12.9.11

ΖΩΖΩ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ: "ΑΛΛΟΙ ΓΕΡΝΑΝΕ ΣΤΑ 40 ΤΟΥΣ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΜΕΓΑΛΩΝΩ"



Μια ζωή στο θέατρο, στη σκηνή, στον κινηματογράφο, στην πίστα, η «βασίλισσα της νύχτας» Ζωζώ Σαπουντζάκη, παραμένει μύθος. Όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Στο «κάντε πέρα να περάσω», όλοι όσοι βρέθηκαν στο Αττικό Άλσος την περασμένη Τρίτη, την πήραν στα χέρια τους, την σήκωσαν ψηλά, της φώναζαν «Θεά! Θεά! Ζωζώ για σένα ζω!» απ τις κερκίδες, κάποιοι ανέβηκαν στη σκηνή και υποκλίθηκαν μπροστά της, την αποθέωσαν. Της περιγράφω την εικόνα, στο σπίτι της, στην Κινέττα όπου συναντιόμαστε, Κυριακή απόγευμα και μου λέει πως αισθάνεται πολύ ευτυχισμένη για όλα όσα έχει ζήσει. Με κερνάει παγωτίνια, καφέ, μπισκότα, «πρώτη φορά ήρθες στο σπίτι μου, να μην σε φιλέψω;», μου λέει και κοιτάει προς τη θάλασσα της Κινέττας.
«Εγώ την έφτιαξα τη ζωή μου. Κι αν δεν είναι τέλεια, εγώ φταίω γι αυτό. Δεν με ενδιαφέρουν οι χαρακτηρισμοί “βασίλισσα της νύχτας”, “μοιραία γυναίκα” και όλα αυτά. Εμένα μου αρέσω, έτσι όπως είμαι. Είμαι η Ζωζώ, είμαι αληθινή, είμαι η γυναίκα που έχω δουλέψει πάρα πολύ σκληρά στη ζωή μου- από μωρό παιδί, σχεδόν από την κούνια της μάνας μου-, είμαι αγνή και ευκολόπιστη. Αν μου πεις το μεγαλύτερο ψέμα- και ξέρεις να το πεις ωραία-, εγώ θα σε πιστέψω. Αυτό είναι και κακό, γιατί την έχω πατήσει πολλές φορές στη ζωή μου από αυτή μου την αφέλεια, ιδιαίτερα στην προσωπική μου ζωή. Πίστεψα και πόνεσα».
«Ήμουνα πολύ δυνατή στη δουλειά μου, δεν καταλάβαινα τίποτα, δεν φοβήθηκα ποτέ, είχα απαιτήσεις από τον εαυτό μου, δεν ήμουνα ποτέ ευχαριστημένη από μένα- από τον τρόπο που έπαιζα ή από τον τρόπο που χόρευα-, έλεγα “αυτό, δεν είναι καλό, έπρεπε να το κάνω καλύτερο” κι ας μου λεγαν οι άλλοι τα μπράβο τους. Η τελειομανία, μερικές φορές, είναι κακό πράγμα. Κι εγώ βασανίστηκα πολύ απ αυτό. Ήμουν υπερβολική, ήθελα από την κορφη μέχρι τα νύχια να είναι όλα σωστά σε ό,τι κάνω: Από το παπούτσι μου, μέχρι το φουστάνι μου, από τη νότα που τραγουδούσα μέχρι το βηματισμό μου στο χορό. Άμα κάτι δεν ήταν τέλειο μ έπιανε θλίψη, καθόμουνα στο σπίτι μου κι έκλαιγα, δεν ήθελα επ ουδενί να απογοητεύω τους θαυμαστές μου».
«Έχω ζήσει πολλά και έξω από την Ελλάδα. Περπατούσα στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, με έδειχναν με το δάχτυλό τους οι αμερικάνοι και έλεγαν “This is Zozo”. Τους άρεσε το ταμπεραμέντο μου, η εμφάνιση που είχα, ο τρόπος μου. Θα έκανα μεγάλοι καριέρα αν έμενα στην Αμερική, αλλά μήπως δεν κάνω και εδώ που είμαι στο σπίτι μου; Εγώ ήθελα να έχω κοντά μου τους δικούς μου, τον πατέρα μου, την αδελφή μου τη Βάσω που λατρεύω, τον αδελφό μου το Θόδωρο που έχασα πολύ νέο».
«Στην προσωπική μου ζωή ήμουνα αδύναμη. Δυνατή έγινα το 1994, στις 20 Ιανουαρίου, όταν πέθανε ο άντρας μου ο Αντρέας, με τον οποίο ήμασταν 23 χρόνια μαζί. Μέχρι τότε δεν γνώριζα τι σήμαινε εφορία, ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, λογαριασμοί, δεν ασχολήθηκα ποτέ μ αυτά. Κλονίστηκα όταν τον έχασα, ένιωσα ότι χάνω τον κόσμο όλο, λύγισα, είπα “τώρα εγώ τι θα κάνω; Δεν ξέρω τίποτα!”. Την άλλη μέρα θυμάμαι, πήγα στο σπίτι μου στην Αθήνα και βλέπω πεταμένο κάτω από την πόρτα ένα χαρτί από μία τράπεζα, στην οποία ήταν τριτεγγυητής ο Αντρέας. Δεν είχε καμία ανάμειξη, αλλά εγώ φοβήθηκα. Ζητούσαν 5 εκατομμύρια και σκέφτηκα “αν έρχονται τώρα και μου ζητάνε λεφτά;”, είχα πλήρη άγνοια για όλα αυτά, σαν να μουνα κάποια που μόλις είχε έρθει από το χωριό. Εγώ ήξερα μέχρι τότε μόνο να χορεύω, να τραγουδάω, να ντύνομαι, να βάζω τα αρώματά μου, να πηγαίνω και να βλέπω τα ωραία ρούχα, να ξοδεύω λεφτά, δεν γνώριζα τίποτα από την πρακτική ζωή. Πήγα λοιπόν, και έκανα αποποίηση κληρονομιάς. Ο Αντρέας ήτανε πολύ κύριος, δεν ήξερε ποτέ ούτε τι παίρνω ούτε τι κάνω, μάζευε τα λεφτά και τα έβαζε στην τράπεζα. Δεν γνώριζα καν πόσα είχα. Άμα ήθελα, ας πούμε, μία ωραία γούνα πήγαινα από τη Σαμαρά στη Θεσσαλονίκη και την έπαιρνα χωρίς να ρωτήσω κανέναν. Ή αγόραζα ένα ωραίο δαχτυλίδι που μ άρεσε, γιατί έχω τρέλα με τα κοσμήματα. Ο Αντρέας μου έλεγε πάντα “ότι θες!”. Εγώ έκανα την τρέλα μου και η τρέλα μου ήταν η δουλειά μου, είμαι μεγάλο ψώνιο. Πολλοί μου λένε “μα δεν κουράστηκες;”. Ποτέ! Θέλω να κάνω ακόμη πράγματα, το αγαπώ αυτό που κάνω, το πιστεύω. Άλλοι γερνάνε στα 40 τους, εγώ δεν μεγαλώνω. Εμ, τι να κάνουμε τώρα;».
«Πολλοί άντρες, θαυμαστές μου, μου καναν δώρα, με έραιναν με σαμπάνιες όπου εμφανιζόμουνα, αλλά δεν με άγγιξαν ποτέ. Με θαυμάζανε! Για να πάω μαζί με κάποιον άντρα έπρεπε να τον έχω ερωτευτεί για μήνες, να δω τα μάτια του, να τον γνωρίσω, να τον ξέρω. Για να δοθώ σε έναν άνθρωπο, έπρεπε να τον έχω νιώσει από πριν, μέσα στην καρδιά μου. Τρεις φορές ερωτεύτηκα στη ζωή μου».
«Τα περισσότερά μου χρόνια που θυμάμαι, ζούσα ολομόναχη. Και ζούσα μόνη στα ντουζένια μου, γιατί μπορεί να περίμενα κάποιον, επειδή κάτι ίσως να είχε συμβεί με κάποιον άντρα. Απογοητεύτηκα από άντρες, αλλά δεν μετανιώνω. Δεν ήρθαν τα πράγματα στη ζωή μου, όπως τα περίμενα. Ίσως να έφταιγε αυτό που έβγαζα στη δουλειά μου, το οποίο ήταν παρεξηγημένο από πολλούς, με θεωρούσαν “εύκολη”, αλλά εγώ ήμουνα το ακριβώς αντίθετο. Μέχρι τα 18 μου, δεν με είχε φιλήσει άνθρωπος. Και ο πρώτος που με φίλησε, με παντρεύτηκε κιόλας, άσχετα αν μετά χωρίσαμε. Για πολλά χρόνια, τα μόνα που είχα στη ζωή μου ήταν η μάνα μου, η δουλειά και ο καθρέφτης μου».
«Πάντοτε ήμουνα πιστή στους έρωτές μου. Αν δεν τελείωνε κάτι, δεν μπορούσα να έχω κάτι άλλο. Καταρχήν, δεν μπορώ να πω ψέματα, κοκκινίζω. Εγώ όταν αγαπώ, αγαπάω με όλο μου το είναι. Έρχονταν στην Αμερική εφοπλιστές και μου έκαναν προτάσεις γάμου, αλλά εγώ έλεγα “δεν θέλω!”. Είμαι βαθιά συναισθηματική, καθόλου σαρκική. Οι άντρες είναι παιδιά. Κι όταν η γυναίκα είναι καλή, δεν μπορεί ο άντρας να είναι κακός. Θέλουν ντάντεμα κι εμένα μου αρέσει να νταντεύω».
«Το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Αντρέας όταν με γνώρισε ήταν “έχεις πολύ ωραία χέρια!”. Αυτό δεν μου το χε πει κανείς άντρας μέχρι τότε. Μου λεγαν για τα πόδια μου, τα μάτια μου, αλλά για τα χέρια μου δεν μου χε μιλήσει κανείς. Αισθάνθηκα κολακεία. Έτσι με κέρδισε».
«Ήθελα πολύ ένα παιδί. Όταν παντρεύτηκα τον Αντρέα, ήμουνα ήδη 4 μηνών έγκυος, αλλά νόμιζα ότι θα γεννήσω το παιδί κάνοντας σπαγγάτο και χορεύοντας μέχρι τις 3 το πρωί. Το αποτέλεσμα ήταν να πάθω παλίνδρομο και να το χάσω. Τα αγαπάω πολύ τα παιδιά. Αν είχα σήμερα το παιδί θα χε φύγει, θα χε τη δική του ζωή, αλλά έχω 3 πολύ καλά ανίψια, τη Χριστίνα, τον Παναγιώτη και το Σωκράτη. Να σου πω κάτι; Δεν ζηλεύω. Κοντά μου όμως μένει μία οικογένεια, παντρεύτηκε ο γιος, έκανε ένα παιδί και πριν από λίγες μέρες το έβαλε η μάνα επάνω σε ένα σωσιβιάκι και το βρεχε στη θάλασσα. Και εκεί που έκλαιγε, ηρέμησε και την κοιτούσε. Πίστεψέ με, πρώτη φορά ζήλεψα στη ζωή μου. Ζήλεψα αυτό το μωράκι. Εκεί κατάλαβα τι πάει να πει να είσαι γονιός. Κι εγώ αυτό δεν το νιωσα ποτέ μου».
 «Δεν έχω κάνει καμία προσπάθεια να διατηρούμαι στην καλή φυσική κατάσταση που είμαι τώρα. Πιστεύω ότι είναι θέμα καλού κυττάρου. Από τη μάνα μου πήρα και έγινα κοκέτα. Όταν πέθανε, σήκωσα το φορεματάκι της και έλαμπε με μία nivea που έβαζε το πρωί και το βράδυ για όλη της τη ζωή. Το μυστικό μου είναι ότι κινούμαι πολύ, δεν κάθομαι- από το πρωί που σηκώνομαι μέχρι το βράδυ. Ακόμη και τις πευκοβελόνες να μαζέψω από τη βεράντα του σπιτιού μου, κινώ με τέτοιο τρόπο το σώμα μου που είναι σαν γυμναστική για μένα. Τακτοποιώ το δωμάτιό μου και κάνω ασκήσεις πάνω κάτω. Στο σπίτι κινούμαι ξυπόλυτη, θέλω να αγγίζουν τα πέλματά μου τη γη. Επίσης φροντίζω να μην κοιμάμαι μέχρι το μεσημέρι, θέλω να ξυπνάω νωρίς, κατά τις 7 με 8. Αυτό δηλαδή που δεν έζησα όλα αυτά τα χρόνια, με τα ξενύχτια της δουλειάς. Κάθομαι λίγο στο μπαλκόνι, κοιτάω τη θάλασσα από μακρυά, τρώω ένα ακτινίδιο, πίνω ένα ποτήρι χυμό και ένα νερό και μετά κατεβαίνω κάτω στην παραλία για να κολυμπήσω μόνη για μία ώρα και να κάνω ασκήσεις στην άμμο».
«Έχω το κορμί που είχα και στα 20 μου χρόνια, γι αυτό και μπορώ να φοράω ακόμη τα ρούχα που είχα τότε, δεν υπάρχει τίποτα που να μην μου κάνει. Αν δεις το βεστιάριο μου, είναι γεμάτο από τέτοια και όλα έτοιμα να φορεθούν ανά πάσα στιγμή. Το μεσημέρι λοιπόν, θα φάω μία ντοματούλα και ένα κομματάκι τυράκι, θα αναπαυθώ για λίγο, θα διαβάσω κάποιο καλό βιβλίο και το βράδυ συνήθως είμαι καλεσμένη στο Λουτράκι. Έχω ένα φιλικό μαγαζί, οικογενειακό, στο οποίο πάω, στου Φραγκιά, τρώω το φρέσκο μου ψάρι που λατρεύω, ακούω τη μουσικούλα μου, είναι εκεί και ένα κορίτσι-η Ευτυχία- που παίζει πιάνο, χορεύω εκεί το αγαπημένο μου “Amando mio”, τους τραγουδάω και μετά έρχομαι στο σπίτι μου στην Κινέττα για ύπνο. Δεν κοιμάμαι αμέσως. Βλέπω λίγη τηλεόραση, το Μυστικά της Εδέμ σε επανάληψη, καμιά καλή ταινία και, κατά τις 2-3 το πρωί ξαπλώνω. Θα ήθελα να κοιμάμαι 8 ώρες, αλλά οι 4-5 ώρες πια μου είναι αρκετές. Η ωραιότερη κρέμα στο πρόσωπο της γυναίκας είναι ο ύπνος, να κοιμάσαι όμορφα και χωρίς σκέψεις- να έχεις λύσει όλα σου τα προβλήματα, αν γίνεται από πριν-, επάνω σε ένα καλό στρώμα».
«Ζω καλά και από οικονομικής απόψεως, δεν έχω ανάγκη εξάλλου τα πολλά. Είχα προνοήσει. Δεν κάνω τα έξοδα που έκανα παλιά, προσέχω, τα βολεύω. Δυστυχώς, υπήρξα σπάταλη, δεν υπολόγιζα ποτέ το χρήμα όταν ήθελα κάτι. Η αδελφή μου, μου λέει “δεν σου συγχωρώ ποτέ το ότι θα μπορούσες να περπατάς και να πετάς τα λεφτά”, γιατί δούλεψα πολύ σκληρά στη ζωή μου και έβγαλα πολύ καλά χρήματα. Ακόμη και σε τρεις δουλειές μαζί: Σε μαγαζί, σε θέατρο και σε ταινία. Δεν το κανα όμως για τα λεφτά, το κανα γιατί μ άρεσε».
«Στο δρόμο βγαίνω απλή, με το παντελονάκι μου, το μπουφανάκι μου, δεν ντύνομαι ποτέ κοκέτα. Το Χειμώνα έκανα τις βόλτες μου στο κέντρο της Αθήνας όπου είχα πάει για να κανονίσω κάτι δουλειές, και μπήκα στο μετρό. Πέσαν 10 γυναίκες επάνω μου, δεν με άφηναν να φύγω! “Αχ, τι ωραία που είστε!”, “καλέ, κοίταξέ τηνε”, “είστε πιο ωραία άβαφη!”, όλο τέτοια μου έλεγαν. Ντράπηκα, αλλά το χάρηκα. Ο κόσμος έχει αντίληψη και ξέρει».
«Δεν θέλω να μιλάω για την ηλικία μου. Είμαι όσο αισθάνομαι κι εγώ νιώθω εικοσάρα. Νιώθω sexy, αλλά δεν κάνω την μπεμπέκα. Δίνω και δείχνω αυτό που είμαι. Θέλω να είμαι με έναν άνθρωπο. Κι αν έρθει ο έρωτας, θα τον καλωσορίσω».
«Το ιδανικό για μένα θα ήταν να φύγω από τη ζωή ακαριαία, χωρίς να πονέσω. Κι αν ήταν και χορεύοντας, ακόμη καλύτερα...Να σου πω κάτι; Θα ήθελα πολύ τη στάχτη μου να την ρίξουν στη θάλασσα κάτω από το σπίτι μου, στην Κινέττα... Άντε καλέ! Έχω χρόνια εγώ μπροστά μου! Τι κάθομαι και σου λέω τώρα…».
Δημοσίευση στο περιοδικό Down Town, τον Οκτώβριο του 2010.