12.9.11

ΜΑΡΙΑ ΣΟΛΩΜΟΥ: "ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΝΑ ΞΑΝΑΕΡΩΤΕΥΤΩ"


Ο ψηλός, γυμνασμένος άντρας, ο Παντελής, που βρισκόταν στην είσοδο του Mercedes club του Βασίλη Τσιλιχρήστου, στη λεωφόρο Ποσειδώνος, γνώριζε πολύ καλά τη μεσαίου αναστήματος εκείνη κοπέλα που ερχόταν από τις 12 το βράδυ, φορούσε πάντα μαύρα ή λευκά ελαστικά κολάν, με πολύ σγουρά μαλλιά που έφταναν μέχρι τη μέση της, κολλημένα πίσω σε μία κοτσίδα με ζελέ που έβαζε αναγκαστικά- αν και δεν ήθελε- για να μην πέφτουν μπροστά στα μάτια της, όταν θα χόρευε Ντουράν Ντουράν, Γουάμ, Μπίλι Άιντολ, Σαμάνθα Φοξ, Κρις Ρία, Ρικ Κάστλει και Μαντόνα. Τη θυμάται που, από τα 15 της μόλις χρόνια, ερχόταν σχεδόν κάθε βράδυ τα Καλοκαίρια για να χορέψει μαζί με τα ξαδέλφια της κάτω από την μοναδική ντισκομπάλα που βρισκόταν στο κέντρο του μαγαζιού- ανάμνηση από κάποια λησμονημένα 80s- και να φεύγει, κατά τις 2 τα ξημερώματα, για να μην αργήσει στην επιστροφή της στο σπίτι όπου έμενε με τους γονείς της, στη Βάρκιζα. Ήταν η μικρότερη που έμπαινε εκείνη την εποχή στο Mercedes. Και την ήξεραν όλοι. «Μαράκι» τη φώναζαν.
 Δεν ήταν δύσκολο να μάθει κάποιος το όνομά της αφού- σχεδόν απότομα, χωρίς να θυμάται ακριβώς το κομβικό εκείνο σημείο που συνέβη- η Μαρία είχε αποφασίσει να διαγράψει για πάντα το μικρό εκείνο 7χρονο κοριτσάκι που κάποτε υπήρξε, που καθόταν αμίλητο στην αγκαλιά της μητέρας του, όποτε η οικογενειακή της φίλη, η Τίνα, την καλούσε σε παιδικό πάρτυ, στο πατρικό της στην Πατησίων. «Ήμουν πολύ μοναχικό και κλειστό παιδί, έπρεπε να περάσει πάρα πολλή ώρα για να μπορέσω να εγκλιματιστώ κάπου», λέει η Μαρία ένα ηλιόλουστο μεσημέρι του Απριλίου σε κάποιο café της οδού Μηλιώνη, στο Κολωνάκι. «Ντρεπόμουν να πιάσω τα άλλα παιδάκια και να τους πω “έλα να παίξουμε”, μπορεί να πίστευα ότι θα τους υποχρέωνα να το κάνουν και δεν το θελα, προτιμούσα να έχω αρκετή οικειότητα προηγουμένως για να αποκτήσω τέτοιο “θάρρος”. Δεν ξέρω πώς την είχα ακούσει τότε. Εγώ ζητούσα συνέχεια τη μαμά μου». Όλα αυτά όμως άλλαξαν, όταν έγινε 12 χρόνων. Ήταν τότε που ξεκίνησε να ζει μία «περίεργη» εφηβεία- όπως είναι άλλωστε όλες οι εφηβείες: Εναντιώθηκε στους γονείς της, τους «ακύρωσε» κάποιες φορές, ήθελε να κάνει μόνο το δικό της χωρίς να επεμβαίνει κανείς στα θέλω της. «Σηκώθηκα ξαφνικά από τη φούστα της μάνας μου και ήθελα να είμαι ανεξάρτητη, μόνη μου και ελεύθερη», λέει. Εκείνη την περίοδο θυμάται ότι είχαν ξεκινήσει οι ομηρικοί καβγάδες με τη μητέρα της, τα «που ήσουν;» και «τι έκανες;» ενώ θυμάται τον εαυτό της να φεύγει με άλλα ρούχα, πιο σεμνά, πιο «άκακα» απ το σπίτι, να αλλάζει μέσα στο αυτοκίνητο των αγοριών συγγενών της που τη συνόδευαν, να βάζει κοντή φούστα, λίγο πιο πάνω απ το γόνατο, μαύρες μπότες και μπλουζάκια και να βάφεται προσεκτικά κοιτώντας τον εαυτό της στο μικρό καθρεφτάκι. Ήταν λίγο μετά που η Μαρία ξεκίνησε να πηγαίνει με τα ξαδέλφια της σε μία τζελατέρια της Βάρκιζας (που τώρα έχει γίνει τράπεζα) ή στο «Παγωτό» στη Βουλιαγμένη, μαζί με την κολλητή της την Έλλη, κάνοντάς το εφηβικό στέκι και «διασκεδάζοντας foul extra». Σε αυτή την ηλικία, γύρω στα 14, βγήκε για πρώτη φορά και πήγε για να χορέψει στον «Ειρηνικό» (που τότε έπαιζε ακόμη και ελληνικά: Λευτέρη Πανταζή, Άντζελα, το «τα λόγια είναι περιττά» της Μαρινέλλας) και, όπως λέει, «έπαθα πολιτισμικό σοκ εκεί». Εκείνη την εποχή γνώρισε και τον πρώτο της μεγάλο έρωτα, τον Τάσο, τον leader της παρέας, που ανέβαινε στη μηχανή του, έκανε σούζες και η Μαρία ζήλευε θανάσιμα την ανεξαρτησία του, την αυτοπεποίθησή του, τον τρόπο του. Μπορεί, κατά βάθος, και να ήθελε να του μοιάσει. «Για πολλά χρόνια ο Τάσος ήταν ο μεγάλος μου έρωτας, αλλά στην πορεία η σχέση μας είχε γίνει on and off. Μέχρι τα 20 μου χρόνια, ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του, κόλλησα, έπαθα εμπλοκή. Αυτοί οι τύποι μου άρεσαν πάντα. Ποιοι θα μ άρεσαν; Οι κολλημένοι με τη μαμά τους; Εγώ πάντα επιζητούσα μία ανεξαρτησία στη ζωή μου, γι αυτό και μου άρεσε πολύ όταν την έβλεπα στον άλλον».
Από τότε είχε αποφασίσει ότι δεν ήθελε οι άντρες που βρίσκονταν μαζί της να την καταπιέζουν, να την ζηλεύουν, να της δεσμεύουν ακόμη και ένα μικρό κομματάκι από την πολύτιμη ελευθερία της- το πιο σημαντικό της ζωής της, μέχρι σήμερα. «Ήμουν και είμαι πολύ διαχυτική με τους ανθρώπους και, για μία μεγάλη περίοδο της ζωής μου, δεν είχα ανάγκη από έναν σύντροφο. Αν και ήμουν σχεδόν πάντα σε σχέσεις, η μεγαλύτερη μου ανάγκη ήταν για διασκέδαση. Ποτέ δεν θυμάμαι να έχω βγει με τις φίλες μου για να φλερτάρουμε, να βρούμε γκόμενους. Ήμουν περισσότερο για την πάρτυ μου. Μπορεί να έβγαινα με τον σύντροφο μου αλλά είχα και δύο φορές τη βδομάδα που έλεγα “απόψε θα βγω με τις φίλες μου” και βγαίναμε μόνες μας, χωρίς άντρες. Υπήρχε έρωτας, αγάπη, καψούρα και όλα τα σχετικά, αλλά ποτέ δεν θυμάμαι τότε να είχα μείνει στο σπίτι των γκόμενων μου, δεν υπήρχε αυτή η ευκολία». Μέσα στα χρόνια άλλαξε κατευθύνσεις και τρόπο σκέψης: Σταμάτησε απ το επάγγελμα της αεροσυνοδού που έκανε μετά το σχολείο της, μέχρι τα 21 της χρόνια, επειδή βρήκε τυχαία στην «Ελευθεροτυπία» που διάβαζε ο δικαστής πατέρας της μία αγγελία για νέους που θα ήθελαν να ασχοληθούν με το θέατρο στον Ίασμο που άνοιγε εκείνη την εποχή (πέρασε με την πρώτη με μόνο μία μέρα μελέτη σε θεατρικά κείμενα), έπαιξε σε θεατρικά και σήριαλ που την έκαναν αναγνωρίσιμη, έκανε δηλώσεις σε συνεντεύξεις της που την έκαναν εξώφυλλο και ταυτόχρονα «αγαπημένο παιδί των δημοσιογράφων» που ζητούσαν κάποιον έλληνα star που να μην λέει τα τετριμμένα, όπως «ο γάμος είναι πεταμένα λεφτά» (για τις οποίες σήμερα δηλώνει «έχω μετανιώσει για ό,τι έχω πει, παρόλο που τα πιστεύω όλα και θα προσπαθήσω στο μέλλον να μην ξαναπώ βαρύγδουπες δηλώσεις») ενώ, στην προσωπική της ζωή, για τρία χρόνια ήταν ζευγάρι με τον Μάριο Αθανασίου, με τον οποίο απέκτησαν τον πεντέμισι ετών σήμερα Αλέξανδρο και, εδώ και ενάμιση χρόνο, είναι σε σχέση με τον Πάνο Μουζουράκη. Με τον οποίο είναι- και φαίνεται- πολύ ερωτευμένη. «Με τον Πάνο λειτουργώ σαν να είμαι 15 χρόνων, έχοντας όμως τη γνώση όλων όσων έχω ήδη ζήσει. Ενώ ο έρωτας τα ισοπεδώνει όλα, σε κάνει παιδάκι, βλάκα ή κακό, αισθάνομαι ότι υπάρχει διαφορά στο σήμερα, λόγω ηλικίας. Στα 13 μου πίστευα ότι θα πεθάνω για αυτόν με τον οποίο είμαι ερωτευμένη και πως δεν θα ξαναερωτευτώ ποτέ άλλον άντρα στη ζωή μου. Τώρα δεν το πιστεύω αυτό, απλά δεν με ενδιαφέρει να ξαναερωτευτώ. Μακάρι αυτό που ζω τώρα να κρατήσει όσο γίνεται περισσότερο. Εγώ έχω στιγμές απαισιοδοξίας, ο Πάνος όμως είναι πάντα αισιόδοξος. Όταν λοιπόν έχεις δίπλα σου έναν τέτοιο άνθρωπο, αυτό αναγκάζει και εσένα να σκέφτεσαι διαφορετικά- χωρίς όμως να πάθω μετάλλαξη, γιατί συνεχίζω να έχω “μαυρίλες”. Εγώ, όταν βλέπω σύννεφα, θα πω “θα βρέξει”, ο άλλος όμως θα μου πει “τι ωραία που θα ναι, αν βρέξει!”, αλλάζοντάς μου έτσι την οπτική των πραγμάτων. Άλλωστε, στη ζωή μου, έχω μάθει να σκέφτομαι το χειρότερο έτσι ώστε, όταν έρχεται αυτό, να μην πέφτω από τα σύννεφα. Πάντα περιμένω την καταστροφή οπότε, ό,τι λιγότερο έρθει, είναι αισιόδοξο για μένα. Δεν θέλω να είμαι γιούργια και ξαφνικά να φάω τη χλαπάτσα- όποια κι είναι αυτή. Αυτή ίσως να είναι και η δικλείδα ασφαλείας μου στη ζωή». Η σχέση της με τον πρώην σύντροφό της, τον Μάριο Αθανασίου, λέει πως είναι πολύ καλή, πως αγαπιούνται και πως λειτουργούν κάπως σαν «σύμμαχοι» στη σχέση τους με το γιο τους. «Με το Μάριο δεν ακολουθούμε το σουηδικό μοντέλο, δεν συζητάμε τα προσωπικά μας, μιλάμε μόνο για τα οικογενειακά μας. Η σχέση μας είναι “μπαμπά” και “μαμάς”». Ο Αλέξανδρος είναι η μεγαλύτερη αδυναμία της ζωής της- κι ας ακούγεται σαν κακόγουστο κλισέ για το δικό της χαρακτήρα. Το πιστεύει απόλυτα και συγκινείται κάθε φορά που μιλάει για εκείνον. «Ο γιος μου είναι ανθρωπάκι κανονικό πια», λέει καθώς βγάζει τα μαύρα της γυαλιά. «Δεν μιλάει πολύ, είναι αρκετά κλειστό παιδί, όπως υπήρξα κι εγώ κάποτε. Δεν νομίζω ότι είμαι μία αυστηρή μαμά μαζί του, αλλά προσπαθώ να βάζω όρια. Ουσιαστικά τον αφήνω να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι του κάνω όλα τα χατίρια. Τελευταία ήθελε να του δείξω φωτογραφίες, από τότε που ήμουνα εγώ μικρή και να του εξηγώ για τη γιαγιά του που ήταν η μαμά μου ή για τη γιαγιά μου που τώρα δεν ζει. Χαιρόταν. Και, δεν ξέρω αν το χουν όλα τα παιδιά αυτό, αλλά ο δικός μου δεν μπορεί να καταλάβει ακόμα τις σχέσεις ή τις έννοιες, δεν μπορεί για παράδειγμα να ξεκαθαρίσει στο μυαλό του ότι η γιαγιά του είναι και μαμά μου». Δεν θέλει δεύτερο παιδί. Και δεν σκέφτεται καν τη συγκεκριμένη απάντηση. Τα έχει ξεκάθαρα στο μυαλό της. Ακόμη και αν της το ζητήσει ο Πάνος; «Νομίζω πως δεν θα μου το ζητήσει. Εγώ πάντως δεν θέλω», λέει και βιάζεται να μιλήσει για τη θεατρική παράσταση στην οποία θα πρωταγωνιστήσει σε λίγες μέρες, τη «Μις Τζούλι», στο «Τόπος αλλού», στην Κυψέλη, για την οποία είναι ιδιαίτερα ενθουσιασμένη. «Είναι ένα έργο που γράφτηκε τέλη του 1800 από τον Στρίνμπεργκ, διασκευασμένο από τον Πάτρικ Μάρμπερ ως After Miss Tzouli, για να συμβαίνει γύρω στο 1945. Η μις Τζούλι είναι μία κακομαθημένη πλούσια η οποία πιστεύει ότι με το κύρος, τα λεφτά και το στάτους της μπορεί να κάνει τα πάντα και να βγει αλώβητη απ αυτό. Μέχρι που αποφασίζει να φλερτάρει με τον οδηγό του πατέρα της, τον Τζον, που υποδύεται ο Μάξιμος Μουμούρης. Εκεί αλλάζουν όλα στη ζωή της. Την παράσταση σκηνοθετεί η Μίνα Αδαμάκη, συμμετέχει ακόμη η Τζωρτζίνα Παλαιοθεοδώρου, στα φώτα είναι η Κατερίνα Μαραγκουδάκη και τα κοστούμια επιμελείται η Μίκα Πανάγου. Είμαι πολύ περήφανη γι αυτή τη δουλειά και εύχομαι να πάει καλά!». Πίνει την τελευταία γουλιά από τον λάττε ντικάφ καπουτσίνο της και ετοιμάζεται να πάει στην πρόβα της. Την τηλεόραση δεν τη σκέφτεται για την επόμενη χρονιά («και πώς να τη βάλω στο πρόγραμμά μου, με αυτή την κρίση;», λέει), δεν μπορεί άλλο να αγχώνεται για το μέλλον της, να σταματάει στα φανάρια των δρόμων με το αυτοκίνητό της και να βάζει τα κλάματα από τα νεύρα και το άγχος της επειδή δεν προλαβαίνει να πάει από τη μία δουλειά στην άλλη, να τα βλέπει σχεδόν όλα μαύρα- όπως δηλαδή έκανε μέχρι τώρα. Η Μαρία έχει χαλαρώσει πια. Έχει ηρεμήσει. Ή είναι πραγματικά πολύ ερωτευμένη. 
Δημοσίευση στο περιοδικό In Style, τον Μάιο του 2011.