8.8.09

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ: "ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΩ, ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΛΕΦΤΑ ΝΑ ΠΑΡΩ ΤΣΙΓΑΡΑ"


Παράσημά του λέει, είναι οι συνεργασίες του με τον Θεοδωράκη, με τον Χατζιδάκι, με τον Μούτση, τον Γκάτσο, τον Άκη Πάνου, το Σπανό, τον Μικρούτσικο, τον Παπαδόπουλο, την Νικολακοπούλου, τον Κραουνάκη και πολλούς άλλους. Εικονίσματα του, τα μεγάλα τραγούδια που έχει πει: «Αυτά τα χέρια», «Πιρόγα», «Ποτέ», «Ο Γιάννης ο φονιάς», «Ο τρελός», δεκάδες άλλα. Για όλους εμάς, χρυσός είναι η ίδια του η φωνή που αντέχει- αναλλοίωτη ακόμη- 40 χρόνια.
Στην Πλάκα τον ξέρουν με το μικρό του όνομα, του λένε ότι μεγάλωσαν με τη φωνή του, πως μαζί του ερωτεύτηκαν, ότι τίποτα δεν θα ήταν ίδιο στη ζωή τους χωρίς την χροιά απ το λαρύγγι του να ακούγεται από την οδό Θόλου. Κάποιοι θέλουν να βγάλουν φωτογραφία μαζί του, τον καλούν στο σπίτι τους για φαγητό, πρώτη φορά λένε τον συναντούν από τόσο κοντά, αλλά τον αισθάνονται δικό τους άνθρωπο, σαν μέλος της οικογένειά τους. «Έχω μια μεγάλη φωτογραφία του Μανώλη στο σαλόνι μου, μαζί με τον Θεοδωράκη», μου λέει ο κύριος Γιάννης, κάτοικος της περιοχής. «Δεν του το χω πει, γιατί καταλαβαίνω ότι αισθάνεται άβολα μ αυτά, αλλά εσύ γράψτο: Ο Μητσιάς υπήρξε πολύ κύριος στο ελληνικό τραγούδι». Ο ίδιος μου λέει πως δεν νιώθει πολύ καλά όταν συμβαίνουν κάτι τέτοια, «έχω ζήσει διάφορα, αλλά κάθε φορά ντρέπομαι μ αυτά, με τον κόσμο που είναι τόσο διαχυτικός». Στο καφενεδάκι της οδού Θρασυβούλου παραγγέλνει καφέ. Ελληνικό σκέτο με καϊμάκι.
«Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος από όσα έχω ζήσει στη ζωή μου. Στην πορεία μου έχω πει μερικά από τα πιο σημαντικά τραγούδια της γενιάς μου, η “Ελευσίνα”, το ξεκίνημά μου, είναι το ήμισυ του παντός. Γεννήθηκα στη Χαλκιδική, σε ένα μικρό φτωχικό ορεινό χωριό, τα Δουμπιά. Είμαι ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, έχω άλλα δύο αδέλφια. Αγροτική οικογένεια, πολύ φτωχικά χρόνια. Άθελά μου νομίζω πάντα ήθελα να γίνω τραγουδιστής, από μικρό παιδί έψελνα στην εκκλησία του χωριού μου, ενώ ο πατέρας μου είχε καφενείο και έφερνε κομπανίες με μεγάλους δημοτικούς τραγουδιστές εκείνης της εποχής με αποτέλεσμα να πηγαίνω πάντα εκεί, να τους ακούω και να τραγουδάω κάποιες φορές μαζί τους. Ακόμη και όταν πήγα να σπουδάσω στη Θεσσαλονίκη, είχα γραφτεί στη χορωδία Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος, ήμουνα ο τενόρος. Υπήρξα ζωηρό παιδί στο χωριό, αλλά δεν έκανα ατασθαλίες. Θυμάμαι που κάναμε καντάδες στα κορίτσια, περισσότερο όμως για να εκφραζόμαστε οι ίδιοι. Ταυτόχρονα, δούλευα στα χωράφια μαζί με τον πατέρα μου. Από τη μέρα που γεννήθηκα ήμουνα μέσα στα καπνά μαζί με τους καπνοκαλλιεργητές, δεν έζησα Κυριακές και αργίες, αλλά έτσι ήτανε τότε τα χρόνια, πολύ δύσκολα. Αυτό με ωρίμασε».
Εφηβεία, μετακόμιση στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, δικτατορία. «Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, εγώ ήμουνα ήδη πολιτικοποιημένος στη Θεσσαλονίκη και, τον Σεπτέμβριο του 1967, με συνέλαβαν. Οι πρώτες 41 ημέρες που ήμουνα στην απομόνωση ήταν πολύ σκληρές, είχα ήδη περάσει το πρώτο στρατοδικείο. Έζησα πολύ σκληρά βασανιστήρια, 40 αστυφύλακες με έδερναν σχεδόν καθημερινά, έβγαζα αίμα, με έπλεναν κάτω από μία βρύση και μετά με ξαναέδερναν. Ύστερα με μετέφεραν στον Γιεντί Κουλέ και εκεί όλα μου φάνηκαν σαν κολλέγιο, κοιμόμασταν μαζί οι 41 κατηγορούμενοι, τραγουδούσαμε, περνούσαμε καλά, ήρεμα πράγματα σε σχέση με όσα είχα ζήσει λίγο πιο πριν. Τελικά, βγήκα επειδή έδωσε χάρη ο Παπαδόπουλος. Από εκεί κι έπειτα άρχισε η καριέρα μου. Ξεκίνησα να τραγουδάω επειδή ήταν παραμονές Χριστουγέννων, δεν είχα λεφτά να πάρω τσιγάρα και οι φίλοι μου μου έλεγαν να πάω σε ένα μαγαζί για να βγάζω μεροκάματο. Το συγκεκριμένο μαγαζί βρισκόταν στην πλατεία Ναβαρίνου, στη Σαλλονίκη. Στην αρχή ντρεπόμουνα. Οι φίλοι μου, μου έλεγαν “πάμε και δεν θα το μάθει κανείς, πάμε να βγάλουμε λεφτά”. Ήμασταν τρία άτομα, οι άλλοι δύο έπαιζαν πιάνο και μπουζούκι και εγώ θα έκανα τον τραγουδιστή. Ήταν ένας χώρος ο οποίος μόλις που χώραγε 30 άτομα και τελικά, φύγαμε από εκεί με ένα τάλιρο καθένας. Μέσα σε μία εβδομάδα έγινα γνωστός σε όλη τη Θεσσαλονίκη, ουρά απέξω για να μ ακούσουν, στέκονταν 300 άτομα κάθε βράδυ και ο μαγαζάτορας έδιωχνε κόσμο γιατί δεν είχε που να τους βάλει να καθίσουν. Ύστερα, πήγα στην μπουάτ 107 στην Καμάρα- λεγόταν έτσι, επειδή είχε 107 καθίσματα- την οποία είχαν φτιάξει οι φοιτητές του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης. Κατά καιρούς ανέβαιναν διάφορα άτομα στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα, όπως ο Ζωγράφος και η Αστεριάδη, και έτσι με ανακάλυψαν. Στην Αθήνα, τραγουδούσα στις Τζιτζιφιές, σε ένα κέντρο μαζί με την Σωτηρία Μπέλλου και τον ρεμπέτη Γιώργο Λάφκα. Η Μπέλλου τότε ήταν στα πολύ πάνω της, περνούσε ο συνθέτης Παπαϊωάννου από εκεί, ο τυφλός ο Μπαγιαντέρας και ζούσαμε σκηνές που θα ζήλευε σήμερα ο κάθε ένας επονομαζόμενος “λαϊκός τραγουδιστής”. Μία φορά τόλμησε κάποιος να σηκωθεί για να κάνει σαματά και η Μπέλλου πήρε μία καρέκλα και του την έφερε στο κεφάλι, της έλεγαν θυμάμαι αργότερα να ξεκινάει να τραγουδάει στις 8 το βράδυ για φοιτητές που θα ήταν πιο φτηνό το εισιτήριο και έλεγε “εγώ με ήλιο, ποτέ δεν τραγουδάω”. Από το 70 μέχρι το 84 τραγουδούσα στην Πλάκα, με πολλούς παλιούς αλλά και νέους τραγουδιστές της εποχής όπως τη Βούλα Σαββίδη, τη Δήμητρα Γαλάνη, την Άννα Βίσση- προτού αλλάξει ρεπερτόριο. Εκεί με άκουσε τυχαία και ο Δήμος ο Μούτσης, μου είπε πως του άρεσε η φωνή μου, πως ήθελε να δουλέψουμε μαζί, να ετοιμάσουμε δίσκο. Ενώ με παρακάλαγε ο Πατσιφάς και αργότερα ο Μάτσας, εγώ προτίμησα να πάω στην Columbia του Λαμπρόπουλου γιατί τη θεωρούσα πολύ ανώτερη εταιρεία από τις άλλες, αφού εκεί ηχογραφούσαν όλοι οι μεγάλοι. Ο Τσιτσάνης, όταν πρωτοσυνεργαστήκαμε, μου έλεγε θυμάμαι πριν ηχογραφήσω το πρώτο μου τραγούδι ότι “όποιος τραγουδιστής ξεκινάει από την Columbia, γίνεται κατευθείαν λοχαγός, δεν είναι φαντάρος”. Αυτό, λοιπόν, έκανα. Κάθε απόγευμα, νέος εγώ ακόμα, συζητούσα με τον Τσιτσάνη. Αυτό ήταν το πανεπιστήμιό μου».
«Το 68, τραγουδούσα στην Απανεμιά, στην οδό Θόλου, παντελώς άγνωστος αλλά μετά, όταν βγήκε η πρώτη μεγάλη επιτυχία, άλλαξαν όλα. Με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν κάθε βράδυ, μου έδιναν χρυσά εικονίσματα για να με φυλάει ο Θεός. Εγώ δεν τα ήθελα όλα αυτά, ήμουνα συγκρατημένος, ντροπαλός. Ο Χατζιδάκις μου έλεγε πάντα “να κάνεις κάτι που να εκφράζει τον εαυτό σου, να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη κάθε πρωί και να μην ντρέπεσαι”. Αυτό το ακολουθώ μέχρι σήμερα. Θυμάμαι τον Γκάτσο να είναι ο σοφός της παρέας- μεταξύ αυτών ο Ελύτης, ο Ξαρχάκος, ο Μούτσης-, εκεί στου Φλόκα που κάθονταν. Ο Μίκης είχε μία εκπληκτική ενέργεια, είχε ερωτική σχέση με το τραγούδι και χιούμορ. Πάντα μου έκανε εντύπωση η αντρειοσύνη του. Θυμάμαι, όταν είχαμε πάει στον Καναδά να παίξουμε το Άξιον Εστί, αρχές του 90, οι Σκοπιανοί απειλούσαν τον Θεοδωράκη να τον σκοτώσουν, αλλά αυτός γέλαγε, τους έλεγε “ελάτε, σκοτώστε με”. Ποτέ δεν μετάνιωσα για συνεργασίες μου. Όταν μετά ξεπεράστηκε ο τρόπος διασκέδασης στην Πλάκα, αναγκάστηκα να πάω στην παραλία, στα μεγάλα μαγαζιά. Αλλά και εκεί έλεγα αυτά που ήθελα, τολμούσα να τραγουδάω το “κι αν ο αγέρας φυσά” του Σεφέρη, σε ένα μαγαζί που τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης και η Μοσχολιού. Ερχόταν ο ιδιοκτήτης και μου έλεγε “θέλω να είσαι εσύ τώρα, όπως ήταν παλιά ο Μπιθικώτσης, να το πάρεις επάνω σου, γύρω από εσένα να είναι όλοι”. Τρομακτικά πράγματα. Έχω δουλέψει με πολύ σημαντικά άτομα, αλλά και με ανθρώπους που είχαν τέτοια μιζέρια και γκρίνια που έλεγα “αμάν, να τελειώνουμε”».
Τον διακόπτουν. Το κινητό του χτυπάει για τρίτη φορά, μου ζητάει συγνώμη, αλλά «είναι η συναυλία στο Ηρώδειο και έχω μεγάλη προετοιμασία γι αυτήν και πολύ άγχος», απομακρύνεται για να μιλήσει. Ο σερβιτόρος τελειώνει τη βάρδια του, του φέρνει ένα χαρτί να του υπογράψει για να το δώσει στη μάνα του που τον άκουγε στο Zoom, του λέει πως είναι όλα κερασμένα. «Θέλετε να με σκοτώσουν στο σπίτι που δεν κέρασα κοτζάμ Μητσιά, έναν καφέ;», του λέει. Επιμένει, αλλά τελικά το δέχεται. «Ακούω πολλά είδη τραγουδιού. Αυτοί που μ αρέσουν από τους καινούργιους είναι ο Μάλαμας, ο Μαχαιρίτσας, ο Περίδης. Αν ένα τραγούδι είναι ποπ ή ροκ, εμένα δεν με νοιάζει φτάνει να μ αρέσει, να μου λέει κάτι. Μέχρι και τη Γιουροβίζιον είδα. Το εγγλέζικο τραγούδι μου άρεσε, αλλά όχι το τραγούδι του Ρουβά, παρόλο που ο ίδιος ήταν πολύ καλός. Το τραγούδι του Ρουβά δεν κατάλαβα τι έλεγε, δεν είχε ρίζα, δεν είχε ελληνικότητα. Όταν έχω ελεύθερο χρόνο μου αρέσει να διαβάζω- κυρίως ποίηση-, αλλά και να μπαίνω στο internet, σε κάτι blogs που μου αρέσουν τα κείμενα έτσι όπως τα γράφουν. Είναι δε τόσο καλά που μερικές φορές σκέφτομαι κρίμα που δεν τα υπογράφουν κιόλας, να ξέραμε ποιος είναι αυτός ο μαέστρος του λόγου. Επίσης διαβάζω όλες τις εφημερίδες μέσα από τις ιστοσελίδες τους, το προτιμώ πια, το συνήθισα. Μένω βόρεια, στην Εκάλη, μου αρέσει να περπατάω εκεί, παρόλο που η θάλασσα μου αρέσει πιο πολύ, το αεράκι της. Βγαίνω συχνά έξω με φίλους, με τον φίλο μου τον Αλέκο το Φασιανό, το Δημήτρη τον Νανόπουλο τον φυσικό όταν έρχεται από την Αμερική. Όταν μου μιλάει για το σύμπαν, τρελαίνομαι. Φίλοι μου επίσης είναι ο Φώτης ο μανάβης και ο Νίκος που έχει καφετέρια και μιλάμε για τα ποδοσφαιρικά μας».
«Είμαι παντρεμένος 35 χρόνια, όσα περίπου και η καριέρα μου, με την Ευαγγελία. Ερχόταν στην Πλάκα να με ακούει, μου άρεσε πολύ και της την έπεσα. Κάναμε δεσμό, πήγα επίσημα και την ζήτησα από τους γονείς της, αυτοί συμφώνησαν και παντρευτήκαμε. Ο γάμος είναι θέμα τύχης. Ένα πολύ μεγάλο μέρος της καριέρας μου οφείλεται στη Λίτσα. Το ότι δεν συμβιβάστηκα ποτέ και με τίποτα, το χρωστάω αποκλειστικά σ εκείνην. Η γυναίκα μου δεν ήταν απαιτητική. Έβαζε πάντα εμένα μπροστά και μετά τον εαυτό της, δεν την ενδιέφεραν τα λούσα. Όποτε πηγαίναμε στο εξωτερικό για τις συναυλίες μου, πάντοτε κοίταζε να ψωνίσει πρώτα κάτι για μένα και μετά για τον εαυτό της. Ακόμη και όταν είχαμε πολύ λίγα χρήματα. Έχουμε ένα γιο, το Μίλτο, που είναι 33 χρόνων. Δεν ασχολείται με το τραγούδι, είναι οδοντίατρος. Είμαι πολύ περήφανος γι αυτόν, έκανε το διδακτορικό του, το μάστερ του, διδάσκει τώρα και στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Η γυναίκα μου ποτέ δεν ζήλεψε τις θαυμάστριες, παρά τον πανικό που γινόταν. Καθόταν μάλιστα και απαντούσε αυτή τα γράμματα που μου έστελναν. Δεκάδες γράμματα. Τα κρατάω και σήμερα σε σακούλες. Αλίμονο αν δεν υπήρχαν οι θαυμάστριες, θα ήμουνα νεκρός καλλιτεχνικά».
«Μερικές φορές κάθομαι και σκέφτομαι ότι στην καριέρα μου δεν θα έπρεπε να είμαι τόσο ευκολόπιστος, τόσο αφελής. Ήμουν πάντα ένα παιδί χαμογελαστό και θυμάμαι που μου έλεγαν οι παλιοί “σε λίγο θα σου κοπεί το γέλιο, η δουλειά που κάνεις είναι πολύ σκληρή”. Πράγματι. Έτσι έγινε. Στην πορεία αντιμετώπισα πολλές ίντριγκες, βοήθησα όσους περισσότερους μπορούσα, αλλά ελάχιστα ήταν τα ευχαριστώ που πήρα. Ίσως να έπρεπε να ήμουνα πιο προσεκτικός με κάποιες συνεργασίες μου, να κοίταζα πρώτα τον εαυτό μου. Δυστυχώς, πονηρεύτηκα πολύ αργά, στα 40 μου χρόνια. Στα οικονομικά μου, ήμουνα επίσης πολύ κακός. Μου έδιναν παραπάνω χρήματα και εγώ έλεγα “μωρέ, κι αυτά μου φτάνουν”. Όλα αυτά όμως συνέβαιναν επειδή ήμουνα από πολύ παιδί, χορτάτος. Δεν είχα πείνα για υλικά αγαθά, γι αυτό και δεν τα απαιτούσα ποτέ. Θα μπορούσα να είχα βγάλει πολλά λεφτά από αυτή τη δουλειά, αλλά έβγαλα τόσα όσα χρειαζόμουνα για να ζω αξιοπρεπώς- ούτε καν πλούσια. Μου έλεγαν να πάω να τραγουδήσω στα παραλιακά μαγαζιά της εποχής, με 20 φορές παραπάνω χρήματα από όσα έπαιρνα αλλού και έλεγα “όχι”, για να είμαι πιστός στο ρεπερτόριό μου. Το είχα αναφέρει τότε στον Γκάτσο και γέλαγε. Μου έλεγε “γιατί νομίζεις εκεί στην Πλάκα που τραγουδάς, σε αγαπάνε; Τη δουλειά τους όλοι κάνουν. Έρχονται σ εσένα επειδή είναι πιο φθηνός από τα άλλα μαγαζιά. Όταν πάρει ο Έλληνας το πρώτο του χιλιάρικο θα πάει να το φάει στα μπουζούκια, δεν θα ρθει σ εσένα”. Τελικά, είχε δίκιο».
«Ακόμη δεν με έχει κουράσει το τραγούδι, αισθάνομαι ότι κάθε φορά έχω να πω καινούργια πράγματα. Μου αρέσει που λέω την “Αθανασία” και την μαθαίνουν τα νέα παιδιά και τραγουδάνε μαζί μου. Αυτό είναι το μέλλον. Είμαι 62 χρονών και απολύτως χορτασμένος. Για ένα πράγμα είμαι περήφανος στη ζωή μου: Δεν παρακάλεσα ποτέ κανέναν να μου δώσει ένα τραγούδι. Ό,τι τραγούδι είπα, το είπα επειδή το ήθελαν οι δημιουργοί. Με τη δική μου αξία».
Δημοσιεύθηκε στον "Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής" - ένθετο "ET Weekly" τον Ιούνιο του 2009.