26.8.11

ΑΝΝΟΥΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: "ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΜΑΝΩΛΗ ΑΓΑΠΗΣΑ"


Το πάθος του «βασιλιά των τσιγγάνων» Μανώλη Αγγελόπουλου και της «ξανθιάς καλλονής» Αννούλας Βασιλείου, υπήρξε η πιο συναρπαστική ερωτική λαϊκή ιστορία της δεκαετίας του 60’ στην Ελλάδα.
«Μαγκάλα», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι», «Ανέβα στο τραπέζι μου», «Όσο αξίζεις εσύ», «Η γκρινιάρα», «Φαρίντα», «Τα μαύρα μάτια σου», σκηνές και νότες σαν σε σινεμασκόπ από τις δεκάδες επιτυχίες που τραγούδησε «το αντίπαλο δέος του Στέλιου Καζαντζίδη στο λαϊκό τραγούδι», όπως τον έλεγαν, ο «γύφτος», ο «τσιγγάνος», εκείνος που αποθεωνόταν από όσους άκουγαν τη φωνή του, ακόμη και από τους «κουλτουριάρηδες»: Το Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο. Ήταν ο λαϊκός τραγουδιστής που, μέχρι και το θάνατό του, το 1989, γέμιζε ασφυκτικά τα μαγαζιά όπου εμφανιζόταν, πουλούσε χιλιάδες δίσκους, ήταν πάντα η πρώτη λαϊκή φίρμα με αμέτρητους θαυμαστές, ο ωραίος άντρας που λίγο μετά τα 20 του χρόνια αγάπησε το «φτωχό κορίτσι», «τη μπαλαμή», εκείνη «την πρασινομάτα με τα τιγρέ μάτια», την Αννούλα Βασιλείου. Για εκείνη τραγούδησε «Μάνα μου γλυκιά μανούλα, αγαπάω την Αννούλα, μη στενοχωριέσαι μάνα, αν δεν παντρευτώ τσιγγάνα» αφού η μάνα του, η Ερασμία, ποτέ δεν ήθελε αυτό το γάμο, τσακώνονταν, εκείνος επέμενε, μετά συμφώνησε, έκαναν τρία παιδιά, παντρεύτηκαν, χώρισαν ύστερα από 13 χρόνια λατρείας ο ένας για τον άλλον, άλλαξαν δρόμους, πρόσωπα, συντρόφους και ζωές. Αν υπήρχαν τα σημερινά life style περιοδικά τη δεκαετία του 60, η Αννούλα και ο Μανώλης θα ήταν το παντοτινό εξώφυλλο για την αιώνια αγάπη τους. «Στην καριέρα μου δεν αφοσιώθηκα πολύ, γιατί στη ζωή μου προτεραιότητα είχε ο άντρας μου και τα παιδιά μου: ο Ηλίας, ο Στάθης και η Μαρία. Τώρα απολαμβάνω τα τρία μου εγγόνια, ένα από το κάθε μου παιδί», λέει η Αννούλα, καθισμένη στο σαλόνι του σπιτιού της τη Γλυφάδα με πέντε φωτογραφίες του Αγγελόπουλου κρεμασμένες σε χρυσή κορνίζα στους τοίχους. «Τα έκανα όλα νωρίς στη ζωή μου: Από 14 χρόνων βγήκα στο τραγούδι, μετά ερωτεύτηκα τον Μανώλη, κάναμε τα παιδιά μας, παντρευτήκαμε, χωρίσαμε ύστερα από 13 χρόνια κοινής πορείας, έμεινα μόνη μου, μεγάλωσα τα παιδιά μου, ακολούθησα το δρόμο μου».
-Περάσατε δύσκολα στις σχέσεις σας;
-Όταν χωρίσαμε με το Μανώλη, δεν πέρασα καλά. Ο Μανώλης ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου, η μεγάλη μου λατρεία, ο πατέρας των παιδιών μου. Μόνο τον Μανώλη αγάπησα και θα αγαπάω. Κανέναν άλλονε. Όσο ζούσε- παρά τα προβλήματα και τους τσακωμούς μας, όπως γίνεται άλλωστε σε κάθε ζευγάρι- είχαμε τεράστια αγάπη μεταξύ μας. Πολλές φορές μαλώναμε επάνω στις αγάπες μας ποιος θα πεθάνει πρώτος. «Εγώ, αγάπη μου», του έλεγα, «θέλω να πεθάνω πρώτη». «Όχι!», μου απαντούσε, «είμαι μεγαλύτερος, και μετά, όταν έρθει η ώρα σου, θέλω να βάλουν το γυναικάκι μου δίπλα μου». Τον είχα σαν αφέντη, γιατί μου αρέσει ο άντρας να είναι αφέντης. Τον πρώτο καιρό που ερωτευτήκαμε, ήμουνα φουλ ευτυχισμένη. Ένιωθα ότι είχα κερδίσει τον πρώτο αριθμό του λαχείου, γιατί δεν ήταν και λίγο, ένα κορίτσι από τα Προσφυγικά, να κυκλοφορεί με την πρώτη φίρμα του λαϊκού τραγουδιού. Με τη μάνα του είχα κάποια προβλήματα, διάφορες φασαρίες, που δεν με ήθελε για νύφη της επειδή δεν ήμουνα τσιγγάνα, αλλά δεν πείραζε. Περασμένα ξεχασμένα. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχούλα της.
-Δεν είχε δυσκολίες η συνύπαρξή σας μαζί του;
-Ο Μανώλης με ζήλευε πάρα πολύ, γιατί μ αγαπούσε. Αγαπούσε το γυναικείο φύλο, αλλά εμένα δεν μου δινε ποτέ δικαιώματα, μέσα στο σπίτι ήτανε κύριος. Ειδικά με τα παιδιά του. Ήμουνα, όμως, και το καμάρι του. Πολλές φορές μου χάιδευε τα μαλλιά, τα φιλούσε τρυφερά κι έλεγε μπροστά στον κόσμο: «Μωρέ τι ωραία μαλλάκια που έχει η Αννίκα μου». Ήθελε θυμάμαι, σαν τρελός, να με ντύνει με ρούχα της φυλής του, τσιγγάνικα. Εμένα μου φαινόταν παράξενο και γελούσα, δεν του χάλαγα όμως χατίρι. Μέσα στο σπίτι φορούσα κάτι φουστάνια, τσεμπέρια δικά τους και από πάνω κάρφωνα κι ένα λουλουδικό στ αφτί. Τρελαινόταν! Φχαριστιόταν να χορεύω στο σπίτι μας τσιφτετέλι και εκείνος να ξαπλώνει στο χαλί, να μου χτυπάει παλαμάκια και να με καμαρώνει. «Μπερεκέτι, είσαι απόψε, τσιγγάνα μου», μου έλεγε, ή «Πα περντέμα τι κότσινε γιακά», που σημαίνει «με κάψανε τα πράσινα σου μάτια!».
-Πως αντιδρούσατε όταν τον φλέρταραν άλλες γυναίκες;
-Εγώ τον αγαπούσα, χωρίς να τον ζηλεύω άσχημα. Όλες οι τσιγγανοπούλες στην Αγια Βαρβάρα ήταν καψούρες με την πάρτι του, όπως και πολλές δικές μας, οι μπαλαμίσιες που λέμε, γιατί ήταν ο άντρας, ο όμορφος, ο γύφτος, ο αρσενικός. Έχω δει πελάτισσες σε μαγαζιά που δουλέψαμε μαζί να σπάνε μπουκάλια επάνω στα τραπέζια, να κόβουν τις φλέβες τους και να πέφτουν κάτω για τον Μανώλη. Πολλά περιστατικά.
-Η μεγάλη καριέρα σας έλειψε;
-Όχι. Προτεραιότητά μου ήταν τα παιδιά μου. Άλλωστε, ήμουν μαζί με έναν Μανώλη Αγγελόπουλο!
-Γιατί χωρίσατε, ύστερα από 13 χρόνια συμβίωσης;
-Αυτό ποτέ δεν το πα. Είναι, όμως, κάτι που με πονάει. Μπήκε ο διάολος ανάμεσά μας. Ήμουνα μόνο 27 χρονών όταν χωρίσαμε με τον Μανώλη. 
-Ήταν θέμα απιστίας;
-Δεν μπορώ να την πω "απιστία". Ήταν, όμως, ένα λάθος- και δικό μου και δικό του- στο οποίο έπρεπε να κάνουμε και οι δύο πίσω για να σώσουμε το σπίτι μας. Δεν έγινε από τη μεριά του. Εγώ μέχρι και τα πόδια του πήγα και του τα φίλησα. Δεν ήθελε. Εκείνος έλεγε: «τι θα πει ο κόσμος;». Μετά από πολλά χρόνια, το μετάνιωσε. Ήρθε στο σπίτι μου και μου είπε «θέλω να τα φτιάξουμε πάλι, θέλω να είμαστε μαζί». Του είπα: «Εγώ δεν παντρεύτηκα, Μανώλη. Εσύ παντρεύτηκες. Ξεμπέρδεψε και έλα εδώ να τα πούμε και να τα κουβεντιάσουμε». Ύστερα από λίγους μήνες τον έπιασε το πνευμονικό οίδημα και τον χάσαμε. Αυτό ήταν το τυχερό.
-Πως ήταν η ζωή σας, από τα 27 σας και μετά;
-Άσχημη. Όταν αγάπησα το Μανώλη ήμουν ένα παιδάκι, αυτός ήταν ο πρώτος μου άντρας. Για εμένα ήταν όλα: Και πατέρας και σύντροφος και αδελφός. Όταν χωρίσαμε αγωνίστηκα πάρα πολύ, φτιάχτηκα ξανά μόνη μου για να μεγαλώσω τα παιδιά μου, δούλεψα σκληρά για να μπορέσω να ξεχρεώσω το σπίτι που πήρα μόνη μου, στη Γλυφάδα. Υποφέραμε και οι δύο που χωρίσαμε. Ένας συνεργάτης του, λίγο καιρό μετά τη χωριστή μας πορεία, τότε που εκείνος δούλευε στη Θεσσαλονίκη, μου ανέφερε ότι του έλεγε χαρακτηριστικά: «Ξέρεις πόσες γυναίκες πέρασαν από το χαρέμι μου; Τα τρία τέταρτα του πλανήτη. Κι όμως, μπροστά στην Αννίκα μου, όλες αυτές είναι παλιοτυρόπιτες». Πάω σήμερα στη λαϊκή και μου φωνάζουν τα παιδιά: «Γεια σου Αννούλα!». Μου τραγουδάνε «τα μαύρα μάτια σου» και με ρωτάνε «ρε Αννούλα, γιατί ο Αγγελόπουλος έγραψε “Τα μαύρα μάτια σου”, αφού τα δικά σου είναι πράσινα;». «Για να μου κάνει πείσματα», τους απαντάω και γελάμε. 
-Για ποιο πράγμα μετανιώνετε στη ζωή σας;
-Μόνο για ένα: Που χώρισα από τον άντρα μου!
Δημοσίευση στο περιοδικό people, τον Αύγουστο του 2011.