπροστά από έναν υπολογιστή. Αυτό είναι ένα στερεότυπο που δεν υπάρχει. Οι συγγραφείς είναι «κανονικοί» άνθρωποι.-Είναι δουλειά να είναι κάποιος συγγραφέας;
-Είναι hobby. Δεν πληρώνεται σαν δουλειά, δεν μπορείς να επιβιώσεις απ αυτό. Ακόμη και best seller να κάνεις, θα βγάλεις χρήματα για ένα χρονικό διάστημα, αλλά δεν θα ζεις για πάντα έτσι. Εκτός αν το ψάξεις λίγο με περιοδικά αλλά πάλι δεν θα κάνεις τη δουλειά του συγγραφέα, θα είσαι κάτι μεταξύ συγγραφέα και δημοσιογράφου. Παλιά, όταν με ρωτούσαν, έλεγα ότι είμαι δημοσιογράφος. Μετά δεν μου άρεσε να λέω «γράφω ερωτήσεις για τηλεπαιχνίδια», αλλά είναι καλύτερο από το να λες «είμαι ποιητής». Όταν λες «είμαι συγγραφέας» σε θεωρούν ψώνιο. Πάντως δεν έχω το σύνδρομο της λευκής σελίδας, αν μου έρθει να γράψω θα γράψω. Δεν με αγχώνει το «επόμενο βιβλίο».
-Η δουλειά του δημοσιογράφου που έκανες παλιά, δεν σε βοήθησε στη συγγραφή;
-Όχι. Εργαζόμουν στα «Νέα», αργότερα σε κάποια περιοδικά μέχρι το 2004. Από τότε δεν ξαναδούλεψα. Κανείς, όμως, δεν με ξέρει ως αθλητικό συντάκτη. Γινόταν το ανάποδο. Όποτε πήγαινα σε εφημερίδες για να γράψω τα αθλητικά, μου έλεγαν «γράψε κανένα διήγημα» διότι με ήξεραν ως συγγραφέα, όχι ως αθλητικό συντάκτη.
-Γιατί παράτησες τη δημοσιογραφία;
-Δεν ήταν καλά τα χρήματα. Επίσης, με τρόμαζε λίγο η ρουτίνα. Το ότι κάθε μέρα θα πήγαινα σε μία δουλειά που θα έβλεπα τους ίδιους ανθρώπους, με φόβιζε. Νομίζω ότι η μοναδική επιτυχία που είχα ως αθλητικός συντάκτης- η οποία νομίζω πέρασε απαρατήρητη- ήταν μία συνέντευξη με τον Τάκη Τσουκαλά, τον «άντε γεια» του Ολυμπιακού. Το ότι κανείς δεν πήρε είδηση αυτή τη συνέντευξη είναι ενδεικτικό του ότι δεν είχα πολύ μέλλον ως αθλητικός συντάκτης.
-Που μεγάλωσες;
-Στην Κυψέλη, σε ένα μικρό δρομάκι που ενώνει την Σπετσών με την οδό Κυψέλης. Είναι μία γειτονιά που αγαπάω ακόμη και στην οποία πηγαίνω κατά καιρούς. Μία χρονιά είχαμε ζήσει στο Παρίσι, επί Χούντας, όταν ήμουνα πολύ μικρός. Μετά ξαναγυρίσαμε στην Κυψέλη και, από το 1980, ζούσαμε στο Κολονάκι.
-Μοναχοπαίδι;
-Ναι. Έζησα ωραία παιδικά χρόνια, δεν έχω παράπονο. Δεν μου άρεσε το σχολείο, δεν μου άρεσε να ξυπνάω πρωί, δεν ήθελα να διαβάζω.-Τι ήθελες να γίνεις μεγαλώνοντας;
-Ήθελα να γίνω κλέφτης. Μετά ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, αλλά ύστερα κατάλαβα ότι είμαι πολύ κακός στο ποδόσφαιρο και γι αυτό έγινα αθλητικός συντάκτης. Σε ένα ταξίδι μου στη Φλωρεντία, αποφάσισα να γράψω. Λόγω μίας ερωτικής απογοήτευσης, που ολοκληρώθηκε στη Φλωρεντία. Αυτή ήταν η αφορμή.
-Δεν το είχες σκεφτεί προηγουμένως;
-Καθόλου. Ούτε διάβαζα ιδιαίτερα. Απλώς έκανα σπουδές φιλολογίας.
-Αν και είχες το «μικρόβιο» από τον πατέρα σου, το Γιώργο Χειμωνά και τη μητέρα σου, τη Λούλα Αναγνωστάκη.
-Συμβαίνει όμως και σε άλλες οικογένειες, να κάνουν τελείως διαφορετικά πράγματα τα παιδιά από τους γονείς τους. Ο γιος του Μουσολίνι ήταν πιανίστας, για παράδειγμα. Μία εποχή, γύρω στο 1990, είχα προσπαθήσει να γράψω ένα θρίλερ αλλά το σταμάτησα. Αν μου έλεγαν το 1996 «εσύ θα γίνεις συγγραφέας», θα γέλαγα.-Δεν είναι βασανιστικό για ένα παιδί να μεγαλώνει με δύο γονείς που ασχολούνται με τα γράμματα;
-Όπως ακούγεται είναι, αλλά δεν ήταν για μένα. Στο σπίτι δεν υπήρχε «λογοτεχνική ατμόσφαιρα», όλα ήταν πολύ χαλαρά. Οι γονείς μου δεν με πίεζαν να διαβάζω ή να πηγαίνω σε τραγωδίες. Πολλοί νομίζουν ότι ο πατέρας μου, ο Γιώργος Χειμωνάς, θα μου διάβαζε Προυστ για να κοιμηθώ, αλλά δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο. Όταν ήμουν σχολείο, στο δημοτικό, με είχαν ρωτήσει «τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;». Συνήθως έλεγα «είναι γιατρός», αλλά για κάποιο λόγο, εκείνη τη μέρα, απάντησα «συγγραφέας». Μου λέει ο συμμαθητής μου «έχει γράψει τον “Τομ Σόγερ”;», λέω «όχι», «μήπως έχει γράψει το “20 χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα”;», απαντάω πάλι «όχι», «ε, τότε» μου λέει «τι συγγραφέας είναι;».-Πως μπορεί ένα παιδί να θέλει να γίνει κλέφτης μεγαλώνοντας;
-Μα και τώρα θέλω να γίνω, δεν το χω εγκαταλείψει ακόμη. Μία καλή δουλειά πρέπει να την ευχαριστιέσαι και να έχεις καλές απολαβές από αυτήν με ελεύθερο ωράριο. Η δουλειά του κλέφτη συνδυάζει όλα αυτά και είναι ιδανική. Είναι μεγάλη ικανοποίηση να έχεις κλέψει μία τράπεζα και να λες «τα κατάφερα, τα πήρα τα λεφτά».
-Έκλεβες όταν ήσουν μικρός;
-Ναι. Μπαταρίες, όχι τσίχλες όπως έκαναν άλλα παιδάκια. Με βόλευαν οι μπαταρίες επειδή τις είχαν πιο μπροστά.
-Η «μπλε ώρα» ποια είναι;
-Η ώρα που σουρουπώνει, το χρώμα που παίρνει εκείνη την ώρα ο ουρανός. Είναι η ώρα που έχει απόλυτη ησυχία.
-Είναι σημειολογικό αυτό;
-Έχει μεταφυσικές προεκτάσεις, σε βάζει μέσα σε μία ατμόσφαιρα. Μου άρεσε ως τίτλος. Είναι και μία ώρα φύσει μελαγχολική.
-Πως αντιμετωπίζεις τις μελαγχολίες σου;
-Γράφω. Έτσι ξεκίνησα να γράφω. Τώρα μελαγχολώ λιγότερο από ότι παλιότερα. Μερικές φορές είναι ωραίο να είσαι μελαγχολικός.-Γιατί;
-Έχει μια γλύκα. Όταν βέβαια είναι ελαφρύ και μπορείς να το ελέγχεις. Μπορεί να σου δώσει και έμπνευση γιατί, όπως ξέρεις, η τέχνη από τη μελαγχολία ξεκίνησε.
-Την ελέγχεις;
-Τώρα πια, ναι. Όταν όμως είχα ξεκινήσει να γράφω, δεν μπορούσα να ελέγξω την μελαγχολία μου. Με βοήθησε όμως να την αντιμετωπίσω.
-Πως σε βοήθησε σ αυτό το γράψιμο;
-Είναι μία εκτόνωση. Η μελαγχολία είναι μία κατάσταση που απαιτεί μία εκτόνωση για να μπορέσεις να αντιδράσεις. Όταν, ξαφνικά, μέσα από το κεφάλι σου δημιουργείς κάτι, κάποια πρόσωπα ή κάποιες καταστάσεις, αυτό σε βοηθάει να περάσεις σε έναν άλλον κόσμο. Όλοι οι ήρωες μου έχουν μία δόση μελαγχολίας, διοχετεύω την μελαγχολία μου σ αυτούς. Γι αυτό και οι ήρωές μου είναι πάρα πολύ συναισθηματικοί, ενώ εγώ νομίζω είμαι πάρα πολύ κυνικός.-Οι απογοητεύσεις σου παλιά, αφορούσαν κυρίως ερωτικά θέματα;
-Κυρίως. Ας πούμε, τότε που γράφτηκε ο «Ραμόν», λόγω ενός περιστατικού που έζησα στη Φλωρεντία -μίας ερωτικής απογοήτευσης, είχε μπει κάποιος άλλος στη μέση- αφορούσε αυτό το θέμα. Τώρα είμαι 37 χρόνων, στα 26 μου δεν είχα αντίληψη για αυτά τα θέματα. Τότε δεν ήξερα που είμαι ή που βρίσκομαι. Ήμουν ένα παιδί που απλώς σπούδαζε.
-Τι έγινε χθες που σου έδωσε χαρά;
-Χθες έπαιξα «στοίχημα» και έχασα… Επίσης, βγαίνω με μία κοπέλα αυτό τον καιρό και μου δίνει χαρά.-Ο έρωτας μπορεί να διαχωρίσει τη ζωή σου σε στιγμές που είσαι καλά και σε στιγμές που δεν αισθάνεσαι πολύ καλά;
-Ναι. Ακόμη όμως και οι δύσκολες στιγμές του έρωτα, έχουν μία γλύκα. Ο έρωτας έχει ένα στοιχείο μαζοχισμού. Το να υποφέρεις στον έρωτα, σε τσιγκλάει. Σαν να είσαι αδικημένος.-Έχει διαφορά η χαρά από την ευτυχία;
-Όλοι οι άνθρωποι έχουν χαρεί στη ζωή τους. Την ευτυχία δεν ξέρω αν έχει υπάρξει άνθρωπος που να την έχει βιώσει με την απόλυτη έννοια της λέξης. Κάποιες φορές υπήρξα ευτυχισμένος, αλλά το κατάλαβα μετά. Την ευτυχία, όταν συμβαίνει, δεν την καταλαβαίνεις. Την συνειδητοποιείς μετά, όταν περνάει ο χρόνος. Εγώ νοσταλγώ ακόμη και κακές στιγμές στη ζωή μου. Ίσως επειδή αφορούσαν άλλες εποχές που είχαν άλλες ομορφιές. Στην εφηβεία μου είχα διάφορα προβλήματα, ήμουνα μοναχικός για παράδειγμα, με μηδαμινή επιτυχία στις γυναίκες.-Μου κάνει εντύπωση αυτό. Έχεις πολύ ωραία χαρακτηριστικά.
-Τότε ήμουνα αλλιώς, ήμουν ατημέλητος, κακοντυμένος, με χαμηλή αυτοπεποίθηση. Νοσταλγώ συνθήκες και ιδέες, όχι τα ίδια τα γεγονότα. Κάποιες λεπτομέρειες που δεν υπάρχουν πια. Νοσταλγώ το 1985 που ήταν μία κακή χρονιά για μένα, διότι ακολούθησε μία πολύ καλή χρονιά, το 1986. Τώρα, δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο.
-Πως απέκτησες την αυτοπεποίθηση που έχεις τώρα;
-Νομίζω, έπαιξαν ρόλο τα βιβλία που έγραψα. Όταν άρχισα να γράφω και είχα μία καλή αντιμετώπιση κατάλαβα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ότι μπορούσα να κάνω κάτι καλά. Μέχρι τότε, αυτό δεν το ήξερα, δεν είχα καταφέρει κάτι ουσιαστικό. Και ξαφνικά, κατάφερα κάτι που να έχει διάρκεια. Όταν αισθανόμουν άσχημα κλεινόμουν στον εαυτό μου, δεν πήγαινα να το συζητήσω με άλλους.-Έχεις πάρει ποτέ αντικαταθλιπτικά;
-Όχι. Βρέθηκα πολύ κοντά, αλλά δεν ήθελε ο πατέρας μου να παίρνω, οπότε δεν το έκανα. Ξέφευγα με άλλους τρόπους, κάνοντας κάποια πράγματα ουσιαστικά.
-Οι ήρωες σου έχουν πάντα μία απώλεια. Για ποιο λόγο;
-Η λογοτεχνία πρέπει να είναι σκοτεινή, να υπάρχουν απώλειες, απογοητεύσεις, αναζητήσεις χωρίς αποτέλεσμα. Δεν μου αρέσουν τα βιβλία που έχουν happy end, όλα αυτά που μιλάνε για την «θετική ενέργεια».-Τα Κοελικά.
-Ακριβώς. «Το σύμπαν που συνωμοτεί για να πετύχει αυτό που θες». Όλο αυτό δεν είναι λογοτεχνία, η λογοτεχνία πρέπει να αγγίξει το βαθύ είναι του αναγνώστη, να του θυμίσει κάποια πράγματα, να ταυτιστεί με τον ήρωα. Όλοι έχουμε ζήσει απώλειες, όλοι έχουμε ζήσει άσχημες στιγμές στη ζωή μας και η λογοτεχνία αυτό θα μας το βγάλει. Θα μας δημιουργήσει πιο έντονα συναισθήματα.
-Οι απώλειες σου τι σου έμαθαν;
-Τελικά ισχύει αυτό που λένε: Ό,τι δεν σε σκοτώνει- μέχρι ενός ορίου- σε κάνει πιο δυνατό, πιο ρεαλιστή, πιο κυνικό.-Άλλαξαν πολλά από τον τρόπο που έβλέπες τον κόσμο;
-Αρκετά. Τώρα πια με στενοχωρούν περισσότερο πράγματα από το παρελθόν, παρά από το παρόν. Τώρα στενοχωριέμαι όταν χάνω στο «στοίχημα» ή στο πιγκ πογκ.-Ποιο είναι εκείνο το κομβικό σημείο που σε άλλαξε;
-Όλη εκείνη η εποχή, η ερωτική απογοήτευση, το ξεκίνημα της συγγραφής. Η μεγάλη αλλαγή μου έγινε στο διάστημα από το 1997 μέχρι το 2000. Είδα διαφορετικά τα πράγματα, συνέβησαν πολλά πράγματα μαζί: Πλησίασα στα 30, έπαψα να είμαι φοιτητής, ξεκίνησα να δουλεύω, πέθανε ο πατέρας μου. Εκείνη, ήταν πολύ δύσκολη εποχή. Μετά, άρχισα να βλέπω διαφορετικά τα πράγματα. Από το 2004 και μετά, άλλαξα τελείως.
-Είναι κακό να είσαι ευαίσθητος;
-Γενικά, δεν είναι πολύ καλό. Αλλά μπορείς να γίνεις συγγραφέας, οπότε έχεις κάποια πλεονεκτήματα. Απ την άλλη, πρέπει να είσαι και ευαίσθητος, δεν μπορείς να είσαι ένα γαϊδούρι.
-Ποιο είναι το μεγαλύτερο σου ελάττωμα;
-Αν μου το πει κάποιος, δεν του ξαναμιλάω. Αυτά που μου λένε συνήθως εγώ δεν τα θεωρώ ελαττώματα: Ότι είμαι νάρκισσος, ότι είμαι εγωιστής. Εγώ θεωρώ ότι το μεγαλύτερό μου ελάττωμα είναι το ότι είμαι τεμπέλης. Θα μπορούσα να κάνω πολύ περισσότερα πράγματα, αλλά δεν τα κάνω εύκολα, πρέπει να ζοριστώ πολύ. Αν το έψαχνα περισσότερο ως αθλητικός συντάκτης θα μπορούσα να κάνω περισσότερα πράγματα, αλλά βαριόμουνα. Τα βιβλία δεν τα βαριέμαι γιατί είναι μία ανάγκη. Είναι σαν να λέω «πεινάω, θέλω να φάω», είναι κάτι που πρέπει να γίνει.
-Τι κάνεις όταν τεμπελιάζεις;
-Ακούω μουσική, χαζεύω τηλεόραση, διαβάζω εφημερίδα.
-Τι παρακολουθείς στην τηλεόραση;
-Trash εκπομπές. Από Ανίτα Πάνια μέχρι πιο hard εκπομπές. Κάτι εκπομπές στο Extra με τον Εθνικό Σταρ, κάτι reality. Τα big brother τα έβλεπα πολύ φανατικά.
Επίσης, παρακολουθώ ποδόσφαιρο, αλλά όχι όπως παλιά που παρακολουθούσα τα πάντα.
-Γιατί σου αρέσουν τα trash;
-Με κάνουν να γελάω. Με τον Ευαγγελόπουλο θα γελάσω, με τον Καπουτζίδη δεν θα γελάσω. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, μέσα στη λόξα τους, έχουν ένα μεγαλείο, έχουν κάτι παράξενο και ασυνήθιστο, μία προσωπικότητα. Δεν είναι άτομα άβουλα, είναι παράξενοι, είναι ψώνια, αλλά έχουν κάτι που ξεχωρίζει. Από αυτούς θα ακούσεις μία τρομερή ατάκα που δεν θα την ακούσεις σε κανένα σήριαλ.
-Τι σε ενοχλεί στην πόλη;
-Κάτι κυράτζες που μπαίνουν στα λεωφορεία και σπρώχνουν. Χρησιμοποιώ πολύ τα λεωφορεία και τα μετρό. Αντίθετα με τον ήρωα της «ραγδαίας επιδείνωσης» που κάθεται και σημειώνει- όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου- εγώ δεν σημειώνω τίποτα.
-Σκέφτεσαι το μέλλον σου;
-Είμαι άνθρωπος που – μέχρι τώρα- ζούσα πιο πολύ στο παρελθόν παρά στο μέλλον. Όχι τόσο στο παρόν. Είναι λάθος, αλλά ζεις περισσότερο γιατί είναι πάντα και τα δύο πολύ μεγαλύτερα: Το παρελθόν είναι πάντοτε μεγάλο, το μέλλον- αν όλα πάνε καλά- είναι επίσης μεγάλο, το παρόν περικλείει ένα πολύ μικρό διάστημα. Εκτός κι αν έχεις μία ευρύτερη ζωή.
-Τι φοβάσαι;
-Τις κατσαρίδες. Πάρα πολύ! Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό που μου συμβαίνει με τις κατσαρίδες, δεν μπορώ να δώσω κάποια λογική εξήγηση σ αυτό. Και το χρόνο που περνάει φοβάμαι. Που με μεγαλώνει.
Δημοσίευση στον Φιλελεύθερο της Κύπρου, ένθετο "Υστερόγραφο", τον Σεπτέμβριο του 2008.