28.10.13

ΕΛΕΝΑ ΑΚΡΙΤΑ: "ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΛΟΓΟΔΟΤΩ ΣΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ"


Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής  δημοσιογραφίας, η κόρη του Κύπριου λογοτέχνη και υπουργού Λουκή Ακρίτα από τη Μόρφου, επιλέγει το «Life» -σε μία από τις σπάνιες πια φωτογραφήσεις και συνεντεύξεις της- για να καταθέσει το μοναδικό και πολύτιμο αποτύπωμα του κοφτερού και καίριου μυαλού της σε λόγο.

Μεγάλωσα στη λεωφόρο Λουκή Ακρίτα- την οδό που συνδέει τη γέφυρα του Πεδιαίου, απέναντι από το Δημοτικό Κήπο της Λευκωσίας, με τον Άγιο Δομέτιο. Στο σπίτι όπου εργαζόταν η μάνα μου ως οικιακή βοηθός -εκείνο της οικογένειας Μελεάγρου, στην οδό Μεσολογγίου-, πήγαινα μετά το τέλος άλλης μίας σχολικής μέρας στο δημοτικό σχολείο του Αγίου Ανδρέα, για να με βοηθήσει στα διαβάσματά μου η γιαγιά μου (εκείνη που η ζωή επέλεξε να μου μεταγγίσει σε αίμα, αντί των βιολογικών), η Ευρού Χατζηδημητρίου. Γύρω στα 8 μου μόλις χρόνια, για να με κρατάει ήσυχο στη φασαρία των μεσημεριών που τα τζιτζίκια σκάνε τραγουδώντας και οι ηλικιωμένοι πέφτουν σε ραστώνη, είχε τραβήξει ένα μυθιστόρημα, το μεγαλύτερο που είχαν δει μέχρι τότε τα παιδικά μου μάτια, από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του υπογείου- ήταν «Ο κάμπος». «Το έγραψε ο αδελφός μου», μου είχε πει. «Ζούσε στην Αθήνα, ήταν υπουργός Παιδείας εκεί και πέθανε νέος, στα 56 του χρόνια. Η κόρη του, ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια -πολύ όμορφο- εδώ, κοντά μας, περνούσε τα καλοκαίρια της». Είχε συγκινηθεί πολύ- θυμάμαι ακόμη πολύ καθαρά τα μάτια της να γεμίζουν στάλες. Αν και με μεγάλες δυσκολίες, το διάβασα. Δέκα χρόνια πιο νωρίς από την ηλικία που άντεξε να το διαβάσει η κόρη του, κάποια χρόνια πριν. Κι ύστερα διάβασα τον «Νέο με καλάς συστάσεις», τους «Αρματωμένους», τους «Ομήρους». Έτσι όπως τα γράφω αυτά, τα αφηγήθηκα και στην ίδια την Έλενα όταν συναντηθήκαμε γι’ αυτή τη συνέντευξη που αποφάσισε -όχι χωρίς κόπο- να δώσει στο «Life». Είχε γουρλώσει τα μάτια της και με κοίταζε. «Γιατί δεν μου τα ’χες πει ποτέ αυτά μέχρι σήμερα;». Κι ήταν σαν να γνωριζόμασταν ξανά από την αρχή, αν και είχαμε μιλήσει αρκετές φορές μέχρι τότε (κυρίως για να εισπράξω τα «όχι» της, αφού επιλέγει να είναι εξαιρετικά σπάνια στις συνεντεύξεις που θέλει να δίνει πια στα media). Κι ύστερα μου μίλησε για τις γεύσεις του φαγητού που διατηρεί ακόμα στη μνήμη του ουρανίσκου της, των κεφτέδων και των τηγανητών πατατών με κέτσαπ που ζητούσε, κάθε μεσημέρι, να της φτιάχνει η μάνα μου για να φάει, όταν η οικογένεια των θείων της ξεκουραζόταν, αφού -όπως της εκμυστηρευόταν, κρατώντας με λαιμαργία το πιρούνι με τα δαχτυλάκια της- κάτι της θύμιζαν από την Αθήνα, από το σπίτι της και τον μπαμπά της. Κάτι ταυτόχρονα κοινό, σπάνιο, πικρό και γλυκό- κάτι πολύ δικό της. - See more at: http://elita.philenews.com/el-gr/people-sunantisis/1478/11818/elena-akrita-panta-tha-logodoto-ston-bampa-mou#sthash.YzmOphq3.dpuf
Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής  δημοσιογραφίας, η κόρη του Κύπριου λογοτέχνη και υπουργού Λουκή Ακρίτα από τη Μόρφου, επιλέγει το «Life» -σε μία από τις σπάνιες πια φωτογραφήσεις και συνεντεύξεις της- για να καταθέσει το μοναδικό και πολύτιμο αποτύπωμα του κοφτερού και καίριου μυαλού της σε λόγο.

Μεγάλωσα στη λεωφόρο Λουκή Ακρίτα- την οδό που συνδέει τη γέφυρα του Πεδιαίου, απέναντι από το Δημοτικό Κήπο της Λευκωσίας, με τον Άγιο Δομέτιο. Στο σπίτι όπου εργαζόταν η μάνα μου ως οικιακή βοηθός -εκείνο της οικογένειας Μελεάγρου, στην οδό Μεσολογγίου-, πήγαινα μετά το τέλος άλλης μίας σχολικής μέρας στο δημοτικό σχολείο του Αγίου Ανδρέα, για να με βοηθήσει στα διαβάσματά μου η γιαγιά μου (εκείνη που η ζωή επέλεξε να μου μεταγγίσει σε αίμα, αντί των βιολογικών), η Ευρού Χατζηδημητρίου. Γύρω στα 8 μου μόλις χρόνια, για να με κρατάει ήσυχο στη φασαρία των μεσημεριών που τα τζιτζίκια σκάνε τραγουδώντας και οι ηλικιωμένοι πέφτουν σε ραστώνη, είχε τραβήξει ένα μυθιστόρημα, το μεγαλύτερο που είχαν δει μέχρι τότε τα παιδικά μου μάτια, από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του υπογείου- ήταν «Ο κάμπος». «Το έγραψε ο αδελφός μου», μου είχε πει. «Ζούσε στην Αθήνα, ήταν υπουργός Παιδείας εκεί και πέθανε νέος, στα 56 του χρόνια. Η κόρη του, ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια -πολύ όμορφο- εδώ, κοντά μας, περνούσε τα καλοκαίρια της». Είχε συγκινηθεί πολύ- θυμάμαι ακόμη πολύ καθαρά τα μάτια της να γεμίζουν στάλες. Αν και με μεγάλες δυσκολίες, το διάβασα. Δέκα χρόνια πιο νωρίς από την ηλικία που άντεξε να το διαβάσει η κόρη του, κάποια χρόνια πριν. Κι ύστερα διάβασα τον «Νέο με καλάς συστάσεις», τους «Αρματωμένους», τους «Ομήρους». Έτσι όπως τα γράφω αυτά, τα αφηγήθηκα και στην ίδια την Έλενα όταν συναντηθήκαμε γι’ αυτή τη συνέντευξη που αποφάσισε -όχι χωρίς κόπο- να δώσει στο «Life». Είχε γουρλώσει τα μάτια της και με κοίταζε. «Γιατί δεν μου τα ’χες πει ποτέ αυτά μέχρι σήμερα;». Κι ήταν σαν να γνωριζόμασταν ξανά από την αρχή, αν και είχαμε μιλήσει αρκετές φορές μέχρι τότε (κυρίως για να εισπράξω τα «όχι» της, αφού επιλέγει να είναι εξαιρετικά σπάνια στις συνεντεύξεις που θέλει να δίνει πια στα media). Κι ύστερα μου μίλησε για τις γεύσεις του φαγητού που διατηρεί ακόμα στη μνήμη του ουρανίσκου της, των κεφτέδων και των τηγανητών πατατών με κέτσαπ που ζητούσε, κάθε μεσημέρι, να της φτιάχνει η μάνα μου για να φάει, όταν η οικογένεια των θείων της ξεκουραζόταν, αφού -όπως της εκμυστηρευόταν, κρατώντας με λαιμαργία το πιρούνι με τα δαχτυλάκια της- κάτι της θύμιζαν από την Αθήνα, από το σπίτι της και τον μπαμπά της. Κάτι ταυτόχρονα κοινό, σπάνιο, πικρό και γλυκό- κάτι πολύ δικό της. - See more at: http://elita.philenews.com/el-gr/people-sunantisis/1478/11818/elena-akrita-panta-tha-logodoto-ston-bampa-mou#sthash.YzmOphq3.dpuf

Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής  δημοσιογραφίας, σε μία από τις σπάνιες φωτογραφήσεις και συνεντεύξεις της, καταθέτει το μοναδικό, πολύτιμο αποτύπωμα του κοφτερού και καίριου μυαλού της σε λόγο. 
Μεγάλωσα στη λεωφόρο Λουκή Ακρίτα- την οδό που συνδέει τη γέφυρα του Πεδιαίου, απέναντι από το Δημοτικό Κήπο της Λευκωσίας, με τον Άγιο Δομέτιο. Στο σπίτι όπου εργαζόταν η μάνα μου ως οικιακή βοηθός -εκείνο της οικογένειας Μελεάγρου, στην οδό Μεσολογγίου-, πήγαινα μετά το τέλος άλλης μίας σχολικής μέρας στο δημοτικό σχολείο του Αγίου Ανδρέα, για να με βοηθήσει στα διαβάσματά μου η γιαγιά μου (εκείνη που η ζωή επέλεξε να μου μεταγγίσει σε αίμα, αντί των βιολογικών), η Ευρού Χατζηδημητρίου. Γύρω στα 8 μου μόλις χρόνια, για να με κρατάει ήσυχο στη φασαρία των μεσημεριών που τα τζιτζίκια σκάνε τραγουδώντας και οι ηλικιωμένοι πέφτουν σε ραστώνη, είχε τραβήξει ένα μυθιστόρημα, το μεγαλύτερο που είχαν δει μέχρι τότε τα παιδικά μου μάτια, από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του υπογείου- ήταν «Ο κάμπος». «Το έγραψε ο αδελφός μου», μου είχε πει. «Ζούσε στην Αθήνα, ήταν υπουργός Παιδείας εκεί και πέθανε νέος, στα 56 του χρόνια. Η κόρη του, ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια -πολύ όμορφο- εδώ, κοντά μας, περνούσε τα καλοκαίρια της». Είχε συγκινηθεί πολύ- θυμάμαι ακόμη πολύ καθαρά τα μάτια της να γεμίζουν στάλες. Αν και με μεγάλες δυσκολίες, το διάβασα. Δέκα χρόνια πιο νωρίς από την ηλικία που άντεξε να το διαβάσει η κόρη του, κάποια χρόνια πριν. Κι ύστερα διάβασα τον «Νέο με καλάς συστάσεις», τους «Αρματωμένους», τους «Ομήρους». Έτσι όπως τα γράφω αυτά, τα αφηγήθηκα και στην ίδια την Έλενα όταν συναντηθήκαμε γι’ αυτή τη συνέντευξη που αποφάσισε -όχι χωρίς κόπο- να δώσει στο «Life». Είχε γουρλώσει τα μάτια της και με κοίταζε. «Γιατί δεν μου τα ’χες πει ποτέ αυτά μέχρι σήμερα;». Κι ήταν σαν να γνωριζόμασταν ξανά από την αρχή, αν και είχαμε μιλήσει αρκετές φορές μέχρι τότε (κυρίως για να εισπράξω τα «όχι» της, αφού επιλέγει να είναι εξαιρετικά σπάνια στις συνεντεύξεις που θέλει να δίνει πια στα media). Κι ύστερα μου μίλησε για τις γεύσεις του φαγητού που διατηρεί ακόμα στη μνήμη του ουρανίσκου της, των κεφτέδων και των τηγανητών πατατών με κέτσαπ που ζητούσε, κάθε μεσημέρι, να της φτιάχνει η μάνα μου για να φάει, όταν η οικογένεια των θείων της ξεκουραζόταν, αφού -όπως της εκμυστηρευόταν, κρατώντας με λαιμαργία το πιρούνι με τα δαχτυλάκια της- κάτι της θύμιζαν από την Αθήνα, από το σπίτι της και τον μπαμπά της. Κάτι ταυτόχρονα κοινό, σπάνιο, πικρό και γλυκό- κάτι πολύ δικό της. 
-Είναι «αμαρτωλό» το τελευταίο σας βιβλίο, «το μήλο βγήκε απ’ τον παράδεισο»; 
-Υπάρχουν ορισμένοι θρησκόληπτοι ή κάποιοι που ανήκουν σε παραθρησκευτικές οργανώσεις οι οποίοι προφανώς το θεωρούν «αμαρτωλό», «αιρετικό» ή οτιδήποτε άλλο, επειδή αντιμετωπίζει με χιούμορ τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης. Για παράδειγμα, ο Κάιν λέει στη μαμά του «μαμά, πάω να σκοτώσω τον αδελφό μου» και η μητέρα του τού απαντά «μπουφάν να πάρεις, παιδί μου!». Αν αυτό κάποιοι το αντιμετωπίζουν ως βλάσφημο, λυπάμαι που θα το πω έτσι, αλλά δεν είναι δικό μου το πρόβλημα. Αυτό που μπορεί να με σοκάρει είναι ότι σε μία εποχή που η ελληνική κοινωνία σαφώς συντηριτικοποιείται, το να ακούω και να διαβάζω απειλητικά και υβριστικά μηνύματα που λένε «θα κάψουμε το βιβλίο σου, δεν έχουμε πετρέλαιο και θα ζεσταθούμε», εμένα με τρομάζει. Και μόνο η σκέψη του να κάψεις ένα βιβλίο με συγκλονίζει, με ταράζει, θεωρώ ότι αυτό είναι ένας άκρατος φασισμός. Παρόλα αυτά, δεν ιδρώνει το αφτί του κόσμου και των αναγνωστών. Και ευτυχώς. Εδώ θέλω να διευκρινίσω ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης δεν έχει καμία σχέση με το Θεό της Καινής Διαθήκης, που είναι γεμάτος μεγαλοθυμία και αγάπη. Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ένας εκδικητικός και σκληρός Θεός. Από εκεί και πέρα, αν κάποιοι θεωρούν ότι η γυναίκα του Λωτ έγινε αλάτι, ο Μωυσής σήκωνε τα χέρια του και άνοιγαν οι θάλασσες, ή ότι ο Ιωνάς πέρασε ένα μαγευτικό τριήμερο μέσα στην κοιλιά μιας φάλαινας, ε, ας το κοιτάξουν! Λυπάμαι, εγώ όλα αυτά τα βρίσκω πάρα πολύ αστεία, οι αναγνώστες μου που έκαναν το βιβλίο best seller τα βρίσκουν επίσης αστεία και αυτή την αστεία πλευρά θέλω να αποδώσω με το βιβλίο μου. 

-Πάντα ήταν σημαντικό το χιούμορ στη ζωή σας; Ήταν ίσως και ένα είδος εξορκισμού δυσάρεστων στιγμών που έχετε ζήσει;
-Ναι. Όπως ξέρεις, υπάρχουν κάποια χρόνια στη ζωή μου που δεν ήταν και τα πιο ευχάριστα, αφού μου συνέβησαν πολύ επώδυνα γεγονότα-ιδιαίτερα στη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας. Έχασα τον μπαμπά μου στα 9 μου χρόνια και, δύο χρόνια μετά, η μητέρα μου μπήκε στη φυλακή από τη Χούντα, με κάθειρξη 10 χρόνια, ως ηγετικό στέλεχος του Πατριωτικού Μετώπου. Όλα αυτά, όπως καταλαβαίνεις, ήταν σαν μία πυρακτωμένη στάμπα επάνω στο δέρμα μου. Πιστεύω, λοιπόν, ότι το χιούμορ που αναπτύχθηκε μέσα μου ήταν αυτό το οποίο με βοήθησε ώστε να τα βγάλω πέρα, όσο τα κατάφερα, με την απελπισία και την απόγνωση που βίωνα γύρω μου. Και τώρα, στην Ελλάδα του 2013, αυτό το χιούμορ είναι ένα από τα πιο ισχυρά αντισώματα που έχω. Αυτό θεωρώ ότι δεν συμβαίνει μόνο με μένα αλλά με τους περισσότερους Έλληνες, και προσπαθούμε να το αναπτύξουμε-όσο μπορούμε κι όσο αντέχουμε-για να καταφέρουμε να επιβιώσουμε.
-Το ίδιο συχνό ήταν και το κλάμα στη ζωή σας;
-Δεν ήμουν ένα παιδί που έκλαιγε. Όχι γιατί ήμουν ένα σκληρό παιδί-ζυμάρι ήμουνα πάντα και ζυμάρι είμαι και τώρα, κι ας μην μου φαίνεται-, αλλά γιατί ήμουν ένα παιδί που μάζευε πολύ και πολλά μέσα του κι έτσι, όταν ήταν να κλάψω, άνοιγαν οι κρουνοί. Γινόταν υπερπαραγωγή! Μάζευα, για παράδειγμα, πράγματα δύο χρόνων και ξαφνικά ξεσπούσα σε μία άλλη στιγμή για όλα αυτά. Αυτό μου συμβαίνει και τώρα. Κατά κάποιο τρόπο, όμως, ξέρω πια πού είμαι σήμερα πιο ευάλωτη-στη μητέρα μου, στο γιο μου, στον άντρα μου-, και τώρα τελευταία έχω μάθει πια και το πόσο λυτρωτικό είναι το κλάμα κάποιες φορές.
-Αυτό δεν το ξέρατε παλιά;
-Όχι, δεν το ήξερα. Αυτολογόκρινα τον εαυτό μου, είχα αποφασίσει-κατά κάποιο τρόπο-ότι δεν πρέπει να κλάψω, γιατί «αυτό είναι αδυναμία» ή οτιδήποτε άλλο, με αποτέλεσμα να ανοίγουν οι κρουνοί ξαφνικά-μία φορά στα δύο χρόνια-και να πλημμυρίζει το σπίτι μας. Τώρα αποκλιμακώνω πιο συχνά το συναίσθημα μου: μπορεί να γίνω κομμάτια παρακολουθώντας μία χαζή ταινία αλλά, σε κάτι πιο σημαντικό, όπως είναι ο θάνατος ενός αγαπημένου μου ανθρώπου, να βλέπω ότι στερεύουν τα μάτια μου. 
-Η πιο σημαντική απώλεια στη ζωή σας ήταν αυτή του πατέρα σας;
-Ναι, βέβαια. Και εύχομαι να είναι πίσω μου η μεγαλύτερη απώλεια της ζωής μου. Κοίτα, ο θάνατος του πατέρα μου συνέβη σε πολύ μικρή ηλικία, δεν μπορούσα να το διαχειριστώ τότε, το μπλοκάρισα-όπως κάνουν σχεδόν όλα τα παιδάκια που τους συμβαίνει κάτι ανάλογο-, ώστε να μπορέσω να συνεχίσω να ζω. Και όλο αυτό μου βγήκε από μία ηλικία κι έπειτα, μετά τα 20-25 μου χρόνια. Ξέρεις, πάντα έχω ένα ανοιχτό διάλογο με τον πατέρα μου, όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο-χωρίς όμως αυτό να έχει κάποιο στοιχείο μεταφυσικού. Απλά, αισθάνομαι ότι πάντα λογοδοτώ και πάντα θα λογοδοτώ στον μπαμπά μου. 
-Τι εισπράττατε από εκείνον σε σχέση με την Κύπρο;
-Ο πατέρας μου πέθανε το 1965, δύο χρόνια πριν από την ελληνική Χούντα και εννέα πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Κάποιες φορές η μητέρα μου, για να παρηγορηθεί και να με παρηγορήσει, μου έλεγε «καλύτερα που ο πατέρας σου δεν τα έζησε όλα αυτά, καλύτερα που δεν τα είδε…». Ο πατέρας μου ήταν ένας πολιτικός μεγάλου διαμετρήματος, θα είχε τεράστιο μέλλον αν ζούσε, απ’ την άλλη όμως ευτυχώς που δεν είδε την Κύπρο υπό τουρκική κατοχή. Από μία άποψη, λοιπόν, ευτυχώς που δεν έζησε όσα ακολούθησαν το θάνατό του.
-Ήταν η περίοδος που η μητέρα σας «πήρε και το ρόλο του πατέρα σε σχέση με εσάς», όπως υποστηρίζουν γυναίκες που έζησαν αντίστοιχες καταστάσεις;
-Δεν πιστεύω τόσο πολύ στη φράση «και μάνα και πατέρας». Η μητέρα μου, από τη στιγμή που πέθανε ο πατέρας μου, με μεγάλωσε μόνη της, όπως κι εγώ κάποια χρόνια αργότερα μεγάλωσα το γιο μου ουσιαστικά μόνη μου μέσα στο σπίτι, από τη στιγμή που χώρισα απ’ τον πατέρα του στα τρία του χρόνια. Και έχω να πω ότι καμία μάνα δεν μπορεί να γίνει και μάνα και πατέρας-αυτό είναι μύθος. Κι είναι και λάθος να το προσπαθούμε. Ας δώσουμε όσα περισσότερα μπορούμε σαν μητέρες-στην παρουσία, στη στοργή, στην τρυφερότητα, στη δοτικότητα, στην αυστηρότητα, σε ό,τι χρειάζεται κάθε φορά-και ας αφήσουμε ρόλους που, αν θέλεις, δεν είναι και φυσικοί. Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ για το γιο μου να είμαι «μπαμπάς», δεν γίνεται αυτό. 
-Αλήθεια, συνειδητοποιούσατε, κατά τη διάρκεια της παιδικής σας ηλικίας, το μέγεθος των μεγάλων μορφών που μπαινόβγαιναν τότε στο σπίτι σας, λόγω του πατέρα σας;
-(χαμογελάει) Όχι. Στο σπίτι μας έμπαιναν ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος, πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι για μένα τότε, που ήμουν παιδί, ήταν απλώς κάποιοι μεγάλοι και συμπαθητικοί άνθρωποι. Δεν καταλάβαινα τη σημασία και το εκτόπισμα που είχε ο καθένας από αυτούς. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τον Γεώργιο Παπανδρέου να μου διαβάζει τις «Μικρές κυρίες». Για μένα, όμως, ήταν απλώς ένας «παππούς».
-Τον «κάμπο», το γνωστότερο στην Κύπρο από τα μυθιστορήματα του πατέρα σας, σε τι ηλικία τον διαβάσατε;
-Όσο παράξενο κι αν σου ακούγεται, τα βιβλία του πατέρα μου τα διάβασα μετά τα 18 μου χρόνια. Κι ήταν μία επώδυνη, μία εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία για μένα. Γιατί εκεί δεν μπορείς να διαχωρίσεις τον συγγραφέα από τον πατέρα. Η πιο οδυνηρή μάλιστα διαδικασία ήταν το να διαβάσω το «νέος με καλάς συστάσεις», που ήταν αυτοβιογραφικό, και περιέγραφε τις μέρες της πείνας που έζησε ο πατέρας μου όταν ήρθε από τη Μόρφου στην Αθήνα, προσπαθώντας να χτίσει το μέλλον του. Υπήρχαν μέρες που, κυριολεκτικά, δεν είχε να φάει: έκοβε την ελιά στα τέσσερα. Αυτό δεν μπορούσα εύκολα να το διαχειριστώ. Ακόμη και σήμερα, δεν θα μπορούσα εύκολα να ξαναδιαβάσω αυτό το βιβλίο του.
-Τι θυμάστε από τα ταξίδια σας στην Κύπρο;
-Όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, δεν έχω έρθει ποτέ στην Κύπρο με τον μπαμπά μου, γιατί δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα ώστε να πηγαίνουμε οικογενειακώς ταξίδια. Εκείνος έμενε στην Αθήνα, δούλευε και εμένα με φιλοξενούσαν στην Κύπρο οι συγγενείς μας. Θυμάμαι τη Λευκωσία της εποχής εκείνης, αλλά και την Κερύνεια-γιατί το σπίτι των θείων μου, της οικογένειας Μελεάγρου, βρισκόταν στο Πέντε Μίλι, ακριβώς πάνω από τη θάλασσα. Τα Καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων είναι γεμάτα από τη μυρωδιά της Κερύνειας, από τις βόλτες με το σαραβαλάκι του θείου Χρήστου, τα Πάσχα από τα έθιμα και τη θαλπωρή της Κύπρου. Όταν πέθανε ο μπαμπάς μου, η μαμά μου έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει ανοιχτό το δίαυλο επικοινωνίας της οικογένειας του πατέρα μου με την Κύπρο και εμένα. Και το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό. Πάντα με έστελνε Πάσχα και Καλοκαίρια στην Κύπρο. Ακόμη και τη σχέση που έχω σήμερα με τον δήμο Μόρφου και με τον δήμαρχό της, την οφείλω τόσο στις μνήμες από τον πατέρα μου, όσο και στο γεγονός ότι η μητέρα μου προσπαθούσε πάντα να συντηρεί αυτές τις μνήμες.
-Το γεγονός ότι είστε μισή Κύπρια πως αποτυπώνεται πια στη ζωή σας, υπό τις σημερινές συνθήκες;
-Το συναισθάνομαι με τον ίδιο τρόπο που το αισθάνεσαι κι εσύ, που ζεις πολλά χρόνια πια στην Ελλάδα. Η Κύπρος είναι για μένα το χέρι μου, το πόδι μου, είναι ένα μέλος του σώματός μου, του κορμιού μου. Το περίεργο, μάλιστα, είναι ότι δεν κατάγομαι από πουθενά στην Ελλάδα. Από τη μεριά του πατέρα μου είμαι απ’ την Κύπρο, από τη μεριά της μητέρας μου από τη Μικρά Ασία. Όπως παρατηρείς λοιπόν, παντού υπάρχουν Τούρκοι! Όπου και αν γυρίσω, κάποιοι Τούρκοι βρίσκονται στη μέση. Αυτό, λοιπόν, είναι γραμμένο στο dna μου. Ξέρεις, όταν πήγα, μία και μοναδική φορά, στη Μόρφου, αφότου άνοιξαν τα οδοφράγματα, πονούσα πάρα πολύ! Η πατίνα της ιστορίας και του ξεριζωμού, δεν μπορεί να βγει από την ψυχή μου. Θυμάμαι ότι είχα πάρει τότε λίγο χώμα, έξω από την εκκλησία του Αγίου Μάμα, το έφερα μαζί μου στην Αθήνα και το έριξα στον τάφο του πατέρα μου, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Και, όχι, δεν θέλω να ξαναπάω στη Μόρφου υπό αυτές τις συνθήκες! Προτιμώ να συντηρώ στη μνήμη μου τη Μόρφου μέσα από τις αφηγήσεις του μπαμπά μου ή των χαμένων πια από τη ζωή θείων μου, παρά μέσα από αυτό που αντίκρισα. Θέλω να κρατάω μέσα μου γλαφυρή τη Μόρφου, να θυμάμαι για παράδειγμα τον μπαμπά μου να μου λέει για τα παιδιά που έκλεβαν πορτοκάλια από τα περιβόλια, τις γιορτές ή τα μπάνια που έκαναν στο Ξερό, παρά να συντηρώ αυτό που είδα. Το «τότε» συντηρώ μέσα μου σαν τόπο καταγωγής μου, όχι το θλιβερό σήμερα.
-Το σήμερα, λοιπόν, της Κύπρου πως το εισπράττετε, μέσα σ’ αυτή τη δυσάρεστη περίοδο που όλοι πια βιώνουμε;
-Την πρώτη κεραμίδα την είχαμε ήδη πάρει από την Ελλάδα, μετά άρχισε να ψιλοφαίνεται αυτό που θα συμβεί και στην Κύπρο. Τελευταία φορά είχα έρθει στην Κύπρο πέρσι το Μάιο, καλεσμένη στην εκπομπή της εξαιρετικά φιλόξενης δημοσιογράφου, Ελίτας Μιχαηλίδου. Τότε είδα τα πρώτα ψήγματα που έβλεπα κάποτε και στην Ελλάδα-με το ένα πόδι μέσα, με το άλλο απέξω. Επειδή, όμως, έχω πολλούς φίλους στην Κύπρο, μιλώ μαζί τους και επικοινωνώ, αυτό που έχω να πω είναι ότι οι Κύπριοι έδειξαν μεγαλύτερη ψυχραιμία από ό,τι οι Ελλαδίτες. Παρόλο που ο τρόπος ζωής ήταν περίπου ο ίδιος-ακριβά αυτοκίνητα, μεγάλα ταξίδια, τεράστια σπίτια, πολύ shopping-εντούτοις νομίζω ότι οι Κύπριοι ήταν πολύ πιο ψύχραιμοι στο συγκεκριμένο γεγονός. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν παθητικοί απέναντι σε αυτό που τους συνέβη. Την αντίδραση που είδα στην τηλεόραση, ανθρώπων να κατεβάζουν κάποιο βουλευτή από το αυτοκίνητό του, έξω από την κυπριακή βουλή, λέγοντας του «κατεβείτε κύριε, αυτό είναι δικό μας!», δεν το είδα ποτέ στην Ελλάδα! Και αυτή η εικόνα τα είπε όλα! Δυστυχώς, τόσο οι Έλληνες όσο και οι Κύπριοι πολιτικοί είναι πάρα πολύ «λίγοι»-και ζητώ συγνώμη αν μου ξέφυγε κάποιος στην Κύπρο και δεν τον ξέρω. Ωστόσο, και εμείς οι λαοί έχουμε τεράστιες ευθύνες-δεν μπορούμε συνεχώς να κουνάμε το δάχτυλο. Τις ίδιες ευθύνες έχουν και οι δημοσιογράφοι.
-Για λόγους επιβίωσης ξεκινήσατε εσείς στη δημοσιογραφία;
-Όχι ιδιαίτερα. Εγώ ξεκίνησα στα 18 μου σ’ αυτή τη δουλειά, είχα μπει τότε στο πανεπιστήμιο και παράλληλα άρχισα να δουλεύω και στον «Ταχυδρόμο». Ναι μεν είχα μια ευκολία στο γράψιμο, αλλά δεν μπορώ να σου πω ότι ο έρωτάς μου με τη δημοσιογραφία ήταν κεραυνοβόλος. Στην αρχή, ως ένα πολύ συνεσταλμένο κοριτσάκι που ήμουν τότε-όσο κι αυτό μπορεί να σου ακούγεται σήμερα απίστευτο-ένιωθα δέος μπαίνοντας στα γραφεία του «Ταχυδρόμου», που συναντούσα στο ασανσέρ τον Γιάννη τον Καψή και όλα αυτά τα μεγάλα ονόματα της δημοσιογραφίας. Θυμάμαι μάλιστα ότι ο πρώτος που μου είχε πει «γράφεις πολύ καλά, έχεις μέλλον» ήταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Τι τιμή ήταν εκείνη! Μπορώ να σου πω ότι μέχρι τα 20-21 μου χρόνια είχα πια ένα υπολογίσιμο «όνομα» στη δημοσιογραφία. Μετά την αγάπησα αυτή τη δουλειά. Ξέρεις, καμιά φορά μου βάζουν «δημοσιογράφος-συγγραφέας» στις ιδιότητές μου και λέω «συγγραφέας γιατί; Δεν έχω γράψει κάτι ιδιαίτερο. Δημοσιογράφος είμαι!».
-Η τηλεόραση μπορεί να ξαναμπεί στα σχέδιά σας στο μέλλον;
-Αν εννοείς υπό τη μορφή σήριαλ, σου λέω «όχι». Αν εννοείς όμως μία ιδεατή κατάσταση σε μία ιδεατή χώρα, τότε θα ήθελα να κάνω μία σειρά ταξιδιωτικών, οδοιπορικών, ντοκιμαντέρ-κάτι πιο δημοσιογραφικό. Τώρα, όμως, έτσι όπως είναι η κατάσταση στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αυτά δεν μπορούν να είναι προτεραιότητα για τη ζωή κανενός μας.
-Σας αρέσει που συνεχίζει να σας εκπλήσσει η ζωή-ακόμη και με δυσάρεστο τρόπο;
-Είμαι ένα άνθρωπος που προχωρώ χωρίς να κάνω μακροπρόθεσμα σχέδια. Κι’ έτσι αφήνω τη ζωή να μου κάνει τις εκπλήξεις της, να κάνει το δικό της παιχνίδι, να μοιράσει εκείνη την τράπουλα-όπως ξέρει και όπως αποφασίσει. Το χαρτί μπορεί να είναι καλό, μπορεί να είναι μέτριο, μπορεί να είναι κακό και να καώ. Αλλά είτε την αφήσω είτε όχι, η ζωή θα κάνει το παιχνίδι της-ακόμη και ερήμην μας. Εγώ αυτό που είχα πει στον Παύλο μου, το γιο μου, ήταν «να ακολουθήσεις το όνειρό σου, γιατί μόνο έτσι θα πετύχεις στη ζωή σου! Μόνο το όνειρό σου!». Ε, λοιπόν, φοβάμαι μήπως είπα ψέματα στο παιδί μου, άθελά μου. Γιατί στα παιδιά σήμερα έχει πέσει η ευθύνη, ο προβληματισμός, κοιτάνε «ευκαιρίες απασχόλησης στο εξωτερικό»-αυτά λένε μεταξύ τους. Ναι, κι εμείς είχαμε προβλήματα κι εμείς ήμασταν άφραγκοι οι περισσότεροι, αλλά είχαμε μια δουλειά που γουστάραμε, τις κολλητές μας για βόλτα, το σινεμά μας, ένα αγόρι που μας κοιτούσε επίμονα και περιμέναμε πότε θα βρει το θάρρος να μας πλησιάσει για να μας πει ένα «γεια» φευγαλέο. Ο Παύλος, όμως, ο κάθε ένας Παύλος της Ελλάδας και της Κύπρου, οι νέοι γύρω μας, ψάχνουν σήμερα, σοβαροί πριν την ώρα τους, τι ανάγκες έχει το Βερολίνο για δουλειά, να σπουδάσουν το αντίστοιχο, να πάνε εκεί-τι χαρτιά χρειάζονται, τι προϋποθέσεις, τι διδακτορικά. Αν, λοιπόν, στα 20 σου χρόνια έχεις τόσο βάρος πάνω σου, τότε τι να πω και τι να κάνω εγώ στη δική μου ηλικία;  
Δημοσίευση στο περιοδικό "Life", του "Φιλελευθέρου" της Κύπρου, τον Αύγουστο του 2013. Οι φωτογραφίες είναι της Ολυμπίας Κρασαγάκη. Το τελευταίο μυθιστόρημα της Έλενας Ακρίτα «το μήλο βγήκε απ τον παράδεισο», κυκλοφορεί από τις «εκδόσεις Διόπτρα».