27.1.13

ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ: "ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΛΑΘΗ, ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ, ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΕΙΣ, ΘΥΜΟΥΣ, ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ. ΤΙΠΟΤΑ ΙΔΑΙΤΕΡΟ"


Κρατικά βραβεία λογοτεχνίας, τιμητικές πλακέτες με χρυσά γράμματα στο όνομά της, βαθιά εκτίμηση από τους ομότεχνούς της, από πολιτικούς, κριτικούς, από χιλιάδες απλούς αναγνώστες που στέλνουν τα βιβλία της σε συνεχείς επανεκδόσεις. Η Ιωάννα Καρυστιάνη, φωτογραφίζει στο «Υστερόγραφο» τις αφορμές που έκαναν την «Μικρά Αγγλία», τον «Άγιο της μοναξιάς», το «Κουστούμι στο χώμα», το «Σουέλ», να αστράψουν φλας στους διαδρόμους της καρδιάς μας.
Με φόβισε πολύ η κουβέντα με την Καρυστιάνη. Ήταν το τεράστιο λογοτεχνικό της μέγεθος, οι αναλυτικές της εικόνες, η άρνησή της να μιλήσει δημόσια για οτιδήποτε ξέφευγε από τα στενά πλαίσια των βιβλίων της (με απαντήσεις σε παλαιότερες συνεντεύξεις της που έγραφαν «θα προτιμούσα να μην αναφερθούμε σε τόσο πολύ προσωπικά θέματα» και τους δημοσιογράφους να ξανακλείνονται στο καβούκι τους «όπως επιθυμείτε, περνάμε σε άλλο κεφάλαιο, στις επιδράσεις της λογοτεχνίας σας»), ήταν ο άπειρος θαυμασμός που είχα στον τρόπο που χειρίζεται τις προτάσεις στα γραπτά της, μία μπάλα που σκάει στον εγκέφαλο και σου ανοίγει νέα μάτια για να δεις τον κόσμο, ένα σπασμένο τζάμι που δεν θες να του κολλήσεις τα θρύψαλα. Μελέτησα πολύ το προηγούμενο βράδυ: Ξεφύλλισα ξανά τα βιβλία της, συγκινήθηκα με φράσεις όπως «ζούσε τα χάλια για χρόνια», αγάπησα απ την αρχή τους ήρωές της, είδα με λεπτομέρεια τις-παγωμένες-της απαντήσεις σε σκόρπιες περιόδους εκδόσεων στις εφημερίδες και στα περιοδικά, πήρα φίλους μου που γράφουν βιβλία για να μου εξηγήσουν πράγματα που δεν καταλάβαινα στις ιστορίες των γραπτών της, να εννοήσω αυτό που θα αντιμετώπιζα και με έκανε δειλό. Το ραντεβού μας στο Μαρούσι ήταν πρωινό γιατί η ίδια  ξυπνάει απ τις 5, άλλαξε την αναχώρηση της για την Άνδρο «για να μιλήσει στην Κύπρο που έχει λατρεία», με κέρασε γλυκό του κουταλιού, έκανε παιχνίδι με τα σύννεφά του ο ουρανός και- σχεδόν- δεν έβλεπα τα ανοιχτόχρωμά της μάτια στον καναπέ που καθίσαμε πλάι στα δεκάδες βιβλία` στο πάτωμα, στο γραφείο, στη βιβλιοθήκη, στο τραπεζάκι μπροστά στα πόδια μας. Για πολλή ώρα κουβεντιάσαμε για τις πολιτικές εξελίξεις (βαθιά πολιτικοποιημένο-ουδέποτε κομματικοποιημένο-άτομο η ίδια), για τον Τάσσο Παπαδόπουλο, για την υποψηφιότητα Χριστόφια (πόσο θα θελα να καταγράψω τις εμπεριστατωμένες απόψεις της για αυτό που συμβαίνει, αλλά με όρκισε να μην αναλύσω τίποτα, «τίποτα που θα θεωρούσαν κάποιοι παρέμβασή της στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου»), για το σχέδιο Ανάν που την έκανε να μην μπορεί να γράψει για τρεις μήνες (αυτή που ακόμα και τις μέρες των Χριστουγέννων κατέγραφε τις σκέψεις της), για τους Κύπριους φίλους της, πράγματα που την στενοχωρούν και την πληγώνουν αλλά και αυτά που την κάνουν να υποκλίνεται στο «μεγαλείο της ψυχής των Κυπρίων που από το τίποτα έκαναν θαύματα» (έτσι μου το είπε). Επειδή όμως είμαι από τη φύση μου παλιόπαιδο, εκμεταλλεύτηκα τα μυστικά της, τα «χρησιμοποίησα» για να γίνει η κουβέντα μας ενδιαφέρουσα και όχι ένα λογοτεχνίζον- ακαταλαβίστικό- δοκίμιο, γέλασε, συμφώνησε, «ξεκίνα και θα δούμε τι θα σου πω», άρχισα να ρωτάω αυτά που στο παρελθόν είχαν την σθεναρή άρνησή της, διακόψαμε δύο φορές, τρεις φορές συγκινήθηκε, έφερνε το σώμα της μπροστά και πίσω απ τα μαξιλάρια του καναπέ κρατώντας τα μαλλιά της, προσπαθούσα να εφευρίσκω ανοησίες για να τη χαλαρώνω (για λίγο) με τα ματς της ΑΕΚ και το «Σαλονικιό» του Στράτου (που λατρεύει) και μετά να την επαναφέρω-απότομα-στον βυθό του κόσμου της. Έκανα αυτό που θα ήθελαν να διαβάσουν οι φανατικοί της, απαντήσεις στα ερωτηματικά τους για να γίνει γλυκιά η στυφή γεύση στις τελείες των best seller της. Όσα θα διαβάσετε στη συνέντευξή της τα είπε «για την Κύπρο» (αλλιώς δεν θα τα έλεγε), είναι σαν αυτό που μου έγραψε αφιέρωση στο «Σουέλ» της όταν έφευγα ανάμεσα στα λουλούδια του κήπου της με το φιλί της υγρό ακόμη στα μάγουλά μου: «Για την Κύπρο που μας ενώνει, για μια ζωή που να αξίζει».
-Ποιοι είναι οι ευγενικοί άνθρωποι;
-Άνθρωποι που έχουν πονέσει, έχουν αγαπήσει στη ζωή τους, ακόμη κι αν δεν έχουν αγαπηθεί. Έχω ευλογηθεί να συναντήσω πολλούς ανθρώπους και μερικοί έχουν μείνει για πάντα μέσα στη καρδιά μου (μπορεί να τους έχω συναντήσει κι άλλες φορές, πολλές, λίγες, ή ποτέ ξανά) αλλά αποπνέουν μια καλοσύνη και μια ηρεμία γιατί έχουνε ζυγίσει τη ζωή μέσα από τα καλά και τα κακά της. 
-Είναι ευλογία ο πόνος;
-Αυτοί που δεν τον έχουν βιώσει θα πρέπει εναγωνίως να τον αναζητήσουν στη ζωή τους. Ο πόνος είναι η πιο ουσιαστική γέφυρα για να έρθεις κοντά με τους άλλους ανθρώπους. Ο πόνος ο δικός σου-που δεν τον φοβάσαι, δεν σε τσακίζει μόνιμα- μπορεί να σε φτάσει στον πάτο, αλλά κάποια στιγμή, όταν συνειδητοποιήσεις ακριβώς τι συμβαίνει, θα σου δώσει τη δύναμη για να ξαναβγείς στον αφρό. Αυτό θα σε κάνει να μπορείς να νιώσεις και τους άλλους ανθρώπους.
-Γιατί η χαρά δεν μπορεί να γίνει γέφυρα;
-Η χαρά διαρκεί πιο λίγο. Το πιο αποφασιστικό μάθημα αυτογνωσίας και ζωής είναι ο πόνος. 
-Τι μάθατε απ τον πόνο;
-Να μην είμαι άκαμπτη με τους άλλους ανθρώπους, να μην πιστεύω πως τα ξέρω όλα. Ευτυχώς δεν λατρεύω το μυαλό μου, δεν το λάτρευα ποτέ, όσο περνάει ο καιρός τόσο λιγότερο έχω εμπιστοσύνη ότι εύκολα μπορώ να βγάλω συμπέρασμα για το τι συμβαίνει στη ζωή. Έμαθα επίσης να είμαι υπομονετική και να δίνω χρόνο στους άλλους. Οι άνθρωποι δεν είναι αυτό που φαίνονται με την πρώτη ματιά, μπορεί να είναι κάποιος μονόχνοτος, δύσκολος, περιορισμένος, σχεδόν αδιάφορος` μου έχει συμβεί όμως όποτε έδωσα χρόνο-και το επιδιώκω αυτό-να ξεκινήσει μία σχέση με πολύ κακούς οιωνούς και να αποκαλυφθεί στη συνέχεια ότι ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου είναι ένα διαμάντι. Αυτό μου συμβαίνει με πολύ λαϊκούς ανθρώπους` αυτοί με έχουν εκτοξεύσει στο διάστημα. Τα καλύτερα μαθήματα ζωής τα έχω πάρει από βοσκούς, από ναυτικούς, από κουρείς και από κομμώτριες.
-Πείτε μου κάτι που σας έμαθε τελευταία κάποιος λαϊκός άνθρωπος…
-Κατίνα Κολιδά, Άνδρος. Μία 83 ετών γυναίκα, χήρα ναυτικού που ζει μόνη στην κορφή ενός βουνού με ελάχιστα σπίτια, κάτω από μηλιές και αχλαδιές, που μου είπε «έχασα την οσμή μου 13 χρόνια πριν, τη βραδιά που έχασα τον άνδρα μου». Το σπίτι της ήταν γεμάτο γαρδένιες και παλιά γαρύφαλλα, τα οποία δεν μπορεί να μυρίσει.
-Ποια είναι η πιο σημαντική από τις αισθήσεις μας;
-Παλιά εγώ είχα την αφή, το άγγιγμα. Αυτό που διαχρονικά έχω καταλάβει στον εαυτό μου είναι η ματιά, πώς τα μάτια παίζουν έναν πολύ αποφασιστικό ρόλο για το πώς βλέπεις τους ανθρώπους- καμιά φορά τσεκάροντας πολύ βιαστικά το φυσικό και το ανθρώπινο τοπίο-και πώς άλλες φορές μπορείς να κάνεις τεράστιες διαδρομές με πέντε βαθιές ματιές. Αυτό μου το έμαθε η ζωή σε πολύ κλειστές περιόδους, απαραίτητο εργαλείο για το γράψιμο.
-Πως είστε στις κλειστές περιόδους σας;
-Σκοτώνομαι με τον εαυτό μου, με το μυαλό μου, μετωπικές συγκρούσεις με τον εαυτό μου, αυτοκριτικά σκληρή.
-Και πως βγαίνετε ξανά στις «ανοιχτές» περιόδους;
-…Σχεδόν από υποχρέωση.
-Απέναντι σε τι;
-Στη ζωή. Απέναντι σε αυτά που θα πρέπει με κάποιο τρόπο να αποφύγω. Δυσκολεύομαι στην αρχή αλλά εν τέλει δεν μετανιώνω γιατί τελικά υπάρχει η ζωή που βράζει και όσο κι αν η άσκηση στη μοναξιά και στη μοναχικότητα είναι εντελώς απαραίτητη-όχι μόνο για τους συγγραφείς, φαντάζομαι για όλους τους ανθρώπους-η άσκηση στην συνύπαρξη είναι επίσης απαράβατος όρος για να ζεις αληθινά. Θα πρέπει-κάποια στιγμή-να κοιτάς κατάματα το τι συμβαίνει γύρω σου.
-Δεν σας τρομάζουν οι ανατροπές;
-Οι ανατροπές με κάνουν να πιστεύω-όλο και περισσότερο-ότι ξέρω πάρα πολύ λίγα.
-Ποιοι είναι τώρα οι «σύντροφοί» σας;
-Από παλιά είμαι σταθερή και πιστή στις φιλίες. Αν αγαπήσω κάτι άπαξ, τελείωσε. Για όλη μου τη ζωή.
-Δεν υπάρχει απογοήτευση σ αυτές;
-Κατά καιρούς. Είναι μέσα στη ζωή. Με απογοητεύουν και τους απογοητεύω` ίσως συχνότερα να  τους απογοητεύω εγώ.
-Πότε καταλαβαίνετε όταν απογοητεύετε κάποιον άνθρωπο;
-Στη στιγμή. Μπορεί να το ξέρω, μπορεί να το επιχειρώ κι εγώ κατά κάποιον τρόπο όταν γνωρίζω  πως έχει στηριχθεί μία σχέση σε κάτι που δεν είναι τόσο αληθινό. Συχνά είμαι και ψεύτικη στις σχέσεις μου` μέμφομαι τον εαυτό μου όταν δεν μπορώ να είμαι ο εαυτός μου όσο κι αν κοστίζει αυτό. Είναι καλύτερα να είσαι αληθινός και να έχεις άδικο. Ασκούμαι στις ματιές, τα μάτια δεν κρύβουν τίποτα, είναι το πιο εύγλωττο και πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Νομίζω πως γι αυτό οι άνθρωποι αποφεύγουν να συναντιούνται τακτικά` καταφεύγουν στα τηλεφωνήματα πια, στα sms, και στα e-mail.
-Δεν αντέχονται τα μάτια;
-Τα μάτια λένε πολλά. Στο τηλέφωνο ξέρεις ότι μπορείς να κρύψεις την όψη σου σε κάποια πράγματα, συχνά το αισθάνομαι.
-Δεν λένε ψέματα τα μάτια;
-Λένε, αλλά φαίνεται. Το καταλαβαίνεις.
-Ποιες είναι οι συγγραφικές εμμονές σας;
-Ό,τι έχω γράψει μέχρι τώρα έχει προκύψει από έναν ισχυρό κλονισμό. Επιμένω σε κορυφαίες ανθρώπινες εμπειρίες: Ο θάνατος, η αρρώστια, ο πόνος, η λησμονιά. Πιάνομαι με αυτά που εγώ θεωρώ μεγάλα, αλλά επειδή τα προσγειώνω και τα μοιράζω σε ήρωες της καθημερινότητας ελπίζω να μην γίνονται στομφώδη, σπουδαιοφανή και μεγαλεπήβολα. Εγώ ανασαίνω με τον λαϊκό κόσμο, ο άλλος δεν με ενδιαφέρει, είναι μία κακοτοπιά.
-Γιατί είναι κορυφαία εμπειρία ο θάνατος;
-…Ανεπίστρεπτος. Είναι το ύστατο φιλί. Αυτό που έχω διαπιστώσει από δικές μου δύσκολες στιγμές όταν έφτασα κοντά, είναι ότι καμιά φορά μετράει να έχεις προλάβει να τακτοποιήσεις κάποιους λογαριασμούς σε ανθρώπους και καμιά φορά αποδέχεσαι ότι δεν υπάρχει τελεία ισχυρή στις σχέσεις των ανθρώπων. Μετά θάνατον οι σχέσεις που μας σημάδεψαν συνεχίζονται, παρατείνεται μία σχέση, σε απασχολεί` ένας άνθρωπος που έχει γράψει στη ζωή σου δεν τελειώνει με το θάνατό του, συχνά ανακεφαλαιώνει και τον αγαπάς πιο βαθιά. Οι γονείς μου είναι πάρα πολύ μεγάλοι, 98 η μητέρα μου και 97 ο πατέρας μου, λέω «ο θάνατος τους ξέχασε και πια είναι αθάνατοι», αλλά επειδή κατεβαίνω στην Κρήτη πολύ συχνά, προσέχω ότι παρόλο που είναι κατάκοιτοι, το μυαλό και των δύο συνεχίζει να γεννάει συλλογισμούς. Το σώμα έχει φθαρεί, αλλά-είναι συναρπαστικό-πώς το μυαλό δεν έχει παραιτηθεί και δουλεύει. Το γήρας είναι ένας συναρπαστικός γρίφος στο κατώφλι του θανάτου.
-Ήταν δύσκολο να τακτοποιήσετε τις εκκρεμότητες σας όταν έπρεπε;
-…Δεν τα κατάφερα.
-Και τι κάνατε στις δύσκολες στιγμές;
-Ενεργοποιήθηκα με έναν τρόπο ασυνήθιστο για μένα... Συνήθως είμαι φοβική, έχω αισθανθεί φοβισμένη στη ζωή μου και στις σχέσεις μου, με τρομερή έλλειψη αυτοεκτίμησης. Στις αρρώστιες και στα δύσκολα, ξαφνικά πήρα τα πάνω μου. Προσπάθησα όμως πολύ σκληρά.
-Σας τρόμαξαν πολύ αυτές οι περιπέτειες;
-Κατάλαβα ότι δεν πρέπει να μας τρομάζουν τα δύσκολα` δεν είναι ποτέ τόσο όσο νομίζουμε ότι είναι. Συμβαίνει να αναπτύσσονται τότε δυνατότητες που μας δίνουν δυνάμεις, μια πολύ βαθιά επικοινωνία με τον πόνο και το φόβο.
-Από πού αντλείτε δύναμη;
-Από πολύ απλά πράγματα, από τη ρουτίνα που την αισθάνεσαι σαν εξοφλημένη στερεοτυπία. Έχω πειστεί ότι στα επαναλαμβανόμενα πράγματα υπάρχει μία ανεξάντλητη δυναμική, προσμένεις εκτόξευση μέσα από κάτι που σου φαίνεται πολύ λίγο, πολύ περιορισμένο, μια ατέρμονη επανάληψη.
-Τι φοβόσασταν παλιά που δεν σας τρομάζει πια;
-Τα ίδια φοβάμαι και τώρα. Απλώς το γράψιμο μου δίνει μία δύναμη να αισθάνομαι ότι όσο έχω ένα χαρτί και ένα μολύβι μπορώ να αντιμετωπίζω και τον εαυτό μου. Γι αυτό ακριβώς το λόγο, ανήμερα Χριστούγεννα ή Πάσχα εγώ θα ξεκινήσω πρωί πρωί και θα γράψω γιατί κατά το απόγευμα-αν δεν έχει συμβεί αυτό-θα είμαι κακή με τον εαυτό μου (και πάει στο διάολο να είμαι κακή με τον εαυτό μου) μην μου τη βιδώσει όμως και είμαι κακή με τους άλλους που δεν μου φταίνε σε τίποτα.
-Είναι εξάρτηση αυτό.
-Είναι… Δεν θέλω να περάσει μία μέρα απ τη ζωή μου που να μην πιάσω το χαρτί και το μολύβι. Και ό,τι βγει. Δουλεύω πάντα με σκελετό, με σημειώσεις, προετοιμάζω τη δουλειά της επόμενης εβδομάδας ή της επόμενης μέρας. Έχω μία τρομερή πειθαρχία που-ευτυχώς-στην πράξη ανατρέπεται.
-Ακούτε μουσική;
-Πολύ. Αγαπώ το λαϊκό τραγούδι- μπορεί να συμβεί να ακούω για έξι μήνες μόνο Στράτο Διονυσίου- ή να ακούω Κρητικά ή μόνο Μαρία Κάλλας. Κυρίως όμως αγαπώ τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά.
-Ποιοι τραγούδι σιγοτραγουδήσατε τελευταία;
-«Μεσοπέλαγα αρμενίζω, κι έχω πλώρη τον καημό, κι έχω την αγάπη πρίμα κι άλπουρο τον χωρισμό». Καταφεύγω πολύ συχνά σ αυτό το τραγούδι. Μακάρι να ξερα γιατί.
-Ίσως γιατί έχει αναφορές στη θάλασσα.
-Ξέρετε, τη θάλασσα την αγαπώ περισσότερο σαν αναχώρηση παρά σαν άφιξη.
-Ποιο είναι το δικό σας λιμάνι;
-Οι άνθρωποι που αγαπώ, γι αυτό και οι σχέσεις περνάνε από σαράντα κύματα, φουρτουνιάζουν.
-Δεν σας αρέσει η καλοκαιρινή θάλασσα;
-Αγαπώ τη χειμωνιάτικη. Τη μυρουδιά της, τα φύκια. Καμιά φορά όταν πηγαίνω στην Άνδρο τις μέρες που έχει βρέξει πολύ, βλέπω το Αιγαίο μέχρι πέρα βαθιά να ναι καφέ απ το χώμα, και το βράδυ-8 η ώρα-να ναι μοβ, να χάνεται η γραμμή του ορίζοντα που ενώνει τη θάλασσα με τον ουρανό.
-Τα χετε καλά με τη συνείδησή σας, κυρία Καρυστιάνη;
-Όχι…Απλά δεν έχω την έπαρση να σκέφτομαι ότι χρειάζομαι άλλη μία ζωή για να τα κάνω καλύτερα, ό,τι έκανα το έκανα. Νόημα έχει από δω και μετά, η επόμενη μέρα.
-Τα μεγαλύτερα σας λάθη που βρίσκονται;
-…Στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους, εκεί μπορώ να τα εντοπίσω. Ό,τι έχει να κάνει με αυτοκριτική έχει να κάνει με το πώς στάθηκα περισσότερο στους ανθρώπους παρά σ αυτά που θα αποτελούσαν επικεφαλίδες γεγονότων.
-Ποιοι δεν στέκονται στους άλλους ανθρώπους;
-Οι επηρμένοι και οι νάρκισσοι. Οι άσχετοι με τη ζωή.
-Είχατε ποτέ έπαρση;
-Κατά καιρούς. Από τεράστια ανασφάλεια, από φόβο. Υπήρξαν περίοδοι στη ζωή μου που πίστευα ότι ζύγιζα περισσότερο απ όσο πραγματικά ζύγιζα.
-Η ανασφάλεια γεννά την έπαρση;
-Η ανασφάλεια και το να αφήνεις να σε χειρίζεται ένα περιβάλλον που καμιά φορά σε χρησιμοποιεί ή έχει πολλές προσδοκίες από σένα και ξεστρατίζεις` σε βάζει σε χωράφια που δεν μπορείς να περπατήσεις. Τότε μπαίνεις σε μια αλυσίδα λαθών. Ο κάθε άνθρωπος-για το δικό του αυτοσεβασμό και τη δική του δύναμη-πρέπει να βρίσκει λίγο χρόνο και να σκέφτεται τη ζωή και τους γύρω του` να μην είναι ένα μαγγανοπήγαδο που διαιωνίζονται οι ίδιες στρατηγικές του βίου χωρίς να αντλούνται διδάγματα από τις προηγούμενες εμπειρίες.
-Τι σας κάνει ταπεινή;
-Δεν ξέρω αν είμαι. Αληθινά ταπεινός είναι αυτός που συνειδητοποιεί τι είναι μέσα στη ζωή: Τίποτα σπουδαίο.
-Εσείς τι είστε;
-Ένας άνθρωπος με λάθη, επιθυμίες, απογοητεύσεις, θυμούς, παραίτηση. Τίποτα ιδιαίτερο.
-Τι σας δίνει χαρά;
-Όταν βλέπω παιδιά φίλων, πιτσιρίκια, ή όταν βλέπω τα παιδιά μου- παρά τις δυσκολίες-και επιμένουν, θέλουν να πούνε κάτι. Το status quo σήμερα επιβάλλει τους επιτυχημένους, να επιτύχεις, να σε λανσάρουνε, με μια κανιβαλική-σχεδόν-επιθετικότητα.
-Αύριο τι θα σας δώσει χαρά;
-Θα σηκωθώ πρωί πρωί και θα ποτίσω δύο πορτοκαλιές, τρεις μανταρινιές, μια λεμονιά.
-Τι φυτέψατε τελευταία εδώ στην αυλή σας;
-Κάτι μενεξέδες που είχαμε ξεπατώσει από ένα δάσος με τον Διούση Τσακνή πάνω στην Καρδίτσα, τους είχαμε φέρει και από τότε ζούνε.
-Συνεχίζετε να βλέπετε ποδόσφαιρο στην τηλεόραση;
-Πολύ! Φανατίζομαι κιόλας, φωνάζω, είμαι θέαμα για τους γύρω μου.
-Τη δική σας λύπη πως την κάνετε χαρά;
-Δεν βιάζομαι να την κάνω, δεν τη φοβάμαι πια τόσο πολύ.
-Παλιά τη φοβόσασταν;
-Πάρα πολύ! Πάρα πολύ…Με αγρίευε πολύ. Όχι μόνο με αποδυνάμωνε, γινόμουνα ένα σακί.
Ήμουνα μία εξουδετερωμένη μάζα...Μία πολύ εξουδετερωμένη μάζα.
 Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου, ένθετο "Υστερόγραφο", τον Αύγουστο του 2007.

ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ ΚΡΟΥΖ: "ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ, ΤΑ ΔΙΝΩ ΟΛΑ"




Ακούγεται σαν χιούμορ το «μαύρισες!» που του λέω αφού, λόγω καταγωγής, μου εξηγεί πως «με αγαπάει ιδιαίτερα ο ήλιος και η θάλασσα» πως, το σοκολατί χρώμα που έχει στο στήθος, στο πρόσωπο και στα μπράτσα του, είναι κάτι πολύ φυσιολογικό για εκείνον. «Η μητέρα μου είναι ένα μείγμα από Ινδιάνους, Βραζιλιάνους και μαύρους. Ο πατέρας μου είναι καθαρόαιμος Ιταλός, αλλά γεννήθηκε στη Βραζιλία. Η γιαγιά μου είναι από τη Βενετία και ο παππούς μου από τη Νάπολι. Δεν ξέρω σε ποια φυλή έχω μοιάσει εγώ», μου λέει και γελάει αυθόρμητα.
-Πού μεγάλωσες; Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
-Γεννήθηκα στη Βραζιλία, στην πόλη Σαλβαντόρ Ντε Μπαία έζησα μέχρι τα 14 μου χρόνια. Η μητέρα μου, Ζασίρα, είναι μαγείρισσα, ο πατέρας μου έχει εκεί μαγαζί με ανταλλακτικά αυτοκινήτων, αλλά δεν ζήσαμε ποτέ μαζί σαν οικογένεια, αφού οι δυο τους δεν παντρεύτηκαν ποτέ και είχαν χωρίσει προτού καν γεννηθώ. Έζησαν απλά ένα πολύ μεγάλο και παθιασμένο έρωτα απ τον οποίο προέκυψα εγώ! Ουσιαστικά, μεγάλωσα μαζί με τη μαμά μου και τη γιαγιά μου. Τον πατέρα μου τον γνώρισα όταν ήμουν 5 χρόνων. Μέχρι τότε δεν τον ήξερα καν. 
-Δεν σου έλειπε ο μπαμπάς σου;
-Όταν άρχισα να καταλαβαίνω κάποια πράγματα, ρωτούσα τη μαμά μου «γιατί τα άλλα παιδάκια έχουν μπαμπά ενώ εγώ δεν έχω;», αλλά η μαμά μου μου έδινε τόσο μεγάλη αγάπη που δεν ένιωσα ποτέ να μου λείπει ουσιαστικά η παρουσία του πατέρα μέσα στο σπίτι. Όταν γνωριστήκαμε πια με τον πατέρα μου, ήταν σαν να γνώριζα έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, δεν ένιωσα ζεστά μαζί του, ήταν πολύ κρύος σαν άνθρωπος. Ήταν σαν να συναντούσα έναν ξένο. Ούτε στη συνέχεια αποκτήσαμε στενή επαφή. Έτσι κι αλλιώς, είχε ήδη παντρευτεί και η γυναίκα του ποτέ της δεν με συμπάθησε.
-Ήταν δύσκολη η παιδική σου ηλικία;
-Ήταν μοναχική. Δεν θα έλεγα ότι μεγάλωσα φτωχικά, έζησα σε φυσιολογικά οικονομικά πλαίσια. Η μητέρα μου, επειδή φοβόταν μήπως κάνω κακές παρέες, μήπως μπλέξω σε ναρκωτικά και αλκοόλ, προτιμούσε να μένω στο σπίτι παρά να βγαίνω έξω. Έτσι ξεκίνησα να ζωγραφίζω, κάτι που μου αρέσει να κάνω μέχρι σήμερα αφού τα κόμικς είναι μία από τις μεγάλες μου αγάπες. Από τα 12 μου ξεκίνησα να δουλεύω, όπως άλλωστε κάνουν πολλά παιδιά στη Βραζιλία. Στα 15 μου έφυγα οριστικά από το σπίτι μου και ξεκίνησα πια να μένω μόνος μου
-Στα 12 σου τι δουλειά έκανες;
-Ήμουν βοηθός σε κάποιο μαγαζί που φτιάχνουν σιδερένιες πόρτες. Μετά ξεκίνησα να δουλεύω σε ένα café, σε bar, σε κάποιο τουριστικό μέρος της Βραζιλίας, το Πελοουρίνιο. Στα 15 μου έφυγα από τη Βραζιλία και πήγα στην Ιταλία, με κάποιο φίλο μου, για να δουλέψουμε εκεί. Δύο χρόνια μετά γνώρισα την Ειρήνη (σ.σ Χειρδάρη), ερωτευτήκαμε πολύ και μου πρότεινε να έρθω στην Ελλάδα μαζί της.
-Και ξαφνικά αποφασίσατε να παντρευτείτε;
-Ναι. Ήταν κάτι που το θέλαμε και οι δύο, κάτι πολύ όμορφο για μας. Στα 18 μου, κάναμε πολιτικό γάμο και ζήσαμε δύο χρόνια σαν παντρεμένοι. Στα 20 μου αποφασίσαμε να χωρίσουμε, αλλά έχουμε μέχρι σήμερα πολύ καλές σχέσεις, είμαστε πολύ καλοί φίλοι, μιλάμε άνετα για τα προσωπικά μας και τίποτα δεν παρεξηγείται. Είμαστε οικογένεια.

-Όταν ήρθες στην Ελλάδα που εργαζόσουν;
-Ξεκίνησα να δουλεύω σε κάποιο μαγαζί ως σερβιτόρος και έτσι άρχισα σιγά σιγά να μαθαίνω και ελληνικά. Νομίζω σήμερα ότι τα μιλάω αρκετά καλά. Οι Έλληνες μου συμπεριφέρθηκαν πολύ καλά, ποτέ δεν ένιωσα άσχημα εδώ, επειδή ήμουν ξένος.

-Όταν είπες στη μητέρα σου, στη Βραζιλία, ότι παντρεύτηκες στην Ελλάδα, πως αντέδρασε;

-Δεν είχε πρόβλημα. Ξέρει το γιο της. Είμαι πολύ αυθόρμητος. Επειδή μου αρέσει πολύ ο έρωτας και το πάθος, θα έκανα οτιδήποτε για οποιονδήποτε έρωτα, αν καταλάβαινα ότι το αξίζει ο άνθρωπος που έχω δίπλα μου. Ζούμε μόνο μία ζωή και το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μας είναι ο έρωτας και η οικογένειά μας. 
-Όταν είσαι ερωτευμένος πώς λειτουργείς;
-Ζω μόνο για τον έρωτά μου! Θέλω να είμαι μαζί με τον άνθρωπό μου 24 ώρες τη μέρα!
-Ερωτεύεσαι συχνά;
-Πολύ δύσκολα.
-Ζηλεύεις όταν είσαι ερωτευμένος;
-Ναι. Αλλά δεν λέω τίποτα, το κρατάω μέσα μου. Κατά βάθος, όμως, τρώγομαι. 
-Πως χωρίζεις συνήθως;
-Δεν τσακώνομαι, δεν μου αρέσει αυτό. Άλλωστε, είμαι πολύ ήρεμος άνθρωπος.
-Η Ειρήνη έγραφε στα κείμενα της στη «Lifo» ότι όλες οι γυναίκες στην Ελλάδα σε κοιτούσαν περίεργα…
-Δεν με κοιτούσαν μόνο οι γυναίκες περίεργα, με κοίταγαν και οι άνδρες (γελάει). Ένιωθα παράξενα. Έλεγα «τι γίνεται;». Νόμιζα ότι με κοιτούσαν, επειδή το χρώμα μου ήταν κάπως διαφορετικό. 
-Όταν σε κοιτούν ερωτικά άντρες, νιώθεις άσχημα;
-Είναι επιλογή του καθενός και δεν με ενοχλεί. Όταν με σέβεται κάποιος, τότε θα τον σεβαστώ και εγώ. 
-Τι σου αρέσει σε μία γυναίκα;
-Συνήθως οι περισσότεροι λένε για το χαρακτήρα. Εννοείται ότι θα κοιτάξεις το χαρακτήρα, αλλά αυτό που κοιτάς συνήθως πρώτα είναι το σώμα. Μία γυναίκα που προσέχει το σώμα της, ακόμη και τα μαλλιά της ή τα νύχια της, σημαίνει ότι αγαπάει και τον εαυτό της. 
-Δεν μπαίνεις στον πειρασμό να απατήσεις όταν είσαι σε σχέση;

-Όταν είσαι πολύ καλά με τον άλλον και σε καλύπτει, δεν σου λείπει τίποτα.

-Η καθημερινότητά σου πώς είναι;

-Επειδή δουλεύω νύχτα σε κάποιο club, ξυπνάω συνήθως αργά. Κοιτάω τη θέα από το σπίτι μου που είναι εκπληκτική-βλέπει στο Καλλιμάρμαρο-ανοίγω τα μάτια μου και λέω «τι υπέροχη μέρα είναι αυτή!». Κάθομαι στο σπίτι, διαβάζω πάρα πολύ, βλέπω πολλά καρτούν επειδή ασχολούμαι με τα σκίτσα, μελετώ για τα ιαπωνικά που ξεκίνησα να μαθαίνω- αυτή είναι η έκτη γλώσσα που θα μιλάω- και πηγαίνω στα μαθήματα φωνητικής μου. Αυτή τη στιγμή ψάχνω ένα γκρουπ, ώστε να ξεκινήσω να ασχολούμαι σε σοβαρή βάση με αυτό τον τομέα. Μακάρι κάποια στιγμή να καταφέρω να ασχοληθώ επαγγελματικά με το τραγούδι και να πετύχω. 
-Καπνίζεις;
-Μόνο όταν θέλω.
-Πίνεις;
-Πολύ σπάνια. Ελέγχω πολύ καλά τον εαυτό μου. Ίσως γιατί μεγάλωσα μόνος μου από πολύ μικρή ηλικία και έτσι έμαθα να με προστατεύω πολύ καλά. Όλοι μου λένε ότι είμαι πολύ πιο ώριμος από την ηλικία μου. Σε όποιον λέω ότι είμαι μόνο 23 χρόνων, ξαφνιάζεται.
Δημοσίευση στο "Omikron" Κύπρου, τον Αύγουστο του 2011. Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Σβίγγου.  




26.1.13

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ: "ΕΦΟΣΟΝ ΘΕΣ ΝΑ ΧΑΙΡΕΣΑΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΛΥΠΑΣΑΙ"



Τον είπαν Έλληνα Κέρουακ, ξαδέλφι του Τζακ Λόντον και του Μπλαιζ Σαντράρ, ότι η συγγραφική του ιδιαιτερότητα, η ατμόσφαιρα των μύθων και η σφραγίδα του στα γράμματα είναι δεδομένη, ότι είναι η ζωντανή απόδειξη για το πόσα μπορεί να πετύχει ένας συγγραφέας όταν, εκτός από ταλέντο, έχει και κάτι να αφηγηθεί. Ο Αντώνης Σουρούνης είναι όλα αυτά, και άλλα πολλά, πολύ πιο βαρύγδουπα. Ή και πολύ πιο απλά.
Το «Low Profile» είναι ένα μικρό café στη Λυκαβηττού, στο κέντρο της Αθήνας, πολύ κοντά στη Νομική σχολή. Σχεδόν μαζί με τη Σοφία ανοίξαμε το μαγαζί, με τη τσίμπλα στο μάτι, να κατεβάζει τα σκαμπό, να καθαρίζει τους πάγκους, δυο τρία τηλεφωνήματα για κάτι ποτά που έπρεπε να έρθουν και δεν ήρθαν, «τι θέλετε εσείς εδώ;», με ρώτησε στο κατώφλι, και- χωρίς απάντηση να περιμένει- «λυπάμαι, δεν έχουμε ακόμη ανοίξει». «Για τον κύριο Σουρούνη. Δεν σας είπε;». «Ε, πέστο Χριστιανέ μου, στέκεσαι σαν λαμπάδα και με κοψοχολιάζεις πρωινάδικα ότι είσαι εσύ για τον Αντώνη μας!». 10:30 το πρωί στην Αθήνα τα πράγματα είναι δύσκολα. Μ αυτές τις ρημαδοεκλογές τις γελοίες. Κυρίως γιατί έχω κουραστεί να ακούω τα φορτηγά του ΚΚΕ στ αφτιά μου να εμμένουν- ακόμη- στα πατριωτικά της Φαραντούρη και του Θεοδωράκη (και στο τσακίρ κέφι του Μαχαιρίτσα και του Τσακνή), ζαλισμένα περπατώ, δεν κοιμήθηκα και καλά χτες- μ έπιασαν πάλι και κάτι αϋπνίες, δεν βλέπω, δεν ακούω, βάλτε και καμιά Αλεξίου. Έστω. Είναι κι αυτό το «να την πετιέται από ξαρχής κι ανδριεύει και θεριεύει» μες στο κεφάλι μου μία ώρα, σ άλλους συνειρμούς με πάει. «Νόμιζα πως είστε εδώ του μαγαζιού. Με συγχωρείτε». Ο Αντώνης είναι ακριβώς όπως στις φωτογραφίες των βιβλίων του. Εύκολο να τον αναγνωρίσεις. Πανεύκολο. Κρατάει ένα μικρό πουράκι στο χέρι που δεν άναψε ακόμα («τσιγαρίλο», το λέει), μου χτυπάει την πλάτη, μου σφίγγει το χέρι, εντάξει τον συγχωρώ, θα φανταζόταν κανα σαραντάρη (τουλάχιστον) να έρθει για τη συνέντευξή του (έτσι τον έμαθαν οι κουλτουριάρηδες δημοσιογράφοι της Αθήνας, φαντάζομαι). Λίγο τυράκι, λίγο ψωμί, λίγη ελίτσα ζητάει απ τη Σοφία. «Α, και λίγο τσίπουρο, βρε Σοφάκι». Δεν λέω τίποτα. Με κοιτάει, τον κοιτάω, επικοινωνήσαμε ήδη. Ευτυχώς που γελάει, που δεν με παίρνει στα σοβαρά, να μας πάει καλά η εβδομάδα. «Άμα ξυπνάς αγαπητέ μου στις 3 το πρωί, τώρα για μένα είναι μεσημέρι. Τι να μου κάνει τώρα ο καφές;». Όσα θα διαβάσετε παρακάτω είναι ακριβώς τα μισά από όσα είπαμε στην κουβέντα μας. Έκοψα τις αφηγήσεις του (πώς να χωρέσουν  τέτοιες αριστουργηματικές διηγήσεις σε ένα μόνο τετρασέλιδο;), κάτι εκπληκτικά περιστατικά με το στρατό, την κατάταξή του, ένα κρεβάτι νοσοκομείου, την Τήνο που αγαπάει, τους δρόμους που περπάτησε, τα πεζοδρόμια που τον δίδαξαν να κατεβαίνει όταν κάποιος άλλος περνάει, κι άλλα που μ έκαναν πολύ να γελάσω. Μ ένα γέλιο αλλιώτικο, απ αυτό που όταν το θυμάσαι μετά, όλο ξαναγελάς και σε λένε και τρελό. Ήμασταν μαζί περίπου μιάμιση ώρα, και είναι-όντως-άνθρωπος υπέροχος για παρέα και φιλία βαθιά, υπέροχος μέσα στο μεγάλο του ταλέντο που -και να πάει κάτι στραβά- θες να του τα συγχωρέσεις όλα, και αμέσως. Θα ξαναβρεθούμε. Το συμφωνήσαμε. Α, και να κάθεται και εκείνος ο μεγαλόσωμος ψηλός Πολωνός μαζί μας του ζήτησα, ο μπογιατζής φίλος του που μας διέκοψε κάποια στιγμή, σίφουνας συναισθημάτων και μεγάλων χεριών για αγκαλιά, μάτια και χαμόγελα καθαρά (σίγουρος ότι αγαπάει κι αυτός πολύ τον Αντώνη), σε λέξεις που δεν έχουν τίποτα άλλο να περιγράψουν. Γιατί οι ματιές δεν είναι μυθιστόρημα.
-Γιατί γράφετε βιβλία;
-Εσύ γιατί ζεις; Γιατί ανασαίνεις;
-Είναι ζωή να γράφετε;
-Για μένα, ναι.
-Θα μπορούσατε να κάνετε κάτι άλλο;
-Μα έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου. Έχω εργαστεί σε τράπεζα, στη λαχαναγορά, σε βαπόρια, σε ρουλέτες. Έχω κάνει χίλια δυο. Ήξερα όμως πάντα ποιος είναι ο προορισμός μου. Ευτυχώς που δεν είχε φράγκα ο πατέρας μου να μου τα δώσει και να αράξω κάπου, να μην εργάζομαι. Όσα διαβάζεις στα βιβλία μου είναι αυτά που έχω ζήσει. Το συγγραφιλίκι δεν είναι να κλειδωθείς σε ένα δωμάτιο από πιτσιρικάς και να διαβάζεις όλα τα βιβλία άλλων συγγραφέων για να γράψεις εσύ κάποτε. Άμα θες να γράψεις τη ζωή όπως είναι, πρέπει να τη ζήσεις. Και να ζεις με διαφορετικούς ανθρώπους, έξω, στο δρόμο. Να μην μιλάς μόνο με τους καθηγητές και τους δασκάλους σου.
-Ο Πολωνός που ήταν πριν από λίγο εδώ τι σας έμαθε;
-Ο μπογιατζής αυτός μου ανανέωσε την σχέση μου με τους αλλοδαπούς, μου έμαθε  πόσο τίμιος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που εμείς τον θεωρούμε απατεώνα. Όταν δεις αυτό τον άνθρωπο -που μοιάζει με πυγμάχο- μπορεί να τον φοβηθείς κιόλας. Κι όμως. Είναι τόσο καλόκαρδος άνθρωπος, τόσο καλός.
-Ποιοι είναι οι καλοί άνθρωποι;
-Δεν είναι απαραίτητο να είσαι λεπτεπίλεπτος για να είσαι καλός. Ακόμη και ένας άνθρωπος που μπορεί να φυσήξει και να σηκώσει την πέτρα από κάτω, είναι καλός. Κάποιος μπορεί να έχει ταλέντο και να μην το εκεμταλλεύεται αμέσως- από τα γεννοφάσκια του- να το αφήσει, αλλά να ξέρει ότι έχει κάτι μέσα του.
-Το δικό σας ταλέντο πότε το ανακαλύψατε;
-Στη δευτέρα δημοτικού. Ο δάσκαλός μου ήρθε με μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης και  μας είπε «θα σας διαβάσω μια ιστορία που λέγεται χρονογράφημα». Μας διάβασε μια ιστορία για την Άνοιξη. Εγώ χάζεψα. Γύρισα στο διπλανό μου και του είπα «εγώ αυτή τη δουλειά θα κάνω όταν μεγαλώσω». Και την έκανα, αρκετά μεγάλος μεν, αλλά έγραφα πάντα. Στο σχολείο πάντοτε οι δικές μου εκθέσεις διαβάζονταν. Μετά έγραφα για να εντυπωσιάσω καμιά κοπέλα.
-Εντυπωσιαζόταν;
-Νομίζω, ναι. Μερικές μου έδωσαν και πολύ μεγάλο θάρρος. Όταν μεγάλωσα και έκανα παρέα με κορίτσια που είχαν βιβλιοθήκη στο σπίτι τους ή σπούδαζαν κάπου, εντυπωσιαζόμουν. Εγώ δεν ήξερα από βιβλιοθήκες και από βιβλία. Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα κανονική βιβλιοθήκη ήμουνα 28 χρονών, στο σπίτι μίας φίλης μου. Τότε διάβασα για πρώτη φορά ποίηση και τρελάθηκα. Κάτι ποιητές των αρχών του αιώνα. Έπιανα αυτά τα βιβλία με το σκληρό εξώφυλλο στα χέρια μου και τα ευχαριστιόμουνα.
-Η παιδική μας ηλικία είναι αυτό που μας καθορίζει στη ζωή;
-Σίγουρα! Αυτός είναι ο μπούσουλας, χωρίς πολλές φορές να το ξέρεις. Πυξίδα σου είναι η παιδική σου ηλικία, πως έζησεις, τι έκανες, τι σου κάνανε, τι ήθελες να γίνεις, τι δεν έγινες. Όλα ξεκινάνε από την παιδική ηλικία. Είναι όπως έχουνε οι παραδόπιστοι τα σεντούκια με τις λίρες και δεν τις πειράζουνε. Άμα δεν βάλεις χέρι στην παιδική σου ηλικία μπορεί να μείνεις και για πάντα παιδί. Ένα ανόητο παιδί όμως. Πρέπει να την ανακατώσεις την παιδική ηλικία, να δεις τι έκανες, πως έγινε αυτό, πως το άλλο. Για να ξεκινήσεις πάλι από εκεί.
-Και να ξαναγίνεις παιδί.
-Παιδί με γνώση, όμως.
-Αλήθεια, γιατί ξυπνάτε στις 3 το πρωί;
-Γιατί μόνο εκείνη την ώρα μπορώ να γράψω. Όλα μου τα βιβλία τέτοιες ώρες τα χω γράψει. Για μένα αυτή η ώρα-προτού ξημερώσει η μέρα-είναι η στιγμή που κυκλοφορούν οι ιδέες στον αέρα. Κι όταν βλέπουν κάποιον που τις ψάχνει εκείνη την ώρα, οι ιδέες θα πάνε. Είναι τελείως γαλήνη, τελείως ησυχία, όλοι κοιμούνται. Αυτός που περιμένει τις ιδέες, πάνε οι ιδέες επάνω του.
-Μέχρι ποια ώρα γράφετε;
-Για 4-5 ώρες. Για το τελευταίο μου βιβλίο, έγραφα μέχρι τις 10 ή 11 το πρωί.
-Προλάβένετε να ζήσετε τη ζωή;
-Εγώ ζω μόνο τη ζωή μου, δεν κάνω τίποτε άλλο. Όταν όμως γράφω, μόνο γράφω, δεν κάνω τίποτε άλλο. Για τρία χρόνια που έγραφα αυτό το βιβλίο βγήκα έξω με τη φίλη μου μόνο τρία βράδια. Αυτό το βιβλίο ήταν πολύ επώδυνο. Δεν μιλάω κιόλας όταν γράφω, πολλοί φίλοι μου με χάνουν, πολλοί αραιώνουν. Τώρα με ρωτούσαν «τι κάνεις, τι γράφεις;» και δεν τους έλεγα τίποτα. Τι να τους έλεγα; Όταν φτάσαμε στα δύο χρόνια τους πήρα και πήγαμε σε ένα φίλο μου, τον Κώστα το φούρναρη στον Κορυδαλλό, για να τους διαβάσω μερικές σελίδες να δουν τι σκατά γράφω. Πήγαμε εκεί, κι όταν τους είδα να ξερένονται στα γέλια, μαλάκωσαν όλοι. Εντάξει λέω, τώρα χάσου πάλι.
-Πρέπει να απομονωθείτε τόσο πολύ για να γράψετε;
-Ούτε που μιλάω.
-Αυτό είναι πολύ σκληρό για τους ανθρώπους γύρω σας. Δεν είναι;
-Είναι. Αλλά για τους αναγνώστες, δεν είναι. Αν οι γύρω μου δεν με καταλαβαίνουν να φύγουνε, τι θα κάνουμε; Όταν οι άλλοι δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, εγώ δεν λέω τίποτε. Δεν μπορώ να γράφω το ξημέρωμα και το μεσημέρι να βγαίνω έξω και να τρώω με παρέα. Θα φύγω από το κλίμα του βιβλίου, από την ατμόσφαιρά του. Όταν κάθομαι το μεσημέρι στο σπίτι μου και τρώω, στο τραπέζι-νοερά-κάθονται όλοι αυτοί οι ήρωες στους οποίους αναφέρομαι. Με αυτούς τρώω το φαγητό μου.
-Είναι επώδυνο να τους αποχαιρετάτε όταν κυκλοφορεί πια το βιβλίο;
-Τους ήρωες από το «Μονοπάτι στη θάλασσα» τους είχα για 7-8 μήνες συνέχεια κοντά μου. Σαν να μην ήθελαν να φύγουνε.
-Αυτό είναι το βιβλίο της ζωής σας;
-Τώρα που κάλεσα τους νεκρούς όλους για να με συνδράμουν στο βιβλίο που έγραφα-και το έκαναν αυτοί οι άνθρωποι- μπορεί να είναι και το βιβλίο του θανάτου μου. Να πάω επάνω, και να μου πούνε «σ ευχαριστούμε». Κανείς δεν με ήξερε εμένα καλά εκτός από τη μάνα μου, που συνήθως οι μάνες-χωρίς να πουν τίποτα-τα διαβάζουν τα παιδιά τους. Όλοι λέγανε «ο αλήτης, ο τρελός», ο έτσι, ο αλλιώς. Δυο φορές παντρεύτηκα χωρίς να πω σε κανένα τίποτα. Μόνος μου παντρεύτηκα. Εγώ και η γυναίκα που είχα. Όλοι οι άλλοι το μάθαιναν μετά η αφότου χώριζα. Οι καλεσμένοι ήταν πάντα δύο άτομα, οι κουμπάροι μου.
-Γιατί το κάνατε αυτό;
-Γιατί δεν χρειάζεται ο άλλος κόσμος. Όταν αγαπάς μία γυναίκα δεν χρειάζεται να το διαλαλείς κιόλας. Την αγαπάς, τελείωσε.
-Δεν στερούσατε τη χαρά από τους γονείς ή τους φίλους σας;
-Μα δεν χρειάζονται όλοι αυτοί στο γάμο μου. Εγώ χρειάζομαι.Δεν είναι για μένα χαρά να έρθει ο κόσμος στο γάμο μου και να πετάει πετραδούλες, αυτό δεν είναι χαρά. Χαρά είναι το ότι έχεις μία γυναίκα που την αγαπάς και σ αγαπάει, και καλείς τους δύο καλύτερους σου φίλους για να συνδράμουν κι αυτοί σ αυτή τη χαρά. Δεν χρειάζονται όλες αυτές οι χαζομάρες με τους 500 καλεσμένους. Και συνήθως όλοι αυτοί χωρίζουν στο τέλος, αν το παρατηρήσεις.
-Μα κι εσείς χωρίσατε.
-Οι δυο μας παντρευτήκατε, οι δυο μας χωρίσαμε. Δεν ανακατώσαμε άλλους.
-Σας έχουν χαρακτηρίσει πολλές φορές «τρελό» ή «αλήτη»;
-Όταν ήμουν πολύ νέος, πάντα. Οι αναγνώστες των βιβλίων μου καταλαβαίνουν γιατί. Ευφυείς άνθρωποι είναι όλοι.
-Φοβάστε το θάνατο;
-Κανά δυο φορές στη ζωή μου, πλησίασα πολύ στο θάνατο. Δεν τον φοβόμουνα, στεναχωριόμουνα γιατί δεν είχα γράψει ακόμα. Ειδικά μια φορά στην Αμερική που χτύπησα στο βαπόρι και δύο χρόνια περίμεναν οι γιατροί να δουν μήπως ανέβει κανένα κοκκαλάκι επάνω στο πρόσωπό μου, μήπως έχω ελπίδα να ζήσω. Εγώ ήξερα πως δεν θα πεθάνω, ήμουν καλά, μόνο που ήμουνα μπαταρισμένος στα μούτρα. Έκανα μπάνιο κάθε πρωί ταχυδαχτυλουργικά, και όλοι οι άλλοι έλεγαν «το καημένο το παιδί, θα πεθάνει».
-Γιατί πιστέψατε πως δεν θα πεθάνετε;
-Γιατί δεν έγραψα τα βιβλία που ήθελα να γράψω.
-Σαν μοίρα μου το λέτε. Σαν πεπρωμένο.
-Δεν μπορούσα να φύγω απ τη ζωή χωρίς να γράψω. Μου ήταν αδιανόητο. Ούτε τώρα θέλω ακόμη να πεθάνω, θέλω να κάνω ένα δυο πράγματα ακόμη.
-Να γράψετε;
-Ναι. Και μετά ας πεθάνω....Ξέρεις γιατί δεν το φοβάμαι το θάνατο; Γιατί μ αρέσει τόσο πολύ η ζωή! Πάρα πολύ!
-Τι ωραίο ζήσατε χτές;
-Χτες το κάθε λεπτό ήταν πανέμορφο. Ήταν μια υπέροχη μέρα.
-Με ποιους ήσασταν;
-Ολομόναχος… Έλεγα «τι ωραία μέρα!». Πήρα μια φίλη μου και της άφησα ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή, γι αυτό ακριβώς: Για το πόσο όμορφη είναι η μέρα.
-Πότε σταματήσατε να φοβάστε τη μοναξιά;
-Ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Από μικρό παιδί. Πάντα μου άρεσε η μοναξιά, και στις γειτονιές που έπαιζα πιτσιρικάς, και στις δουλειές που έκανα. Ήθελα να έχω μία γωνιά μόνος μου και να κάθομαι να σκέφτομαι ή να κοιτάω. Την επεδίωκα τη μοναξιά.
-Τι θα θέλατε να σας φέρει το μέλλον;
-Τίποτε. Δεν έχω τίποτα στο μυαλό μου. Άμα γεμίζεις το μυαλό σου, δεν μπορεί να  μπει μέσα τίποτα. Τίποτα καινούργιο. Εγώ το έχω άδειο συνέχεια. Όπως είναι το μυαλό, είναι και η καρδιά. Μόνο όταν έχεις την καρδιά σου άδεια, θα έρθει να μπει κάποιος άνθρωπος να τον αγαπήσεις. Άμα η καρδιά είναι γεμάτη με μία γυναίκα με την οποία είσαι μαζί της αναγκαστικά και έχει μείνει εκεί η σκιά της, δεν θα έρθει ποτέ άλλη. Εγώ, ας πούμε, ταξίδευα πάντα μόνος. Έτσι είχα καλές επαφές και με τους δρόμους και με τους ανθρώπους. Άμα είσαι μαζί με κάποιον άλλον, δεν σου έρχονται ούτε οι άνθρωποι ούτε οι ιδέες, είσαι απλά με τον άλλον άνθρωπο που είναι μαζί σου. Οι ιδέες και οι άνθρωποι που είναι να σε πλησιάσουν αιωρούνται, όταν όμως είσαι γεμάτος δεν σε πλησιάζει τίποτα, σου λένε «καλά είναι εκεί αυτός, άστον». Και φεύγουν.
-Ήταν επώδυνη η περίοδος όταν άδειαζε η καρδιά σας μέχρι να έρθει το καινούργιο;
-Όταν έχεις μια γυναίκα και βλέπεις ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά μεταξύ σας-και απ τη μεριά σου και απ τη μεριά της-εσύ τη λυπάσαι. Και αυτή σε λυπάται. Θυμάστε τα καλά που ζήσατε και το πράγμα μένει εκεί. Αν συνεχίσετε να είστε μαζί ποτέ δεν θα εκπλαγείς, ποτέ δεν θα έρθει κάτι άλλο. Θα μείνεις με τη γυναίκα αυτή μέχρι το τέλος. Αν όμως αποφασίσεις ότι δεν πάει άλλο, και αυτή θα βρει κάτι καλύτερο από σένα, και εσύ κάτι που να σου ταιριάζει πιο πολύ.
-Δεν έχει πόνο αυτός ο αποχωρισμός;
-Όλοι οι αποχωρισμοί έχουν πόνο. Χωρίς πόνο όμως δεν υπάρχει ζωή. Όπου χαρά και πόνος. Εφόσον θες να χαίρεσαι πρέπει να αντέχεις και να λυπάσαι. Να υποφέρεις.
-Με τι πονέσατε τελευταία;
-Με το πιο συνηθισμένο απ όλα.
-Ποιο είναι αυτό;
-....Με την εγκατάλειψη μιας γυναίκας.
-Θα έρθει όμως το καινούργιο...
-Πάντα έρχεται το καινούργιο! Ο πόνος γίνεται χαρά από τη μία ώρα στην άλλη. Ίσως και να έχει μεγαλύτερη χαρά απ ότι είχε πριν...Όλη η φιλοσοφία στη θάλασσα είναι πάνω στη λαμαρίνα, στο κατάστρωμα. Είναι αυτό που λέει ο Καββαδίας: «Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει». Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια. Όταν μπεις στο βαπόρι επάνω δεν έχει μείνει τίποτε στη στεριά. Τίποτε! Τα ξεχνάς όλα, έχουνε φύγει όλα, έχουνε χαθεί. Όπως χάνεται η στεριά και βλέπεις μόνο θάλασσα, έτσι γίνεται και μέσα σου, μέσα σου γίνονται όλα νερό. Δεν υπάρχει τίποτα. Έτσι είναι και με τη σχέση. Όσο σκέφτεσαι και υποφέρεις, και θυμάσαι, και αναπολείς τις μέρες και τις νύχτες που έζησες με την αγαπημένη σου, δεν μπορείς να ησυχάσεις` είσαι συνέχεια αναστατωμένος. Μπορεί να κλαίς κιόλας. Από την ώρα όμως που θα πεις «με γεια της, ας πάει στο καλό»-να της δώσεις δηλαδή και την ειλικρινή ευχή σου μέσα σου-από εκείνη την ώρα ηρεμείς. Ησυχάζεις.
-Και τη μνήμη; Πως ηρεμείς τη μνήμη;
-Όταν εννοείς την ευχή, η μνήμη παύει να την έχει μέσα της. Αποκτάς μόνο καλή μνήμη, δεν υποφέρεις πια, της τα χεις χαρίσει. Είσαι αθώος πια. Η συγχώρεση είναι σπουδαίο πράγμα.
-Παλιά συγχωρούσατε το ίδιο εύκολα;
-Πάντα. Από πιτσιρικάς. Γιατί ήθελα να με συγχωρούνε κι εμένα γι αυτά που έκανα. Είχα σκεφτεί ότι άμα δεν συγχωρώ εγώ, πώς να περιμένω να με συγχωρέσουν και εμένα οι άλλοι; Βέβαια υπήρξα και πολύ εγωιστής κάποια περίοδο της ζωής μου που δεν μπορούσα να σκεφτώ πως μπορώ εγώ να συγχωρέσω κάποιον που έκανε τέτοια μαλακία. Όταν μετά έκανα μεγάλα λάθη και είδα να με συγχωρούν οι άνθρωποι, τότε πια είπα ότι πρέπει να συγχωρώ κι εγώ.
-Έχετε κάνει μεγάλα λάθη;
-Μπορεί και να συνεχίζω να κάνω πολύ μεγάλα λάθη. Όταν κάνεις όμως μισό κιλό λάθος, μπορεί να μάθεις πράγματα 50 οκάδων. Όταν έχεις μεγαλώσει, όταν έχεις κατανοήσει. Από ένα μικρό λάθος που παραδέχεσαι στον εαυτό σου, μπορεί να σου έρθουνε 20 οκάδες καλά πράγματα. Το λάθος μπορεί να γεννήσει και να σου βγούνε 30 καλά.
-Συνεχίζουν να σας αρέσουν τα ταξίδια;
-Δεν θέλω να ταξιδεύω πια. Στην Ελλάδα θέλω να ταξιδεύω, όχι στο εξωτερικό. Να φανταστείς την Ελλάδα μου την έμαθε η δεύτερη γυναίκα που παντρέυτηκα, μια Δανέζα, μια ξένη. Κυκλοφορούσαμε με τρένα, αυτοκίνητο και πλοίο.
-Η Τήνος είναι πιο ωραία το Χειμώνα;
-Όλα τα πράγματα είναι πιο ωραία το Χειμώνα.
-Για ποιο λόγο;
-Γιατί σου μιλάνε πιο καλά, είστε πιο μόνοι. Εσύ κι η θάλασσα, εσύ κι η Παναγία. Το Καλοκαίρι έχει τέτοιο πλήθος κόσμου που και να βγει η καυμένη η Παναγία ανάμεσα στα πλήθη, σε ποιον να πρωτοπάει; Όλοι κλαίνε και ανεβαίνουνε γονατιστοί επάνω στην εκκλησία. Που να πρωτοπάει η Παναγία; Ποιον να βοηθήσει;
-Την επικαλείστε την Παναγία;
-Όλους τους επικαλούμαι. Εμένα μ αρέσει η επαφή με τον ουρανό. Δεν ξέρω ποιος είναι πάνω του ή πίσω του, αλλά μ αρέσει αυτή η επαφή. Εκεί που ζω το Χειμώνα, ζω πάντα κοντά στη θάλασσα. Αν εδώ ξυπνάω στις 3, εκεί ξυπνάω στη 1 το πρωί.
-Και τι ώρα κοιμάστε;
-Στις 7 το βράδυ. Εκεί βγαίνω έξω ντυμένος και βλέπω τα αστέρια επάνω και ακούω τη θάλασσα. Είναι κανονική ζωή όλα αυτά. Πέφτουν τα αστέρια από πάνω...Η μοναξιά είναι πάρα πολύ μεγάλη υπόθεση-ειδικά για κάποιον που θέλει να γράψει.
-Αισθάνεστε διαφορετικός από άλλους ανθρώπους;
-Όλοι οι άνθρωποι διαφορετικοί είμαστε. Αν ήμασταν όλοι ίδιοι τότε θα ήμασταν φαντάροι της Αμερικής. Ένα μπόι, ένα όπλο, και όλοι να πέσουν στη μάχη.
-Γιατί καπνίζετε αυτά τα μικρά πουράκια;
-Δεν καπνίζω πια τσιγάρα-κάπνιζα για πολλά χρόνια, όχι πια. Αυτά εδώ είναι όπως οι πιστοί φίλοι, τραβάς μια δυο ρουφηξιές, τις χαίρεσαι και μετά το αφήνεις να κάθεται το τσιγαρίλος. Και σε περιμένει. Δεν σβήνει καθόλου, δεν καίγεται. Σε περιμένει. Περιμένει εσένα να το ξαναπιάσεις στο χέρι σου. Από την ώρα που καθόμαστε εδώ το μισό έκανα, το άλλο μισό το άφησα για αλλού.
-Είστε ευτυχισμένος με τη ζωή σας;
-Ευχαριστημένος θες να πεις.
-Έστω. Ευχαριστημένος.
-Ναι, είμαι. Όταν ο άνθρωπος εκπληρώνει το παιδικό του όνειρο είναι πάντα ευχαριστημένος.
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου (ένθετο "Υστερόγραφο"), τον Σεπτέμβριο του 2007. 


20.1.13

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ: Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ




Ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας της νέας γενιάς λογοτεχνών, δίνει στο «Υστερόγραφο» την πιο εξομολογητική συνέντευξη της ζωής του, αυτή στην οποία υπάρχουν όλες οι απαντήσεις για τις εικόνες που βρίσκονται πίσω απ' τις λέξεις που βουίζουν σαν δαίμονες στο κεφάλι του. 
Συναντιόμαστε στην πλατεία Εξαρχείων, πίσω απ τα παγκάκια που κάθονται αλλοδαποί και πρεζόνια, με περιστέρια να περιφέρονται έτοιμα να πιτσιλίσουν το πρώτο κεφάλι που θα τα αφήσει να καθίσουν στις τρίχες του. Η μέρα είναι όμορφη (πολύ ζεστή, με κοντομάνικα και μπράτσα στο φως), νυστάζω αφόρητα απ τα αναίτια ξενύχτια-το ίδιο και ο Αύγουστος-, να παραγγείλουμε εσπρέσσο. Το σαββατοκύριακο είχα διαβάσει το «Δαιμονιστή» του και με διέλυσε με ιδρώτα και αγωνία στα σεντόνια (συναρπαστική αφήγηση, μεγάλη έκπληξη για πολλούς «δύσκολους» κριτικούς), λέμε δυο τρεις προτάσεις ενός λεπτού με τα τυπικά, και είχα ήδη έτοιμες στο στόμα μου τις πρώτες απορίες για τον έρωτα και το θάνατο, σ' ένα παιδί διάσημο, μπεστσελλερίστα-αυτόν για τον οποίο όλες οι έγκυρες αθηναϊκές εφημερίδες αναρωτιόντουσαν όταν πρωτόβγαλε μυθιστόρημα-πριν από 9 χρόνια-πόσο προκλητικός μπορεί να είναι ένας πιτσιρικάς που αλλάζει το κανονικό του όνομα σε «Κορτώ» και ποιους συνειρμούς θέλουν να κάνουν για τον ίδιο οι φερέλπιδες αναγνώστες του. Απ' τη στιγμή που ξεκινήσαμε την κουβέντα μας ο Αύγουστος δεν με κοίταξε στιγμή στα μάτια, έπαιζε νευρικά με τα μανίκια στο γκρίζο του μπλουζάκι, και ξεκίνησε προτάσεις για τον Μπαλζάκ, για τον Φλωμπέρ, για τη λογοτεχνία στην Ελλάδα, για τον αλλοτραφή τρόπο που λειτουργούσαν οι λογοτέχνες στη χώρα μας, για τα βιβλία που δεν είναι δυνατό εμπόρευμα αλλά μάλλον το πιο αδύναμο κομμάτι του ελληνικού καταναλωτισμού. Για μισή ώρα είχα καμένο χαρτί τη συνέντευξη, χαράμι οι ελπίδες για κάτι ουσιαστικό, ο συνομήλικός μου θέλει-προφανώς-να με συναρπάσει με τις γνώσεις, το ταλέντο, τη δεξιοτεχνία στις λέξεις και στα ρήματα, αναλύσεις που αρνιόντουσαν οι φλέβες του εγκεφάλου μου να τις ρουφήξουν με ευκολία και να μου τις περάσουν στο αίμα. Μέχρι που-εντελώς ξαφνικά-γίνεται το «παφ», ένας δυνατός κρότος σε μία πρόταση που του ξέφυγε, μία πληροφορία στην κρυμμένη με παραβάν τρύπα του αδιαπέραστου που έβγαζε στην πίσω μεριά του καθρέφτη του, στην ανθρώπινη μορφή που κρυβόταν πολύ περίτεχνα τόση ώρα πίσω απ τα μυωπικά μαύρα γυαλιά του λογοτέχνη. Η κουβέντα μας, λοιπόν, άλλαξε απότομα ροή, έγινε μία αποκάλυψη, η ψυχή του φύλλο και φτερό, αφέθηκε (ένιωθα συγγενής του απ τα ίδια κύτταρα, τον λάτρευα όσο μου μιλούσε και του το δειχνα), κοιταχτήκαμε στα μάτια-δεν ξεκόλλησα για την επόμενη μιάμιση ώρα από τις κόρες των ματιών του-, και ο Αύγουστος ξεκίνησε να δημοσιοποιεί όλους τους λόγους που το σκοτάδι του είναι βαθιά άβυσσος με αλήθειες (μόνο με αλήθειες), και όχι ένα νοσηρό κατασκεύασμα.
-Γιατί πιστεύεις ότι εσύ ως πρόσωπο είσαι πιο γνωστός από τα βιβλία σου;
-Είναι θέμα καθαρά προβολής από τα Μέσα. Όταν έβγαλα τα πρώτα μου βιβλία παρουσίαζα ένα πολύ ελκυστικό προϊόν στους δημοσιογράφους. Ήμουνα ένας πιτσιρικάς από τη Θεσσαλονίκη, που ήταν τρομερά αθυρόστομος, τα βιβλία είχαν μέσα ακατονόμαστες εκφράσεις και ακατανόμαστες ερωτικές σκηνές, ήμουνα πάρα πολύ παχύς και παντρεμένος. Ήμουν ένα παράξενο ζώο που φερόταν ακόμα πιο παράξενα. Το γεγονός ότι εγώ τότε έβριζα τον Καζαντζάκη-όπου στεκόμουν και όπου βρισκόμουν-με επιχειρήματα, ως τελείως αδύναμο  πεζογράφο και ως τρομερά προβληματικό άνθρωπο ήμουνα-το λιγότερο-ενδιαφέρων. Ήτανε λογικό να πέσουν επάνω μου οι δημοσιογράφοι, όχι μόνο για να κάνουνε τη δουλειά τους, αλλά και γιατί τους ιντριγκάριζε το γεγονός ότι είχαν ένα πιτσιρίκι απέναντι τους που λέει διάφορα εξωφρενικά πράγματα. 
-Γιατί ο Πέτρος-το πραγματικό σου όνομα-έγινε «Αύγουστος»;
-Όλοι οι ψευδωνυμάδες θέλουμε να διαγράψουμε ένα κομμάτι την προηγούμενης ζωής και ύπαρξής μας. Το όνομα είναι οι λέξεις με τις οποίες έχουμε μάθει να ταυτίζουμε τον εαυτό μας και να τον αναγνωρίζουμε από πολύ μικρή ηλικία. Το να διαλέξεις αυθαίρετα-για οποιουσδήποτε λόγους-ένα άλλο όνομα, είναι μια πράξη ακύρωσης του παλιού σου εαυτού και επινόησης ενός καινούργιου.
-Γιατί ένιωθες αυτή την ανάγκη;
-Ένιωθα τρομερή πίεση στο περιβάλλον των σπουδών μου και στο σπίτι μου. Ήμουν ένα πάρα πολύ θωρακισμένο μοναχοπαίδι-κουκουλιασμένο στη μητρική αγάπη-και ήθελα να φτιάξω μια πιο δυνατή persona από του Πέτρου. Κάπως έτσι έφτιαξα στα 18 μου τον Αύγουστο Κορτώ. 
-Μόνο αυτό;
-…Είχα περάσει πολλά χρόνια μισώντας τον εαυτό μου!Ήμουν ένα παιδάκι παχουλό, ασχημούλικο, με γυαλιά μυωπικά, με πολύ ψηλή φωνή και πολύ αργή ανάπτυξη-όταν τέλειωσα το σχολείο ήμουνα 1.65. Ήμουν ένα καθόλα μη ερωτεύσιμο και απωθητικό πλάσμα, ερχόμενο σε επαφή με μία μάνα που με λάτρευε και με έβλεπε ως παιδί του Θεού. Ένα σπασικλάκι ήμουν, μη δημοφιλές, ένα παιδί πολύ οξύθυμο, πολύ απόλυτο, που έβριζε πάρα πολύ και έλεγε αβέρτα Χριστοπαναγίες. Είχα κακή διαγωγή και προσπαθούσα από πολύ μικρή ηλικία να φτιάξω μία πανοπλία η οποία θα ήταν αντίθετη και αδιαπέραστη στην περιφρόνηση που θεωρούσα ότι εισέπραττα. 
-Πότε αγάπησες τον εαυτό σου;
-Σε ένα μέτρο πάντα τον αγαπούσα, σε ένα μέτρο πάντα θα τον μισώ γιατί, αν δεν υπάρχει ένα κομμάτι αντιπάθειας ως προς αυτό που είσαι, είναι πολύ εύκολο να περιπέσεις σε ένα ναρκισσισμό τελείως απρόσφορο.
-Τα βιβλία σου είναι προϊόν φαντασίας;
-Όχι μόνο. Θέλει πολλή δουλειά για να περάσεις από την φαντασία σε μια αφήγηση. Εγώ δεν φτιάχνω βιβλία για τα βιβλία. Για να βγει αυτή η ιστορία πρέπει διαρκώς να αντλώ από τη δική μου ζωή: ο αφηγητής κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφείται. Τα βιβλία του Καμύ είναι κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικά, όλος ο Φώκνερ είναι αυτοβιογραφικός. Αν ο εαυτός σου είναι τόσο αξιαγάπητος και αξιολάτρευτος, από ένα σημείο θα στερέψει αυτό το υλικό.
-Τι δεν σου αρέσει σήμερα στον εαυτό σου;
-Είμαι άνθρωπος μισαλλόδοξος και πολύ πείσμων. Εξακολουθώ να συμπεριφέρομαι σαν το κακομαθημένο μοναχοπαίδι που υπήρξα και είμαι πάντοτε, και απ την άλλη-πολύ σπάνια πια-δεν μπορώ να ακούσω κάποιον ή κάτι με παρθένο μάτι: πάντα επεμβαίνει αυτή η αλαζονική ματιά του συγγραφέα που λέει «εγώ σε ξέρω πριν σε μάθω». Το να ψυχαναλύω τους φίλους μου δεν είναι υγιές, το κάνω αναπόφευκτα με τον μανδύα του παντογνώστη. Αυτό το πράγμα αγωνίζομαι να το αποβάλω για να μην γράφω βιβλία μονοδιάστατα και βλακώδη.
-Πως γίνεται να γράφεις σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα τα βιβλία σου; (σ.σ ο «Δαιμονιστής» γράφτηκε σε δύο μόλις μήνες, ενώ το «Αυτοκτονώντας ασύστολα» σε δύο μέρες).
-Είναι θέμα εξάσκησης. Δεν έκανα άλλη δουλειά στη ζωή μου, δεν στράφηκα στη συγγραφή έπειτα από μια δεκαετία σε άλλο επαγγελματικό στίβο. Η πρώτη δουλειά που προσπάθησα να κάνω ήταν το γράψιμο. Γράφω 11 χρόνια, οπότε νομίζω πως είναι λογικό πια να αποκτήσω μια κάποια άνεση στο χειρισμό των ιδεών μου και της μεταποίησης τους σε story. Απ' την άλλη το είδος της αφήγησης που εγώ προσπαθώ να υπηρετήσω είναι το λεγόμενο διαβαστερό βιβλίο. Έχω μια θεωρία εγκυμοσύνης για τα βιβλία: αν ένα βιβλίο το κουβαλάς μέσα σου για καιρό είναι σαν τη γυναίκα που αναβάλλει τη δημιουργία ενός παιδιού μέχρι να βρει λεφτά, τον κατάλληλο άνδρα και το κατάλληλο σπιτικό. Πολύ πιθανόν το DNA της να διαφθαρεί ελαφρώς λόγω φυσικής φθοράς και να γεννήσει ένα παιδάκι με προβλήματα. Κάπως έτσι βλέπω τα μυθιστορήματα που εγκυμονούνται για πάρα πολύ χρόνο. Απ' την άλλη, ό,τι και να μου γράψουν, δεν μπορώ να το πάρω πολύ κατάκαρδα για ένα βιβλίο που γράφτηκε μέσα σε 18 ώρες. 
-Γιατί πραγματεύεσαι τόσο πολύ τον έρωτα και το θάνατο μέσα στο «Δαιμονιστή»;
-Αφενός ο θάνατος είναι νομοτέλεια της φύσης και της ζωικής μας υπόστασης, αφετέρου ο έρωτας και η αγάπη που εκπορεύεται απ τον έρωτα ως μόνιμη μη ερμηνεύσιμη δύναμη στον κόσμο μπορεί να υπερβεί τη νομοτέλεια του θανάτου. Η αυτοθυσία συντελείται μόνο χάρη και μέσω του έρωτα. Ο Παλαιστίνιος που ανατινάζεται νιώθει πραγματικό έρωτα για το Θεό του, για τον ιδανικό του εαυτό-αυτό του δίνει το κουράγιο να ανατιναχτεί στα 19 του χρόνια.
-Έχεις φτάσει ποτέ κοντά στο θάνατο από έρωτα;
-Έχω φτάσει σε καταστάσεις μεγάλης παρακμής εξαιτίας του έρωτα, αλλά όσους ανθρώπους αγάπησα με ανταγάπησαν κι αυτοί, και δεν θυμάμαι να μου έχουν δώσει κάποιο ιδιαίτερο πόνο. 
-Ο χωρισμός δεν φέρνει πόνο;
-Δεν είναι τίποτα να κόψεις το τσιγάρο, το 'χεις κόψει χίλιες φορές. Δεν είναι τίποτα να χωρίσεις, έχω χωρίσει τόσες φορές. 
-Ένας χωρισμός δεν είναι σαν το τσιγάρο, Αύγουστε.
-Είναι όμως μια έξη. Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δενόμαστε όχι γιατί μας κάνουν απαραιτήτως καλό: μας βοηθούν να περνάμε καλύτερα και πιο χαλαρά το χρόνο μας, όπως το τσιγάρο σε κάνει να περνάς πιο χαλαρά τον μονήρη σου χρόνο ή να αντιμετωπίζεις το στρες μιας δύσκολης κατάστασης. Υπάρχουν άνθρωποι που λειτουργούν σαν το τσιγάρο, όπως κι εγώ έχω λειτουργήσει σαν το τσιγάρο σε ορισμένους ανθρώπους και τίποτα παραπάνω. Όσο έχω υποφέρει έχω υποφέρει από το στραβό μου το κεφάλι, όχι από ορισμένους ανθρώπους…Ίσως και από κάποια προβλήματα κατάθλιψης, προβλήματα που είχα εξαιτίας της μάνας μου ή του θανάτου της μάνας μου.
-Πότε έχασες τη μητέρα σου;
-Το 2002. Λίγο πριν τα 24 μου χρόνια.
-Από τι πέθανε;
-Χάπια…Η μητέρα μου αυτοκτόνησε. Υπέφερε από διπολική κατάθλιψη, που ήταν αρκετά σοβαρότερο πρόβλημα από το δικό μου. 
-…Νιώθεις ευθύνη για την αυτοκτονία της μητέρας σου;
-Πάντα νιώθεις ευθύνη. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη της απόπειρα. Οι περισσότεροι αυτόχειρες δεν τα καταφέρνουν με την πρώτη, ήτανε όμως η οριστική και τελειωτική. Η αυτοκτονία αφήνει την ενοχή, γι αυτό το λόγο και είναι τόσο καταδικαστέα και οι άνθρωποι την αντιμετωπίζουν με τόση κρυπτικότητα, μυστικοπάθεια και συγκαλυμμένη οργή γιατί είναι μια πράξη αναίρεσης του δόγματος της ζωής. Ο αυτόχειρας είναι σαν να μας λέει: «εγώ είμαι ο έξυπνος κι εσείς είστε τα κορόιδα, γιατί εγώ έχω καταλάβει τι σκατένια που είναι η ζωή και εσείς εξακολουθείτε να ζείτε». Σκέψου πως νιώθεις όταν ο άνθρωπος που αυτοκτονεί είναι η μητέρα σου-που σημειολογικά και συμβολικά είναι ο άνθρωπος που σου έδωσε τη ζωή-, και αποφασίζει ότι αυτή η ζωή είναι μια μαλακία. 
-Έκανες ποτέ απόπειρα αυτοκτονίας;
-Όχι. Ήμουνα αλκοολικός για περίπου ένα χρόνο, με όλα τα συμπτώματα-ήταν ένα είδος αυτοθεραπείας όλο αυτό μετά το θάνατο της μητέρας μου. Ο αλκοολισμός σε αφήνει να συγχωρέσεις τον εαυτό σου…Για να σου δώσω να καταλάβεις, πέρασα μια φάση με πολύ sex και πολύ αλκοόλ. Κοιμόμουνα γύρω στις 7 το πρωί, σχεδόν πάντοτε τύφλα, ξυπνούσα στις 3 το μεσημέρι και ξεκινούσα τη μέρα μου με τζιν τόνικ. Αυτό, κάποια στιγμή, αποφάσισα να το κόψω γιατί δεν ήταν καλό για την υγεία μου και για την υγεία των ανθρώπων που με αγαπούσαν. Βέβαια, δεν έχω κόψει ποτέ τις παρτίδες μου με το αλκοόλ, απλώς μπορώ πια να έχω μία σχέση αμιγώς ηδονική με το ποτό και όχι εξαρτητική.  
-Πάσχεις από κατάθλιψη;
-Ναι…Το πρώτο επεισόδιο το είχα στα 19 μου χρόνια, πέρασα ένα δυο μήνες χωρίς να κάνω τίποτα, χωρίς να τρώω, χωρίς να κάνω μπάνιο. 
-Η κατάθλιψη της μητέρας σου οδήγησε κι εσένα στην αρρώστια;
-Δεν υπάρχει αποδεδειγμένη κληρονομικότητα. Ζώντας με ένα άτομο που πάσχει από διπολική ψύχωση και καταστάσεις κατάθλιψης πολύ έντονες-όπως είχε η μητέρα μου-πιθανώς να έμαθα κάποια κόλπα και να τα αφομοίωσα ως χειρισμό δύσκολων καταστάσεων. Ο ψυχίατρος μου μου το 'χει πει ευθέως ότι πολλές φορές μπαίνω από μόνος μου σε κατάθλιψη-σχεδόν αυτοπροκαλούμενη-για να αποφύγω κάποιες συγκεκριμένες καταστάσεις επικίνδυνες ή στρες. Η κατάθλιψη επειδή είναι μια αρρώστια πολυτελείας, λειτουργεί και ως κουκούλι, σαν μια κουβέρτα που έχει ποτίσει απ τον ιδρώτα σου και στον άλλον μπορεί να φαίνεται βρομερή αλλά εσένα σε καλύπτει και σε κάνει να νιώθεις προστατευμένος: δεν χρειάζεται να έρθεις σε αντιπαράθεση με τον κόσμο και τις απαιτήσεις του γιατί είσαι καταθλιπτικός, δεν χρειάζεται να κάνεις τη δουλειά σου καλά γιατί είσαι καταθλιπτικός, δεν χρειάζεται να βγαίνει να γελάς και να κάνεις τους άλλους ευτυχισμένους, γιατί είσαι καταθλιπτικός. Είναι cool να περιμένεις από όλους να σε νταντέψουν. 
-Όταν είσαι δυστυχισμένος, γράφεις;
-Όταν είμαι δυστυχισμένος δεν θέλω να γράφω, δεν θέλω να κάνω τίποτα απολύτως. Η κατάθλιψη δεν είναι καθόλου πρωτότυπη αρρώστια, δεν είναι καθόλου από μόνη της δημιουργική. Δεν σημαίνει ότι όταν έχει κατάθλιψη είσαι και χαρισματικός όπως είθισται να λένε κάποιοι. Μαλακίες! Είναι μια αρρώστια. Κάποιοι την έχουν, κάποιοι δεν την έχουν. Το μόνο που κάνω όταν είμαι στο βούρκο, είναι να διαβάζω. 
-Τι σε κάνει ευτυχισμένο; 
-Η ρουτίνα και η συντροφικότητα. Είμαι πάρα πολύ εξαρτητικό άτομο σε όλους τους τομείς και στον τομέα της συντροφικότητας. Ποτέ δεν θα μπορούσα να είμαι single, μου προκαλούσε και μου προκαλεί ακόμη πανικό να κοιμάμαι σε ένα σπίτι μόνος μου. Ούτε τώρα είμαι single.
-Αναζήτησες τη συντροφικότητα, λόγω του θανάτου της μητέρας σου;
-Όχι. Λόγω της σχέσης μου με τη μητέρα μου…Εγώ με τη μάνα μου είχαμε μια συμβιωτική σχέση, αν εξαιρέσεις ότι δεν γαμιόμασταν ήμασταν σαν ζευγάρι. Δεν πέρασα ποτέ οιδιπόδειο γιατί η μητέρα μου ήταν ερωτευμένη μαζί μου και όχι με τον πατέρα μου, είχα ένα σίγουρο οπαδό, σύντροφο, φίλο, στο πρόσωπό της. Από τότε όλες μου οι σχέσεις αντανακλούν αυτή τη μητρική στοργή. Προσπαθώ με τους φίλους μου να είμαι τόσο δοτικός όσο ήταν και η μάνα μου μαζί μου.
-Γιατί η αγάπη που είχε η μητέρα σου προς εσένα δεν τη συγκράτησε απ' την αυτοκτονία;
-Γιατί δεν άντεχε άλλο. Η ψυχική νόσος είναι εξίσου κουραστική με τη σωματική νόσο-ίσως και πιο πολύ-γιατί δεν την αναγνωρίζουν όλοι. Αυτόν που έχει λευχαιμία ή aids τον λυπόμαστε, τον καταθλιπτικό ή τον σχιζοφρενή δεν τον λυπόμαστε το ίδιο γιατί μας φαίνεται εξωτερικά υγιής. 
-Σε βοηθάνε τα χάπια στην κατάθλιψη;
-Βέβαια. Όσο απαραίτητη είναι στον διαβητικό η ινσουλίνη του άλλο τόσο είναι και για τον καταθλιπτικό τα αντικαταθλιπτικά του. Αυτό που πρέπει να απαιτήσει ο καταθλιπτικός από τον περίγυρο του είναι να μην τον φοβάται, γιατί η κατάθλιψη δεν είναι μια μεταδοτική ασθένεια. Ο καταθλιπτικός δεν πρέπει-σε καμία περίπτωση-να ντρέπεται για την αρρώστια του, δεν είναι επιλογή του, όπως σε ένα καρκινοπαθή δεν είναι επιλογή του ο καρκίνος.
-Ο έρωτας που ζεις τώρα δεν είναι το καλύτερο «χάπι»;
-Η ψυχική νόσος δεν σου αφήνει περιθώρια για ιδιαίτερες μεγαλοψυχίες….Η μάνα μου, Γιάννη, για να με αγαπήσει και να μου αφοσιωθεί έπαιρνε φάρμακα, γιατί αν αφηνότανε στο βούρκο της κατάθλιψης δεν θα μπορούσε να ασχοληθεί-όχι μαζί μου-ούτε με τον εαυτό της τον ίδιο. Όταν υποφέρει ο καταθλιπτικός παρουσιάζει ανηδονία, απόσυρση, ανενέργεια, που σημαίνει ότι πλέον δεν βρίσκει τίποτε ευχάριστο, δεν μπορεί να καβλώσει με τίποτε, αποσύρεται από κάθε επαφή και αδρανεί. Είναι σαν ένα αυτοκίνητο που του τελείωσε η βενζίνη.
-Τι σε επανέφερε στην κοινωνικότητα;
-…Η αγάπη του πατέρα μου, η απέραντη αγάπη του πατέρα μου. Ως μοναχογιός, ο πατέρας μου θα περίμενε να του μοιάζω ή να τον θεωρώ ως ένα βαθμό το ίνδαλμά μου. Εγώ επειδή ήμουνα καψούρης με τη μάνα μου και η μάνα μου μαζί μου, ο πατέρας μου ήταν λίγο εκτός παιχνιδιού. Μέχρι το θάνατο της μάνας μου μεγάλωσα χωρίς να έχω αποκτήσει μία ουσιαστική σχέση μαζί του. Δεν μπορούσα να τον καταλάβω, και νόμιζα ότι δεν με καταλάβαινε αυτός, ενώ αυτός έκανε κάθε προσπάθεια να με πλησιάσει. Όταν έχασα τη μάνα μου, μη έχοντας κάποιον άλλον που να έχει σχέση αίματος μαζί μου, κόλλησα επάνω του και πήρα τρομερή αγάπη γιατί και ο ίδιος ένιωθε τρομερές τύψεις γιατί έφυγε η γυναίκα του. Παρόλο που μετά το θάνατο της μητέρας μου είχα γίνει η σκιά του εαυτού μου, ο πατέρας μου με στήριξε, με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου, με βοήθησε να εγκατασταθώ στην Αθήνα, γιατί έβλεπε ότι το να ζω στο σπίτι όπου έχασα τη μάνα μου-στη Θεσσαλονίκη-μου έκανε κακό. Με πήρε σαν ένα φυτό που επρόκειτο να μαραθεί και με μεταφύτευσε στην Αθήνα. 
-Τι αγαπάς πιο πολύ σήμερα;
-Δεν ήθελα να είμαι σε αυτό τον κόσμο χωρίς το άλλο μου μισό, νόμιζα πως δεν θα το βρισκα, αλλά τελικά το βρήκα. Υπάρχει για όλους το άλλο μισό, φτάνει να το κοιτάξουν με το σωστό μάτι. Σήμερα, λοιπόν, αγαπάω πιο πολύ το «κουτάβι» στο οποίο είναι αφιερωμένος ο «Δαιμονιστής». Πάνω απ όλα το «κουτάβι». Για το «κουτάβι» γίνονται όλα. Όλα!
-Γιατί εξομολογήθηκες όλα αυτά τα πολύ προσωπικά σου, σ έναν άνθρωπο που συναντάς πρώτη φορά στη ζωή σου;
-Δεν ξέρω. Όλοι οι φίλοι μου ξέρουν την ιστορία μου. Νομίζω ήταν θεραπευτικό…Δεν ήταν; 
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου, στο ένθετο "Υστερόγραφο", τον Απρίλιο του 2007. Η φωτογραφία είναι του Σπύρου Στάβερη και δημοσιεύτηκε στη "Lifo".

ΑΝΤΩΝΗΣ ΡΕΜΟΣ: "ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΕΝ ΧΩΡΑΕΙ Η ΛΟΓΙΚΗ"




Ο τραγουδιστής με το πιο μαζικό κοινό αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, ο πιο εμπορικός, αλλά ταυτόχρονα και ιδιαίτερα επιλεκτικός στο ρεπερτόριο που επιλέγει να χαρίσει στο πολυπληθές κοινό του, παραχωρεί στο «Icon» μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που αποφάσισε να δώσει φέτος, ενόψει των εμφανίσεών του στο «Αθηνών Αρένα» της Αθήνας, καθώς και του νέου του-νούμερο 1 στα charts- τραγουδιού του, «Τα Σάββατα».
-Υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που αντιμετωπίζετε το τραγούδι, από τότε που ξεκινήσατε τις πρώτες σας εμφανίσεις στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Αθήνα, με τις-περίφημες πια-«Χάντρες»; Ή η αγάπη σας σε αυτό που κάνετε παραμένει το ίδιο αυθεντική και αθώα όπως τότε;
-Η αγάπη μου για το τραγούδι παραμένει αναλλοίωτη όλα αυτά τα χρόνια, σίγουρα αυθεντική. Μπορώ να πω ότι όσο περισσότερο περνάει ο καιρός τόσο πιο πολύ αγαπάω την δουλειά μου. «Αναπνέω» καλύτερα όταν είμαι πάνω στην σκηνή, όταν τραγουδάω. Με τα χρόνια η εμπειρία και οι γνώσεις σε βοηθούν να εξελίξεις τον εαυτό σου μέσα από την δουλειά σου. Δεν ξεχνάω τίποτα από όσα έχω ζήσει, δεν έχω μετανιώσει για τίποτα, η ανάγκη μου είναι να συνεχίσω όσο πιο καλά και έντιμα μπορώ την δουλειά που αγαπώ. 
-Έχοντας ερμηνεύσει μία μεγάλη γκάμα τραγουδιών, αλλά και συνεργαζόμενος με όλους σχεδόν τους μεγάλους συνθέτες της Ελλάδας, αρχής γενομένης από τον Μίκη Θεοδωράκη, συνεχίζετε να θεωρείτε τίτλο τιμής για σας την ταυτότητα του «λαϊκού τραγουδιστή» με την οποία σας πρωτογνωρίσαμε και αγαπήσαμε;
-Με έχει αξιώσει ο Θεός να συνεργαστώ με πολύ σημαντικούς ανθρώπους της μουσικής στην Ελλάδα. Προσπάθησα, σε κάθε περίπτωση, να σταθώ με σεβασμό απέναντι στο έργο τους, να τους τιμήσω με τις ερμηνείες μου. Σαφέστατα είναι τιμή να εισπράττω την μεγάλη αγάπη που  μου δείχνει ο κόσμος, σε μένα και στα τραγούδια μου. Ο κόσμος μας δίνει ταυτότητα, μας στηρίζει και μας δίνει δύναμη να συνεχίσουμε. 
-Χαρακτηρισμοί που συνεχίζουν να λέγονται και να γράφονται για σας, ότι είστε «ο κορυφαίος αυτή τη στιγμή Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής», «ο πιο εμπορικός», «ο πιο αυθεντικός», «ο άνθρωπος που γεμίζει τα μαγαζιά όπου κι αν τραγουδάει, επειδή έχει κατακτήσει το δικό του πιστό κοινό» σας προκαλούν αμηχανία ή τους χαίρεστε;
-Δεν θα πω ότι δεν με ενδιαφέρει να λέω καλά τραγούδια, τραγούδια που ο κόσμος θα αγαπήσει. Ο κόσμος είναι ο αποδέκτης και είναι χαρά όταν βλέπεις ότι ο κόσμος που επιλέγει να διασκεδάσει με τα τραγούδια σου είναι πολύς. Ποτέ, όμως, μέχρι σήμερα δεν το θεώρησα δεδομένο. Έχω προσπαθήσει να είμαι συνεπής απέναντί τους, σέβομαι τον κόσμο που θα έρθει στο μαγαζί να ξοδέψει χρήματα- πόσο μάλλον την εποχή αυτήν που διανύουμε και τα πράγματα είναι ζόρικα για όλους. 
-Ποτέ δεν «ξεφύγατε» από την τεράστια επιτυχία που γνωρίσατε από τα πρώτα κιόλας βήματα της καριέρας σας, ποτέ δεν θεωρήσατε πως είστε «ο καλύτερος», ποτέ δεν ψωνιστήκατε-κάτι που κάποιοι θα θεωρούσαν φυσιολογικό για ένα παιδί που έρχεται «άγνωστο» στην Αθήνα και τον μαθαίνει ξαφνικά όλη η Ελλάδα;
-Σε πολύ νεαρή ηλικία, όταν ξεκίνησα την καριέρα μου, θα μπορούσα πραγματικά να είχα «ξεφύγει», αν δεν είχα δίπλα μου φίλους και οικογένεια που την κατάλληλη στιγμή με προσγείωσαν απότομα. Οι άνθρωποι που με αγαπάνε και τους αγαπώ, φρόντιζαν πάντοτε να μου θυμίζουν τις σταθερές αξίες στην ζωή, το που βρίσκεται η ουσία. Μπορεί σε αυτό να συνηγόρησε και ο χαρακτήρας μου ή τα βιώματά μου, πάντως εξακολουθώ να είμαι ιδιαίτερα προσγειωμένος.
-Φέτος εμφανίζεστε στο «Αθηνών Αρένα» μαζί με τον Στέλιο Ρόκκο. Τι καινούργιο πιστεύετε θα προσφέρει το συγκεκριμένο σχήμα στη φετινή «δύσκολη» σεζόν στην Αθήνα, λόγω των εξαιρετικά κακών οικονομικών συνθηκών; Και πως προσαρμόζεστε σε αυτές τις ειδικές συνθήκες; Θα υπάρχουν κάποιες προσφορές; Κάποιες χαμηλότερες τιμές, ώστε τα χρήματα να μην σταθούν εμπόδιο στους χιλιάδες θαυμαστές σας που θα θελήσουν να έρθουν να σας δουν;
-Κατ' αρχήν είμαι πολύ χαρούμενος που συνεργάζομαι με τον Στέλιο φέτος. Οι μουσικές μας ανησυχίες κινούνται πάνω κάτω στην ίδια βάση και το πρόγραμμα στο «Αθηνών Αρένα» το έχουμε στήσει με κριτήριο την αλήθεια μας και την ψυχή μας. Συνυπάρχουμε μοναδικά στην σκηνή ενώ απολαμβάνουμε την συνάντησή μας επί σκηνής με την Ελένη Φουρέϊρα, της οποίας έχουμε υποσχεθεί να έχουμε σαν πριγκίπισσα. Ο Στέλιος είναι ένας καβαλάρης ατίθασος, ένα παιδί που αρνείται να μεγαλώσει κι εγώ ταυτίζομαι μαζί του. Η οικονομική κατάσταση που βιώνουμε σαφώς με αγχώνει, όλους μας αγχώνει και μας πανικοβάλλει τις περισσότερες φορές, αλλά όταν έχεις μάθει να λειτουργείς με την ψυχή σου είναι αλλιώς. Και εγώ και ο Στέλιος θα κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλά. Η επιτυχία και η αγάπη του κόσμου δεν είναι αποκλειστικό δικαίωμα κανενός κι αυτό μας κάνει να θέλουμε να συνεχίσουμε να τα διεκδικούμε. Οικονομικά η «Αρένα» φέτος είναι ιδιαίτερα προσιτή από πολύ κόσμο κι αυτό γιατί οι τιμές είναι ιδιαίτερα χαμηλές-10 ευρώ το ποτό στο μπαρ-για κάποιον που θέλει να περάσει λίγη ώρα διασκεδάζοντας, ενώ για τις μεγαλύτερες παρέες υπάρχουν διάφορες προσφορές που ξεκινούν από 120 ευρώ το μπουκάλι, ακόμα και για 6 άτομα. Ο επιχειρηματίας Γιάννης Παπαθεοχάρης αφουγκράζεται την ανάγκη του κόσμου για διασκέδαση, αλλά και την επιβεβλημένη οικονομία αυτήν την χρονική στιγμή.
-Η δική σας σχέση σας με τα χρήματα πως είναι και πως ήταν; Αυτό συνέβαινε από τότε που μεγαλώνατε «δύσκολα οικονομικά» με πολλές στερήσεις;
-Τα χρήματα είναι μέσο, αλοίμονο σε εκείνον που θα τα αφήσει να ορίσουν την ζωή του. Πάντα ήθελα να έχω περισσότερα χρήματα για να μπορώ να προσφέρω στους γύρω μου, είτε εννοώντας την στενή οικογένεια είτε φίλους. Έχω περάσει αρκετά δύσκολα παιδικά χρόνια, έχω δουλέψει σε διάφορες δουλειές και έμαθα να εκτιμώ αυτό που μου δίνεται.
-Αν και κάποιοι, λόγω επικαιρότητας, με όλες αυτές τις λίστες που δημοσιοποιούνται και μαθαίνετε κι εσείς από τις ειδήσεις, ίσως να  έλεγαν «ο Ρέμος, όπως και πολλοί άλλοι τραγουδιστές που τελευταία έγιναν “στόχος” οικονομικών ελέγχων, ζει μέσα στα εκατομμύρια. Τι ξέρει από οικονομικές δυσκολίες;»... Τι θα απαντούσατε;
-Το έχω πει αρκετές φορές, θα το πω άλλη μία. Το μάθημά μου το πήρα και είναι ακόμα εξοντωτικό. Ζημιώθηκα πολύ με την ανάμειξή μου με την αγαπημένη μου ομάδα, τον Ηρακλή. Πήρα πολλά πράγματα πάνω μου και πασχίζω να ανταπεξέλθω. Οπότε, το μόνο σίγουρο, είναι ότι δεν ζω-σε καμία περίπτωση- μέσα στα εκατομμύρια. Είμαι χαρούμενος και ευτυχισμένος που έχω την υγεία μου μπορώ και στέκομαι στα πόδια μου και το παλεύω.
-Γενικά, παρακολουθείτε ειδήσεις, διαβάζετε εφημερίδες, μπαίνετε σε blogs και sites ή, όπως πολλοί πια στις μέρες μας, το αποφεύγετε για να μην «μαυρίζει» περισσότερο η ψυχή σας;
-Για μένα έχει προτεραιότητα η ενημέρωση. Δυστυχώς, η ζωή είναι έτσι που δεν μπορούμε να αποφεύγουμε για πάντα ότι μας μαυρίζει την ψυχή. Είναι καλό να ψάχνουμε, να μαθαίνουμε και εν τέλει να γνωρίζουμε. Πρέπει όλοι να είμαστε γνώστες του τι συμβαίνει στην χώρα μας.
-Λόγω των συνθηκών αλλά και της ανάγκης του κόσμου να πιστέψει σε κάτι νέο, κάτι αυθεντικό, κάτι που να τον τιμά και να μην του λέει ψέματα, θα σας ενδιέφερε στο μέλλον η ενεργή ενασχόλησή σας με την πολιτική-και όχι απαραίτητα ταυτιζόμενος με ένα συγκεκριμένο κόμμα; Είναι κάτι που έχει τολμήσει ο πολύ καλός σας φίλος, Πύρρος Δήμας…
-Είναι τόσο μακριά από εμένα όλο αυτό...
-Επειδή αφορμή της συνέντευξης μας είναι οι συναυλίες που θα δώσετε στην Κύπρο, στις 26 και 27 Δεκεμβρίου στo Blinkers Club, νομίζω ότι είστε ο τραγουδιστής που έχει κάνει φέτος τις περισσότερες εμφανίσεις στο νησί μας και, αναλογιζόμενος το «δύσκολο κοινό» της Κύπρου, θα έλεγα πως το σίγουρο είναι πως σας αγαπούν πολύ στο νησί. Το εισπράττετε κι εσείς αυτό;
-Ναι, από την Κύπρο εισπράττω πολλή αγάπη, ο κόσμος μου έχει δείξει πολύ έντονα την αγάπη του στο νησί την Αφροδίτης, έχω επισκεφθεί την Κύπρο πάρα πολλές φορές-όχι όλες για συναυλίες και την αγαπώ ιδιαίτερα-κατέχει μια πολύ ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.
-Για να περάσουμε σε άλλο θέμα, υποθέτω, σε όλη αυτή την επιτυχημένη διαδρομή, πως θα έχετε προδοθεί αρκετές φορές στις ανθρώπινες σας σχέσεις. Ακόμη και από ανθρώπους που εσείς θεωρούσατε φίλους σας, κομμάτια της αδιαπραγμάτευτης «αντρικής φιλίας». Αυτό σας έκανε περισσότερο επιφυλακτικό με τους ανθρώπους;
-Δεν θα μιλήσω για μένα προσωπικά, γιατί θεωρώ ότι η διαδικασία αυτή είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους, ο καθένας με τον χαρακτήρα του αντιδρά και διαφορετικά, αλλά η ουσία είναι μία. Πάντα θα βρίσκεται κάποιος να μας προδώσει, πάντα θα κλονίζεται το σύστημα μας και ακολούθως όλοι περνάμε από την φάση της επιφυλακτικότητας απέναντι σε νέους ανθρώπους που μπαίνουν στην ζωή μας.
-Πάντα έτσι λειτουργούσατε στη ζωή σας και γενικότερα στις σχέσεις σας με τους ανθρώπους; Κυρίως με το συναίσθημα;
-Στις διαπροσωπικές σχέσεις δεν χωράει η λογική. Οι ανθρώπινες σχέσεις χρειάζονται αλήθεια. Και τα συναισθήματά μας είναι η αλήθεια μας.
-«Τα Σάββατα», το τραγούδι που αποτελεί την τελευταία μεγάλη σας επιτυχία, έχει καταφέρει από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του να βρίσκεται στην κορυφή των ραδιοφωνικών air plays αλλά και στη λίστα των δημοφιλέστερων itunes. Το διαισθάνεστε όταν κάποιο τραγούδι σας πρόκειται να γίνει επιτυχία ή ακόμη κι εσείς ο ίδιος πολλές φορές εκπλήσσεστε από την ανταπόκριση του κόσμου;  
-Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι ο προπομπός μιας δουλειάς που έρχεται. Κάθε τραγούδι μου είναι μια νέα ζωή και χαίρομαι που ο κόσμος το αγκαλιάζει. Όταν ακούμε τραγούδια με τον παραγωγό μου, το πρώτο πράγμα που μας ενδιαφέρει είναι να διαβάσουμε ο ένας στα μάτια του άλλου την αλήθεια του τραγουδιού. Την αλήθεια την αισθάνεσαι. Είχαμε στα χέρια μας τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες, αλλά σε εμάς δεν έλεγαν κάτι, δεν μας εξέφραζαν. Ευτυχώς υπάρχει συνεννόηση μεταξύ μας, κάτι που λείπει γενικά από τους ανθρώπους σήμερα, όπως και οι καθαρές κουβέντες.
-Όταν ερμηνεύετε κάποια τραγούδια, όπως αυτό στο οποίο αναφθήκαμε προηγουμένως, «Τα Σάββατα», με αυτούς τους υπέροχους στίχους του Νίκου Μωραίτη, οι ακροατές αλλά και οι θαυμαστές σας, εκτός από τις συγκλονιστικές σας ερμηνείες σε τέτοια ερωτικά τραγούδια, δεν μπορούν παρά να διακρίνουν και ένα μεγάλο πόνο στη φωνή σας. Κι αν η φωνή είναι η προέκταση της ψυχής του καλλιτέχνη, όπως λένε, οι περισσότεροι σκέφτονται πως δεν μπορεί παρά να έχετε ζήσει πολλά σ αυτό το κομμάτι της ζωής σας-κυρίως άσχημες ή δυσάρεστες καταστάσεις και πόνο. Έτσι είναι;
-Σαφέστατα, τα προσωπικά μας βιώματα μας βοηθούν πολλές φορές στην ερμηνεία στίχων δυνατών. Κάπως όλοι μας ταυτιζόμαστε, εγώ για να το «βγάλω» σωστά να χωρέσει όλο του το συναίσθημα και ο κόσμος για να το τραγουδήσει μαζί μας και να το ευχαριστηθεί. Είναι σημαντικά τα λόγια σε ένα τραγούδι, το καταλαβαίνουμε όλοι αυτό.
-Ήταν πάντα και για εσάς σημαντικό «να σας αγαπούν τα Σάββατα»; Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει τώρα; 
-Η αγάπη είναι πάντα σημαντική ανεξάρτητα από την ημέρα. Η απουσία της αγάπης όμως είναι ακόμα πιο αισθητή τα Σάββατα... Αυτό είναι και το νόημα των στίχων του Νίκου Μωραΐτη.
-Θα λέγατε πως οι ευχάριστες στιγμές ήταν περισσότερες από τις δυσάρεστες στο ερωτικό κομμάτι της ζωής σας;
-Σαφέστατα. Οι ευχάριστες στιγμές είναι περισσότερες, κατά συνέπεια και οι αναμνήσεις περισσότερες. Είναι γνωστό εξάλλου ότι όταν κάτι τελειώνει, μετά από λίγο καιρό ο ανθρώπινος εγκέφαλος συγκρατεί μόνο τα ευχάριστα γεγονότα που έχουν σημαδέψει την εκάστοτε σχέση. Το κακό υπάρχει μόνο σαν σύννεφο αόριστο.
-Έχετε μετανιώσει για κάποια σχέση σας ή θα ευχόσασταν έστω κάποια από αυτές να μην είχε υπάρξει ποτέ;
-Ποτέ δεν έχω μετανιώσει για τίποτε στην ζωή μου, πόσο μάλλον για ανθρώπους που έχω αγαπήσει.
-Αυτή την περίοδο θα λέγατε πως βρίσκεστε στην επιθυμητή για σας ισορροπία στην προσωπική σας ζωή;
-Είμαι καλά. Είμαι με έναν άνθρωπο υπέροχο που σέβομαι, εκτιμώ, θαυμάζω και στηρίζω. Η ζωή μου είναι ισορροπημένη.
-Ο τρόπος που ερωτεύεστε έχει αλλάξει με την πάροδο των χρόνων και τις εμπειρίες που έχετε αποκτήσει μέσα στα χρόνια; Φιλτράρετε περισσότερο πια τα πράγματα; Λείπει, δηλαδή, η αθωότητα των πρώτων σας φλερτ, των πρώτων «σ αγαπώ» που έχετε πει;
-Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά αυτό. Φαντάζομαι ότι κάτι θα έχει αλλάξει, αλλά εξακολουθώ να είμαι αυθόρμητος άνθρωπος οπότε το πιο πιθανό είναι το φιλτράρισμα να έρθει πολύ αργότερα.
-Πολλές φορές έχετε εκφραστεί θετικά στο να δημιουργήσετε τη δική σας οικογένεια, να κάνετε τα δικά σας παιδιά. Πιστεύετε πως-και σε συνάρτηση με την τωρινή σας σχέση-έχει πλησιάσει η στιγμή για να πραγματοποιηθεί αυτή σας η επιθυμία;
-Κατά την γνώμη μου ένας άντρας δεν είναι ποτέ έτοιμος να γίνει πατέρας, απλά του συμβαίνει. Το πότε και το σε ποιον συμβαίνει μόνο ο Θεός το ξέρει. Η επιθυμία φυσικά και υπάρχει.
-Τι θα πρέπει να έχει η γυναίκα εκείνη που θα βρεθεί στο πλάι σας για να γίνει «η σύζυγος και μητέρα των παιδιών σας»;
-Ευγένεια, καλούς τρόπους, αγωγή, θηλυκότητα, να ξέρει να στέκεται δίπλα μου σωστά, αλλά πάνω από όλα να είναι καλή, καθαρή και αληθινή ψυχή.
-Για το τέλος, αν θα έπρεπε να απομονώσετε την πιο όμορφη γιορτινή-Χριστουγεννιάτικη ή Πρωτοχρονιάτικη-στιγμή που έχετε ζήσει έως τώρα, αυτή θα αφορούσε στη δουλειά σας ή στην προσωπική σας ζωή; Και ποια θα ήταν;
-Μέχρι σήμερα, κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά είμαι στην σκηνή και τραγουδάω. Από την αρχή της καριέρας μου μέχρι και σήμερα, δεν έχω βιώσει Ρεβεγιόν εκτός πίστας. Κι όμως, για μένα είναι η πιο ιδιαίτερη στιγμή, γιατί είναι μαγικό να εύχεσαι σε τόσο πολύ κόσμο και να δέχεσαι τόσες πολλές ευχές μαζεμένες. 
Δημοσίευση στο "Icon" Κύπρου, τον Δεκέμβριο του 2012. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο του περιοδικού είναι του Γιάννη Μπουρνιά.

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ: "ΟΣΟ ΜΕΓΑΛΩΝΩ ΓΙΝΟΜΑΙ ΠΙΟ ΕΥΣΥΓΚΙΝΗΤΗ"




-Διαβάζω στο blog σας, ότι στην τελευταία σας επίσκεψη στην Κύπρο περάσατε υπέροχα. Τι το ιδιαίτερο είχε αυτή η φορά το ταξίδι σας στο νησί μας;
-Καταρχήν πρέπει να πω ότι πάντα στην Κύπρο περνάω υπέροχα, είναι τόση η αγάπη του κόσμου, τόση η ζεστασιά και η ανταπόκριση του που, κάθε φορά, υπάρχει η αίσθηση ότι επιστρέφω για να δω αγαπημένους φίλους. Φέτος βέβαια είχα έναν λόγο ακόμη να είμαι χαρούμενη, αφού πληροφορήθηκα ότι ένα ξεχωριστό για μένα βιβλίο, το «Βαλς με δώδεκα θεούς», θα γίνει σήριαλ για τον ΑΝΤ1 Κύπρου με την υπογραφή της Μαρίας Γεωργιάδου.
-Θα μπορούσατε ποτέ να εγκατασταθείτε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κύπρο, προκειμένου να γράψετε ένα επόμενο βιβλίο σας;
-Μάλλον δύσκολο το θεωρώ κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι δεν είμαι μονή μου- έχω οικογένεια την οποία δεν θα μπορούσα ν αποχωριστώ για ένα τόσο μεγάλο διάστημα.
-Ποιες ήταν οι αναφορές σας, προκειμένου να γράψετε το τελευταίο σας βιβλίο «όσο αντέχει η ψυχή»;
-Όσο κι αν ψάχνω στο μυαλό μου, δυσκολεύομαι να θυμηθώ τι ήταν αυτό που γέννησε την Ηρώ μου. Υποθέτω ότι αυτή η ιστορία, σαν να βρισκόταν μέσα μου από πάντα και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να βγει...
-Η...δική σας ψυχή πόσο αντέχει;
-Όχι μονό άδικη μου, αλλά η ψυχή κάθε ανθρώπου μπορεί να αντέξει τα πάντα, όταν χρειαστεί. Καλό είναι, κι αν είμαστε τυχεροί στην ζωή μας, να μην χρειαστεί να ανακαλύψουμε ποτέ τις αντοχές της- ίσως τρομάξουμε κι εμείς οι ίδιοι!
-Ποια είναι η διαδικασία συγγραφής ενός καινούριου βιβλίου; Υπάρχει κάποια «ιεροτελεστία»;
-Η ιδέα έρχεται από το πουθενά και αργά ωριμάζει στο μυαλό μου. Δεν κρατώ σημειώσεις- θεωρώ ότι αν μια ιδέα είναι καλή θα επιστρέψει καλύτερη και πιο εδραιωμένη. Όταν αισθανθώ το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί, τότε ξέρω ότι είναι η ώρα να ξεκινήσω. Από εκεί και μετά, δουλεύω καθημερινά και ζω την ζωή των ηρωίδων μου.
-Ποτέ ανακαλύψατε για πρώτη φορά αυτή σας την έφεση στο γράψιμο;
-Πρέπει να ήμουν γύρω στα δέκα, όταν έγραψα το πρώτο μου παραμυθάκι και συνέχισα και στην εφηβεία με μικρά διηγήματα, νουβέλες, πριν ολοκληρώσω εκεί -γύρω στην τρίτη λυκείου-, το πρώτο μου πολυσέλιδο «βιβλίο». Γενικά, η σχέση μου με το χαρτί και το μολυβί, ήταν πάντα άριστη.
-Υπάρχουν μέρες που βλέπετε σαν «αντίπαλό» σας την λευκή σελίδα;
-Όχι βέβαια! Αυτή ακριβώς λευκή σελίδα, δεν είναι αντίπαλος, αλλά πρόκληση! Δεν μου έχει τύχει ποτέ να με προδώσει το μυαλό μου ή να θέλω να γράψω και να μην μπορώ γιατί η έμπνευση με έχει εγκαταλείψει. Το μόνιμο άγχος μου, είναι μη και δεν προλάβω να γράψω όσα έχω στο μυαλό μου.
-Το γεγονός ότι έχετε την δική σας οικογένεια -με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό-, δεν σας αποσπά από το να αφοσιωθείτε ολοκληρωτικά και απερίσπαστη στη συγγραφή βιβλίων;
-Παρόλο που τα παιδιά μου είναι μεγάλα και οι ώρες που είμαι μόνη μου είναι πολλές, όταν χρειάζονται την μητέρα τους είμαι εκεί, όπως είμαι πάντα διπλά στον άντρα μου, τριάντα χρόνια τώρα. Ο μόνος που...πάσχει είναι ο ύπνος και η ξεκούραση μου.
-Ο σύζυγος σας είναι ο πρώτος αναγνώστης των βιβλίων σας;
-Φυσικά! Εκείνος τα διαβάζει αμέσως μόλις τυπώσω και κάνει και την πρώτη... Άτυπη επιμέλεια, αφού έχει ταλέντο στο να ανακαλύπτει λάθη, χρονικές ανακολουθίες και ότι άλλο μπορεί να μου έχει ξεφύγει πάνω στην ορμή της δουλειάς.
-Τα παιδιά σας είναι οι επόμενοι αναγνώστες σας;
-Αμέσως μετά τον άντρα μου, σειρά έχει η μητέρα μου και ύστερα ο γιος μου. Η κόρη μου, το έχω πει άπειρες φόρες, δεν είναι αναγνώστρια γενικώς.
-Υπήρξαν περίοδοι κατάθλιψης στη ζωή σας και πως τις αντιμετωπίσατε;
-Η λέξη «κατάθλιψη» είναι πολύ βάρια και, τον τελευταίο καιρό, την χρησιμοποιούμε με μεγάλη ευκολία- και το θεωρώ λάθος. Υπήρξαν λοιπόν περίοδοι στην ζωή μου, που τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα και αισθανόμουν πιεσμένη, αλλά η λογική βοήθησε πολύ. Σκεφτόμουν πάντα ότι τα όσα με έκαναν ευτυχισμένη, ήταν περισσότερα από όσα με έκαναν να λυπάμαι. Και όσα μπορούσαν να αλλάξουν πάλευα να τα αλλάξω. Για τα υπόλοιπα, απλώς αποδεχόμουν την ματαιότητα κάθε προσπάθειας.
-Το γράψιμο είναι ψυχοθεραπεία για εσάς;
-Δεν θα το έλεγα ακριβώς έτσι. Η συγγραφή δεν είναι πανάκεια για όλα μας τα απωθημένα. Είναι, όμως, κάτι που εμένα προσωπικά με γεμίζει απόλυτα, με κάνει ευτυχισμένη, βρίσκει διέξοδο η δημιουργικότητα μου, ταξιδεύει το μυαλό και η ψυχή μου.
-Κλαίτε συχνά, κύρια Μαντά; Και για ποιους λόγους;
-Νομίζω ότι όσο μεγαλώνω, γίνομαι πιο ευσυγκίνητη- το δάκρυ έρχεται σε περισσότερες περιπτώσεις. Κλαίω από χαρά, από κούραση, από νεύρα. Η λύπη τώρα πια με παγώνει, με μουδιάζει, δεν με κάνει να κλαίω.
-Έχετε κάνει ποτέ κακό στον εαυτό σας και στην συνέχεια να το μετανιώσετε;
-Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που κάνει κακό στον εαυτό του και δεν το μετανιώνει! Εσκεμμένα πάντως, το..αποφευγω. Σίγουρα πιέζω τον εαυτό μου παρά πολύ γιατί θέλω να είμαι εντάξει στις υποχρεώσεις μου και, πολλές φόρες, το καταλαβαίνω ότι αποβαίνει εις βάρος μου, αλλά δεν το μετάνιωσα ποτέ!
-Ποιο θεωρείτε ότι ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σας;
-Που δεν έκανα τουλάχιστον αλλά δύο παιδιά!
-Λένε για τους συγγραφείς ότι είναι «παράξενα» και «ιδιαίτερα» άτομα. Εσείς τι είδους «παραξενιές» έχετε;
-Μου ζητάτε να...δυσφημίσω τον εαυτό μου; Πάντως νομίζω ότι κάθε άνθρωπος έχει ιδιαιτερότητες και δεν είναι θέμα ενασχόλησης, αλλά χαρακτήρα. Η μονή διάφορα, είναι ίσως ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα- η οπτική γωνία αν θέλετε. Στα δικά μου μάτια, φωτίζονται ίσως διαφορετικά κάποια πράγματα και χάνονται άλλα...
-Αν σας ρωτούσε κάποιος στο δρόμο τι δουλεία κάνετε, τι θα του απαντούσατε;
-Μα φυσικά «οικιακά» και θα συμπλήρωνα ότι «είμαι σύζυγος και μητέρα». Δεν θεωρώ την συγγραφή επάγγελμα για να το αναφέρω, όπως δεν θα ανέφερα τα χόμπι μου.
-Υπήρξαν στιγμές που καβαλήσατε το καλάμι λόγω των υψηλών πωλήσεων των βιβλίων σας; Που ξεφύγατε;
-Η όποια επιτυχία, ήρθε όταν ήμουν πολύ μεγάλη για να...αλλάξω μεταφορικό μέσο! Παράλληλα, όταν ξέρεις ακριβώς που οφείλεις το όνομα σου, και στην περίπτωση μου, στον κ. Ψυχογιό-τον έκδοτη μου- και στην αγάπη του κόσμου, δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις. Είναι, ας πούμε, οι δικλείδες ασφάλειας σου. Αν σε αυτά τα δύο προσθέσεις την οικογένεια, τότε είσαι ασφαλής.
-Ποτέ δεν είπατε, «αφού με θαυμάζει τόσος κόσμος είμαι σπουδαία συγγραφέας»;
-Είναι πολύ ξένες σε μένα αυτές οι λογικές. Ο κόσμος με αγάπησε γιατί ξέρει ότι μέσα μου είμαι πάντα η Λένα και όχι η Μαντά. Και έτσι με αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια- έτσι με αποκαλεί όταν μου απευθύνεται-, κι αυτό δεν υπάρχουν λόγια για να το περιγράψω!
-Κλονίστηκε ποτέ η αυτοπεποίθηση σας, λόγω των αυστηρών κριτικών και της αμφισβήτησης στη δουλειά σας;
-Η κριτική έχει έναν συγκεκριμένο σκοπό: Να μας βοηθά να γινόμαστε καλύτεροι, όταν είναι τεκμηριωμένη και απαλλαγμένη από εμπάθειες. Όταν συναντώ, λοιπόν, μια τέτοια κριτική την παίρνω πολύ σοβαρά υπόψην μου. Με τις υπόλοιπες δεν ασχολούμαι, δεν θυμώνω, δεν...κλονίζομαι. Έχω πάρει τόση αγάπη από το αναγνωστικό κοινό, είμαι τόσο γεμάτη και τόσο πλήρης, που δεν μου αφήνονται περιθώρια για μικροψυχίες.
-Με τόσο υψηλές πωλήσεις βιβλίων, να υποθέσω πως ζείτε πια αρκετά άνετα οικονομικά;
-Ο εκδότης μου, ο κ. Ψυχογιός, είναι από τους πιο έντιμους στον χώρο και από τους πιο γενναιόδωρους. Παρόλα αυτά, έχω και έναν άξιο άντρα που δεν φοβήθηκε ποτέ την δουλειά και πάντα εξασφάλιζε την οικογένεια του. Ζούσαμε πολύ καλά και πολύ πριν έρθουν τα βιβλία. Απλώς, τώρα εξασφαλίζουμε και τα παιδιά μας.
-Για το τέλος, θα λεγάτε, κύρια Μαντά, ότι είστε ευτυχισμένη από την ζωή που ζήσατε και ζείτε;
-Απόλυτα! Έκανα την οικογένεια που πάντα ονειρευόμουν, έχω έναν θαυμάσιο σύζυγο, δύο άξια παιδιά, γεμάτα ευγένεια και σεβασμό στον κόπο των γονιών τους, ένα σπίτι γεμάτο αγάπη και γέλιο, καλούς και αγαπημένους φίλους και το μονό που ζητάω από τον Θεό, είναι υγεία για να απολαύουμε τους κόπους μας.
Δημοσίευση στο "Life", τον Ιούλιο του 2012. Οι φωτογραφίες είναι του Γεράσιμου Φρόνιμου. Το τελευταίο βιβλίο της Λένας Μαντά «Όσο αντέχει η ψυχή», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.