8.8.09

ΖΑΧΟΣ ΧΑΤΖΗΦΩΤΙΟΥ: "ΕΖΗΣΑ, ΟΠΩΣ ΗΘΕΛΑ"


Αθηναίος αστός- την εποχή που η ελληνική μπουρζουαζία ήταν ακόμη γοητευτική- εραστής μέγας και γλεντζές, πολεμιστής και τζέντλεμαν, επιχειρηματίας, εφοπλιστής, ραλίστας, κοσμοπολίτης, κορυφαίος κοσμικογράφος, σύζυγός τεσσάρων γυναικών (ανάμεσα τους και η Τζένη Καρέζη), αντιδήμαρχος, σύμβουλος του δημάρχου Αθηναίων. Είναι ελάχιστο να γράψει κανείς ότι ο Ζάχος Χατζηφωτίου έζησε μία γεμάτη και ενδιαφέρουσα ζωή. Αυτό, είναι το μόνο δεδομένο.
«Είμαι 86 ετών. Τι σημαίνει “καλά κρατιέσαι για την ηλικία σου;”. Βρε, αϊ στο διάολο! Τον κακό σου τον καιρό! Εγώ δεν πάω στη Βάρη να τρώω ένα κιλό κοψίδια και να κάνω μία κοιλιά “να”. Εγώ προσέχω τον εαυτό μου. Γεννήθηκα στην Πλάκα. Εκεί μεγάλωσα. Ύστερα μετακομίσαμε στην Κηφισιά διότι έλεγε η μάνα μου “δεν την αντέχω άλλο την Πλάκα με τα ποντίκια και τις κατσαρίδες”. Σε όλη την Πλάκα, εκείνα τα χρόνια, υπήρχαν φάκες. Η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια στο Αρσάκειο, όταν παντρεύτηκε σταμάτησε και είχε πια έναν μόνο μαθητή: Εμένα. Με έδιωξαν από πολλά σχολεία, διότι ήμουνα πολύ άτακτος- ένα παλιόπαιδο- και επειδή όταν εγώ είχα μπει στην πρώτη γυμνασίου είχα ήδη τελειώσει στο σπίτι μου όλους τους κλασσικούς. Για να συνετισθώ, η μάνα μου με έστειλε στις Σπέτσες, στην Αναργύρειο σχολή- πέντε κτήρια σαν τον Ευαγγελισμό. Και από εκεί τελικά με έδιωξαν και με έβαλε τελικά στο Πειραματικό όπου τελείωσα».
«Με τη Μερκούρη ήμασταν πολύ φίλοι. Ήταν συμμαθήτρια με την αδελφή μου, στο δεύτερο γυμνάσιο, στο Μαράσλειο στο Κολονάκι. Μετά τον πόλεμο, τη φλερτάριζα. Βγαίναμε τα βράδια μαζί με τη Δέσπω Διαμαντίδου και την Ελένη Χατζηαργύρη. Τότε, είχα ένα αυτοκινητάκι εκ συναρμολογήσεως, πήγαινα και έπαιρνα τη Μελίνα από το θέατρο της 3ης Σεπτεμβρίου και πηγαίναμε βόλτες. Ήταν ωραίος τύπος η Μελίνα, μία καλλονή, ευφυής άνθρωπος, χαιρόσουν να είσαι μαζί της. Ένας φίλος μου, ο Πύρρος Σπυρομήλιος, τα έφτιαξε μαζί της και νομίζω ήταν ο μοναδικός άντρας που ερωτεύτηκε η Μελίνα. Όταν την ρωτούσα για τον Ντασσέν, μου έλεγε “τον αγάπησα”, της έλεγα “σαν τον Πύρρο;”, “ε, όχι σαν τον Πύρρο”, μου απαντούσε, “αλλά τον αγάπησα”».
«Στη ζωή μου τα έχω κάνει όλα, αλλά θα ήθελα να κάνω τη δουλειά που μου άρεσε και που, λόγω συνθηκών, δεν τα κατάφερα: Να ασχολούμαι με τα βαπόρια Τα χρόνια όμως που ήμουνα νέος οι γονείς μου αποφάσιζαν για το τι θα γίνω στη ζωή μου, όχι εγώ. Ο πατέρας μου, από το 1912, είχε μία μεγάλη επιχείρηση υφασμάτων και ήθελε οπωσδήποτε να την ακολουθήσω. Εμένα όμως δεν μου πήγαινε με τίποτα. Ήμουνα 17 ετών, μόλις είχα τελειώσει το γυμνάσιο και μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Αφορμή ήθελα να σηκωθώ και να φύγω για να μην ακολουθήσω αυτή τη δουλειά, δεν την ήθελα. Πήγα στον πόλεμο και γύρισα έπειτα από 4 χρόνια. Κατέβηκα από την Τουρκία στη Μέση Ανατολή, και ήμουνα πολύ υπερήφανος όταν γύρισα εδώ με την ταξιαρχία του Ρίμινι. Ο κόσμος μας είχε υποδεχτεί σαν ήρωες. Όλοι λένε “πολέμησαν”, δεν ξέρω που πολέμησαν όλοι αυτοί. Όταν επέστρεψα ο πατέρας μου επέμενε να ασχοληθώ με τα υφάσματα, αλλά εγώ δεν μπορούσα. Εάν βρίσκεσαι σε μία δουλειά η οποία δεν σ αρέσει, δεν πετυχαίνεις. Πήγα λοιπόν, στο Παρίσι. Εκεί ξεκίνησα δουλειές με τα βιβλία, είχα την αντιπροσωπεία της εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα για 8 χρόνια περίπου, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα. Έβγαλα αρκετά χρήματα από αυτό, την είχα και πουλούσα για όλη την Ευρώπη. Αυτό όμως που επιθυμούσα ήταν να πάρω βαπόρια, αλλά ο πατέρας μου- παρόλο που είχε επιχείρηση και χρήματα- δεν με βοήθησε. Πήρα μονοκόμματα δύο βαπόρια, τα οποία η σκανδιναβική εταιρεία τα έδινε μόνο με εγγυητική τραπέζης και τα οποία ήταν ναυλωμένα στην Κίνα. Είχα την ατυχία όμως της έναρξης του πολέμου των επτά ημερών, έκλεισε το Σουέζ για πάρα πολύ καιρό και αυτά τα βαπόρια αποκλείστηκαν στην Κίνα με την οποία δεν υπήρχε τότε επικοινωνία λόγω του καθεστώτος του Μάο. Μετακόμισα στο Χογκ Κογκ για να τα κουμαντάρω, αλλά τελικά χαθήκανε. Επέστρεψα στην Ελλάδα με το τίποτα. Έχασα δυόμισι εκατομμύρια δολάρια! Σκέψου ότι είχαν ήδη ξεχρεωθεί. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει και ήμουνα στον πάτο. Χρήματα δεν μου άφησε. Είχα ένα σπίτι στη Μύκονο, πήγα και έκατσα εκεί- Χειμώνα Καλοκαίρι- για τρία χρόνια. Εκεί έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, το “εν οίκω εν δήμω”, περιγραφικό της ζωής μου. Άρεσε φοβερά και πούλησε 140 χιλιάδες αντίτυπα, αριθμό στον οποίο είχε φτάσει και το “Γιούγκερμαν”».
«Όταν διάβασε αυτό το βιβλίο η Ελένη Βλάχου μου είχε πει “εσύ γράφεις και γράφεις καλά! Δεν έρχεσαι στην Καθημερινή;”. Πήγα. Είχα δικό μου χρονογράφημα και ζούσα από αυτό. Ήμουνα τυχερός διότι εγώ δεν ξεκίνησα από τα φαρμακεία και τη στάθμη του νερού της λίμνης, όπως ο φίλος μου ο Φρέντυ Γερμανός στην “Μεσημβρινή”. Ύστερα από ένα χρόνο, με φώναξε ο Κυριαζίδης από τον “Ταχυδρόμο”. Δούλευα ταυτόχρονα και στα δύο έντυπα, αυτό είχαμε συμφωνήσει. Και μετά δούλευα και στην τηλεόραση. Ήμουνα νέος, 35 χρόνων και δούλευα συνεχώς. Κάθε μέρα μου ζητούσαν να γράφω κομμάτια για τα περιοδικά. Ποτέ δεν αισθανόμουνα star, αλλά ένιωθα ότι με αναγνωρίζουν. Εγώ δεν καβάλησα ποτέ καλάμια στη ζωή μου, οι άνθρωποι ξέρουν ποιος είμαι, τι είμαι, τι έχω κάνει στη ζωή μου, ποτέ δεν χρειάστηκε να παραστήσω τον καμπόσο. Στην εφημερίδα ήτανε τότε ένας διευθυντής που με μισούσε. Ο ιδιοκτήτης, μου το εξήγησε: “Δεν έχετε αντιληφθεί τι συμβαίνει με εσάς; Εσείς δεν πουλήσατε κουλούρια στην Ομόνοια όταν ήσασταν νέος και αυτό πονάει”. Τι να έκανα; Γεννήθηκα αστός. Μέχρι σήμερα δεν με έχουν βάλει ποτέ στην Ένωση Συντακτών, με είχαν απορρίψει. Κι ας έχω γράψει δέκα φορές παραπάνω κείμενα από αυτούς που είναι σήμερα μέλη. Δεν έχω περίθαλψη από τη δουλειά μου, 40 χρόνια δημοσιογράφος».
«Στη Μύκονο είχα πρωτοπάει το Καλοκαίρι του 40. Η παρέα της Μυκόνου μετά, ήταν η Ελένη Βλάχου, ο Τάκης Χορν, η Μελίνα κι εγώ. Στο νησί τότε δεν υπήρχε φως, τηλέφωνο, τίποτα. Οι Μυκονιάτες όμως ήταν έξυπνοι διότι είδαν ότι όταν έρχονταν ξένοι στο νησί τους άφηναν λεφτά, δεν τους κυνηγούσαν όπως γινόταν σε άλλα νησιά επειδή φόραγαν σορτς. Έχω δέκα χρόνια να πάω στη Μύκονο, αλλά δεν θέλω τώρα να την επισκεφθώ. Οι άνθρωποι τώρα εκεί είναι άλλης νοοτροπίας, είναι φαντασμένοι, κάνουν επίδειξη και εμένα αυτά δεν μου αρέσουν. Οι φίλοι που είχα εγώ εκεί, πέθαναν όλοι. Εγώ είμαι άνθρωπος της παλαιάς σχολής».
«Γνώρισα πολλούς νεόπλουτους. Είναι η χειρότερη μορφή των νεοελλήνων, “μιλάνε” από μακριά. Μιλάνε και δείχνουν τον πλούτο τους συνεχώς. Αναγκαστικά κάποιο φεγγάρι, λόγω της τότε γυναίκας μου της Κατερίνας Παπαδημητρίου, που είχε κάποιους από αυτούς φίλους, τους συναναστρεφόμουν. Αλλά, τους σιχαινόμουν βαθύτατα».
«Με τις γυναίκες ήμουνα τυχερός. Δεν ήμουνα όμορφος. Η Ελένη Βλάχου έλεγε “αυτό το παιδί, το Ζαχάκι, γεννήθηκε με 100 ρυτίδες”, ήμουνα πάντα έτσι. Παρόλα αυτά, άρεσα. Όταν έκανα απολογισμό στη ζωή μου ανακάλυψα ότι είχα κάποιες φιλενάδες πάμπλουτες, από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη. Όλες αυτές όμως που παντρεύτηκα ήτανε τσίμα τσίμα, καμία δεν είχε λεφτά. Το μυστικό με τις γυναίκες για να έρχονται σε σένα, είναι να μην κυνηγάς καμία. Εγώ ήμουνα παντελώς αδιάφορος και αυτό τις έφερνε κοντά μου. Όταν μία γυναίκα την μεταχειρίζεσαι με αδιαφορία, παθαίνει λαλά, της στρίβει. Παντρεύτηκα τέσσερις φορές. Νόμιζα πως θα κατακάτσω με κάποια από αυτές, αλλά δεν μου μεινε καμία. Ίσως ήταν και ο χαρακτήρας μου τέτοιος».
«Η Τζένη έπεσε σε δύσκολη εποχή, δική μου. Ήταν η περίοδος που έτρεχα με τα βαπόρια και όλο ταξίδευα. Δεν με ενδιέφερε που έλεγαν “ο κύριος της κυρίας Καρέζη”, το διασκέδαζα, δεν είχα συμπλέγματα. Είχα γεννηθεί με οικονομική άνεση από το σπίτι μου και αυτό έχει μεγάλη σημασία για ένα παιδί, ώστε να μην έχει κόμπλεξ όταν βρεθεί δίπλα από τέτοιους ανθρώπους που τους ήξερε όλος ο κόσμος. Η Τζένη ήτανε καλό κορίτσι, αλλά έκανε κακό στον εαυτό της: Κάπνιζε, έπινε και λιγάκι. Όταν της το λεγα, μου απαντούσε “μα κι εσύ πίνεις!” και της έλεγα “μα εσύ πουλάς τα μούτρα σου!”. Κουραζότανε πολύ. Επτά το πρωί ερχόταν στο σπίτι μας ο Κελεσίδης, ο μακιγιέρ του Φίνου και την έβαφε. Κοιμόταν και την έβαφε! Τα βράδια είχε δύο παραστάσεις την ημέρα. Ζήλευε κιόλας. Της έβαζαν λόγια ότι “ο Ζάχος έχει μία φιλενάδα στο Παρίσι” και της έλεγα “ποιος είμαι; Ο Ρόμπερτ Τέιλορ;”. “Εγώ είμαι η Καρέζη”, μου έλεγε “δεν μπορείς να με κερατώνεις”, “μα ποιος σε κερατώνει μωρέ;” της έλεγα. Η ζωή μου με την Καρέζη δεν ήτανε βολική. Όταν κοιμόμουνα, εκείνη ξύπναγε και το αντίθετο. Οι θεατρίνοι πρέπει να παντρεύονται με ανθρώπους του σιναφιού τους, δεν γίνεται αλλιώς».
«Σπάνια ήμουνα πιστός σε μια γυναίκα. Μία ή δύο γυναίκες αγάπησα στη ζωή μου. Το πολύ. Αλλά, όλες όσες ήταν μαζί μου ήταν πολύ ωραίες γυναίκες, άμα δεν ήταν η άλλη ωραία γυναίκα δεν πλησίαζα. Δεν είμαι μαραθωνοδρόμος, είμαι κατοστάρης κοντινών αποστάσεων με τις γυναίκες. Στα δύο, τρία χρόνια το πολύ, τις βαριόμουνα. Χώριζα όταν τελείωνε ο έρωτας και μετά γινόμασταν φίλοι. Με τη Τζένη για παράδειγμα, βγαίναμε ως φίλοι και μετά το χωρισμό μας. Ήμουνα πολύ φυσιολογικός άνθρωπος: Δεν νευρίαζα με τις γυναίκες, δεν έδερνα, διότι δεν τα είχα δει στο σπίτι μου αυτά τα πράγματα. Οι γονείς μου ήτανε 67 χρόνια παντρεμένοι και δεν θυμάμαι ποτέ να αντάλλαξαν βαριά κουβέντα. Έχω φάει αντικείμενα στο κεφάλι από νεύρα, αλλά δεν έχω χτυπήσει εγώ. Η ζήλια των γυναικών είναι “φυσικό φαινόμενο”. Πολλές γυναίκες μου έλεγαν ότι θα σκοτωθούν εξαιτίας μου. Δέκα φορές έχω ανοίξει τη μπαλκονόπορτα και τους έχω πει: “ορίστε, πήδα”. Καμία δεν το έκανε. Η τελευταία φιλενάδα που είχα, ήτανε μία Ελβετίδα. Αλλά, κάπνιζε και δεν άντεχα. Έκανα πολλές τρέλες με τις γυναίκες. Κάποτε είχε έρθει εδώ η Τζούλι Άντριους, τη γνώρισα, κάναμε διάφορα και μετά πήγα μαζί της στην Αγγλία. Έγραφαν πολλά οι εφημερίδες. Ο έρως, υπόψιν, δεν είναι πολύ καλή δουλειά. Συχνά δεν σε αφήνει να μην στενοχωρηθείς. Σου επιβάλλεται περισσότερο από τη βούληση του εαυτού σου. Και εμένα δεν μου αρέσει να στενοχωριέμαι».
«Τώρα είμαι μόνος μου και δεν μπορώ να μείνω με άνθρωπο, διότι ξεσυνήθισα. Δεν είναι καθόλου καλό αυτό βέβαια, αλλά δεν μου πάει πια. Εγώ τη νύχτα δουλεύω με τα βιβλία μου μέχρι τις 12 το βράδυ, κοιμάμαι και στις 3 το πρωί ξυπνάω. Ετοιμάζω τσάι, βλέπω κανά φίλμ και ξανακοιμάμαι. Το πρωί πηγαίνω στο δήμο, είμαι ειδικός σύμβουλος του δημάρχου, δεν κατεβαίνω πια σε ψηφοδέλτιο, βγήκα πέντε φορές πρωτοδεύτερος. Θέλω να παραιτηθώ, αλλά δεν με αφήνουνε. Ο Κακλαμάνης δουλεύει πολύ. Τώρα θέλω να ξαναβάλω τα παλιά αγάλματα που υπήρχαν στα κτήρια της Αθήνας, βρήκα τα καλούπια στην Αυστρία. Αυτός είναι ο στόχος μου. Έρχομαι στο σπίτι μου στο Παλιό Φάληρο στις 2 το μεσημέρι, τρώω και κοιμάμαι. Από τις 6 το απόγευμα γράφω τα βιβλία μου ή πάω σε εξόδους. Μου αρέσει πολύ να τρώω με φίλους. Κοσμική ζωή έχω κάνει πολύ στη ζωή μου, έβγαινα κάθε βράδυ. Τώρα τα βαρέθηκα όλα αυτά. Που να τρέχω; Δεν μπορώ να ξενυχτάω και να πίνω. Στη ζωή μου έχω πιει τον περίδρομο, ένα ολόκληρο εργοστάσιο βότκα».
«Το μεγάλο μου πάθος είναι τα αυτοκίνητα. Πηγαίνω κάθε τόσο στα γκραν πρι και συμμετέχω με το δικό μου αμάξι. Έχω μία μερσεντές διθέσια σπορ. Πάει πολύ γρήγορα, έχω πιάσει πρόσφατα 270 χιλιόμετρα. Επίσης, μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια, πήγα σε όλο τον κόσμο. Τα ωραιότερα μου ταξίδια τα έκανα στον Μαυρίκιο, προτού τον ανακαλύψουν όλοι αυτοί που σήμερα φωτογραφίζονται στα περιοδικά. Τώρα, δεν μπορώ να κάνω 11 ώρες ταξίδι από τη Γενεύη για να πάω εκεί. Κουράζομαι».
«Με το θάνατο είμαι συμφιλιωμένος. Έχω κάνει και την προτομή μου. Ίσως επειδή το θάνατο τον έζησα από πολύ κοντά στον πόλεμο, πέθαιναν δίπλα μου οι καλύτεροι μου φίλοι, τους είδα κομμάτια πλάι μου, συνήθισα. Μέσα στον πόνο μου όμως ήμουνα ευχαριστημένος, διότι εγώ την είχα γλιτώσει. Οι φιλίες είναι πιο σημαντικές από τον έρωτα, διότι αυτός πάντοτε τελειώνει. Οι φίλοι όμως δεν είναι για να λύνουν τα προβλήματα σου. Έχω πολύ καλούς φίλους, όμως τα προβλήματά μου είναι δικά μου και θα τα λύσω εγώ με τον τρόπο μου. Κανείς άλλος δεν ξέρει. Ποτέ δεν ήθελα τη γνώμη ενός “συμβουλίου” για να μου πει εμένα τι θα κάνω με τη ζωή μου».«Έχω μία κόρη, τη Μανίτα και τρία εγγόνια. Κανείς δεν μ έχει ποτέ τους “μπαμπά” ή “παππού”, “Ζάχο” με λένε όλοι. Η μητέρα της κόρης μου είναι η Δανάη η Κύρου της Εστίας. Όλα μου τα εγγόνια είναι προκομμένα. Δεν τους δίνω συμβουλές. Η μόνη συμβουλή που μπορώ να δώσω σε κάποιον, είναι να γίνει ανεξάρτητος οικονομικά. Περίπτερο, που λέει ο λόγος, να ανοίξει, να είναι δικό του. Να μην εξαρτιέται από άλλους».
«Καλά πέρασα στη ζωή μου. Η συνείδησις μου δεν με συγχύζει, είμαι πολύ καθαρός άνθρωπος και λέω πάντοτε την αλήθεια. Προχτές είδα τον Αβραμόπουλο και τον ρώτησα αν έχει γράψει τον επικήδειό μου. “Μωρέ ξέρω τι θα πω”, μου λέει, “πέθανε εσύ και θα τον φτιάξω εγώ”. Κάτω από τον τάφο μου γράφει: “Έζησα όπως ήθελα. Χαίρεται”. Ωραίο δεν είναι;».
Δημοσιεύθηκε στον "Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής" τον Μάιο του 2009.