7.3.16

ΓΑΛΑΚΤΟΜΠΟΥΡΕΚΟ


«Ξέρεις τι είναι τα συναισθήματα; Έχεις δει ποτέ πώς είναι ένα συναίσθημα;». Γ. Χειμωνάς.

Είναι μέρες που είσαι άκεφος. Και δεν μπορείς. Ένα βαρίδι στην καρδιά, στο λαιμό, στα δάχτυλα των ποδιών σου – δεν μπορείς ούτε να περπατήσεις. Παράλυση. Ένα σκοτεινό δωμάτιο μπες-βγες σαν σε escape room χωρίς κλειδί δραπέτευσης, χαμένος σε κάτι απροσδιόριστο που μόνο θέτει ερωτήσεις αλλά δεν έχει καμία τύχη στις απαντήσεις σε κάτι που μετακινείται αν και παραμένει σταθερό, με κατεύθυνση προς τα κάτω. Είναι όλα μέσα στη ζωή βέβαια. Αν και έξω από αυτήν.

Καταλαβαίνω πολύ καλά τη χαρά του Θανάση με την Αθήνα – είναι πράγματι γοητευτική όταν ανακαλύπτεις τους μικρούς της θησαυρούς πλάι στην καγκελοστολισμένη άκρη των γραμμών του τρένου Θησείο-Μοναστηράκι, σαν ένα χρωματιστό μπουκαλάκι που να έχει εισχωρήσει σ’ αυτό το πιο νόστιμο γλυκό καρπούζι. Αλλά εγώ βλέπω και τις λακκούβες της. Τις τρύπες της – στην καρδιά και στο πληγωμένο της σώμα. Χώματα που έγιναν μπετά αλλά πάντα θα γεμίζουν τους δρόμους με σκόνη. Μυρωδιές από μπαχαρικά στην Αιόλου και κοντά στη Σωκράτους, αλλά και πεζοδρόμια γεμάτα από ανθρώπους-κουτιά σκεπασμένα σε κουβέρτες στην πλατεία Θεάτρου. Κάποιοι από αυτούς απλώνουν το χέρι και λένε «βοήθεια», άλλοι κάνουν το σταυρό τους, λοξοκοιτάνε σε ένα καντηλάκι που έχουν αφήσει επάνω σε κάποιο λευκό χαρτόνι στο πλάι ψιθυρίζοντας «έχει ο θεός». Που, συνήθως, ούτε αυτός έχει τίποτα.

Τα ίδια και στην πλατεία Βικτωρίας που γέμισε Σύρους πρόσφυγες, εθελοντικές οργανώσεις και τηλεοπτικές κάμερες. Να πάνε αλλού θέλουν οι άνθρωποι. Όχι να μας γίνουν πρόβλημα. Στο ήδη υπάρχον.

Ακεφιά και ένα κόμπιασμα. «Θα ξαναρθούν οι φωτεινές μέρες» λες, μα έχεις εκ προοιμίου πει ψέματα σε σένα και στο ένστικτό σου, σ’ ένα μέλλον ήδη μαυρισμένο. Ποια ελπίδα;

Αχ, Αλέξη. Ούτε τσίπουρο δεν θα μείνει τελικά.

Στην πρεμιέρα του «Victor Victoria» του Pantheon της οδού Πειραιώς κόσμος πολύς. Υπερ-ανθισμένοι άνθρωποι, κάπως χαρούμενοι, όχι ιδιαίτερα κολακευμένοι από τα φλας των φωτογράφων, μα λαμπεροί στο πέρασμά τους και στα καινούργια τους κοστούμια. Μιλούσα με κάποια ρεπόρτερ, τη Νάντια. Μου ανέφερε πως θέλει να δει το «σ’ εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη. «Της γυναίκας που στις φωτογραφίες φοράει πάντοτε μαύρα γυαλιά», είπε. Θα το κανονίσει η Μαργαρίτα, που είναι θεία της η σημαντικότερη γυναίκα θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, και παίζει με την κόρη της τα μεσημέρια του Σαββάτου στο σπίτι που κάποτε κατοίκησε ο «εχθρός του ποιητή». Εκείνη, τα βιβλία, οι φωτογραφίες, οι αντίκες κι ο Γιώργος Χειμωνάς – ο υπέρτατος. «Πάντα οι άλλοι μας αναγκάζουν να αισθανθούμε. Με τη βία μας αναγκάζουν να αισθανθούμε. Και την άρνησή μου, να την θυμάστε σαν μια απόλυτη σιωπή». 

Διπλώνω αργά τα ρούχα μου και παίρνω ένα χάπι διπλής όψης -μπλε με άσπρο- για να μου περάσει η ημικρανία. Συνήθως σιδερώνω κάτι τέτοιες στιγμές και δυναμώνω την ένταση του mp3 στον Pepper που ηρεμεί τα εγκεφαλικά μου κύτταρα τα ξεχαρβαλωμένα. Παίζει Monophonics κι έπειτα Casey Abrams. Εξαίσιος κι ο αυστραλός Unkle Ho. Το «Lime Juice» του θαυμάσιο – Βαλκάνια και Μπρέγκοβιτς μαζί, υπερθαλάσσιος. Τι μουσικές!

Θυμήθηκα τη Χαρούλα στο «Χειρόγραφό» της που με πήγε ο Θανάσης το Σάββατο, αυτή την καθαρή αξία, την γεμάτη κηλίδες μα απείραχτη και πάντοτε προσεκτική στο φως που τη λούζει τόσα χρόνια μη αφήνοντας να διαστρεβλωθεί καμία της αχτίδα. «Τι ζούγκλα που είσαι εσύ, βρε παιδί μου! Όποιος μπει μέσα σου χάνεται…». Χάνεται;

Σημασία έχει να ‘χεις φίλους. Ο Αντώνης ξεκίνησε πριν από μία ώρα από την πλατεία Αμερικής, πήρε το λεωφορείο, κατέβηκε την Παπαδιαμαντοπούλου και μου τηλεφώνησε ήδη καθισμένος σε κάποιο Προ-Ποτζίδικο. «Έκπληξη! Κρατάω κάτι γαλακτομπούρεκα που σ’ αρέσουν απ’ το “Κοσμικόν”. Θα περάσω. Να μου ανοίξεις».

Άνοιξα. Άνοιξα και φωτίστηκαν τα σύμπαντα του κόσμου.  

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 6 Μαρτίου. Φωτογραφία: Γιάννης Χατζηγεωργίου.