31.10.09

ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ: "ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΟΙ ΚΑΚΕΣ ΜΕΡΕΣ, ΚΡΥΒΟΥΝ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΘΗΣΑΥΡΟ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΜΗ ΤΟΥΣ"


Δεν είναι υπερβολή ότι οι χιλιάδες της αναγνώστες, διαβάζουν τα βιβλία της σαν να διαβάζουν Ντοστογιέφσκι. Και αυτό δεν είναι αμαρτία. Η Ελλάδα υπερηφανεύεται ότι στο πρόσωπο της Ζυράννας, δημιουργήθηκε (ή επέζησε) ένα σπάνιο κράμα λογοτεχνίας και ποίησης, μυθιστορήματος, πραγματικότητας και ονείρων. Αλλά κυρίως, ενός τεράστιου ταλέντου που, όμoιό του, είχε πολλά χρόνια να γεννηθεί- ούτε καν να αντιγραφεί.
Επτά χρόνια περίμενα γι αυτή τη συνάντηση. Από τότε που είχε βγει το πρώτο βιβλίο της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους»- «ο θάνατος ήρθε τελευταίος». Επτά χρόνια, αλλά να που τελικά είπε το «ναι» για να δώσει «για την Κύπρο» την τελευταία από τις πέντε συνεντεύξεις που αποφάσισε να παραχωρήσει μετά την κυκλοφορία του- ήδη best seller- βιβλίου της «το πάθος χιλιάδες φορές» («η επόμενη μας συνέντευξη θα γίνει», μου είπε, «έπειτα από επτά πάλι χρόνια, άντε έξι αν ο τρίτος τόμος εκδοθεί πιο νωρίς»). Ζήτησε τις ερωτήσεις στο email του εκδοτικού της οίκου, πήγε η ίδια εκεί, τις πήρε, περίμενα ένα περίπου μήνα και, εκεί που είχα αποφασίσει ότι δεν έχω ελπίδα να γνωρίσω (γιατί αυτή ήταν η αιτία της συνέντευξης) τη γυναίκα από την οποία εξάρτησα πολλές λεπτές ισορροπίες του μυαλού και του βάθους μου, το κινητό μου χτύπησε από άγνωστο αριθμό: «Ναι, γεια σας, Ζατέλη εδώ. Με συγχωρείτε για την αναμονή. Μου είπαν από τον Καστανιώτη ότι θέλετε να με συναντήσετε». Απαντούσα μονολεκτικά- σαν ηλίθιος. Απλώς σημείωσα την ώρα, τη μέρα, τη διεύθυνση. Λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη, στο Κουκάκι. Ήταν ακριβής. Περίεργο το σύμπαν της, το καταλάβαινα από άλλες της συνεντεύξεις της, από το μύθο που υπάρχει γύρω από την persona της, από τους fans της στο internet (τους περισσότερους που έχει Έλληνας συγγραφέας, αν και η ίδια δεν έχει- ούτε θέλει να έχει- σχέση με την τεχνολογία), οι οποίοι αναλύουν κάθε καινούργιο της «και», την παραμικρή της λέξη. Στις 3 το μεσημέρι της χτυπούσα ήδη το θυροτηλέφωνο, όχι δυνατά για να μην τρομάξουν οι γάτες, «μία φορά κι ακούγεται». Μπροστά από την εξώπορτα η εκκλησία, δίπλα ένα γραφείο τελετών. Περίεργα πράγματα. Σαν να το συνωμότησε. Ξεκίνησε να βρέχει, ψιχάλιζε λίγο, περίμενα πέντε λεπτά και μου άνοιξε. Κανονικού αναστήματος, πολύ λεπτή, μωβ κοντά μαλλιά, σγουρά μέχρι τους ώμους, μοβ κραγιόν, μακρύ φουστάνι με μικρά λουλούδια επάνω. «Περάστε επάνω», μου είπε, και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο του σπιτιού, στο βασίλειο του νου της. «Άστε», μου είπε, «τραβάω ένα ζόρι τον τελευταίο καιρό με τις γάτες μου. Είχα δύο, πήρα ένα τρίτο από το δρόμο, αλλά οι άλλες δεν τον θέλουν ακόμη, διεκδικούν το δικό τους χώρο». Στην κουζίνα μου γνωρίζει τη Σέρκα που κάθεται επάνω στον πάγκο, στο υπνοδωμάτιό της τη Ζαίρα που κοιτάει έξω από το μπαλκόνι, και στο «δωμάτιο των γάτων» τον Ναρσίζο, τον καινούργιο κάτοικο. Μου ετοιμάζει καφέ. Ελληνικό. Συνεχίζει να μου μιλάει για τις γάτες της, ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί καλά τα βράδια, θέλει να μονιάσουν, σκέφτεται μήπως έπαιρνε και μία τηλεόραση για να κάθονται μπροστά της, να χαζεύουν, να παρακολουθούν όλες μαζί, μήπως έρθουν πιο κοντά. Της λέω μήπως παρασυρθεί και η ίδια, μήπως αρχίσει να βλέπει «εκπομπές». Χαριτολογώντας. «Μα είχα και στο Παρίσι όπου έμενα τόσα χρόνια τηλεόραση. Δεν παρασύρομαι απ αυτά», μου απαντάει. Στο γραφείο της, τα βιβλία. Προσέχω τον Ντοστογιέφσκι, τον Τζόυς και κάποια χρωματιστά της που επάνω- στην άκρη άκρη, στη ράχη τους- γράφει «dreams only». «Εκεί μέσα σημειώνω τα όνειρά μου», μου λέει. «Μόλις ξυπνήσω, πολύ νωρίς όπως κάθε πρωί, τα γράφω για να μην τα ξεχνάω». Μου αναφέρει κάτι για τον αδερφό της, για την ανιψιά της που μένει στον κάτω όροφο από εκείνη, τη ρωτάω αν πηγαίνει συχνά στον Σοχό, αν ζουν εκεί οι δικοί της άνθρωποι, εκεί από όπου- σύμφωνα με τα βιογραφικά των βιβλίων της- κατάγεται και η ίδια, κοντά στη Θεσσαλονίκη. «Μόνο οι πεθαμένοι μου μένουν εκεί». Ανάβει τσιγάρο. Sante κόκκινα. Μου δίνει το κινητό της να της περάσω μερικά τηλέφωνα- δεν ξέρει, πρώτη φορά χρησιμοποιεί στη ζωή της κινητό. Στο όνομα «Σίσσυ» σταματώ. Της λέω για την τηλεοπτική σταρ. Με κοιτάει περίεργα. «Δεν βλέπω πια τηλεόραση. Μόνο όταν πηγαίνω σε κάποια σπίτια φίλων μου, τους λέω “ανοίξτε, να φάω λίγη πραγματικότητα!”. Δεν ξέρω τι μου λέτε». Ούτε στα περίπτερα σταματάει για να βλέπει τους τίτλους και τις λαμπερές φωτογραφίες, δεν ξέρει τα ονόματα, στα απανωτά εξώφυλλα της ταμπλόιντ εφημερίδας για τη δολοφονία του ηθοποιού μπερδεύει το «Σεργιανόπουλος» με το «Σεργόπουλος». Της εξηγώ. Και μάλλον το διασκεδάζει. Παρόλα αυτά, δεν θέλει να κάνουμε την κουβέντα μας προφορικά, δεν θέλει να χτίζω επάνω στις απαντήσεις της. Θέλει να απαντήσει η ίδια γραπτώς, να πληκτρολογήσει στη γραφομηχανή της-εκεί που γεννιέται ο κόσμος της, ο δικός της κόσμος, να ξαναπεράσω να μου τις δώσει. «Έτσι κάνω με όλες μου τις συνεντεύξεις. Μου φάνηκαν απλές οι ερωτήσεις σας. Μοιάζει με παιχνίδι», μου είπε. Συμφώνησα. Συναντηθήκαμε άλλες δύο φορές τις επόμενες δέκα μέρες. Και ήταν υπέροχα. Δεν θέλω να προδώσω τα μυστικά της, όλα όσα μου είπε επάνω στην κουβέντα των καφέδων, των γάτων που πηγαινοέρχονταν, των αγωνιών της, των αυπνίων της, τα μπες βγες της δικής της ζωής- που είναι κανονική, όσο εξωπραγματική κι αν μοιάζει η ίδια. Ακόμη και αυτά που ήδη έγραψα- προδοσία στο παράξενό της σύμπαν- ξέρω ότι ίσως την θυμώσουν. Είναι, όμως, ελάχιστα. Γιατί ο μύθος της Ζυράννας, είναι μόνο η πραγματικότητά της. Η μοναδική της αλήθεια. Είναι όπως στα βιβλία της: Κανένα ψεγάδι.
-Μοιάζετε παράξενη, ιδιόμορφη, στο μυαλό μας υπάρχει η εικόνα μίας πολύ ιδιαίτερης περίπτωσης ανθρώπου. Όχι σαν όλους τους άλλους, τους «καθημερινούς» και «συνηθισμένους». Αυτό είστε, κυρία Ζατέλη;
-Κάποιος μου είπε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι πρώτα είμαι βγαλμένη από τις ιστορίες μου και μετά απ την κοιλιά της μάνας μου. Ποιος ξέρει, μπορεί να ξεκίνησα από τότε να γράφω τις ιστορίες μου, απ την κοιλιά της μάνας μου-δεν μου φαίνεται και πολύ απίθανο. Εν πάση περιπτώσει, συχνά το ακούω αυτό, ότι είμαι παράξενη, ιδιόμορφη και τα συναφή, και υποθέτω ότι κάπου θα πρέπει να ακουμπάει αυτή η «φήμη», από κάπου βγαίνει αυτός ο «καπνός». Και παιδιόθεν άλλωστε. Θέλω να πω, από τα σχολικά μου χρόνια, στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο, είχα συνηθίσει να με θεωρούν κάπως αλλιώτικη, ιδιαίτερη, για λόγους ευνόητους όσο και δυσεξήγητους. Ούτε η πρώτη μαθήτρια ήμουνα, εκτός από την έκθεση, ούτε στα πρώτα θρανία καθόμουνα, ούτε ακριβώς επεδίωκα να είμαι η «μάνα» στα παιχνίδια, κι ωστόσο…ήμουνα, με βάζανε, κι είχε κάτι τελείως φυσικό αυτή η κατάσταση-σαν να μην γινόταν αλλιώς. Κατά βάθος ήμουν μάλλον συνεσταλμένη, κι αρκετά μοναχική, μα όχι αυτό που λέμε «κλειστός χαρακτήρας». Γι αυτό και δεν με ξίπασε αργότερα η όποια επιτυχία μου στο χώρο της λογοτεχνίας. Σαν να ήταν πάντα έτσι, είχα την «αναγνώριση» από παιδί, δεν χρειάστηκε να την κυνηγήσω, να κάνω αμάν για λίγη δόξα. Πρόκειται για κάτι πολύ προσωπικό και άπιαστο, ένα είδος μαγνητισμού, κάτι που ή το έχει κανείς ή δεν το έχει. Το είχα φαίνεται, από παλιά, κι έτσι τραβάω το δρόμο μου όπως έμαθα τόσα χρόνια να τον τραβάω.
-Το ότι είστε, όπως είπατε, αρκετά μοναχική και συνεσταλμένη μα όχι «κλειστός χαρακτήρας», τι σημαίνει σε επίπεδο καθημερινότητας ή στην επαφή σας με τους άλλους;
-Τίποτα το εξωπραγματικό. Μου αρέσει να αποτραβιέμαι στα δικά μου, να δουλεύω σαν το μυρμήγκι με τις λέξεις, με τις ηδονές και τα αινίγματα της συγγραφής, να αγάλλομαι και να υποφέρω κάθε φορά σαν για πρώτη φορά, αλλά μου αρέσει και να βγαίνω τα βραδάκια, να βλέπω κάποιον φίλο, να περπατώ ατελείωτα, να πηγαίνω σινεμά, να κάνω παρέα με τα αδέσποτα της πόλης, τα σκυλιά, τις γάτες…Μία φορά είχα εισιτήριο για το Ηρώδειο και με ξελόγιασε ένας σκυλάκος εκεί απ έξω, με διάλεξε, δεν ξέρω τι, όλο καμώματα ήταν γύρω απ τα πόδια μου, οπότε πήγε περίπατο η παράσταση, την έχασα- ή μάλλον ο σκύλος έκλεψε την παράσταση. Και πολλά τέτοια. Επιτρέψτε μου πάντως να σας πω, σχετικά με την παραξενιά, ότι άνθρωποι που με θεωρούσαν εξαιρετικά παράξενη ή και απρόσιτη, όταν με γνώρισαν καλύτερα απόρησαν- όπως ισχυρίζονται- με το πόσο καλή και ανθρώπινη είμαι. Μα βέβαια, τι θα ήμουν; Το «τέρας» με τις αναρίθμητες ιδιοτροπίες; Αυτά είναι πόζες, μακριά από τέτοια. Χωρίς υπόσταση και βάσανο ψυχής, κανένα «ύφος» δεν μετράει.
-Αλήθεια, με πόσο «βασανισμό ψυχής» γράψατε το τελευταίο σας μυθιστόρημα; Συνέβη η κάθαρση που, κάθε φορά επιδιώκετε; Λυτρωθήκατε; Από τι;
-Κοιτάξτε, ούτε ο βασανισμός της ψυχής ούτε η ανάγκη για κάθαρση έχουν τελειωμό. Απλώς, κάποια στιγμή θα επέλθει ένα βιολογικό τέλος-το αναπότρεπτον. Ως τότε και θα βασανίζομαι για το γράψιμο και θα λυτρώνομαι μέσα από το γράψιμο-αυτή είναι η ζωή μου. Κάτι σαν κατάρα κι ευλογία μαζί.
-Συνεχίζετε να μεταμορφώνεστε όταν γράφετε;
-Ναι, εφόσον μπαίνω στα βαθύτερα κοιτάσματα της ψυχής μου, εκεί όπου το σκοτάδι ή το σκιόφως τελεί χρέη φωτός, κι απ όπου βγαίνω…τσακισμένη καμιά φορά, αλλά και λαμπρότερη, ωριμότερη. Η μεταμόρφωση δεν είναι «βάζω άλλα ρούχα» ή κάνω τη φωνή μου βαριά. Είναι η ίδια η διαδικασία της γραφής, ο μυστικός βίος του νου και της ψυχής, άρα η προέκταση της πραγματικότητας, του εαυτού μας. Και έχει κάτι το ένθεο κάτι στιγμές, πιστέψτε με.
-Πως είστε όταν γράφετε; Πως λειτουργείτε;
-Λίγο πολύ μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μια συνεχής ακροβασία ανάμεσα σε ένα είδος μύχιας τρέλας αλλά και μιας τυραννικής διαύγειας. Για περισσότερα, ρωτήστε τα πουλιά που περνούν απ το παράθυρό μου. Ή τις γατούλες μου που, προσφάτως, από δύο γίνανε τρεις.
-Με ποιον τρόπο σας «στηρίζουν οι νεκροί σας», όπως λέτε;
-Με τον πιο άφατο και ουσιαστικό. Αυτό που είμαι και αυτό που κάνω ενόσω ζω, σ αυτούς δεν ακουμπάει; Από αυτούς δεν πηγάζει; Για μένα η «άλλη ζωή» είναι μέσα μας, από την ώρα που γεννιόμαστε μας σημαδεύει η «υπόσχεση» του θανάτου, είναι το αναφαίρετο μερτικό μας στο προαιώνιο αυτό δράμα και αίνιγμα. Ζωντανοί παραμένουν οι προσφιλείς τεθνεώτες στη σκέψη και στο συναίσθημά μας, στις κουβέντες και στις αναμνήσεις μας, κι αυτό έχει συνέπειες στην συνέχιση του βίου, γεννά καινούργιες πράξεις, καινούργιους ζωντανούς και νεκρούς-σε τελευταία ανάλυση αέναους κύκλους.-Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα «το πάθος χιλιάδες φορές», βάζετε έναν ήρωά σας να τραγουδάει «ο Άδης έχει έμπατα, μα έβγατα δεν έχει»…
-Τι θέλετε να πείτε; Ότι αυτό αντιβαίνει ή αντιφάσκει με όσα σας είπα πιο πάνω; Για να είμαστε όμως ακριβείς, βάζω αυτόν τον ήρωα να γυρνάει από τον Άδη για να τραγουδήσει ένα τέτοιο τραγούδι…Το παράδοξο λοιπόν και το φυσικό είναι στο βάθος ομοούσια, πίνουν απ το ίδιο τάσι, κι όχι μόνο στην τέχνη αλλά και στην ζωή. Αρκεί να τα διαχειρίζεται κανείς σοφά και με δέος. Και να βλέπει μακριά, να ψυχανεμίζεται τα ανείπωτα.
-Πως είναι η καθημερινότητά σας όταν δεν γράφετε; Πως ζείτε; Ακούτε, για παράδειγμα, μουσική; Παρακολουθείτε τηλεόραση; Έχετε κινητό τηλέφωνο για να μιλάτε;
-Η καθημερινότητά μου είναι λίγο ορφανεμένη όταν δεν γράφω, κάπως μισή, λειψή, η αλήθεια να λέγεται. Και τον πρώτο καιρό ούτε που το πιστεύω. Μετά από έξι κι εφτά χρόνια που συμβιώνω με τόσα «αόρατα» πρόσωπα, τόσες σκιές κι ανάσες γύρω μου και μυστήριες καταστάσεις, που κοιμάμαι και ξυπνώ με την έγνοια της επόμενης σελίδας, πώς να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι για ένα διάστημα δέκα ή δώδεκα μηνών, ή και παραπάνω, δικαιούμαι να μην κάνω τίποτα; Νιώθω φοβερή ανακούφιση, αλλά και μία απίστευτη μελαγχολία ώρες ώρες. «Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους;», που λέει κι ο Καβάφης. Και πάντα φοβάμαι μην καλομάθω στο «καθισιό», αλλά μέσα μου υπάρχει ένα ανησύχαστο πνεύμα, ένα παιδί ακατανόητο, και ξέρω πως αργά ή γρήγορα θα αρχίσουν πάλι να μαζεύονται τα σύννεφα στο κεφάλι μου για την επόμενη «καταιγίδα». Οπότε μια ενδιάμεση ξεκούραση όντως τη χρειάζομαι, είναι η μεσοβασιλεία της σιωπής. Μουσική δεν ακούω τις ώρες που γράφω, μου είναι αδύνατον να τα κάνω να συνυπάρξουν- όσο πιο σιωπηρό το περιβάλλον, τόσο ανθίζουν οι μέσα «φωνές και μουσικές»…Μόνο τα πρωινά, λίγες ώρες, ή τα βράδια που ανοίγω το ραδιόφωνο και παρακολουθώ τι γίνεται στον έξω κόσμο, ή παίζω με τη βελόνα κυνηγώντας ωραία τραγούδια. Τηλεόραση δεν έχω σπίτι μου και δεν μου λείπει καθόλου- μια δυο που μου χαρίσανε, τις χάρισα με τη σειρά μου. Ούτε κινητό τηλέφωνο είχα, μέχρι που ένας φίλος, προσφάτως, μου έδωσε το παλιό δικό του «για ώρα ανάγκης». Μου πέρασε μέσα κάποια ονόματα, μου έμαθε τα πολύ βασικά, και το ανοίγω μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Ειδεμή το κρατώ κλειστό, μπορεί να κάνω και δέκα μέρες να το χρησιμοποιήσω. Και πάω να μου περάσουν καινούργια κάρτα ανά τρίμηνο ή τετράμηνο, ή και παραπάνω. Ούτε αυτοκίνητο έχω, αν και δεν με ρωτήσατε. Ας μη μιλήσουμε πια για…σκάφη ή μεζονέτες. Αστή, μικροαστή ή μεγαλοαστή, δεν υπήρξα ούτε για πέντε λεπτά στη ζωή μου. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να το πω, αλλά μια και το έφερε ο λόγος…
-Παραμένει πάθος σας το σινεμά και οι βόλτες;
-Βεβαίως. Και συνήθως τα συνδυάζω. Όλοι οι κεντρικοί κινηματογράφοι απέχουν ιδανικά από το σπίτι μου, ούτε πολύ μακρυά, ούτε πολύ κοντά, οπότε μια απογευματοβραδυνή έξοδος είναι ηδονική υπόθεση για μένα. Περπατάω, σκέφτομαι, χαζεύω, στήνω ξεστήνω ιστορίες με τον νου μου, για να καταλήξω στην μαγική σκοτεινή αίθουσα και για δυο ώρες να φύγω αλλού. Και μετά η επιστροφή που, ανάλογα με την ταινία που είδα, ή την κάνω πετώντας ή την κάνω…κουτσαίνοντας. Κάπως έτσι.
-Η ωραιότερή σας βόλτα ποια είναι; Εκεί, γύρω απ την Ακρόπολη, κοντά στο σπίτι σας;
-Θέλει και ρώτημα; Όταν έχεις την τύχη να γειτονεύεις με την Ακρόπολη, αν μη τι άλλο γκρινιάζεις πολύ λιγότερο από τριάντα φορές την ημέρα. Άλλη αύρα, άλλο ήθος στη σκιά του ιερού βράχου, κακά τα ψέματα.
-Τι σας λείπει από τη ζωή όταν είστε κλεισμένη στο σπίτι σας και γράφετε; Όταν βρίσκεστε σε ένα άλλο σύμπαν;
-Αν το γράψιμο πάει καλά, αν κυλάει, αν συντελείται, δεν μου λείπει τίποτα, σας διαβεβαιώ. Αν όμως δεν πάει καλά, αν μπλοκάρομαι, αν δεν κατεβαίνουν ιδέες, αν δεν νιώθω εκείνο το μαγικό ρίγος να με συνεπαίρνει, τότε νομίζω πως θέλω να πεθάνω, ή τουλάχιστον να έχω έναν…προσωρινό θάνατο, μέχρι να αναδυθώ ξανά, να με φυσήξει το πάθος. Και κάτι τέτοιο άλλωστε συμβαίνει, υφίσταμαι πολλούς προσωρινούς θανάτους μέχρι να παραδώσω ένα βιβλίο. Μα φαίνεται δεν γίνεται αλλιώς, είναι αναγκαία αυτά τα πειράματα σε ένα είδος ανυπαρξίας προκειμένου να ξαναβρώ τα βαθύτερα σκιρτήματα της ζωής. Έμαθα λοιπόν να σέβομαι και τις «κακές» ημέρες, να τις υπομένω, ξέρω πως κρύβουν ένα μικρό θησαυρό στην παλάμη τους.
-Ποιο είναι το πιο παράξενο που έχει συμβεί στη ζωή σας; Το πιο ανατρεπτικό σενάριο;
-Αυτά, αγαπητέ μου, τα φυλάω για τις ιστορίες μου, δεν τα χαραμίζω σε συνεντεύξεις.
-Έχετε φίλους; Υπάρχουν άνθρωποι που σας ξέρουν τόσο καλά, όσο εσείς τον εαυτό σας;
-Ασφαλώς και έχω φίλους. Φίλους δεκαετιών, παλαίμαχους, αλλά και κάποιους καινούργιους. Απλώς δεν το θεωρώ απαραίτητο να γνωρίζουμε για τον άλλον τα πάντα- είναι και ουτοπικό, εδώ που τα λέμε. Ίσως γιατί δεν πιστεύω ότι γνωρίζουμε τον εαυτό μας τόσο καλά, όσο νομίζουμε. Πάντα κάτι θα μας διαφεύγει από αυτή την άβυσσο. Και πως όχι.
-Ποιο νομίζετε είναι το βασικό προγνώρισμα του χαρακτήρα σας;
-Δεν πρόκειται για ένα μόνο, μα αυτή τη στιγμή μου έρχεται…ποιο να πω αλήθεια; Η παρορμητικότητα. Είμαι γενικώς πολύ παρορμητικό άτομο και συχνά την έχω πληρώσει, έως και άσχημα. Κι όλο ορκίζομαι να μην την ξαναπάθω λόγω παρορμητισμού, μα δεν ξέρω, κάτι γίνεται και το ξεχνάω ακριβώς την στιγμή που δεν πρέπει. Μα όχι πάντα πλέον, όχι πάντα, έχω βάλει και λίγο μυαλό, τι διάολο.
-Ο έρωτας; Πόσο σημαντικός ήταν στη διαμόρφωση της συγγραφέως;
-Όσο μπορεί να υποθέσει ένας νοήμων άνθρωπος.
-Συνεχίζετε να ερωτεύεστε με το ίδιο πάθος, όπως όταν ήσασταν νέα;
-Νέα είμαι ακόμη, δεν νομίζετε; Δυο φορές τριάντα οσονούπω. Εν πάση περιπτώσει, απέχοντας πλέον αρκετά από απ τα τρελά εκείνα νιάτα, έχω γλιτώσει κι από αρκετές φασαρίες άνευ λόγου. Βλέπετε, ο χρόνος φέρνει και δώρα-όχι μόνο φθορές.
-Έχετε ποτέ «κάψει» μηχανές από έρωτα;
-Και μηχανές και φτερά και χαρτιά και ό,τι θες. Σαν εκείνο το μυθικό πουλί που καίγεται, στάχτη γίνεται…και λοιπά και λοιπά. Μόνο μην πάει ο νους στο «πουλί» κάποιας επτάχρονης χούντας.
-Ο έρωτας δεν είναι ζωή;
-Βρίσκω άστοχη την ερώτηση. Είναι σαν να ρωτάτε, το μήλο δεν είναι μήλο; Εντάξει, μπορεί να είναι και κάτι άλλο, πιο ανομολόγητο, μα σίγουρα είναι και μήλο.
-Συγνώμη που επανέρχομαι στο θέμα, αλλά έχετε σκεφτεί το δικό σας θάνατο; Τον έχετε «σκηνοθετήσει» στο μυαλό σας;
-Είναι αρκετά χρόνια τώρα που έχω ξεκινήσει να γράφω μια ιστορία, την οποία κάτι μου λέει ότι θα κάνω αρκετά χρόνια ακόμη για να την τελειώσω. Κάποια μέρα λοιπόν θα τη διαβάσετε, και στο μεταξύ μπορώ να σας εκμυστηρευτώ τον τίτλο της: «Για μια γυναίκα που όλο φανταζόταν ότι την έβρισκαν πεθαμένη».
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου- ένθετο "Υστερόγραφο", τον Νοέμβριο του 2009.