31.10.09

ΚΡΙΣ ΡΑΝΤΑΝΟΦ: ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ


«Είμαι 36 χρόνων, κατάγομαι από τη Βουλγαρίααπό μία πόλη στα σύνορα με τη Ρουμανία, επάνω στον Δούναβη. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν γεμάτα εμπειρίες. Τον πατέρα μου τον γνώρισα όταν έφτασα τα 14 μου χρόνια, μέχρι τότε δεν τον ήξερα επειδή ήταν στη φυλακή λόγω του κομμουνιστικού καθεστώτος, νόμιζα ότι πατέρας μου ήταν κάποιος άλλος, ο άντρας που παντρεύτηκε αργότερα η μάνα μου. Η μάνα μας είχε αλλάξει ακόμη και το επώνυμο μας, γιατί ήταν περίεργα τα πράγματα με το καθεστώς- νόμιζε ότι έτσι θα μας προστάτευε. Ήμουνα έξι μηνών όταν μπήκε ο πατέρας μου στη φυλακή, δεν έχω καμία παιδική ανάμνηση από αυτόν. Όλη την εβδομάδα ήμουνα στο σχολείο, μόνο τα Σαββατοκύριακα πήγαινα στο σπίτι, έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα τότε στη Βουλγαρία. Η μάνα μου δούλευε σε ένα κρατικό εστιατόριο, αλλά ζούσαμε καλά. ΄Όταν βγήκε ο πατέρας μου από τη φυλακή, ζήτησε να δει τα παιδιά του, εμένα και την αδελφή μου. Αυτό ήταν ένα σοκ για όλους μας. Ξεκίνησα να τον μαθαίνω από την εφηβεία μου, ανακάλυψα το χιούμορ του, τον αυτοσαρκασμό του, όλα όσα είχε ζήσει μέσα στη φυλακή- χαφιέδες, ξύλο. Όλα αυτά όμως δεν τον έριξαν ψυχολογικά, μου έλεγε πάντα “όταν η ζωή σου έχει μαύρο, το μόνο που σε σώζει είναι να κάνεις χαβαλέ”. Η μοίρα αποφάσισε να μην είμαι ένα κακομαθημένο παιδί, δεν ζητούσα κάτι και να το έχω αμέσως στα πόδια μου, πάλεψα πολύ για οτιδήποτε πετύχαινα- μικρό ή μεγάλο. Ήξερα όμως ότι δεν μπορώ να ζητώ τα πάντα. Έζησα και εγώ όλη την στρατιωτική πειθαρχία που επιβάλλεται από ένα καθεστώς, όπως ήταν τότε το Βουλγαρικό. Για παράδειγμα, όταν ήμασταν μαθητές και πηγαίναμε έξω για μία βόλτα ή εκδρομή, φορούσαμε πάντοτε τις στολές μας. Αν συνέβαινε κάτι, αν κάναμε κάτι που ήταν έξω από τα επιτρεπτά, όλοι ήξεραν ποιος έκανε τι, δεν μπορούσαμε να κρυφτούμε. Αυτό ήταν μία στέρηση ελευθερίας, αλλά τότε δεν το καταλαβαίναμε. Παράλληλα με τα μαθήματά μου στο σχολείο, εγώ ήμουνα και παλαιστής, έκανα ελευθέρα πάλη, αλλά το όνειρο μου- από τότε- ήταν να γίνω ηθοποιός. Παρόλα αυτά σπούδασα σε σχολή τεχνικής ενέργειας για να δουλέψω αργότερα σε εργοστάσιο πυρηνικής φυσικής- η ειδικότητα μου είναι συντήρηση του πυρηνικού αναπνευστήρα. Υπηρέτησα το στρατιωτικό μου δύο χρόνια. Έμεινα πολύ καιρό μέσα στα κρατητήρια, έφαγα πολύ ξύλο “για να μάθω”, δεν δικαιούμασταν ποτέ να πούμε “δεν ξέρω” ή “δεν μπορώ”, λέγαμε πάντα “θα προσπαθήσω” ή “θα μάθω”. Έτρωγα ξύλο για πολύ ασήμαντους λόγους. Θυμάμαι για παράδειγμα που είχα φάει δύο κλοτσιές στο κεφάλι, επειδή τη στιγμή που περνούσε από μπροστά μου ο λοχαγός δεν φορούσα καπέλο για να τον χαιρετήσω. Έτσι καταλάβαιναν την “πειθαρχία”. Όταν στεκόταν ο λοχαγός δίπλα μας και μας έλεγε “ξέρεις πόσα αστέρια υπάρχουν στον ουρανό;”, εμείς δεν δικαιούμασταν να πούμε “δεν ξέρω”, σηκώναμε το κεφάλι μας ψηλά και λέγαμε “θα μάθω” ξεκινώντας να τα μετράμε ένα ένα. Κανονικό καψώνι.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΙΣ ΦΑΤΡΙΕΣ ΚΑΙ ΞΥΛΟ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ.
Όταν τελείωσα το στρατιωτικό μου, ξεκίνησα να δουλεύω σε λεωφορεία σαν εισπράκτορας και μετά- λόγω σωματότυπου- άρχισα να δουλεύω πορτιέρης σε clubs. Εκεί γνώρισα έναν πολύ πλούσιο κύριο, έναν άνθρωπο του υπόκοσμου ο οποίος ασχολείτο με πορνεία, με γυναίκες και τζόγο, έγινα σωματοφύλακάς του και, στη συνέχεια, “ο άνθρωπος εμπιστοσύνης του”. Εκείνος παράλληλα είχε και τη “λευκή” του επιχείρηση για να ξεπλένονται τα χρήματα. Δούλεψα μαζί του 5 χρόνια. Ο αδελφός μου ήταν 15 χρονών, η μάνα μου δεν μπορούσε να δουλέψει, υπήρχαν προβλήματα, εγώ έπρεπε να τους ζω. Δεν είχα άλλη επιλογή. Θυμάμαι όταν έρχονταν ομάδες άλλων φατριών που έμπαιναν σε δική μας περιοχή, κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε, αλλά τότε αυτό δεν το συνειδητοποιούσα. Με ξύλο, πιστόλια, μπλογκς, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Με έστειλαν πολλές φορές στο νοσοκομείο, έστειλα και εγώ αρκετά άτομα μέσα στο νοσοκομείο, ήταν ένα συνεχές πάρε δώσε προσπάθειας επιβολής. Μερικές φορές φοβόμουνα, αλλά η αδρεναλίνη και το ένστικτο με έκανε να ξεχνάω τον οποιοδήποτε φόβο μου. Όταν δίναμε ξύλο, δεν συζητούσαμε. Εκεί που βρισκόμασταν ξέραμε ότι μας είχαν στήσει ενέδρα και ότι πάμε για να δώσουμε ξύλο, ήταν σαφές από την αρχή. Η αστυνομία δεν μας πείραζε, εκείνη την εποχή ήταν κι αυτοί μπλεγμένοι. Δύο ομάδες του υπόκοσμου έλεγχαν τότε την Βουλγαρία- εγώ ανήκα στη μία από αυτές- και η κάθε μία είχε τους δικούς της ανθρώπους μέσα στην αστυνομία. Έτσι λειτουργούσε το πράγμα. Εκείνος που ήταν πολύ άγριος στη συμπεριφορά του από την ομάδα μας- διότι έτσι έπρεπε να λειτουργεί για να βγαίνει η δουλειά- ήταν ο άνθρωπος που ασχολείτο με τις πουτάνες, στην εθνική οδό της Βουλγαρίας. Κάποτε είχε φάει ξύλο ακόμη και από μας, διότι το είχε παρακάνει με τις κοπέλες: Μία φορά, επάνω στα νεύρα του, είχε κόψει τη μύτη μίας κοπέλας. Αυτή τη δουλειά την έκανα από τα 23 μου μέχρι τα 28 μου χρόνια και, σιγά σιγά, άλλαξε ο τρόπος σκέψης μου. Μέχρι τότε σκεφτόμουνα σαν ζώο. Όταν χτυπάς κάποιον, πονάει, τον λυπηθείς και δεν τον χτυπήσεις μέχρι να μην μπορεί να κινηθεί, τότε το πιο πιθανόν είναι να σε χτυπήσει εκείνος και να σε αφήσει στον τόπο. ήταν θέμα επιβίωσης. Έσβηνα ό,τι είναι ανθρώπινο και σκεφτόμουνα τι έπρεπε να κάνω εγώ για να καταφέρω να ζήσω, είχα σταματήσει να υπολογίζω ους ανθρώπους σαν ψυχές, είχα γίνει νευρικός, αντιδραστικός, με το παραμικρό μου γυρνούσε το μάτι. Όταν πήγαινα στο σπίτι και ήμουνα μόνος μου, σκεφτόμουνα πάντα “ήταν ανάγκη να πλακώσω τόσο στο ξύλο εκείνον τον άνθρωπο, να τον στείλω στο νοσοκομείο και να τον ράψουνε;”, αλλά την επόμενη μέρα συνέχιζα τα ίδια. Όλα είναι μοίρα, άμα σου είναι γραμμένο να πνιγείς δεν θα πεθάνεις από σφαίρα. Δεν έτυχε να σκοτώσω κάποιον, αλλά μάλλον ήμουνα τυχερός. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει πολύ κόσμο- ειδικά αν δούλευα στα άγρια χρόνια του 92. Δεν έτυχε.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μία μέρα, από ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο στο δρόμο, πήγα για αρκετό καιρό στο νοσοκομείο με τα σαγόνια μου σπασμένα. Από τότε δεν μπορούσα να ξαναδουλέψω στη νύχτα. Η μάνα μου εντωμεταξύ δούλευε εδώ, στην Ελλάδα. Μου έφτιαξε τα χαρτιά, με έπεισε και ήρθα στην Αθήνα για να κάνω μία νέα αρχή. Δεν είχα κανένα πρόβλημα με τα χαρτιά μου, όλα έγιναν νόμιμα. Στην αρχή δούλευα στα Goddys, στην κουζίνα. Δεν μιλούσα καθόλου ελληνικά, αλλά με βοήθησαν πολύ οι συνάδελφοί μου εκεί. Έλειπε η ένταση, τα πολλά λεφτά που είχα στην Βουλγαρία, αλλά στην Ελλάδα χαλάρωσα, ηρέμησα, ένιωθα ότι εδώ περνώ ωραία, όμορφα, κατάλαβα πως ό,τι και να μου συμβεί, εγώ μπορώ να τα βγάλω πέρα. Τότε μου ξαναγεννήθηκε το όνειρο που είχα από παιδί για να γίνω ηθοποιός. Έδωσα εξετάσεις στο υπουργείο πολιτισμού και πέρασα, σπούδασα στον Ίασμο. Με πολύ κόπο και προσπάθεια, αλλά τα κατάφερα. Παράλληλα δούλευα σε οικοδομή και ως διανομέας σε πιτσαρία. Δεν ένιωσα ρατσισμό σε πολύ μεγάλο βαθμό, μόνο κάτι περίεργα βλέμματα. Μπορεί και να με φοβόντουσαν λόγω σωματότυπου, δεν ξέρω. Μου έτυχαν και περίεργα πράγματα: Μου είχε συμβεί να μου κάνουν προτάσεις κάποιοι gays για να πάω μαζί τους με λεφτά- ίσως νόμιζαν ότι εγώ θα το είχα ανάγκη επειδή ίσα ίσα που κατάφερνα να ζω με τη μάνα μου- αλλά δεν έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Και επειδή στη Βουλγαρία δεν μου είχε συμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο, σκεφτόμουνα “πως τολμάει αυτός και μου προτείνει κάτι τέτοιο;”. Νομίζω όμως ότι όταν είσαι ξεκάθαρος με τους ανθρώπους, δεν σε πιέζουν ούτε εκείνοι. Αυτό έμαθα.
Η ΖΩΗ ΣΗΜΕΡΑ
Στις σχέσεις μου με τις γυναίκες, δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Έχω κάνει σχέσεις και με ελληνίδες, αλλά και με ξένες. Περισσότερο όμως με ελληνίδες. Και τώρα με ελληνίδα έχω σχέση και περνώ πάρα πολύ καλά, πολύ όμορφα, με γεμίζει. Εγώ δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους με βάση την καταγωγή τους, για μένα όλοι είναι άνθρωποι, με τραβάει η χημεία και το μυαλό- θέλω να σέβομαι και να θαυμάζω τη γυναίκα που έχω δίπλα μου. Το γάμο δεν τον σκέφτομαι, αλλά μου αρέσουν πολύ τα παιδιά. Είμαι Βούλγαρος, δεν θέλω να γίνω Έλληνας, αλλά αυτά τα δύο εδώ τα συνδυάζω. Έχω την Βουλγάρικη νοοτροπία, αλλά και την ελληνική κουλτούρα Είμαι λίγο μαζεμένος, αλλά πιο ανοιχτός από άλλους Βούλγαρους. Οι περισσότεροι μου φίλοι είναι Έλληνες. Σπάνια βγαίνω για να διασκεδάσω, μου αρκούν τα ήρεμα πράγματα. Και για τα λεφτά, μου φτάνει ο βασικός μισθός που παίρνω στο θέατρο, δεν θέλω κάτι παραπάνω, περνάω πολύ καλά ακόμη και με τα 800 ευρώ. Εμένα μου αρέσει να μένω στο σπίτι μου, σε ένα υπόγειο στη Ραφήνα, και να ονειρεύομαι, το σπίτι μου είναι “ο χώρος μου”, νιώθω πολύ όμορφα με τη μοναξιά μου, μου αρέσει να μένω εγώ και ο εαυτός μου. Και όχι, δεν βλέπω καθόλου εφιάλτες από το παρελθόν. Μόλις πέφτω για ύπνο, βλέπω μόνο όνειρα».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town" τον Σεπτέμβριο του 2009.